Στον Πόντο το όνομα καλοκαίρι διατηρήθηκε λίγο πολύ με
μικρές παραλλαγές. Έτσι, στην Κερασούντα λεγόταν ο Καλοκαίρης, στην
Τραπεζούντα Καλοκαίρ’ς και Καλοκαίρτς. Στη Σάντα, στην Τραπεζούντα και στη
Χαλδία απαντά και ως καλοκαίρ’ και στην Οινόη (Ούνγια) ως το καλοκαίριν.
Η γενική καλοκαιρί(oν) χρησιμεύει ως επίρρημα και σημαίνει κατά το
καλοκαίρι. Στην Κερασούντα, την Οινόη και την Τραπεζούντα, όταν ήθελαν να
δηλώσουν ότι ο καιρός είναι καλός, ευχάριστος, έλεγαν η καλοκαιρία, ενώ στην
Κερασούντα έλεγαν και η καλοκαιρίγια.
Θερισμός στη Σαντα το 1905 |
Το καλοκαίρι περιλάμβανε τους μήνες Ιούνιο, που
λεγόταν συνήθως Κερασινός, Ιούλιο, που λεγόταν Θερ’νός και τον Αύγουστο. Καθένας
από αυτούς τους μήνες είχε τα χαρακτηριστικά του και ερχόταν με τις δικές του
ασχολίες. Έτσι, έλεγαν:
«Ο Κερασινόν φέρ’ τον ήλον, κοκκινίει σε άμον μήλον,
ο θερ’νόν πα φέρ’ τα θέρ’τα και δαβαίν’ και με τα
γέλ’τα, Αύγουστον πα φέρ’ τα’ αλώνα και λαρών όλα τα πόνα».
Και πράγματι, με το «έμπα» του Ιουνίου ο ουρανός είναι
πεντακάθαρος, χωρίς κανένα σύννεφο και ο ήλιος κατακαίει και τους κοκκινίζει
όλους σαν μήλα.
Το καλοκαίρι θα γίνουν ο θερισμός και το αλώνισμα και
θα ετοιμαστούν τα διάφορα γαλακτοκομικά, καθώς και το κουβάλημα των ξύλων για
το χειμώνα.
Στο Σταυρί οι ασχολίες των κατοίκων κατά τη διάρκεια
του καλοκαιριού ήταν αγροτικές ή γεωργικές και βιομηχανικές ή επαγγελματικές.
Κατά το σύντομο διάστημα του καλοκαιριού εργάζονταν εντατικά άντρες, γυναίκες,
ακόμη και παιδιά, για να μπορέσουν να μαζέψουν έγκαιρα τα προϊόντα της
παραγωγής τους. Όταν απουσίαζαν οι άντρες, τους αντικαθιστούσαν οι γυναίκες σε
όλες τις αγροτικές δουλειές.
Κάθε οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να κάνει τις
απαραίτητες για το χειμώνα προμήθειες τροφών, τόσο για τα μέλη της (κι αυτό
λεγόταν το στάρχιμαν) όσο και για τα ζώα της (αυτό λεγόταν το αλάφ’). Σύμφωνα
με πληροφορίες του Χριστόφορου Χριστοφορίδη η λέξη αλάφ’ ήταν συνηθισμένη και
στη Ματσούκα με την έννοια της προμήθειας για τα ζώα της χειμερινής περιόδου.
Μεταφορικά στη φράση ετελέθεν τ’ αλαφόπο μ’ σήμαινε ότι εξαντλήθηκαν
οι σωματικές μου δυνάμεις και λεγόταν για άρρωστο ετοιμοθάνατο.
Ιδιαίτερη φροντίδα έδειχναν οι Έλληνες του Πόντου, σε
όλες τις περιοχές, για την κτηνοτροφία και την παρασκευή των γαλακτοκομικών
προϊόντων, που λίγο πολύ γίνονταν όλα με τον ίδιο τρόπο ή με μικρές παραλλαγές.
Τα ζώα οι ρομάνες ή παρχαρομάνες τα ανέβαζαν στα
παρχάρια και έκαναν όλες τις σχετικές δουλειές.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Αγαθάγγελου Φωστηρόπουλου,
στην 'Ιμερα κατά τους θερινούς μήνες, όταν τα βοσκοτόπια, που ήταν κοντά
στο χωριό, ξεραίνονταν, τότε οδηγούσαν τα ζώα σε πιο μακρινά και υψηλά μέρη,
τα παρχάρια.
Τα παρχάρια τους ήταν και κέντρα ψυχαγωγίας και
διασκέδασης τόσο των Ιμεριτών όσο και των άλλων παραθεριστών. Τα πρόβατα και τα
κατσίκια τα φύλαγε ο τσοπάνον. Οι καλοί τσοπάνοι προέρχονταν ασ’ ση Μόχωραν.
Οι Ιμερίτες γι’ αυτό έλεγαν: «ας σ’ Αθήνας δάσκαλον κι ας ση Μόχωραν τσοπάνον».
Τον τσοπάνο στη βοσκή τον συνόδευε και το τσοπανόσκυλον.
Κτηνοτροφία
Ο Χρυσόστομος Μυρίδης μας πληροφορεί ότι στα κοντινά
παρχάρια της Λιβεράς έμεναν τα ζώα ως τις 31 Μαΐου, οπότε το χορτάρι άρχιζε να
λιγοστεύει. Τότε, πριν ξημερώσει η 1η Ιουνίου, ξεκινούσαν οι εντεταλμένοι για
τα λιβάδια στον Αεν Παύλον και τα Ρίσκια, παίρνοντας μαζί τους τα κτήνη, τις
αποσκευές της ρομάνας, τα εργαλεία-σκεύη και όλα τα υπόλοιπα, απαραίτητα για
την κτηνοτροφία και γαλακτοκομία, και τα μετέφεραν στα παρχάρια Σαβέριξαν και
Ελαφολίμ’.
Η μετάβαση αυτή γινόταν ομαδικά. Ρομάνες, περνεκτζήδες
(ιδιοκτήτες κτηνοτρόφοι), βουκόλοι (βοσκοί μεγάλου κοπαδιού), μεταφορικά μέσα,
κτήνη κ.ά. πήγαιναν ομαδικά στους νέους βοσκότοπους, όπου υπήρχαν καινούργιες
ομορφιές. Τα κτήνη εδώ τα συνένωναν στο παρχάρι και αποτελούσαν έτσι μια
πολυπληθή μεγάλη αγέλη και σπάνια δύο, που ωρίαζαν (επιτηρούσαν) οι βουκόλοι.
Στα παρχάρια αυτά γινόταν και η πάλη των ταύρων, που
δεν την έλεγαν ταυρομαχία, αλλά ταυρολάσ'. Τους ταύρους του ίδιου παρχαριού
τους προκαλούσαν σε πάλη, για να αναδειχθεί μετά από αγώνα ο νικητής που
έπαιρνε και τον τίτλο του "ταύρου των παρχαριών". Η ίδια πάλη γινόταν
σε όλα τα παρχάρια της Λιβεράς αλλά και μεταξύ των νικητών ταύρων δύο
παρχαριών με παρουσία πολλών θεατών , που έφταναν στα παρχάρια αυτά, οπότε
πρότειναν διάφορα στοιχήματα και πρόσφεραν δώρα στο νικητή. Το νικητή τον
στεφάνωναν με στεφάνι από λουλούδια, πλεγμένα πάνω σε κλαδί έλατου, και το τοποθετούσαν
στα κέρατα του ταύρου. Άλλη πάλη γινόταν μεταξύ των νικητών ταύρων των
παρχαριών της Λιβεράς και των γειτονικών παρχαριών άλλων χωριών. Ο νικητής
ταύρος γινόταν ο πλέον ονομαστός σε όλη την περιφέρεια. Η πάλη των ταύρων ήταν
το κύριο θέμα συζήτησης για πολλές μέρες. Αλλά τον ταύρο νικητή τον προτιμούσαν
και για την αγελάδα τους, όταν αυτή βρισκόταν στην περίοδο οργασμού, δηλαδή
έρχουτον σα βούδα ή έρχουτον σο ταυρολάσ’. Μετά τη συνεύρεση του ταύρου με την
αγελάδα, η ρομάνα μ’ ένα κλαδί λεπτοκαρυάς, που το πίεζε σταυροειδώς τρεις
φορές πάνω στη ράχη της αγελάδας, έλεγε τα εξής:
«Σταυροκέρι κ’ έμορφον, θελ’κόν και
πλουμιστόν
εφτά
κεπία λάχανα ετοίμασεν η κυρά σ’ για χ’ εσέν.
Αν κρατείς, θα χρως ατα, κι αν ’κι κρατείς, θα νάεις
ατα».
Στη Ματσούκα η λέξη ταυρολάσ’ είχε την έννοια του
πλήθους των αρσενικών (ταύρων και βοδιών) που έτρεχαν πίσω από την αγελάδα,
που έρτον σα βούδα.
Στη Λιβερά η παρχαρομάνα, μετά τη συνεύρεση του ταύρου
με την αγελάδα, σταύρωνε τρεις φορές, σταυρωτά και κάθετα, με την παλάμη της
την οσφύ της αγελάδας κι έλεγε:«ντ’ επέρες καλά κράτει, ατο», δηλαδή το φυσικό
δώρο που πήρες απ’ τον ταύρο, φρόντισε να το φυλάξεις και να το γονιμοποιήσεις.
Να μην το αποβάλεις.
Κι εδώ, προς το τέλος Ιουνίου, λιγόστευε η βοσκή,
οπότε την 1η Ιουλίου, με τον ίδιο τρόπο, όπως και προηγουμένως, μεταφέρονταν
στα παρχάρια, Κεπίν, Κοχρακόλιθον, Ομάλια και Σκοπέλ’ που βρίσκονταν σε απόσταση
επτά ωρών από το χωριό, σε ηλιόλουστα οροπέδια της οροσειράς του Παρυάδρη, που
αυτή την εποχή ήταν γεμάτα με τα ονομαστά χόρτα ζυγούδ’ και θούμπουρον, τα
οποία, τρώγοντας οι αγελάδες, έδιναν παχύτερο γάλα, από το οποίο παραγόταν το
φημισμένο βούτυρο της Λιβεράς.
Εδώ έμεναν ως το τέλος Ιουλίου, οπότε κατέβαιναν
εκεί που ήταν τον Ιούνιο, δηλαδή στα παρχάρια Σαβέριξαν και Ελαφολίμ’, όπου
έμεναν ως το τέλος Αυγούστου, αν υπήρχε επαρκής τροφή, διαφορετικά
μετέφεραν τα ζώα πιο νωρίς στον Άεν Παύλον και τα Ρίσκια λίγες μέρες μετά το
ιζίν (άδεια) του θερισμού των χόρτων.
Η άδεια αυτή, δηλαδή το ιζίν, δινόταν στις 15
Αυγούστου από τη Δημογεροντία της Λιβεράς, ώστε, όσοι κάτοικοι ήθελαν, να
μπορούν να κόψουν χόρτα από τα κοινοτικά βοσκοτόπια Αεν Παύλον, Ρίσκια,
Χωρετικόν, αλλά και από άλλα ιδιωτικά, που τότε ήταν άφθονα. Τα χόρτα αυτά τα
ξέραιναν και τα αποθήκευαν για χειμερινή τροφή των ζώων.
Την άδεια για βοσκή των ζώων σ’ αυτά τα μέρη την
έδιναν μετά το κόψιμο των χόρτων, γιατί ήταν κρίμα να ποδοπατηθούν και να
καταστραφούν. Τέλος, με τον ερχομό του φθινοπώρου άρχιζαν η κάθοδος και η επιστροφή
προς το χωριό από τα παρχάρια.
Γαλακτοκομικά
Σχεδόν σε όλα τα παρχάρια του Πόντου, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού,
ετοίμαζαν όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα, που θα χρησιμοποιούσαν στη διάρκεια
του χειμώνα, ο οποίος στον Πόντο ερχόταν βαρύς και σε πολλά μέρη διαρκούσε και
έξι μήνες.
Έτσι, παρασκεύαζαν μαντζίραν (γιαούρτι), την οποία και
έβαζαν σε μια σακούλα και την κρεμούσαν για να υλίζ’, δηλαδή να στραγγίσει και
να φύγει το τσουτσούκ (νερό). Αυτό το υλικό που προερχόταν από το στράγγισμα,
δηλαδή το υλιστόν, το αλάτιζαν, το έπλαθαν με τα χέρια σε μεγάλους βόλους
(μέγεθος αβγού) και το ξέραιναν στον ήλιο ή στη σκιά. Αυτά ήταν τα λεγάμενα
τσορτάνα. Τα έλιωναν με νερό το χειμώνα και έκαναν το τανοσούρβ’, δηλαδή είδος
γιαουρτόσουπας. Επίσης από τη στραγγισμένη και αλατισμένη μαντζίρα έκαναν το σίρ’, δηλαδή πάνω στη σακούλα, που ήταν η μαντζίρα, τοποθετούσαν ένα βάρος με λεία και επίπεδη επιφάνεια, οπότε αυτή έπαιρνε το σχήμα χοντρής πίτας, την οποία στέγνωναν, όπως ακριβώς τα τσορτάνα. Ακόμη έκαναν και τυρί. Το τυρόγαλα, που έμενε στο καζάνι μετά την παρασκευή του τυριού, λεγόταν σουράτ’ και από αυτό έκαναν το μιντζίν, δηλαδή ένα είδος μυτζήθρας. Όλη αυτή η διαδικασία γινόταν κυρίως τους ανοιξιάτικους μήνες.
γιαουρτόσουπας. Επίσης από τη στραγγισμένη και αλατισμένη μαντζίρα έκαναν το σίρ’, δηλαδή πάνω στη σακούλα, που ήταν η μαντζίρα, τοποθετούσαν ένα βάρος με λεία και επίπεδη επιφάνεια, οπότε αυτή έπαιρνε το σχήμα χοντρής πίτας, την οποία στέγνωναν, όπως ακριβώς τα τσορτάνα. Ακόμη έκαναν και τυρί. Το τυρόγαλα, που έμενε στο καζάνι μετά την παρασκευή του τυριού, λεγόταν σουράτ’ και από αυτό έκαναν το μιντζίν, δηλαδή ένα είδος μυτζήθρας. Όλη αυτή η διαδικασία γινόταν κυρίως τους ανοιξιάτικους μήνες.
Το βούτυρο το έκαναν με το χτύπημά του μέσα στο
δουρβάνι (ειδικό ξύλινο δοχείο), οπότε μετά την αφαίρεσή του, έμενε μέσα στο
ξύλινο αυτό δοχείο ένα υγρό λευκό, που είχε υπόξινη γεύση και λεγόταν το τάν’
το οποίο και έπιναν σαν αναψυκτικό ή το μετέτρεπαν σε πασκιτάν’.
Το τάν’ ήταν βέβαια τελείως αποβουτυρωμένο. Γι’ αυτό,
όταν κανείς ήθελε να δηλώσει πως κάποιος συγγενής του ήταν πολύ μακρινός, ή
ότι κάποιος δεν είχε καμία σχέση με την οικογένεια, χαρακτηριστικά έλεγε: ατός
έν’ τη τανί’ μ’ το τάν’, δηλαδή αυτός είναι βγαλμένος από το τάν’, δηλαδή ξέπλυμα
του ξεπλύματος.
Με το πασκιτάν’ παρασκεύαζαν το πασκιτένον τη σουρβάν,
είδος σούπας πολύ γευστικής και υγιεινής ως τροφής. Αν νόμιζαν ότι τα ζώα τους
είχαν ματιαστεί με ομμάτασμαν (βασκανία), τότε τα ξεμάτιαζαν με διάφορες
ευχές.
Στη Λαραχανή της Ματσούκας, όταν οι αγελάδες
αδιαθετούσαν και δεν μπορούσαν να φάνε, έλεγαν ότι αυτή η πάθηση οφειλόταν στο
αντίκρισμα επιθυμητού, που δεν μπορούσαν να φτάσουν και να γευθούν. Τότε έλεγαν
το χτήνον έγκεν σ’ ομμάτα (ματιάστηκε).
Λίπανση χωραφιών
Οι Έλληνες του Πόντου φρόντιζαν τη γη τους με
οποιονδήποτε τρόπο, για να έχει καλή απόδοση. Στο Σταυρί οι χωρικοί είχαν
επινοήσει ένα απλό και πολύ χρήσιμο μέσο λίπανσης των χωραφιών. Σε όλη τη
διάρκεια του καλοκαιριού έβαζαν τα ποίμνιά τους να διανυκτερεύσουν στα χωράφια.
Το γεγονός αυτό λεγόταν «το μόνασμα τη σιρί σα χωράφα», εξαιτίας του
οποίου τα χωράφια με τις κοπριές των ζώων λιπαίνονταν και άγονες εκτάσεις
μεταβάλλονταν σε εύφορες.
Σε διάφορα μέρη έσπερναν σίκαλη ή τζαβτάρ’, από το
οποίο έκαναν και ψωμί, που το έλεγαν τζαβταρένον ψωμίν ή τζαβταροψώμ’. Το
σιτάρι και το κριθάρι το έσπερναν στην αρχή της άνοιξης.
θέρισμα
Το καλοκαίρι όλοι ετοιμάζονταν για το θέρος, που είναι
δύσκολη δουλειά, όπως φαίνεται και από τα πολλά σχετικά δίστιχα που υπάρχουν στον Πόντο.Έτσι, ο νέος προέτρεπε την καλή του στο χωριό Σταυρί:
«Μη πας, αρνί μ’, σο θέρισμαν, μαυρύ’νε τα χερόπα σ’
θα καίεται ο πρόσωπο σ' χαλάουν τ’ ομματόπα σ’».
Αλλά το θέρισμα γινόταν πιο αποδοτικό, όταν συνοδευόταν από την ανάμνηση του αγαπημένου προσώπου και το τραγούδι:
«θερίζ’, θερίζ' τ’ εμόν τ’ αρνίν, ευτάει πολλά χαράκια,
κι άμον το ενθυμάται με, κρούει ατο σα μεράκια».
Ελσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια
Ελσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου