Η Ελισάβετ Πηλαλίδου, από τη Λιβερά, εγκαταστάθηκε στον Τετράλοφο Κοζάνης

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013


Στην ξακουστή Λιβερά του Πόντου γεννήθηκε το 1909 η Ελισάβετ Πηλαλίδου. Την υπέργηρη αρχόντισσα επισκεφθήκαμε τον Φεβρουάριο του 2010 στην περιοχή Ρήγα Φεραίου, στις Συκιές. Πέθανε το 2011, σε ηλικία 102 ετών.
Η κυρά Ελισάβετ δεν χρειάστηκε πολύ για να φέρει στη μνήμη της πρόσωπα, γεγονότα και τόπους, για να απαντήσει στις ερωτήσεις μας.
«Ντο να λέγω σας, πολλά έσυρα και στην πατρίδαν και αδά. Ας αρχινώ με την σειράν. Η Λιβερά, το χωρίο μ' έν' σουμά σην Τραπεζούνταν...».
Επειδή το κλίμα ήταν πολύ καλό, τα νερά πολλά και τρεχούμενα, προτιμούσαν τη Λιβερά oι πλούσιοι Τραπεζούντιοι για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Τότε, το χωριό γέμιζε ζωή, γιατί τον άλλο καιρό ήταν άδειο, εξαιτίας της απουσίας των περισσοτέρων ανδρών, που δούλευαν στην Τραπεζούντα, στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρωσία. Ο πατέρας της κυρά Ελισάβετ εργαζόταν στην Πόλη (Κωνσταντινούπολη) παπλωματάς και θυμόταν ότι τους έφερε ένα βαρέλι λακέρδα (παστή παλαμίδα, πάρα πολύ αλμυρή, αλλά και πάρα πολύ νόστιμη).
Οι γυναίκες, κυρίως, που ζούσαν στη Λιβερά ασχολούνταν με τη κτηνοτροφία, ιδίως με την εκτροφή προβάτων, και με τα χωράφια, στα οποία καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, καλαμπόκι, πατάτες. Από τα προϊόντα αυτά έφτιαχναν το ψωμί και κορκότα, πληγούρια, για ποικιλία φαγητών. Τα χωράφια τους έδιναν και την τροφή για τα ζώα.
Κάποιοι διατηρούσαν μαγαζιά και μερικοί ασχολούνταν με τη χαλκουργία. Τα σκεύη του νοικοκυριού ήταν συνήθως χάλκινα. Κάποιοι είχαν παπλωματάδικα και έφτιαχναν τουσέκια (στρώματα) και γιουργάνα (παπλώματα).
Σε σύγκριση με γειτονικά χωριά, τα σπίτια της Λιβεράς ήταν μεγάλα. Σε μερικά από αυτά διέμεναν, με ενοίκιο, το καλοκαίρι οι πλούσιοι της Τραπεζούντας και αυτό αποτελούσε σημαντική ενίσχυση των οικονομικών των κατοίκων της Λιβεράς. Οι γνωριμίες που γίνονταν κατά τις καλοκαιρινές διακοπές μεταξύ των χωρικών και των Τραπεζουντίων εξελίσσονταν σε φιλίες και διατηρούνταν για χρόνια.
Το γάλα από τα ζώα το έφτιαχναν γιαούρτι, ξύγαλα (ταν), βούτυρο και τσορτάνια (αποξηραμένη μυζήθρα, που είχε τη θέση του τυριού). Μερικά από αυτά τα έφτιαχναν στα παρχάρια, όπου πήγαιναν ορισμένες γυναίκες τα καλοκαίρια. Πολλά από τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα τα πουλούσαν στους εμπόρους, στην Τραπεζούντα. Συχνά πήγαιναν και στο Τσεβισλούκ, που βρισκόταν πιο κοντά, σε σύγκριση με την Τραπεζούντα.
Στους κήπους καλλιεργούσαν λαχανικά, είχαν και διάφορα οπωροφόρα δέντρα, από τα οποία έφτιαχναν τσίρα (αποξηραμένα βερύκοκα και δαμάσκηνα) και παστίλας (κάτι παρόμοιο με τα προηγούμενα, αλλά λιγότερο αποξηραμένο).
Στη Λιβερά λειτουργούσε εκκλησία — του Αγίου Γεωργίου — που είχε τέσσερις καμπάνες. Επίσης, είχε δημοτικό, στο οποίο φοιτούσαν όλα τα παιδιά του χωριού.
Στα παρχάρια, το καλοκαίρι, έκαναν πολλά γλέντια και «Σον δρόμον ετραγώδαναν και ας έναν οσπίτ' σ' άλλο» μάζευαν αυτά που τους έδιναν. Ό,τι μπορούσε ο καθένας, δηλαδή. Με όλα αυτά έκαναν γλέντια όλοι μαζί. Στα καρναβάλια, οι «Μωμογέρ'» «με τα χορόντας εποίναν να φτυλακίζ' όλεν το χωρίον, όντες εχόρευαν σα δρόμα και έμπαιναν σ' οσπίτα με τοι κεμεντζέδες και τα κουδούνα», ανέφερε η κυρά Ελισάβετ.
Τη Μεγάλη Πέμπτη του 1916 ήρθαν στη Λιβερά οι Ρώσοι τσαρικοί στρατιώτες. Έλεγαν ότι έχουν μεγάλο κράτος με πολλά  πλούτη. Έκαναν έξω από το χωριό στρατόπεδο και έστρωσαν με πέτρες όλους τους δρόμους. Κάθισαν περίπου ενάμισι χρόνο και όταν θα έφευγαν, ένα βράδυ, έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλα τους τα πολεμοφόδια. «Όλεν το χωρίον εκουνέθεν, ο ουρανόν εμαύριξεν ας σον καπνόν και τα τόπα (βόμβες) έσαν στοιβαγμένα άμον πέτρας». Οι Ρώσοι έφυγαν, όταν το 1917 νίκησαν στη Ρωσία οι μπολσεβίκοι.
Όταν γύρισαν οι Τούρκοι, όποιον Έλληνα έπιαναν, τον χτυπούσαν. Έλεγαν ότι «εσείς οι Έλληνες βοηθήσατε τους Ρώσους». Μάζεψαν τους άντρες και τους έκλεισαν στην εκκλησία και στο σχολείο. Μαγείρευαν μέσα στο καζάνι και δύο άντρες το κουβαλούσαν στους ώμους με ένα μακρύ ξύλο και πήγαιναν και τάιζαν σαν πρόβατα τους φυλακισμένους στην εκκλησία και στο σχολείο. Ούτε κουτάλια ούτε πιάτα. Είχαν όλοι κουτιά από κονσέρβες για πιάτα και από εκεί μέσα έτρωγαν. Και ενώ έτρωγαν, οι Τούρκοι τους έδερναν.
Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου τους έβγαλαν, για να τους πάνε στην εξορία, δεμένους ανά δύο. Από αυτούς, λίγοι γύρισαν ζωντανοί. Μετά μάζεψαν τα παλληκάρια της Λιβεράς και τους εξόρισαν. «Σην στράταν πολλοί επέθαναν».
Όταν ήρθε κατόπιν ο επικεφαλής πασάς Χουρμούστ Μουσταφά Μιλιέτ, τα πράγματα άλλαξαν κάπως, γιατί ήταν καλύτερος. Ο πασάς αυτός πήγαινε και στους γάμους των Ελλήνων. Μετά πήγε στο χωριό ένας άλλος πασάς, που απαγόρεψε τα γλέντια. Ήταν εγκληματίας. Μάζεψε τους άντρες που απόμειναν, τους στοίβαξε μέσα στην εκκλησία και έχυνε βενζίνη επάνω τους και τους έκαιγε!

«Θυμάμαι», είπε η κυρά Ελισάβετ, «τις γυναίκες που είχαν χάσει τους άντρες τους στην εξορία, που μοιρολογούσαν και έλεγαν:
"Ας σο νούνιγμαν θα χάνω και τ' αχούλι μ', ας σα πολλά τα δάκροπα, εγράστεν το μαντήλι μ'"». Μια μέρα, η κυρά Ελισάβετ, μαζί με άλλες γυναίκες, φορτώθηκε χορτάρια, πήρε και μερικές κότες, για να τα πουλήσει στο Τσεβιζλούκ. 
Πριν φτάσει, τις συνάντησε η εξαδέλφη της Σοφία, η οποία τις συμβούλεψε να γυρίσουν πίσω, γιατί «οι Τουρκάντ θα κλειδών'νε τα στράτας και τ' οσπίτα. Θα εβγάλ'νε μας απ' απέσ' και πρέπ' να φεύομαι, γιατί έρθεν διαταγή». Ήρθαν οι Τούρκοι, με τα γομάρια και τα καλάθια και άρπαξαν ό,τι είχαν οι γυναίκες. Τότε αυτές γύρισαν πίσω βιαστικά.
Ο πατέρας της κυρά Ελισάβετ γύρισε στη Λιβερά από την Πόλη και τους είπε ότι θα φύγουν. Απαγορευόταν να πάρουν οτιδήποτε. Είχαν παιδιά και ηλικιωμένους και δεν μπορούσαν να πάνε με τα πόδια στην Τραπεζούντα. Ο πατέρας της στην Κωνσταντινούπολη δούλευε με έναν Τούρκο, τον Εσνάτ. Του ζήτησε να φέρει ένα κάρο από το Τσεβιζλούκ. Μια γειτόνισα τούς παρακάλεσε να πάρουν μαζί και την οικογένειά της και την πήραν. Στη Λιβερά άφησαν σπίτια με όλα τα έπιπλα, αποθέματα για τον χειμώνα, καλαμπόκια, στάρια, πατάτες, τα ζώα και φυσικά τα χωράφια τους.
Στην Τραπεζούντα, όταν έφτασαν, τους ρώτησαν πού θα πάνε, αν έχουν σπίτι. Αυτός που τους ρώτησε λεγόταν Λάμπος και ήταν γνωστός της μητέρας της κυρά Ελισάβετ, από την εποχή που νοίκιαζε δωμάτιο στη Λιβερά. Μαζί τους ήταν και η θεία της, που είχε ένα παιδάκι άρρωστο, ετοιμοθάνατο, τυλιγμένο με ένα πάπλωμα, στην αγκαλιά της. Αυτός ο Λάμπος τους πήρε και τους πήγε στον Άγιο Γρηγόριο, τον μητροπολιτικό ναό Τραπεζούντας. Η κυρά Ελισάβετ σκεφτόταν: «Θα σκοτών'νε μας και θα σύρ'νε μας σην θάλασσαν, νύχτα έτονε».
Στον Άγιο Γρηγόριο πήγε και τους βρήκε ένα πολύ έξυπνο παιδί. Αυτό το παιδί έψαξε και βρήκε τους μηχανικούς και τους εμπόρους που έκαναν τα καλοκαίρια τις διακοπές τους στη Λιβερά. Του είπαν να πάει να βρει την οικογένεια του Σποντύλ' (Σπονδυλίδη), στον Άγιο Γρηγόριο. Εκεί έφτιαχνε κάποιος φαγητό στο τηγάνι κι δίπλα του τα ρούχα, που είχαν παρατήσει κάποιοι, ήταν γεμάτα ψείρες.
Από τον Άγιο Γρηγόριο έφυγαν για το λιμάνι της Δεφνούντας, φορτωμένοι με όσα μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους. Εκεί έμειναν όπου τους είπε ο Λάμπος. Το παιδάκι της θείας πέθανε, έριξαν τη σορό του πάνω σε μια βάρκα και έφυγαν. Στο λιμάνι της Δαφνούντας ήταν αγκυροβολιμένα δύο καράβια, που έπαιρναν τους χριστιανούς δωρεάν. Ήταν τουρκικά και τα έλεγαν «Ακ Ντενίζ»» και «Κιλίτς Εμάλ». Ταξίδευαν στην Ελλάδα, στη Σπάρτη και στον Πειραιά και ξαναγυρνούσαν και φόρτωναν και άλλους. Η οικογένεια της κυρά Ελισάβετ Πηλιανίδου ταξίδεψε με πληρωμή μα το ελληνικό καράβι «Μάρθα». Πολύς κόσμος, ταξίδεψαν στριμωγμένοι, χωρίς την παραμικρή περίθαλψη, ενώ οι αρρώστιες ήταν βαριές και πέθαιναν πολλοί επάνω στο καράβι.
 Τους νεκρούς, τους έδεναν μία πλάκα σίδερο στο στήθος και τους πετούσαν στη θάλασσα. Κάθε πρωί ακούγονταν τα μοιρολόγια εκείνων που έχασαν τους δικούς τους. Καθένας έλεγε το όνομα του δικού του πεθαμένου.
Σε δέκα ημέρες έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, στο λιμάνι της οποίας παρέμειναν επάνω στο καράβι μερικές ημέρες και μετά τους πήγαν στο νησί της Χάλκης, στον Άγιο Γεώργιο.

Εκεί έμειναν έναν μήνα και κάτι ημέρες. Ο πατέρας της κυρά Ελισάβετ, πήγαινε από τη Χάλκη στην Κωνσταντινούπολη και δούλευε παπλωματάς, όπως και πριν από την καταστροφή. Κάθε Σάββατο επέστρεφε φορτωμένος διάφορα φαγώσιμα. Κάποιο Σάββατο δεν ήρθε ο πατέρας, Τους είπαν ότι φυσάει δυνατός άνεμος και γιαυτό δεν ήρθε το καράβι.
 Ο πατέρας ήταν άρρωστος, πέθανε και γιαυτό δεν ξαναήρθε. Εκεί πέθανε και η θεία της από πνευμονία. Από την ίδια αρρώστια και επειδή ταλαιπωρήθηκαν, πέθαναν πολλοί. Οι αρχές τους έβαλαν μια μεγάλη κίτρινη επιγραφή, που έλεγε «ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ»
Από τον Άγιο Γεώργιο της Χάλκης, τους πήγαν σε στρατόπεδο, στον Άγιο Στέφανο. Ήταν χιλιάδες οι πρόσφυγες εκεί. Από τις ταλαιπωρίες πέθαναν πολλοί.
Μετά, τους φόρτωσαν σε καράβι και σε τρεις ημέρες έφτασαν στο Καραμπουρνάκι, στην Καλαμαρφιά. Τους έβαλαν σε παράγκες, όπου παντού υπήρχαν λάσπες. Για να πάρουν νερό ή να πάνε στο αποχωρητήριο, περίμεναν έξω στη σειρά. Ευτυχώς, εκεί δεν τους κράτησαν πολύ και τους μετέφεραν στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή, στη Θέρμη (τότε Σέδες). Πριν ακόμη συνέλθουν καλά καλά, τους πήγαν στο Τσοτύλι (τότε Μπρογόνιστα).
2007: Μουσουλμάνες παρακολουθούν χορό Ποντίων σην Λιβερά
Στο Τσοτύλι τους έδωσαν χωαράφια, βόδια και πρόβατα, καθώς και ένα τουρκικό πέτρινο σπίτι. Όλοι μιλούσαν ελληνικά, ακόμη και οι Τούρκοι, που έφυγαν αργότερα ως ανταλλάξιμοι. Νωρίτερα, είχαν πάει εκεί οι πρόσφυγες από το Ατά Παζάρ (Νικομήδεια).

Τα εξαδέλφια της μάνας της κυρά Ελισάβετ Πηλιανίδου, που εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα (τότε Καϊλάρια), έψαξαν και πήγαν στο Τσοτύλι με το κάρο και τους βρήκαν. Το κάρο το τραβούσαν δύο βουβάλια (κομέδα). Το έφεραν μέχρι την πόρτα του σπιτιού, φόρτωσαν τα πράγματά τους και προχωρώντας, βραδιάστηκαν στα Αλωνάκια Κοζάνης. Έφυγαν από εκεί την άλλη μέρα και πήγαν στο χωριό Τετράλοφος (Τορτολί). Υπήρχαν στον Τετράλοφο και άλλοι πατριώτες τους. Τους έδωσαν μια αποθήκη τούρκικη, για να μείνουν μέσα. Για να μπαίνει φως στο σπίτι, άνοιξαν μια τρύπα για παράθυρο.
Στον Τετράλοφο Κοζάνης, έφτιαξαν σιγά σιγά σπίτια. Μια δεύτερη αποθήκη την έκαναν σχολείο και το τζαμί που υπήρχε, το έκαναν εκκλησία. Ασχολήθηκαν με τη γεωργία. Πήγαιναν ξυπόλυτοι στα χωράφια, γιατί δεν είχαν τίποτε, ούτε και χρήματα. Από την οικονομική ενίσχυση που τους έδωσε το κράτος, οι Πόντιοι έδωσαν για να κτισθεί η εκκλησία. Και οι Θρακιώτες έλεγαν: «Είδες, οι Πόντιοι όλοι μαζί έκαναν όσα τους χρειάζονταν!».
Το 1924, η κυρά Ελισάβετ Σπονδυλίδου, που ήταν τότε δεκαέξι ετών, παντρεύτηκε τον Γρηγόρη. «Εμείς, τα παιδία, 'κ' είχαμε τον λόγον τίναν θα παίρομε. Οι γονιοί εμούν έλεγαν "Θα δίγω σε το παιδί μ'" και αέτσ' εγένουτον. Εδέκανέ με το δαχτυλίδ' και έβαλαν ατο 'ς σο δάχτυλο μ'. Εγώ παιδίν έμ'νε 'κ' έξερα. Έσυρα κ' εξέγκα το.
Εδούλεψά με σκληρά. Άντρας-ι-μ' εδούλεψεν πολλά χρόνα στους Αδελφούς Τσαούσογλου ως παπλωματάς, που έτον το επάγγελμαν τη οικογένειάς εμούν, ας σην πατρίδαν. Εποίκαμε τέσσερα παιδία, την Λίζαν, την Ελέννεν, την Ευδοξίαν και τον Νίκον. Εγώ ζω με τον Νίκον που επαντρεύτεν την Ευδοξίαν. Έχω οχτώ εγγόνια, 14 δισέγγονα και τρία τρισέγγονα. Το όλον 25. Αγαπώ ατα και αγαπούννε με. Όλον το καλοκαίρ' μένομε σον Τετράλοφον Κοζάνης και τον χειμώναν αδά, σοι Συκιές».


Νίκος Τελίδης












Με τη συμβολή της Αφροδίτης Παπαδοπούλου-Τελίδου στην παρουσίαση της συνέντευξης




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah