Επιστροφή των γυναικόπαιδων της Σάντας από την εξορία

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Τον Νοέμβρη του 1922 ειδοποίησαν οι τούρκικες αρχές τους εξόριστους ότι είναι ελεύθεροι να επιστρέφουν στην  Τραπεζούντα ή όπου αλ­λού θέλουν, αρκεί να υποβάλουν δηλώσεις για τον τρόπο της προτί­μησής τους. 
Όλοι οι εξόριστοι Σανταίοι έκαμαν δηλώσεις για την Τραπεζούντα, και έτσι η επιστροφή τους στην Τραπεζούντα έγινε ομαδική. Τότε τα περισσότερα γυναικόπαιδα της Σάντας βρίσκονταν στο Ερζιγκιάν, στην επιστροφή όμως τις περισσότερες περιπέτειες έπαθαν τα γυ­ναικόπαιδα του Χουνούζ, όπως θα δούμε:
Την πρώτη μέρα που ξεκίνησαν για την Τραπεζούντα τα γυναικόπαιδα αυτά πέρασαν από τα μνήματα των νεκρών τους. Τα μνήματα αυτά ήσαν αδειανά γιατί ξέθαψαν οι λύκοι τα πτώματα και τα έφαγαν, μα αυτό δεν εμπόδισε τις φτωχές γυναικούλες μας να εκδηλώσουν τον καη­μό τους. 
Η κάθε χαροκαμένη Σανταία γυναικούλα άφηνε την συνοδεία, γονάτιζε στο μνήμα των αγαπημένων της νεκρών και άρχιζε τα μοιρολόγια. Συγκινήθηκαν όχι μονάχα οι εξόριστοι άνδρες μας, αλλά και οι συνο­δοί χωροφύλακες. Δεν ήταν δυνατόν ν' αποσπασθούν οι γυναικούλες από τα μνήματα. 
Δεν ήθελαν να χωριστούν και από την σκιά των νεκρών τους ακόμα. Ήθελαν να κλάψουν εκεί, να μοιρολογήσουν εκεί διαπαντός, αιώνια! Ήταν ανέκφραστο το μεγαλείο του πόνου τους! 
Πόνος για το χαμό των σπιτικών σου στην εξορία και χωρισμός σου απ’ αυτούς είναι κάτι το ασύλληπτο, κάτι το τρομακτικό, κάτι το ανώτερο κάθε περι­γραφής, κάτι το τραγικό, το ανατριχιαστικό, το μόνο πού μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία! 
Κλαίγανε οι άμοιρες γυναικούλες  και λέ­γανε: 
«Πώς ν' αφήσουμε τους αγαπημένους εδώ στην καρδιά του Κουρδιστάν. Που μπορούμε να πάμε χωρίς αυτούς; Αφήστε μας να πεθάνουμε μαζί τους!» 
Ο Τραπεζούντιος Χατσή Χορόμ αισθάνθηκε βαθιά τον πόνο των χαροκαμένων γυναικών μας και μίλησε έτσι:
 «Αγαπημένα μας αδέλφια, αγαπημένοι μας νεκροί, θύματα πολέμου και εθνομάρτυρες. Μην φαντάζεσθε πως θα σας αφήσουμε εδώ στην ερημιά. Τώρα εμείς Θα πάμε στην μάνα μας, αργότερα όμως θαρθούμε να σας σκεπάσουμε με την σημαία μας. Αιωνία σας ή μνήμη!»
 Αυτά λέχθηκαν μπροστά σε πλήθος χωροφυλάκων και μάλιστα μπροστά στους Τούρκους και Κούρ­δους κατοίκους του Χουνούζ. Αλοίμονο αν γνώριζε κάποιος Τούρκος την Ελληνική! Δεν θάμενε ρουθούνι από τούς εξόριστους.
Επιτέλους η συνοδεία ξεκίνησε. Μήνας Νοέμβρης. Κρύο Σιβηρίας. Χιόνι έπεφτε πυκνό. Η συνοδεία είχε 8 ορφανά αξιολύπητα απ' το Ζουρνατσάντων, ηλικίας 8—10 χρονών, που δεν μπορούσαν να πεζοπορήσουν. 
Τις τελευταίες μέρες κατέφθασαν στο Χουνούζ από το εσωτερικό μερικοί Έλληνες εξόριστοι, στους οποίους δεν επέτρεπαν οι  Αρχές να φύγουν παρακάτω. Αυτοί γράφηκαν πατεράδες των ορφανών, και έτσι τούς επέτρεψαν να φύγουν μαζί με τα ορφανά, τα οποία βρήκαν προστασία. 
Την πρώτη βραδιά οι εξόριστοι μας έφτασαν σ' ένα Κουζουλμπάσικο χωριό και αποφάσισαν να διανυκτερέψουν εκεί. Εκείνη την νύχτα έπεσε χιόνι 50 πόντων, και το πρωί πού ήθελαν να συνεχίσουν την πορεία πάλι χιόνιζε. 
Πήραν τον ανήφορο το πρωί τα γυναικόπαιδα βουτηγμέ­να ως τον λαιμό στο χιόνι, διέτρεξαν τη δεύτερη μέρα 15 χιλιόμετρα και ως το βράδυ μόλις φτάσανε στην κορφή του βουνού. 
Τα ορφανά μας τα φορτώθηκαν, υποχρεωτικά οι ξένοι εξόριστοι σαν πατεράδες τους πού ήσαν. Χρειάζονταν τα γυναικόπαιδά μας άλλα 20 χιλιόμετρα για να κατηφορίσουν στην αντίθετη πλευρά του βουνού και να βρουν χω­ριά. 
Λοιπόν εκείνη τη νύχτα ως τα μεσάνυχτα παλεύανε τα αθώα μας πλάσματα με τα χιόνια για να φτάσουν σε κατοικημένο μέρος, όπου ή­ταν ζήτημα αν θα μπορούσαν να βρουν και την παραμικρή φιλοξενία. 
Κατά τα μεσάνυχτα η πένθιμη αυτή συνοδεία άφησε κοντά σ' ένα γεφύρι κάποιον τρελό απ' το Πιστοφάντων. Αυτόν τον φορτώθηκε ως εκεί ή μητέρα του, εκεί όμως εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις της και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στα νύχια του Χάρου το παιδί της, το σπλάχνο της! 
Ας είναι κι αυτό προς δόξαν και τιμήν των Γάλλων! Είχαν οι εξό­ριστοι και άλλον μισότρελο, πού στο βάδισμά του εννοούσε ν' ακουμπήσει σ' αυτούς με όλο του το βάρος. Τούς τρέλανε όλους τους εξό­ριστους ο αθεόφοβος αυτός . 
Τέλος τα γυναικόπαιδα κατά τα ξημέρωματα έφτασαν σ' ένα μικρό χωριό. Ήσαν οι εξόριστοι χίλιοι περίπου, και τους τακτοποίησαν οι χωροφύλακες στα 100 σπίτια του χωριού. Τα σπίτια δεν είχαν δωμάτια. Είχαν ένα τετράγωνο στη μίση με ταντούρ (τζάκι ιδιόρρυθμο). 
Οι χωροφυλακές έδωσαν διαταγή ν' ανάψουν τα ταντούρια και να ζεσταθούν οι εξόριστοι, μα στα ταντούρια δεν χωρούσαν να ζεσταθούν ούτε οι μισοί, και το αξιοθρήνητο εκείνο πλήθος έτρεμε όλη τη νύχτα με μουσκεμένα ρούχα μες στο Σιβηρικό κρύο του εσωτερικού του Πόντου. 
Το πρωί συνέχισε την πορεία του το πλήθος  και ύστερα από εξαντλητική, διήμερη πεζοπορία έφτασε σ' ένα χωριό αντίκρυ στο Χασάν Καλέ. Την άλλη μέρα σκαρφάλωναν τα γυναικόπαιδα στο βουνό του Ερζερούμ, του οποίου οι δρόμοι είχαν στροφές ατέλειωτες. 
Απ' την κορφή του βουνού αντίκρισαν οι εξόριστοι το Ερζερούμ σκε­πασμένο με παχύ στρώμα χιονιού, και η χαρά τους ήταν ανείπωτη γιατί ήξεραν πώς στο Ερζερούμ θα δουν τους γνωστούς και τους συγ­γενείς τους. Πράγματι όταν κατέβηκαν στο Ερζερούμ αντάμωσαν μερι­κοί τα παιδιά τους, άλλοι τις γυναίκες τους, τους γνωστούς τους, τους συγγενείς τους, και απερίγραπτη συγκίνηση έπνιγε και τις δύο παρα­τάξεις. Δεν ήξεραν αν πρέπει να γελάσουν ή να κλάψουν, Σκέπτονταν πώς τούς περιμένει ακόμα σκληρότερη πεζοπορία 15—20 ήμερων ως την Τραπεζουντα, και τους κοβόταν το αίμα .
Λύπη γελαστή και χαρά παγερά τούς κυρίεψε! Τουλάχιστον αν τούς επέτρεπαν να μεταβούν στη Σάντα, και να παν να πεθάνουν εκεί μέσα στα ερείπια της, εκεί όπου αντίκρισαν για πρώτη φορά το φως του ήλιου! Εκεί όπου κοιμόνταν οι πατέρες τους τον αιώνιο ύπνο του δικαίου, εκεί όπου έμαθαν τα πρώτα γράμματα. Εκεί όπου βροντούσαν οι καμπάνες όλων των Εκκλησιών και αποτελούσαν μία θεϊκή αρμονία, εκεί όπου στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης γινόταν χαλασμός κόσμου με τις εκδηλώσεις χαράς του ευσεβούς πλήθους, εκεί όπου χάρηκαν όλοι τα χάδια της λατρευτής μά­νας τους! 
Με τις σκέψεις αυτές έμειναν μια μέρα ελεύθεροι στο Ερζερούμ, και την άλλη μέρα. ... δρόμος. Τούς συγγενές τους κράτησαν οι Αρχές στο Ερζερούμ για λίγες μέρες, κι αυτοί με συνοδεία των ίδιων χωροφυλάκων που ήσαν τόσο καλοί συνέχισαν την ατέλειωτη πεζοπο­ρία μεσ’ στα χιόνια και στην παγωνιά. Ύστερα από λίγες μέρες έφτα­σον στη Βαϊβούρτη. Πέρα απ’ τη Βαϊβούρτη οι καλοί τους χωροφύλα­κες αντικατεστάθησαν με άλλους ασυνείδητους, άσπλαχνους, πού ζητούσαν αφορμή να βασανίσουν τους εξόριστους στο δρόμο. 
Ύστερα από ταλαιπωρίες 10 ήμερων έφτασαν στο Τσεβιζλήκ, όπου μέσα σε λίγες μέρες συγκεντρώθηκαν όλα τα εξόριστα γυναικόπαιδα της Σάντας. Στο Τσεβιζλήκ έριξαν τους εξόριστους στους νεόχτιστους στρατώνες που ήσαν τελείως ακατάλληλοι για διαμονή ανθρωπίνων υπάρξεων. Εκεί ταλαιπωρήθηκαν άλλες 5 μέρες, και τελευταία κατέβηκαν στην Τραπεζούντα, όπου δέχθηκε πολλούς ατό σπίτι του ο Χατζηγιάννης Παρμαξούζ και οι υπολοιποι σκόρπισαν στα ελληνικα σπίτια της Δαφνούντας.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah