Την Παρασκευή, ημέρα του Σελαμλίκ, τα πλήθη των μωαμεθανών περίμεναν μάταια το
μονάρχη, αφού ο Μωάμεθ ΣΤ" το είχε σκάσει για τη Μάλτα την προηγούμενη
νύχτα. Οι εθνικιστικές δυνάμεις μπήκαν τελικά στην πόλη. Διέσχισαν τη γέφυρα
του Γαλατά, βαδίζοντας πάνω στα στρωμένα με λουλούδια καλντερίμια όπου κυλούσε
το αίμα των κρια- ριών, και ανέβηκαν στο λόφο του Γαλατά, αφού πέρα- σαν μια
θάλασσα από κόκκινα φέσια. Αμέσως μετά τα γεγονότα αυτά το εθνικιστικό διάταγμα
τοιχοκολλήθηκε σε όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας.
Ανακοινωνόταν επίσημα
ότι παρεχόταν η «άδεια» σε όλους τους αλλόθρησκους να εγκαταλείψουν τη χώρα
μέχρι και την 30ή Νοεμβρίου. Πολύ σύντομα όλοι οι εναπομείναντες
χριστιανοί στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας έφυγαν μαζικά προς τις ακτές της
Μαύρης Θάλασσας.
Σχεδόν
ταυτόχρονα 40.000 γυναίκες, παιδιά και γέροι -οι άντρες
κρατήθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου- κατέκλυσαν το λιμάνι της Σαμψούντας.
Μέσα
σε τρεις βδομάδες άλλοι 250.000 πρόσφυγες πορεύονταν με βαριά βήματα στους
χιονισμένους δρόμους που οδηγούσαν στην Τραπεζούντα, στη Σινώπη και στην
Ινέπολη.
Η «άδεια» ερμηνεύτηκε ως
«απέλαση». Από διάφορα σημεία της ενδοχώρας, μέχρι και σε 800 χιλιόμετρα
απόσταση από τα παράλια, χωρικοί και κάτοικοι των πόλεων μαζεύονταν και με τις
πλάτες κυρτές από το βάρος των σκεπασμάτων και των μωρών τους έριχναν μια
τελευταία ματιά στο σπίτι και στο αμπέλι τους και ξεκινούσαν να διασχίσουν την
παγωμένη πεδιάδα.
Από τη μια ερημωμένες από
πλοία προκυμαίες, όπως στο λιμάνι της Σμύρνης, από την άλλη λιμάνια της Μαύρης
Θάλασσας πλημμυρισμένα από ανθρώπους που κοιμόνταν στα πεζοδρόμια,
εξαθλιωμένοι, καταρρακωμένοι και τσακισμένοι από τις αρρώστιες. Όμως, όλοι
αυτοί λίγες βδομάδες νωρίτερα ήταν νοικοκυραίοι αγρότες.
Τον Ιανουάριο του 1923,80.000
πρόσφυγες, το ένα δέκατο δηλαδή του τέταρτου αλλά πιο ορμητικού κύματος της
μεγάλης αυτής προσφυγιάς, έφτασαν στην Ελλάδα. Η χώρα υπέφερε από την
ατελείωτη εισροή προσφύγων, που στο τέλος έγινε τόσο δυσβάστακτη, ώστε η Αθήνα
αναγκάστηκε να κλείσει επισήμως τις πύλες της, διαμαρτυρόμενη για τις
συνεχιζόμενες «απελάσεις».
Εναλλακτική λύση ήταν, όπως
φάνηκε, οι αχρηστευμένοι στρατώνες και οι στάβλοι γύρω από την
Κωνσταντινούπολη: Μια μεγάλη «χωματερή» για να στοιβαχτεί το πλήθος των 100.000
Ελλήνων της Ανατολίας, όπου η θνησιμότητα ξεπερνούσε τις 300 ψυχές τη μέρα.
Μπορεί ένας αυτόπτης μάρτυρας να περιγράφει ή - ακόμα περισσότερο-
ένας αναγνώστης να φανταστεί το θαύμα του βωβού ηρωισμού και του αυτοσεβασμού;
Μπορεί να δώσει περισσότερο κουράγιο σε όλους αυτούς που στριμώχνονταν σαν τα
σκυλιά μέσα στους κίτρινους στρατώνες του Σελιμιγιέ;
Αυτοί οι απέραντοι θλιβεροί
χώροι ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους -κάποτε ασπρισμένους, αλλά τώρα
μουντζουρωμένους και βρόμικους όσο και το χωμάτινο πάτωμα- μπορούσαν άραγε να
χρησιμεύσουν στο ταλαιπωρημένο αυτό πλήθος από γυναικόπαιδα και γέρους
σακάτηδες ως κάτι περισσότερο από νεκροτομείο; Και όμως, εν ριπή οφθαλμού,
εκείνοι κατάφεραν να τακτοποιήσουν τα μπαούλα και τους μπόγους τους. Κρέμασαν
κουρτίνες από λινάτσα, σχηματίζοντας έτσι αυτοσχέδια παραπετάσματα που έφταναν
μέχρι το ύψος της μέσης, και δημιούργησαν μικροσκοπικά διαμερίσματα, σε καθένα
από τα οποία έμενε μία οικογένεια. Και έτσι άρχισαν μια νέα ζωή. Το νεκροτομείο
έγινε τουλάχιστον το μαντρί τους.
Προσφυγόπουλα στη Σύρο |
Σε κάθε νοικοκυριό η μητέρα
θα έχτιζε με λίγες πέτρες την πυροστιά, ενώ τα παιδιά θα την εφόδιαζαν με
σωρούς από χαμόκλαδα και ξύλα. Πολύ σύντομα το νερό στην μπακιρένια κατσαρόλα
θα κόχλαζε, βράζοντας τις δυο χούφτες καλαμπόκι. Το οικογενειακό χαλί θα
στρωνόταν με τελετουργικό τρόπο. Ένα μαυρομάτικο μωρό θα μπουσουλούσε εδώ κι
εκεί. Η ρυτιδιασμένη γιαγιά θα κρεμούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου πάνω στην
κουρτίνα. Το μαντρί θα μεταμορφωνόταν τώρα σε σπιτικό.
Μπορεί να ζούσαν ή να
πέθαιναν. Αυτό θα εξαρτιόταν από τον τύφο. Όμως, όσο ζούσαν, ποτέ δεν τους
άκουγες να ζητιανεύουν ούτε να τείνουν ικετευτικά τα χέρια. Τα παιδιά θα
έτρεχαν ψάχνοντας για ξύλα, για χόρτα και ρίζες, που ήταν η τροφή τους. Η
μητέρα θα κατάβρεχε το βρόμικο χώμα και θα έκανε την μπουγάδα της οικογένειας.
Η γιαγιά θα σήκωνε το πανί της κούνιας του μωρού, για να δείξει το μικρό
Γιωργάκη που κοιμόταν. Αν τη ρωτούσες, θα σου εξηγούσε χαμογελώντας
υπομονετικά το μυστήριο της επιβίωσης των προσφύγων. Ήταν απλό: «Όλοι βοηθούσαν
ο ένας τον άλλο».
Τι συνέβαινε στο μεταξύ πίσω
από τα επισήμως κλειστά σύνορα της Ελλάδας; Τι ήταν αυτή η χώρα; Στην Παλιά
Ελλάδα του 1912 περισσότερα από τα τρία πέμπτα της συνολικής της έκτασης ήταν
ακαλλιέργητα, ανεκμετάλλευτα εδάφη. Στο μεταξύ, ως αποτέλεσμα των Βαλκανικών
Πολέμων κυρίως, η έκτασή της αυξήθηκε σε 137.270 τετρ. χλμ. Το 1923 μόνο το
ένα πέμπτο ήταν καλλιεργημένα χωράφια ή βοσκοτόπια.
Εξαιτίας των ορεινών ή ελωδών
περιοχών της, το μεγαλύτερο κομμάτι της γης της Ελλάδας ήταν ανεκμετάλλευτο -
ή, τουλάχιστον, όταν άρχισε η εισροή των προσφύγων, όχι ακόμα εκμεταλλεύσιμο. Η
μικρή αυτή χώρα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από άλλες χώρες για τα σιτηρά της,
ενώ η συνολική παραγωγή της σε δημητριακά μόλις και μετά βίας κάλυπτε το μισό
των αναγκών της το 1923.
Δεν υπάρχει κατάλληλο μέτρο
σύγκρισης ή ιστορικό προηγούμενο με βάση το οποίο να μπορούμε να περιγράφουμε,
έστω αμυδρά, το χάλι της Ελλάδας το 1923.
Τώρα πια η Αθήνα και η
Θεσσαλονίκη περιβάλλονταν από κάμπους γεμάτους αντίσκηνα. Θύμιζαν κλασικές
γκραβούρες πολιορκημένων πόλεων. Πολιορκητής όμως εδώ ήταν η πείνα. Καθημερινά
μέσα από αυτές τις φτωχογειτονιές κάτω από την Ακρόπολη με τις σκηνές από
καραβόπανο ξεπρόβαλλαν γυναίκες για να πουλήσουν τα μικρής αξίας κοσμήματά
τους, τα χράμια και τις ραπτομηχανές τους, μέχρις ότου όλα όσα είχαν περισώσει
από τη Μικρά Ασία να γίνουν μερικές χούφτες χονδρόκοκκο στάρι. Ώσπου να
γραφτούν και αυτές στους καταλόγους των 800.000 ανέργων της χώρας.
Μελβιν Τσατερ
National Geographic
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου