Μία από τις τέσσερις εποχές του χρόνου είναι η άνοιξη. Και στον Πόντο η εποχή αυτή λεγόταν άνοιξη, από το αρχαίο «άνοιξις»: π.χ., πρώτη άνοιξη σήμαινε η αρχή της άνοιξης. Στα Κοτύωρα ανοιξί’ μεϊβάδες σημαίνει φρούτα της άνοιξης.
Από το ουσιαστικό άνοιξη, στη Σάντα έχομε το ρήμα ανοιξιάξω, που σημαίνει: α. διέρχομαι την εποχή της άνοιξης και β. παραθερίζω. Επίσης η λέξη η ανοιξέα σημαίνει α. τη μυρωδιά της άνοιξης: π.χ., ανοιξέαν μυρίζ’, και β. η άνοιξη, π.χ., απ’ ανοιξέας, δηλαδή στην αρχή της άνοιξης.
Στον Πόντο οι πρόγονοί μας ήταν πολύ επιφυλακτικοί για τον ερχομό της άνοιξης. Έτσι, στο χωριό Αντρεάντων Αμισού έλεγαν κάτι αντίστοιχο με αυτό που λέγεται στη μητροπολιτική Ελλάδα: ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη. Με τ’ έναν τσιτσέν άνοιξη κ' έρται, δηλαδή με μια βροχούλα άνοιξη δεν έρχεται.
Και στην περιοχή Χαλδίας έλεγαν το γνωμικό: Αν ’κι ρουζ τη Λαμπρής τ’ ωβού το τζέπλον σην γην, άνοιξη κ' έρται, δηλαδή αν δεν πέσει στη γη το κέλυφος του αβγού του Πάσχα, άνοιξη δεν έρχεται. Αλλά και στην Ίμερα, όταν ερχόταν η άνοιξη, έλεγαν: Ανοιξη πουλεί τα μήλα κι ο χειμωγκόν τα ξύλα.
Στη Ροδόπολη έκαναν και διάφορες άλλες παρατηρήσεις σχετικά με την άνοιξη. Έτσι, αν κάποιος έβλεπε για πρώτη φορά την άνοιξη αρνί, πίστευαν ότι όλο το χρόνο θα αγαπούσε να κοιμάται, ενώ θα συνέβαινε το αντίθετο, αν έβλεπε κατσικάκι. Ακόμη το θεωρούσαν καλό σημάδι, αν συναντούσαν την άνοιξη χελιδόνι για πρώτη φορά. Πίστευαν μάλιστα ότι, αν ήταν σε ηλικία γάμου, θα τους έρχονταν προξενιά.
Στη Σάντα, παραδίδει ο Ευστ. Αθανασιάδης ότι «αν την πρώτην άνοιξη δεις πεταλούδες να πετούν προς τα επάνω, καλά θα πάει η δουλειά σου».
Χελιδόνισμα
Στην Ελλάδα τον ερχομό της άνοιξης, εκτός των άλλων, τον γιόρταζαν και με ένα έθιμο, που λέγεται «το χελιδόνισμα» και κατάγεται από την αρχαιότητα, όπως φαίνεται και από το αντίστοιχο αρχαίο τραγούδι.
Με τον ερχομό της άνοιξης (1 Μαρτίου) τα παιδιά περιέφεραν ένα ομοίωμα πουλιού «χελιδόνας», που το κατασκεύαζαν από ξύλο έτσι ώστε, όταν ήθελαν, το έκαναν να κινεί τα φτερά και το σώμα, και κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο με φύλλα κισσού γύριζαν στα σπίτια και μάζευαν αβγά τραγουδώντας το εξής τραγούδι:
«Ήρθε, ήρθε χελιδόνα
ήρθε κι άλλη μελιδόνα
κάθησε και λάλησε
και γλυκά κελάδησε:
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,
και Φλεβάρη φοβερέ»
Και δεν έχαναν ευκαιρία οι Έλληνες του Πόντου να μην εκμεταλλευτούν τα αγαθά που τους πρόσφερε απλόχερα η φύση την άνοιξη. Γιατροί και φάρμακα εκεί ήταν άγνωστα ή μάλλον απλησίαστα. Η πείρα τούς είχε διδάξει πολλά για τη θαυματουργή χρήση των βοτάνων.
Έτσι, άρχιζαν τη συλλογή τους από τα μέσα της άνοιξης και έφταναν να μαζεύουν ως την αρχή του φθινοπώρου. Τα βότανα τα χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία πολλών ασθενειών, για τονωτικά, για γαλακτοπαραγωγή, για εμμηναγωγά, διουρητικά κ.ά. Επίσης, τα πρόσφεραν δωρεάν και μάλιστα αυτό το θεωρούσαν θεάρεστη πράξη. Άλλωστε, ο Πόντος ήταν και είναι γεμάτος από πολλά και σπάνια βότανα. Ας σημειώσουμε ότι η Μήδεια από τον Πόντο ήταν η πρώτη «φαρμακίς», δηλαδή η πρώτη φαρμακοποιός.
Οι ασχολίες των κατοίκων
Αυτή την εποχή άρχιζαν και οι πολλές δουλειές, η καλλιέργεια της γης και η ιδιαίτερη φροντίδα για τα ζώα.
1. Καλλιέργεια της γης
Στην περιοχή Σταυρίν, στις αρχές της άνοιξης έσπερναν το κοκκίν (σιτάρι) και το κριθάρ’ (κριθάρι). Επίσης για την τροφή των ζώων το βίκ’ (βίκος) και την κόρογκα (είδος ρόμβης).
Ο σπόρος μεταφερόταν μέσα στο δίσακον.
Μέσα σ’ αυτόν το σπόρο έπρεπε να ανακατέψουν και λίγο ευχιασμένον σπόρον, που είχαν από τη Μ. Πέμπτη. Πριν αρχίσουν τη σπορά, ράντιζαν τα χωράφια με αεσμόν (αγιασμό) των Θεοφανείων για ευκαρπία.
Όταν πήγαινε ο γεωργός να σπείρει, δεν επιτρεπόταν να περάσει κανένας και ιδιαίτερα γυναίκα μπροστά του και κάθετά του, διότι ανακόφ’νε την στράταν... για να μη συμβεί κανένα ατύχημα.
Επίσης δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να περάσει πάνω από το άροτρο, γιατί εκόφκουτουν η ευλοΐα τη χωραφί’, δηλαδή βλαπτόταν η παραγωγή του χωραφιού.
Στη Σάντα τη μέρα της σποράς πίστευαν ότι έπρεπε να υπάρχει νέο φεγγάρι, γιατί διαφορετικά το χωράφι δε θα είχε προκοπή. Επίσης δεν έσπερναν τη βδομάδα της Λαμπρής, γιατί πίστευαν ότι αυτή η βδομάδα ήταν κούφια και δεν θα πρόκοβε το χωράφι.
Στην Ίμερα άρχιζαν να περιποιούνται τα κεπία, δηλαδή τους λαχανόκηπους. Τους λαχανόκηπους τους λίπαιναν με τα χούσκια, δηλαδή με φυσικά λιπάσματα.
Κατόπιν επελάευαν, δηλαδή έσκαβαν τους κήπους με το πέλ' δηλαδή με τη σκαπάνη με πλατύ στόμιο.
Τα μαλακά χώματα έσκαβαν με το μακέλλ’, δηλαδή με τη συνηθισμένη μυτερή σκαπάνη. Τέλος, αυλακίαζαν την έκταση, δηλαδή τη χώριζαν σε αυλάκια, και φύτευαν διάφορα λαχανικά, συνήθως φασούλα (κυρίως μπαρμπούνια), καρτόφα (πατάτες), λάχανα, κολογκύθα, αγγούρα, δέζμα (δύοσμο), κρομμύδα, σκόρδα, ταργόνα (κάρδαμο), γάραμψον (μαϊντανό), αβλούκια (χόρτα πλατύφυλλα αυτοφυή) και σεύτελα (παντζάρια).
Στο Σταυρί τους λαχανόκηπους τους καλλιεργούσαν κυρίως οι γυναίκες. Αυτές έσκαβαν, φύτευαν, σκάλιζαν, πότιζαν, βοτάνιζαν, καθάριζαν από τα άγρια χόρτα τα διάφορα λαχανικά και μάζευαν την παραγωγή.
Η λαχανοκηπευτική δεν αποτελούσε ειδικευμένη επίδοση ή μόνιμο επάγγελμα, αλλά όλοι οι χωρικοί είχαν το λαχανόκηπο τους, που τον έσκαβαν πολύ βαθιά, όπως στην Ίμερα, με ειδικό φτυάρι, το πέλ' και τον λίπαιναν με φυσικά λιπάσματα, δηλαδή με κοπριά.
Στο χωριό Δερέταμ ή Μποντζουκλού-Σεκού (Κολωνία-Νικοπόλεως) η αρχή της άνοιξης και τα τέλη του φθινοπώρου ήταν -ως επί το πλείστον- βροχερά.
Το χώμα, αν και γόνιμο, ήταν πολύ βαρύ και πηλώδες και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να σπείρουν αρκετή ποσότητα την άνοιξη για όψιμο καρπό.
Οι κάτοικοι είχαν από έναν ή δύο κήπους, όπου φύτευαν κάθε είδους λαχανικά, εκτός από ντομάτες, που δεν ωρίμαζαν, γιατί το καλοκαίρι ήταν πολύ σύντομο. Με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες ασχολούνταν οι γυναίκες, τις οποίες βοηθούσαν και τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, αφού οι άντρες δούλευαν στα μεταλλεία ως μεταλλουργοί.
Βέβαια, και σ’ αυτή την περίπτωση φαινόταν η ευαισθησία του ερωτευμένου νέου προς την καλή του, που τη συμβούλευε να τη βοηθήσει η θεία της, αν δεν πρόφταινε να κάνει τις ανοιξιάτικες δουλειές, λέγοντας:
«Έρθεν αρνόπο μ’ άνοιξη, εξέβαν τα δουλείας,
αν ’κι προφτάντς μ’ ευτάς ατα, ας βοηθά σ’ η θεία σ’».
Όσο για το κλάδεμα των δέντρων στο Σταυρίν, αυτό δεν γινόταν συστηματικά. Κατά την αρχή της άνοιξης έκοβαν από τα δέντρα τους ξερούς καρπούς. Επίσης κλάδευαν πολλά άγρια δέντρα, για να πάρουν τα ξύλα ή να προμηθευτούν λεπτά κλαδιά με φύλλα για τροφή των αιγοπροβάτων.
Στη Νικόπολη, επειδή οι βροχές κατά τους μήνες της άνοιξης, Απρίλιο και Μάιο, ήταν πολύ ευεργετικές για τη γεωργία, όταν έβρεχε, οι κάτοικοι, ευτυχισμένοι για την πλούσια συγκομιδή που θα ακολουθούσε, τραγουδούσαν τα παρακάτω τραγούδια:
«Απρίλην έβρεξεν
και το κοκκίν έστρωσεν.
Ας χαίρεταιν πολλά
Τ' αμπάριν π’ ευκαιρώθεν (άδειασε).
Καλομηνά η βρεχή,
και τη θεου η ευχή
τ' έναν άλλο ομοιάζ’νεν
και κοκκία ωβάζ’νεν (αβγατίζουν).
Απρίλην ας το βρέχει
πρασινώνουν ία χωράφα (πρασινίζουν)
Καλομηνάν αν βρέχει ευκαιρώσ’τεν τ’ αμπάρα»
και, δουλεύοντας, οι γυναίκες έκαναν τη δουλειά τους τραγούδι, προτρέποντας η μία την άλλη να πάνε να φράξουν τον κήπο, να φυτέψουν λάχανα και να έχουν και λάπατα.
Το ίδιο γινόταν κι όταν πήγαιναν να μαζέψουν το βίκο και παρατηρούσαν και την άλλη βλάστηση. Τότε γαλήνευε η καρδιά τους και χόρταινε το μάτι τους:
«Βίκιν βίκιν πρασινίζ' κ’ η καρδία μ’ γαλενίζ’
κ’ εγώ τηνάν αγαπώ βράδο και πουρνόν χτουπίζ’.
Το βίκιν ας τ' ασπρίζ’ το κριθάριν κιτρινίζ’,
το κοκκίν σύρ’ το φκάλιν, τ’ εμόν χορτάζ’ το μάτιν».
2. Φροντίδες για τα ζώα
Ιδιαίτερες φροντίδες έκαναν την άνοιξη για τα ζώα, τα οποία ήταν κλεισμένα στα μαντριά τους όλο το χειμώνα. Ήδη με την εμφάνιση του φθινοπώρου και τα πρώτα κρύα, οι ρομάνες (γυναίκες ειδικές για τη φύλαξη των ζώων) αποχωρούσαν από τα παρχάρια για τα χειμαδιά, όπου θα έμεναν τα ζώα, ώσπου να ξανάρθει η άνοιξη, οι καλές μέρες, να φύγει η ομίχλη, να φύγουν τα χιόνια απ’ τα βουνά και να ξαναγυρίσουν πίσω στα παρχάρια.
«Και αναμέν’ την άνοιξην, τα καλά τα ημέρας
να σ’κούτ’ η δείσ’ ας σο κλαδίν, το χόν’ ας σα ραχία,
να παν ξαν παρχαρεύκουνταν σ’ Αεσέρι τ' ομάλα».
Στη Λιβερά παραμονές της άνοιξης έδιναν στα κτήνη κουκούτζα, δηλαδή μπουμπούκια από φύλλα θάμνων και από δενδρύλλια πριν ανοίξουν τελείως, τα έκαναν δέματα και τα έφερναν στο χωριό. Έτσι, οι Λιβερίτισσες έλεγαν επήγαν σα κουκούτζα. Η χλωρή αυτή τροφή, ανακατωμένη με την ξερή, ήταν πολύ ωφέλιμη για τα ζώα, γιατί η απότομη αλλαγή της ξερής τροφής του χειμώνα με τη χλωρή της άνοιξης πιθανόν να προκαλούσε στομαχικές και εντερικές διαταράξεις.
Και στην Ίμερα όλο το χειμώνα οι αγελάδες έμεναν κλεισμένες στα μαντριά. Την άνοιξη όμως, επεχάμνιζαν τα χτήνα, δηλαδή οδηγούσαν τις αγελάδες σ’ ένα ορισμένο μέρος, για να συνέλθουν από το κλείσιμο αυτό του χειμώνα. Μερικές φορές που οι αγελάδες πρήζονταν από την πολλή βοσκή φρέσκου τριφυλλιού, έριχναν στο στόμα τους το χαψοζώμ’, δηλαδή ζουμί από παστά χαψιά ή φαρμακοβότανον και με τη βοήθεια ενός ξύλου κατέβαινε στο στομάχι τους.
(Η μητέρα μου σ’ αυτή την περίπτωση έλεγε ότι το ζώο είχε πάθει σαντζού.)
Στο Σταυρί η φύλαξη των ζώων γινόταν με επαγγελματίες βοσκούς. Αυτοί, σύμφωνα με το έθιμο, έπιαναν υπηρεσία στις 23 Απριλίου, μετά τη γιορτή του αγίου Γεωργίου, η οποία και διαρκούσε μέχρι τ’ Αεσερί’, στις 15 Αυγούστου, ή μέχρι του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου.
Η αμοιβή των βοσκών γινόταν με χρήμα και πιο σπάνια με είδος. Και η παρχαρομάνα καλούσε όλους ν’ ανέβουν στα παρχάρια, όπου έλιωσαν τα χιόνια και γέμισε ο τόπος χορτάρια. Καλούσε τις ρομάνες και τους τσοπάνους ν’ ανέβουν με τραγούδια και, τέλος, καλωσόριζε τους πρωτοπόρους που θα γέμιζαν τις πλαγιές των βουνών και όλα τα παρχάρια: στην επαρχία της Κερασούντας.
«Παρχαρομάνα ’λάλεσεν και σον παρχάρ’ ελάτε
εγώ τα χιόνα έλυσα και τα χορτάρα έγκα.
Παρχαρομάνα ’λάλεσεν, έχ κ’ έρχουν οι ρομάνες
έχ κ’ έρχούντανε οι τσοπάν’, τραβωδούν και συρίζ’νε
καλώς και καλώς όρισαν τ’ εμόν οι εμπρολάτοι
που θ’ αρματών’νε τα ραχιά και όλα τα παρχάρα».
Η έξοδος των αγελάδων για τις ανοιξιάτικες βοσκές έπρεπε απαραίτητα να γίνει την Πρωτομαγιά, έστω και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Από την 1η Μαΐου ως τα μέσα Σεπτεμβρίου, καμιά φορά και αργότερα, όταν ο καιρός ήταν καλός, τα κτήνη τρέφονταν βόσκοντας σε ιδιόκτητα λιβάδια, που λέγονταν μεζιρέδες ή στα παρχάρα, που ήταν τόπος βοσκής των ζώων, αλλά και τόπος εξοχής, παραθερισμού. Στο κοπάδι προπορευόταν η οικοδέσπαινα, η οποία κατά την πορεία γύριζε πίσω, κοιτάζοντας προς το κοπάδι και τραγουδούσε:
«Χατούνα μ’, έρθεν άνοιξη κ’ έρθεν η πρασινάδα,
έρθεν η γη με την χλοήν, τα δέντρα με τα φύλλα,
θα βγαίν’ς θα σεργιανεύκεσαι στα ψηλά τα ραχία.
θα ευρείκ'ς 3 χορτάτα πράσινα, λιβάδα ανθισμένα,
θα τρως, θα πίν’ς, θα χαίρεσαι, θα συρ’ς την λαλαδίαν».
Τη μέρα της Πρωτομαγιάς η παραμονή και η διασκέδαση των κατοίκων στο ύπαιθρο διαρκούσαν από το πρωί ως το δειλινό, οπότε και ετοιμάζονταν να επιστρέφουν. Έδιναν τα ζώα στην εντεταλμένη γυναίκα για τη φύλαξη και την περιποίησή τους και αυτοί, ανά ομάδες, γυρνούσαν πίσω φορτωμένοι με λουλούδια και τραγουδούσαν:
«Τα ζα μουν καλωρίαστα στον Μαγκανά μερέαν
πίν’νε το γελεφόνερον, κλώσκουν στο Γιουρτ’ μερέαν».
Η ξενιτιά
Στον Πόντο και ιδίως στα ορεινά μέρη ο εκπατρισμός γινόταν για σπουδές, για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους (χατζουλούκ’) ή και για εξεύρεση εργασίας. Η μετανάστευση για εξεύρεση εργασίας γινόταν την άνοιξη και η επιστροφή το φθινόπωρο. Την άνοιξη γινόταν και το ξεκινημά των καραβιών. Έτσι, οι νέες κοπέλες τραγουδούσαν:
«Τον Μάρτην μήναν ’κι αγαπώ, τ’ Απρίλ’ την εβδομάδαν»,
κι αυτό, γιατί «Μαρτί ’κινούν τα κάτεργα κι Απρίλη τα καράβα
κινά και τ’ εμόν ο καλόν να πάει στα ξένα μέρη».
Αλλά και οι νέοι ένιωθαν λύπη με τον ερχομό της άνοιξης και το λουλούδισμα της φύσης, γιατί ο ερχομός της ήταν μήνυμα χωρισμού, εξαιτίας της ξενιτιάς και αναρωτιόνταν, ποιος θα την αντέξει:
«Έρθεν, αρνόπο μ’ άνοιξη κι ο κόσμος πρασινίζει
η χωρισία ’ςούμωσεν, ποιος θα ταενίζει».
Και ενώ όλοι με χαρά περίμεναν την άνοιξη, οι νέες κοπέλες περίμεναν το φθινόπωρο, γιατί τότε, επιστρέφοντας οι άντρες από την ξενιτιά, θα γύριζαν στα σπίτια τους και οι ανύπαντροι θα παντρεύονταν ή θα αρραβωνιάζονταν, θα σουμαδεύκουνταν κ’ επεκεί θα ’υναικίζ’νε.
Ο θάνατος την άνοιξη
Ο θάνατος ήταν και είναι κάτι αναπόφευκτο στη ζωή των ανθρώπων. Εκείνος όμως που είναι πικρός και φέρνει αβάστακτο πόνο και πικρό παράπονο είναι ο θάνατος του νέου παλικαριού.
Έτσι, σ’ ένα μοιρολόγι της Τραπεζούντας, όταν το παλικάρι πεθαίνει νεαρό στα παρχάρια, την εποχή της άνοιξης, τότε ο ποιητής-λαός παρουσιάζει την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή της φύσης και την ομορφιά της και στο θάνατο του παλικαριού, που, πεθαίνοντας, αποχαιρετάει τα παρχάρια με τα λουλούδια τους, τα κρύα νερά τους και τις όμορφες ομαλές πλαγιές τους:
«Έρθεν ο Μάρτς κ’ η άνοιξη κι Απρίλτς κι ο καλοκαίρης,
έρται η γη με την χλοήν, τα δέντρα με τα φύλλα,
κι αμάν τo ψιλοχόρταρον σκίζ’ την ηγήν κ’ εμβαίνει,
τα παλικάρα τα καλά σκίζ’ν την ηγήν κ’ εμπαίν’νε».
ΕΛΣΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ -ΜΠΑΛΦΟΥΣΙΑ
Από το ουσιαστικό άνοιξη, στη Σάντα έχομε το ρήμα ανοιξιάξω, που σημαίνει: α. διέρχομαι την εποχή της άνοιξης και β. παραθερίζω. Επίσης η λέξη η ανοιξέα σημαίνει α. τη μυρωδιά της άνοιξης: π.χ., ανοιξέαν μυρίζ’, και β. η άνοιξη, π.χ., απ’ ανοιξέας, δηλαδή στην αρχή της άνοιξης.
Στον Πόντο οι πρόγονοί μας ήταν πολύ επιφυλακτικοί για τον ερχομό της άνοιξης. Έτσι, στο χωριό Αντρεάντων Αμισού έλεγαν κάτι αντίστοιχο με αυτό που λέγεται στη μητροπολιτική Ελλάδα: ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη. Με τ’ έναν τσιτσέν άνοιξη κ' έρται, δηλαδή με μια βροχούλα άνοιξη δεν έρχεται.
Και στην περιοχή Χαλδίας έλεγαν το γνωμικό: Αν ’κι ρουζ τη Λαμπρής τ’ ωβού το τζέπλον σην γην, άνοιξη κ' έρται, δηλαδή αν δεν πέσει στη γη το κέλυφος του αβγού του Πάσχα, άνοιξη δεν έρχεται. Αλλά και στην Ίμερα, όταν ερχόταν η άνοιξη, έλεγαν: Ανοιξη πουλεί τα μήλα κι ο χειμωγκόν τα ξύλα.
Στη Ροδόπολη έκαναν και διάφορες άλλες παρατηρήσεις σχετικά με την άνοιξη. Έτσι, αν κάποιος έβλεπε για πρώτη φορά την άνοιξη αρνί, πίστευαν ότι όλο το χρόνο θα αγαπούσε να κοιμάται, ενώ θα συνέβαινε το αντίθετο, αν έβλεπε κατσικάκι. Ακόμη το θεωρούσαν καλό σημάδι, αν συναντούσαν την άνοιξη χελιδόνι για πρώτη φορά. Πίστευαν μάλιστα ότι, αν ήταν σε ηλικία γάμου, θα τους έρχονταν προξενιά.
Στη Σάντα, παραδίδει ο Ευστ. Αθανασιάδης ότι «αν την πρώτην άνοιξη δεις πεταλούδες να πετούν προς τα επάνω, καλά θα πάει η δουλειά σου».
Χελιδόνισμα
Στην Ελλάδα τον ερχομό της άνοιξης, εκτός των άλλων, τον γιόρταζαν και με ένα έθιμο, που λέγεται «το χελιδόνισμα» και κατάγεται από την αρχαιότητα, όπως φαίνεται και από το αντίστοιχο αρχαίο τραγούδι.
Με τον ερχομό της άνοιξης (1 Μαρτίου) τα παιδιά περιέφεραν ένα ομοίωμα πουλιού «χελιδόνας», που το κατασκεύαζαν από ξύλο έτσι ώστε, όταν ήθελαν, το έκαναν να κινεί τα φτερά και το σώμα, και κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο με φύλλα κισσού γύριζαν στα σπίτια και μάζευαν αβγά τραγουδώντας το εξής τραγούδι:
«Ήρθε, ήρθε χελιδόνα
ήρθε κι άλλη μελιδόνα
κάθησε και λάλησε
και γλυκά κελάδησε:
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,
και Φλεβάρη φοβερέ»
Και δεν έχαναν ευκαιρία οι Έλληνες του Πόντου να μην εκμεταλλευτούν τα αγαθά που τους πρόσφερε απλόχερα η φύση την άνοιξη. Γιατροί και φάρμακα εκεί ήταν άγνωστα ή μάλλον απλησίαστα. Η πείρα τούς είχε διδάξει πολλά για τη θαυματουργή χρήση των βοτάνων.
Έτσι, άρχιζαν τη συλλογή τους από τα μέσα της άνοιξης και έφταναν να μαζεύουν ως την αρχή του φθινοπώρου. Τα βότανα τα χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία πολλών ασθενειών, για τονωτικά, για γαλακτοπαραγωγή, για εμμηναγωγά, διουρητικά κ.ά. Επίσης, τα πρόσφεραν δωρεάν και μάλιστα αυτό το θεωρούσαν θεάρεστη πράξη. Άλλωστε, ο Πόντος ήταν και είναι γεμάτος από πολλά και σπάνια βότανα. Ας σημειώσουμε ότι η Μήδεια από τον Πόντο ήταν η πρώτη «φαρμακίς», δηλαδή η πρώτη φαρμακοποιός.
ΣΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ |
Οι ασχολίες των κατοίκων
Αυτή την εποχή άρχιζαν και οι πολλές δουλειές, η καλλιέργεια της γης και η ιδιαίτερη φροντίδα για τα ζώα.
1. Καλλιέργεια της γης
Στην περιοχή Σταυρίν, στις αρχές της άνοιξης έσπερναν το κοκκίν (σιτάρι) και το κριθάρ’ (κριθάρι). Επίσης για την τροφή των ζώων το βίκ’ (βίκος) και την κόρογκα (είδος ρόμβης).
Ο σπόρος μεταφερόταν μέσα στο δίσακον.
Μέσα σ’ αυτόν το σπόρο έπρεπε να ανακατέψουν και λίγο ευχιασμένον σπόρον, που είχαν από τη Μ. Πέμπτη. Πριν αρχίσουν τη σπορά, ράντιζαν τα χωράφια με αεσμόν (αγιασμό) των Θεοφανείων για ευκαρπία.
Όταν πήγαινε ο γεωργός να σπείρει, δεν επιτρεπόταν να περάσει κανένας και ιδιαίτερα γυναίκα μπροστά του και κάθετά του, διότι ανακόφ’νε την στράταν... για να μη συμβεί κανένα ατύχημα.
Επίσης δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να περάσει πάνω από το άροτρο, γιατί εκόφκουτουν η ευλοΐα τη χωραφί’, δηλαδή βλαπτόταν η παραγωγή του χωραφιού.
Στη Σάντα τη μέρα της σποράς πίστευαν ότι έπρεπε να υπάρχει νέο φεγγάρι, γιατί διαφορετικά το χωράφι δε θα είχε προκοπή. Επίσης δεν έσπερναν τη βδομάδα της Λαμπρής, γιατί πίστευαν ότι αυτή η βδομάδα ήταν κούφια και δεν θα πρόκοβε το χωράφι.
Στην Ίμερα άρχιζαν να περιποιούνται τα κεπία, δηλαδή τους λαχανόκηπους. Τους λαχανόκηπους τους λίπαιναν με τα χούσκια, δηλαδή με φυσικά λιπάσματα.
Κατόπιν επελάευαν, δηλαδή έσκαβαν τους κήπους με το πέλ' δηλαδή με τη σκαπάνη με πλατύ στόμιο.
Τα μαλακά χώματα έσκαβαν με το μακέλλ’, δηλαδή με τη συνηθισμένη μυτερή σκαπάνη. Τέλος, αυλακίαζαν την έκταση, δηλαδή τη χώριζαν σε αυλάκια, και φύτευαν διάφορα λαχανικά, συνήθως φασούλα (κυρίως μπαρμπούνια), καρτόφα (πατάτες), λάχανα, κολογκύθα, αγγούρα, δέζμα (δύοσμο), κρομμύδα, σκόρδα, ταργόνα (κάρδαμο), γάραμψον (μαϊντανό), αβλούκια (χόρτα πλατύφυλλα αυτοφυή) και σεύτελα (παντζάρια).
Στο Σταυρί τους λαχανόκηπους τους καλλιεργούσαν κυρίως οι γυναίκες. Αυτές έσκαβαν, φύτευαν, σκάλιζαν, πότιζαν, βοτάνιζαν, καθάριζαν από τα άγρια χόρτα τα διάφορα λαχανικά και μάζευαν την παραγωγή.
Η λαχανοκηπευτική δεν αποτελούσε ειδικευμένη επίδοση ή μόνιμο επάγγελμα, αλλά όλοι οι χωρικοί είχαν το λαχανόκηπο τους, που τον έσκαβαν πολύ βαθιά, όπως στην Ίμερα, με ειδικό φτυάρι, το πέλ' και τον λίπαιναν με φυσικά λιπάσματα, δηλαδή με κοπριά.
Στο χωριό Δερέταμ ή Μποντζουκλού-Σεκού (Κολωνία-Νικοπόλεως) η αρχή της άνοιξης και τα τέλη του φθινοπώρου ήταν -ως επί το πλείστον- βροχερά.
Το χώμα, αν και γόνιμο, ήταν πολύ βαρύ και πηλώδες και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να σπείρουν αρκετή ποσότητα την άνοιξη για όψιμο καρπό.
Οι κάτοικοι είχαν από έναν ή δύο κήπους, όπου φύτευαν κάθε είδους λαχανικά, εκτός από ντομάτες, που δεν ωρίμαζαν, γιατί το καλοκαίρι ήταν πολύ σύντομο. Με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες ασχολούνταν οι γυναίκες, τις οποίες βοηθούσαν και τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, αφού οι άντρες δούλευαν στα μεταλλεία ως μεταλλουργοί.
Βέβαια, και σ’ αυτή την περίπτωση φαινόταν η ευαισθησία του ερωτευμένου νέου προς την καλή του, που τη συμβούλευε να τη βοηθήσει η θεία της, αν δεν πρόφταινε να κάνει τις ανοιξιάτικες δουλειές, λέγοντας:
«Έρθεν αρνόπο μ’ άνοιξη, εξέβαν τα δουλείας,
αν ’κι προφτάντς μ’ ευτάς ατα, ας βοηθά σ’ η θεία σ’».
Όσο για το κλάδεμα των δέντρων στο Σταυρίν, αυτό δεν γινόταν συστηματικά. Κατά την αρχή της άνοιξης έκοβαν από τα δέντρα τους ξερούς καρπούς. Επίσης κλάδευαν πολλά άγρια δέντρα, για να πάρουν τα ξύλα ή να προμηθευτούν λεπτά κλαδιά με φύλλα για τροφή των αιγοπροβάτων.
Στη Νικόπολη, επειδή οι βροχές κατά τους μήνες της άνοιξης, Απρίλιο και Μάιο, ήταν πολύ ευεργετικές για τη γεωργία, όταν έβρεχε, οι κάτοικοι, ευτυχισμένοι για την πλούσια συγκομιδή που θα ακολουθούσε, τραγουδούσαν τα παρακάτω τραγούδια:
«Απρίλην έβρεξεν
και το κοκκίν έστρωσεν.
Ας χαίρεταιν πολλά
Τ' αμπάριν π’ ευκαιρώθεν (άδειασε).
Καλομηνά η βρεχή,
και τη θεου η ευχή
τ' έναν άλλο ομοιάζ’νεν
και κοκκία ωβάζ’νεν (αβγατίζουν).
Απρίλην ας το βρέχει
πρασινώνουν ία χωράφα (πρασινίζουν)
Καλομηνάν αν βρέχει ευκαιρώσ’τεν τ’ αμπάρα»
και, δουλεύοντας, οι γυναίκες έκαναν τη δουλειά τους τραγούδι, προτρέποντας η μία την άλλη να πάνε να φράξουν τον κήπο, να φυτέψουν λάχανα και να έχουν και λάπατα.
Το ίδιο γινόταν κι όταν πήγαιναν να μαζέψουν το βίκο και παρατηρούσαν και την άλλη βλάστηση. Τότε γαλήνευε η καρδιά τους και χόρταινε το μάτι τους:
«Βίκιν βίκιν πρασινίζ' κ’ η καρδία μ’ γαλενίζ’
κ’ εγώ τηνάν αγαπώ βράδο και πουρνόν χτουπίζ’.
Το βίκιν ας τ' ασπρίζ’ το κριθάριν κιτρινίζ’,
το κοκκίν σύρ’ το φκάλιν, τ’ εμόν χορτάζ’ το μάτιν».
ΣΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ |
2. Φροντίδες για τα ζώα
Ιδιαίτερες φροντίδες έκαναν την άνοιξη για τα ζώα, τα οποία ήταν κλεισμένα στα μαντριά τους όλο το χειμώνα. Ήδη με την εμφάνιση του φθινοπώρου και τα πρώτα κρύα, οι ρομάνες (γυναίκες ειδικές για τη φύλαξη των ζώων) αποχωρούσαν από τα παρχάρια για τα χειμαδιά, όπου θα έμεναν τα ζώα, ώσπου να ξανάρθει η άνοιξη, οι καλές μέρες, να φύγει η ομίχλη, να φύγουν τα χιόνια απ’ τα βουνά και να ξαναγυρίσουν πίσω στα παρχάρια.
«Και αναμέν’ την άνοιξην, τα καλά τα ημέρας
να σ’κούτ’ η δείσ’ ας σο κλαδίν, το χόν’ ας σα ραχία,
να παν ξαν παρχαρεύκουνταν σ’ Αεσέρι τ' ομάλα».
Στη Λιβερά παραμονές της άνοιξης έδιναν στα κτήνη κουκούτζα, δηλαδή μπουμπούκια από φύλλα θάμνων και από δενδρύλλια πριν ανοίξουν τελείως, τα έκαναν δέματα και τα έφερναν στο χωριό. Έτσι, οι Λιβερίτισσες έλεγαν επήγαν σα κουκούτζα. Η χλωρή αυτή τροφή, ανακατωμένη με την ξερή, ήταν πολύ ωφέλιμη για τα ζώα, γιατί η απότομη αλλαγή της ξερής τροφής του χειμώνα με τη χλωρή της άνοιξης πιθανόν να προκαλούσε στομαχικές και εντερικές διαταράξεις.
Και στην Ίμερα όλο το χειμώνα οι αγελάδες έμεναν κλεισμένες στα μαντριά. Την άνοιξη όμως, επεχάμνιζαν τα χτήνα, δηλαδή οδηγούσαν τις αγελάδες σ’ ένα ορισμένο μέρος, για να συνέλθουν από το κλείσιμο αυτό του χειμώνα. Μερικές φορές που οι αγελάδες πρήζονταν από την πολλή βοσκή φρέσκου τριφυλλιού, έριχναν στο στόμα τους το χαψοζώμ’, δηλαδή ζουμί από παστά χαψιά ή φαρμακοβότανον και με τη βοήθεια ενός ξύλου κατέβαινε στο στομάχι τους.
(Η μητέρα μου σ’ αυτή την περίπτωση έλεγε ότι το ζώο είχε πάθει σαντζού.)
Στο Σταυρί η φύλαξη των ζώων γινόταν με επαγγελματίες βοσκούς. Αυτοί, σύμφωνα με το έθιμο, έπιαναν υπηρεσία στις 23 Απριλίου, μετά τη γιορτή του αγίου Γεωργίου, η οποία και διαρκούσε μέχρι τ’ Αεσερί’, στις 15 Αυγούστου, ή μέχρι του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου.
Η αμοιβή των βοσκών γινόταν με χρήμα και πιο σπάνια με είδος. Και η παρχαρομάνα καλούσε όλους ν’ ανέβουν στα παρχάρια, όπου έλιωσαν τα χιόνια και γέμισε ο τόπος χορτάρια. Καλούσε τις ρομάνες και τους τσοπάνους ν’ ανέβουν με τραγούδια και, τέλος, καλωσόριζε τους πρωτοπόρους που θα γέμιζαν τις πλαγιές των βουνών και όλα τα παρχάρια: στην επαρχία της Κερασούντας.
«Παρχαρομάνα ’λάλεσεν και σον παρχάρ’ ελάτε
εγώ τα χιόνα έλυσα και τα χορτάρα έγκα.
Παρχαρομάνα ’λάλεσεν, έχ κ’ έρχουν οι ρομάνες
έχ κ’ έρχούντανε οι τσοπάν’, τραβωδούν και συρίζ’νε
καλώς και καλώς όρισαν τ’ εμόν οι εμπρολάτοι
που θ’ αρματών’νε τα ραχιά και όλα τα παρχάρα».
Η έξοδος των αγελάδων για τις ανοιξιάτικες βοσκές έπρεπε απαραίτητα να γίνει την Πρωτομαγιά, έστω και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Από την 1η Μαΐου ως τα μέσα Σεπτεμβρίου, καμιά φορά και αργότερα, όταν ο καιρός ήταν καλός, τα κτήνη τρέφονταν βόσκοντας σε ιδιόκτητα λιβάδια, που λέγονταν μεζιρέδες ή στα παρχάρα, που ήταν τόπος βοσκής των ζώων, αλλά και τόπος εξοχής, παραθερισμού. Στο κοπάδι προπορευόταν η οικοδέσπαινα, η οποία κατά την πορεία γύριζε πίσω, κοιτάζοντας προς το κοπάδι και τραγουδούσε:
«Χατούνα μ’, έρθεν άνοιξη κ’ έρθεν η πρασινάδα,
έρθεν η γη με την χλοήν, τα δέντρα με τα φύλλα,
θα βγαίν’ς θα σεργιανεύκεσαι στα ψηλά τα ραχία.
θα ευρείκ'ς 3 χορτάτα πράσινα, λιβάδα ανθισμένα,
θα τρως, θα πίν’ς, θα χαίρεσαι, θα συρ’ς την λαλαδίαν».
Τη μέρα της Πρωτομαγιάς η παραμονή και η διασκέδαση των κατοίκων στο ύπαιθρο διαρκούσαν από το πρωί ως το δειλινό, οπότε και ετοιμάζονταν να επιστρέφουν. Έδιναν τα ζώα στην εντεταλμένη γυναίκα για τη φύλαξη και την περιποίησή τους και αυτοί, ανά ομάδες, γυρνούσαν πίσω φορτωμένοι με λουλούδια και τραγουδούσαν:
«Τα ζα μουν καλωρίαστα στον Μαγκανά μερέαν
πίν’νε το γελεφόνερον, κλώσκουν στο Γιουρτ’ μερέαν».
Η ξενιτιά
Στον Πόντο και ιδίως στα ορεινά μέρη ο εκπατρισμός γινόταν για σπουδές, για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους (χατζουλούκ’) ή και για εξεύρεση εργασίας. Η μετανάστευση για εξεύρεση εργασίας γινόταν την άνοιξη και η επιστροφή το φθινόπωρο. Την άνοιξη γινόταν και το ξεκινημά των καραβιών. Έτσι, οι νέες κοπέλες τραγουδούσαν:
«Τον Μάρτην μήναν ’κι αγαπώ, τ’ Απρίλ’ την εβδομάδαν»,
κι αυτό, γιατί «Μαρτί ’κινούν τα κάτεργα κι Απρίλη τα καράβα
κινά και τ’ εμόν ο καλόν να πάει στα ξένα μέρη».
Αλλά και οι νέοι ένιωθαν λύπη με τον ερχομό της άνοιξης και το λουλούδισμα της φύσης, γιατί ο ερχομός της ήταν μήνυμα χωρισμού, εξαιτίας της ξενιτιάς και αναρωτιόνταν, ποιος θα την αντέξει:
«Έρθεν, αρνόπο μ’ άνοιξη κι ο κόσμος πρασινίζει
η χωρισία ’ςούμωσεν, ποιος θα ταενίζει».
Και ενώ όλοι με χαρά περίμεναν την άνοιξη, οι νέες κοπέλες περίμεναν το φθινόπωρο, γιατί τότε, επιστρέφοντας οι άντρες από την ξενιτιά, θα γύριζαν στα σπίτια τους και οι ανύπαντροι θα παντρεύονταν ή θα αρραβωνιάζονταν, θα σουμαδεύκουνταν κ’ επεκεί θα ’υναικίζ’νε.
Ο θάνατος την άνοιξη
Ο θάνατος ήταν και είναι κάτι αναπόφευκτο στη ζωή των ανθρώπων. Εκείνος όμως που είναι πικρός και φέρνει αβάστακτο πόνο και πικρό παράπονο είναι ο θάνατος του νέου παλικαριού.
Έτσι, σ’ ένα μοιρολόγι της Τραπεζούντας, όταν το παλικάρι πεθαίνει νεαρό στα παρχάρια, την εποχή της άνοιξης, τότε ο ποιητής-λαός παρουσιάζει την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή της φύσης και την ομορφιά της και στο θάνατο του παλικαριού, που, πεθαίνοντας, αποχαιρετάει τα παρχάρια με τα λουλούδια τους, τα κρύα νερά τους και τις όμορφες ομαλές πλαγιές τους:
«Έρθεν ο Μάρτς κ’ η άνοιξη κι Απρίλτς κι ο καλοκαίρης,
έρται η γη με την χλοήν, τα δέντρα με τα φύλλα,
κι αμάν τo ψιλοχόρταρον σκίζ’ την ηγήν κ’ εμβαίνει,
τα παλικάρα τα καλά σκίζ’ν την ηγήν κ’ εμπαίν’νε».
ΕΛΣΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ -ΜΠΑΛΦΟΥΣΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου