Απέναντι σε ένα ποσοστό γεννητικότητας που είχε πέσει στο μηδέν, ο τύφος σε 36 κέντρα και η ευλογιά σε άλλα 60, ανάμεσα στις 800 προσφυγικές κοινότητες της χώρας, είχαν ως αποτέλεσμα το ποσοστό θνησιμότητας να φτάσει τους 1.000 ανθρώπους τη μέρα μέχρι τον Ιανουάριο του 1923.
Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος της εξάπλωσης των επιδημιών στην Ελλάδα, μια αμερικανική οργάνωση δημιούργησε υγειονομικό σταθμό (καραντίνα) στη Μακρόνησο για τον έλεγχο όλων των εισερχόμενων πλοίων.
Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση μέχρι το Νοέμβριο του 1923, οπότε η Κοινωνία των Εθνών παραδέχτηκε το πρόβλημα, είχε βοηθήσει 72.000 προσφυγικές οικογένειες να εγκατασταθούν προσωρινά στη Μακεδονία, παρέχοντάς τους ζώα και σπόρους δημητριακών. Στο μεταξύ, τα υπόλοιπα τρία τέταρτα των νεοφερμένων στην Ελλάδα συνέχιζαν να επιβιώνουν όπως μυστηριωδώς το καταφέρνουν όλοι οι πρόσφυγες, βοηθώντας ο ένας τον άλλο.
Αντί να μαντρώνονται σε αντίσκηνα, σχολεία, εκκλησίες και θέατρα, οι πρόσφυγες άρχισαν να χτίζουν μόνοι τους τις γειτονιές και τα προάστιά τους.
Όσοι είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία γνώριζαν καλά να χρησιμοποιούν τον πηλό. Εδώ, λοιπόν, υπήρχε σε αφθονία. Οι γέροι μάζευαν τα άχυρα, οι γυναίκες τα ανακάτευαν με τον πηλό, που τον έκοβαν μετά σε πλίνθους, ενώ τα παιδιά κουβαλούσαν τα πηλοφόρια. Οι τοίχοι σιγά σιγά υψώνονταν χάρη στη βασική προσφυγική αρχή «ο ένας βοηθά τον άλλο και όλοι τον έναν». Ο καυτός ήλιος αποτελείωνε τη δουλειά.
Σύντομα άνοιξαν και μικρομάγαζα τα οποία πουλούσαν καρύδια και ξερά σύκα, μαγαζάκια όπου οι τσαγκάρηδες δούλευαν σκυμμένοι πάνω από απελέκητους πάγκους, ενώ οι κοπέλες έφτιαχναν χράμια. Μέσα σε λίγους μήνες η μετακίνηση από τα ερείπια των αρχαίων κλασικών ναών στις νέες πλινθόκτιστες κατοικίες είχε ολοκληρωθεί.
Τα άφθαρτα ερείπια του Παρθενώνα κοίταζαν αγέρωχα πάνω από αυτόν το συνοικισμό με τις πλινθόκτιστες καλύβες.
Η Λοζάνη ήταν τώρα έτοιμη να βοηθήσει. Στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφηκε η «συνθήκη που αφορούσε την ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών». Χάρη στην ελληνική επιμονή, η Τουρκία αναγκάστηκε τελικά να δεχτεί πίσω 450.000 μουσουλμάνους που κατοικούσαν στην ελληνική επικράτεια, προκειμένου
να ελευθερωθεί χώρος στην Ελλάδα για τη φιλοξενία 1.000.000 και πλέον προσφύγων.
Η Ελλάδα δέχτηκε την ανταλλαγή ως οικονομική αναγκαιότητα, η Τουρκία επίσης, αν και κάτω από πολύ διαφορετικό πρίσμα. Εδώ και δυόμισι αιώνες η ημισέληνός της όδευε προς την έκλειψη. Τα τελευταία 100 χρόνια είχε παραιτηθεί από την εξουσία που ασκούσε κάποτε σε λαούς εγκατεστημένους στις 20 μεγάλες επαρχίες της επικράτειάς της. Στη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων η έκταση και ο πληθυσμός της συρρικνώθηκαν δραματικά.
Παρ’ όλα αυτά, προτιμούσε - και σε μεγάλο βαθμό ενήργησε έτσι ώστε να το πετύχει εξαναγκαστικά- την ολοσχερή απομάκρυνση όλων των αλλόθρησκων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία. Γιατί το έκανε αυτό;
Έτσι, η Τουρκία έπρεπε να «καθαρίσει» το σπίτι της. Θα εφάρμοζε τη ριζική θεραπεία της εξόντωσης αρκετών εκατομμυρίων ανθρώπων που κρατούσαν στα χέρια τους τον πλούτο και το εμπόριό της. Με το δικό της λαό θα δημιουργούσε έπειτα τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας τουρκικής αστικής τάξης που θα ήταν η ραχοκοκαλιά ενός νέου και ομοιογενούς τουρκικού έθνους.
Υπό αυτή την έννοια η ανταλλαγή ήταν για την Τουρκία, όπως και για την Ελλάδα, μια οικονομική αναγκαιότητα. Πρόκειται για ένα ιστορικό ορόσημο που σημαδεύει τη μακρά διαδρομή της Τουρκίας προς την Ευρώπη από το 1453 μέχρι το 1923.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στην ιστορία δεν υπάρχει προηγούμενο τόσο ασυνήθιστης συνθήκης. Ποτέ άλλοτε μέσα στη μακραίωνη ιστορία των μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών δεν είδαμε 2.000.000 να ξεριζώνονται και να εγκαθίστανται αλλού με μια μονοκοντυλιά.
Στο μαζικό ξεριζωμό τόσων ανθρώπων, η προσωπική πικρία και η απογοήτευση χάνονταν μέσα στη δίνη μιας θλιβερής πραγματικότητας που κάλυπτε τα πάντα.
Μόνο πού και πού ένα βλέμμα, μια χειρονομία ή ο απόηχος μιας κουβέντας φανέρωνε τα ισχυρά ανεκδήλωτα αισθήματα της μεγάλης αυτής τραγωδίας για χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Αρκετοί γκριζομάλληδες μαγαζάτορες είδαν τους πελάτες μιας ζωής να χάνονται, ενώ οι ίδιοι έπρεπε να αρχίσουν μια καινούργια ζωή. Όσο για το γέρο, σεβαστό από όλους, γραφιά, αλήθεια, σε τι θα του χρησιμεύσουν τώρα η κασετίνα με τις πένες και τα μελάνια, οι περίτεχνες καλλιγραφίες και οι λόγιες εκφράσεις, αφού η μητρική του γλώσσα δεν σήμαινε τίποτε μέσα στη μακρινή χώρα με την άγνωστη κι αλλότρια λαλιά;
Πολλές χωριατοπούλες μάταια θα αναζητούσαν τον αγαπημένο τους μέσα στους περίκλειστους από τα βουνά ελληνικούς κάμπους ή μέσα στην αχανή Ανατολία.
Εδώ κάποιο παιδί έκλαιγε με αναφιλητά για το χαμένο του ζωάκι, εκεί μια γιαγιά θρηνούσε στη θύμηση ενός σκαρφαλωμένου στο λόφο νεκροταφείου που τώρα απέμενε εγκαταλειμμένο μέσα στα αγριόχορτα και τη λησμονιά.
Μικρό ήταν το εκκλησίασμα που άκουγε, με μάτια που είχαν στερέψει από δάκρυα, την τελευταία λειτουργία του ιερέα ή που έμπαινε στη σειρά έξω από την πόρτα της μισοερειπωμένης εκκλησίας για να ακολουθήσει τον ιερέα και τα ιερά κειμήλια στην τελευταία λιτανεία μέχρι τα πλοία που περίμεναν.
Μελβιν Τσατερ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου