Ιστορία της Κρώμνης (Από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι το 1462)

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Τα βόρεια οροπέδια της Κρώμνης, που βρίσκονται στην ορεινή περιοχή πάνω από την Τραπεζούντα, περιλαμβάνουν και άλλες ορεινές περιοχές , όπως η Ματσούκα, η Λαραχανή, η Σάντα, τα Σούρμενα, που εκτείνονται από τα δυτικά ως τα ανατολικά. 
Karakapan (photo: Erdan Aydin)
Στις περιοχές αυτές κατοικούσαν οι αρχαιότατοι Μάκρωνες του Ξενοφώντα (που τους αναφέρει ο Ξενοφών), δηλαδή στις περιοχές που βρίσκονται στις βόρειες πλαγιές του Παρυάδρη.
Προς τον νότο βρίσκεται το φαράγγι της Κρώμνης και της Γήμερας (Ιμέρας), που έχει προς τα ανατολικά την περιοχή του χωριού Λερί, όπου μέχρι και την πεδιάδα Παϊπέρ (Μπαϊπούρτ), κατοικούσαν οι αρχαίοι Σκυθηνοί του Ξενοφώντα. Προς τον νότο, επίσης, βρίσκεται η περιοχή του χωριού Κρασί, όπου κατοικούσαν οι Χαλδαίοι του Ξενοφώντα, λαός ποιμενικός, που έβοσκε τα κοπάδια του μέχρι την Κρώμνη.
Νοτιοδυτικά, μέχρι την περιοχή του Κάνι ποταμού, κατοικούσαν οι αρχαίοι Χάλυβες, λαός που ασχολιόταν με τη μεταλλουργία. Πιθανόν, αυτοί να προήλθαν από τους Χάλυβες, που κατοικούσαν γύρω από τον Εύξεινο Πόντο, πάνω από την Οινόη.
 Στη χώρα των Χαλύβων, κοντά στον Θερμώδοντα ποταμό (Τέρμε), κατοικούσαν, πιθανόν, οι Αλίζωνες. Είναι μια περιοχή ανατολικά της οποίας κατοικούσαν οι Αμαζόνες. Εκεί υπήρχε και η πόλη Αλύβη, όπως αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, Β' 856-857. Έγραφε συγκεκριμένα:
 «Αυτάρ Αλιζώνος Οδίος και Επίστροφος ήρχον, τηλόθεν εξ Αλύβης, όθεν αργύρου εστι γενέθλη» (Αυτής ακριβώς της Αλιζώνας, απέναντι από την Αλύβη, όπου πρωτοβρέθηκε ασήμι, ήταν άρχοντες ο Οδίος και ο Επιστροφος,
Σύμφωνα με την επικρατούσα παράδοση, το φαράγγι της Κρώμνης ήταν δάσος πυκνό, με έλατα, πεύκα, άγριες λεύκες και άλλους θάμνους. Διηγούνται, μάλιστα, ότι πριν από μερικά χρόνια, σώζονταν σπίτια που στηρίζονταν σε κορμούς δέντρων, φυτεμένων στη Μόχωρα, στον Αληθινό και στη συνοικία Σιαμανάντων.
Αυτό γίνεται πιστευτό, γιατί μέχρι σήμερα στις πλαγιές του φαραγγιού βλασταίνουν ρίζες άγριων πεύκων, που είναι τόσο άφθονα, ώστε σε λίγα χρόνια δεν θα μπορούν τα άγρια ζώα να τρώνε τους βλαστούς τους και έτσι θα σχηματίσουν και πάλι δάσος.
Τα οροπέδια της Κρώμνης και ιδίως το Μετζίτ, ήταν αρχικά περιοχές που εξυπηρετούσαν τις συγκοινωνίες της επαρχίας της Τραπεζούντας με την πεδιάδα της Μπαϊπούρτης. Από εκεί έκαναν επιδρομές κατά της Τραπεζούντας οι βαρβαρικοί λαοί, από τα δυτικά, και οι Πέρσες και κατόπιν οι Τούρκοι, από τα ανατολικά. 
Αλλά και αντίστροφα, τα εκστρατευτικά σώματα που είχαν ορμητήριο την Τραπεζούντα και κατευθύνονταν εναντίον αυτών των λαών, περνούσαν από τα ίδια μέρη, δηλαδή από τα οροπέδια της Κρώμνης.
Πριν από τη γέννηση του Χριστού φαίνεται ότι η Κρώμνη δεν ήταν κατοικημένη, αφού κανένα σημάδι δεν σώζεται από εκείνη την εποχή. Μόνον πάνω στα οροπέδια συγκατοικούσαν οι κτηνοτρόφοι Χαλδαίοι και οι Χάλυβες — που ήρθαν αργότερα — και ήταν αγρότες και μεταλλουργοί μαζί. 
Αυτοί οι εργατικοί λαοί ζούσανε τότε αυτόνομοι, επειδή οι Πέρσες βασιλείς δεν ασχολήθηκαν μαζί τους, στους απροσπέλαστους άγονους και αραιοκατοικοιμένους τους τόπους, θεωρώντας επικερδέστερες τις μεγάλες εκστρατείες τους. 
Άλλωστε, και ο περσικός στρατός δεν είχε ούτε την τακτική των ελληνικών στρατών ούτε τους Έλληνες στρατηγούς, για να πράξει θαυμαστά, όπως ο Ξενοφώντας, πολεμώντας με πιο πολεμικούς λαούς.
 Η αυτονομία των Χαλδαίων και των Χαλύβων διάρκεσε πολύ, γιατί και ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του, επιζητώντας και αυτοί κατακτήσεις προσοδοφόρες και μεγάλα θησαυροφυλάκια, κατά το πέρασμά τους, προσπέρασαν αυτές τις περιοχές, που δεν είχαν καμιά πόλη και ήταν μόνον βράχοι, δάση και φτωχοί κάτοικοι.
Μόνον κατά τη βασιλεία του Μιθριδάτη Η' του Ευπάτορα (123 - 63 π. Χ.), του Ναπολέοντα αυτού του Πόντου, φαίνεται ότι οι ορεινοί αυτοί λαοί έδωσαν τους πρώτους στρατιώτες, ως σύμμαχοι του Μιθριδάτη, ενώ η Τραπεζούντα και οι άλλες πόλεις συμμάχησαν με τους Ρωμαίους.
 Ο Μιθριδάτης, όμως, που ήθελε να κυριεύσει και τη Ρώμη, ηττήθηκε από τους Ρωμαίους, όπως και ο γιος του Φαρνάκης (62 - 47 π. Χ.), τον οποίο νίκησε ο Ιούλιος Καίσαρας στα Ζήλα και τον καταδίωξε, κατόπιν, μέχρι τα σύνορα του βασιλείου του, στον Κιμμέριο Βόσπορο.
Τις περιοχές αυτές του Πόντου (Ποντικές χώρες), ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον βασιλιά της Περγάμου, φίλο του Μιθριδάτη, η διοίκηση του οποίου ήταν πολύ χαλαρή. Έτσι, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών ζούσαν ελεύθεροι ώσπου ο αυτοκράτορας της Ρώμης Αντώνιος διόρισε βασιλιά του Πόντου τον Πολέμονα, το 36 π. Χ., γιο του Ζήνωνα, που ήταν διοικητής της Λαοδίκειας. 
Από αυτόν τον Πολέμονα και μετά αρχίζει η οργάνωση των περιοχών της Κρώμνης, οι κάτοικοι των οποίων, με τη συνεχή επικοινωνία με τις γύρω περιοχές, ήλθαν σε επαφή με τους Έλληνες, τους διασκορπισμένους σε όλα τα μεγάλα κέντρα της Μικράς Ασίας. Φαίνεται ότι, κατά τους χρόνους εκείνους, ανοίχθηκαν και οι διάφοροι δρόμοι, που ένωσαν τις πόλεις του εσωτερικού με την Τραπεζούντα, γιατί ο βασιλιάς Πολέμων Α', ως δραστήριος και δημιουργικός που ήταν, ανόρθωσε ή έκτισε πολλές πόλεις στον Πόντο και δεν ήταν δυνατόν να μην φροντίσει για την επικοινωνία και την ευημερία τους.
Μια οδός που δημιουργήθηκε την εποχή εκείνη ήταν και του Καράκαπαν, που περνούσε άλλοτε από το Μετζίτ Μπογάζ, ενώ τώρα (πριν από το 1922) περνάει από το Μαντέν και το Καράτας.
 Σε μικρή απόσταση από τον παλαιό δρόμο, στο τμήμα των Λειβαδίων, ήταν τα σπίτια των πρώτων Χαλδαίων και Χαλίβων κατοίκων, που, όπως αναφέρει μια παλαιά παράδοση, τα σπίτια αυτά ήταν χτισμένα στο μέρος όπου ήταν του Αρμαλού το χαν (χάνι, πανδοχείο), όπου επικρατούσε ομίχλη που διατηρούσε τα χόρτα στα λειβάδια, τα χορτοθέρα, όπως ονομάζονται σήμερα (πριν από το 1922) και όπου δεν υπάρχουν χωράφια. 
Το αλώνι ήταν δίπλα στο ρυάκι, από όπου αρχίζει το αυλάκι, κάτω από τα Σαντέτκα. Πάνω από το χάνι του Αρμαλού ήταν ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου, και παραδίπλα το νεκροταφείο.
Κάποιος Αλεπογιάννες, από αυτό το χωριό, φαίνεται ότι, κατά τη χριστιανική περίοδο, έχτισε τα Αλεπογιαννέσα, κάτι λίθινες καλύβες, που τώρα χρησιμεύουν, την άνοιξη και το καλοκαίρι, στις ρωμάνες (τις γυναίκες που φρόντιζαν τα ζώα στα παρχάρια).
Την περίοδο του Νέρωνα (83 μ. Χ.), ο Πόντος έγινε ρωμαϊκή επαρχία, αλλά κατά την εποχή των Ρωμαίων δεν υπήρξε εσωτερική μεταβολή, που θα μπορούσε να διαταράξει την ειρηνική ζωή των ορεινών λαών και με την αύξηση της συγκοινωνίας, η Τραπεζούντα πλούτισε και οι ορεινές περιοχές εξελληνίστηκαν. 
Την εποχή αυτή εμφανίστηκε και ο χριστιανισμός, του οποίου οι μαθητές αυξάνονταν με ραγδαίους ρυθμούς. Επειδή, όμως, καταδιώκονταν παντού, οι δυστυχείς ζητούσαν προστασία σε ερημικούς τόπους, όπως οι δασώδεις πλαγιές του Παρυάδρη, που τις θεωρούσαν καταφύγιο, αναζητώντας στην απομόνωση την ελεύθερη εξάσκηση της θαυμάσιας θρησκείας του Ιησού. 
Τότε, ήρθαν ασκητές και ερημίτες, από τους οποίους μερικοί έγιναν και ιδρυτές των πρώτων μονών, αναζητώντας τον Θεό μακριά από τον θόρυβο των πόλεων, μακριά από το μίσος και τη διαφθορά.
Τότε και η Κρώμνη, ως τόπος που δεν ήταν προσιτός σε όλους, λόγω των πυκνών δασών και των απόκρημνων βουνών της, δέχτηκε πολλούς από εκείνους τους δυστυχείς περπλανόμενους (τους καταδιωκόμενους πρώτους χριστιανούς) και πρόσφερε τα σπήλαια της και τις σκιερές περιοχές στα φαράγγια της ως κατοικία ανθρώπων που επιζητούσαν με προσευχές να φτάσουν Εκείνον (τον Ιησού Χριστό), του οποίου τον βίο θαύμασαν. 
Μελετώντας τις ευαγγελικές γραφές, ζήτησαν στην απομόνωσή τους, να ευχαριστήσουν τον Θεό, αναμένοντας, μετά την ανάπαυσή τους, να περιέλθουν στους κόλπους του Παραδείσου. 
Έτσι, κατασκεύασαν τα αναχωρητηριά τους στα δάση, ανάμεσα στα άγρια θηρία. Οι εξελληνισμένοι κάτοικοι των οροπεδίων, που ζούσαν σε τόσο μικρή απόσταση από τέτοιους άγιους ανθρώπους, γρήγορα αποδέχθηκαν τον χριστιανισμό, τον οποίο, αργότερα, η βυζαντινή αυτοκρατορία κήρυξε ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Μέχρι τον 5 ο αιώνα μ. Χ., οι κάτοικοι ζούσαν ήσυχα και ειρηνικά, αλλά ήρθε εποχή που κατέφυγαν και αυτοί στους βράχους της σημερινής Κρώμνης.
Στην εποχή του Ιουστίνου, περίπου το 491 μ. Χ., ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους Πέρσες και το βυζαντινό κράτος. Οι στρατοί του Χοσρόη του Μεγάλου εισέβαλαν επανειλημμένα από τα οροπέδια της Κρώμνης στην επαρχία Τραπεζούντας, σκοτώνοντας, λεηλατώντας και κατακαίοντας οτιδήποτε έβρισκαν μπροστά τους.
 Τότε, οι κάτοικοι κατέφυγαν στους δασώδεις και δύσβατους γκρεμούς, για να αποφύγουν τον θάνατο. Οι Πέρσες επιδρομείς κατέστρεψαν, τότε, πολλά χωριά και μοναστήρια, όπως τη μονή Αγίου Ζαχαρία, που βρισκόταν εκεί που είναι ο ομώνυμος σταθμός.
Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι της σημερινής Κρώμνης, αυτοί που κατέφυγαν στα πιο απόκεντρα μέρη της χώρας, όπου υπήρχαν παρεκλήσια, κατά τη φυγή τους, θεωρούσαν τους γκρεμούς πιο ασφαλείς και, μια και κατοίκησαν εκεί, τους έλεγαν κατοικία τους.
Η λέξη «γκρεμός» (κρεμός) (από το κρημνός), για συντομία, έχασε την κατάληξη -ος και έγινε κρέμ'. Το —ε οι κάτοικοι το πρόφεραν περίπου ως —ο και έτσι η λέξη από «κρέμ'» έγινε «κρόμ'» και «κρόμη». Η ονομασία αυτή έδωσε στους κατοίκους το όνομα Κρομέτ' ή Κρεμέτ' - στην τοπική διάλεκτο. Τώρα, όμως, που η παιδεία διαδόθηκε και οι πιο εγγράμματοι μεταχειρίστηκαν τύπους και ονομασίες της αρχαίας ελληνικής, η Κρόμη μετονομάστηκε σε Κρώμνη και ο κάτοικος Κρωμναίος. Δεν είναι παράδοξο να ονομάστηκε έτσι η Κρώμνη από τη θέση της στους γκρεμούς. Το ίδιο συμβαίνει με τις ονομασίες αρκετών μερών του αρχαίου ελληνισμού από την κρημνώδη θέση τους, όπως Κρώμνα, Κρώμοι, Κρημνοί, Κρώμνος.
Αλλά, ας συνεχίσουμε την αφήγηση. Οι Πέρσες νικήθηκαν από τον Πέτρο τον Στρατηλάτη, την εποχή του Ιουστινιανού, το 527, και έτσι σώθηκαν οι περιοχές αυτές της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο μεγάλος εκείνος αυτοκράτορας δεν αρκέστηκε στις νίκες του. 
Προνοώντας για το μέλλον, οχύρωσε πολλές πόλεις και κατασκεύασε μεγάλο αριθμό φρουρίων και φυλάκια σε όλες τις περιοχές του αχανούς κράτους του. Από αυτά τα φρούρια, που βρίσκονταν στη σειρά του Παρυάδρη, είχε μερικά και η Κρώμνη. 
Σε καkή κατάσταση σώζεται το κάστρο της Γλούβενας, ενώ εκείνο του Καστροποδίου καταστράφηκε. Αυτοί που κατοίκησαν στην Κρώμνη δεν επεέστρεψαν πλέον στα οροπέδιά τους, επειδή βρήκαν τόπο ασφαλέστερο. Επιπλέον, η απότομη πτώση της θερμοκρασίας, που συνέβη στη διαρκεια των χρονών εκείνων και οι μεγάλες ζημιές που έγιναν λόγω του δρόμου, τους ανάγκασε να εγκατασταθούν εκεί οριστικά και να σχηματίσουν τις πρώτες ενορίες. Στα οροπέδια, που ονομάστηκαν παρχάρια (ίσως από τη λέξη παραχώρια), έστελναν την άνοιξη, όπως και τώρα, τα κοπάδια τους.
Κατά τον 7ο αιώνα, επί αυτοκράτορα Ηρακλείου, το κράτος διαιρέθηκε σε θέματα. Η περιοχή της Κρώμνης περιελήφθηκε στο Θέμα Χαλδίας και ήταν το 21ο της αυτοκρατορίας, αποτελώντας σπουδαίο στρατιωτικό τμήμα.

 Κατά την περίοδο των Ισαύρων, αυτό το θέμα χρησίμευε ως βάση για τους πολέμους εναντίον των Περσών και των Αράβων. Οι στρατιωτικές μονάδες του θεωρούνταν οι καλύτερες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Άρα, η Κρώμνη, με καλύτερη στρατιωτική διοίκηση από άλλες εποχές, δημιούργησε κατοίκους ετοιμοπόλεμους και ανδρείους, που, εξαιτίας του άγονου της γης, έγιναν πολύ επιθετικοί και επωφελούνταν από τις επιδρομές και τις λεηλασίες εχθρικών περιοχών.
Ως τμήμα, λοιπόν, της Χαλδίας, η Κρώμνη έγινε κέντρο στρατιωτικών μετακινήσεων και μπορεί να πει κανείς ότι συμμερίστηκε τη δόξα και το μεγαλείο τόσων πολέμων των μεγάλων στρατηλάτων της Γαβράδων.

Όταν η Τραπεζούντα περιήλθε στα χέρια των Κομνηνών, οι Χαλδαίοι υποστήριξαν τη νέα αυτή αυτοκρατορία, κάτω από τις διαταγές της οποίας πολέμησαν και, στρατευμένοι από τους μεγάλους δούκες, ποτέ δεν δείλιασαν. Ήταν, έτσι, κατεξοχήν προνομιούχοι του κράτους. Στην Κρώμνη, επί  Κομνηνών, χτίστηκε στη συνοικία Σιαμανάντων, για πρώτη φορά, ο ναός του Αγίου Γεωργίου, στου οποίου τον νάρθηκα υπάρχουν τα εξής:

«Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 1260, με τρούλο και λίθινο τέμπλο και όλοι οι τοίχοι του ήταν παντού ζωγραφισμένοι με αγιογραφίες, που απεικόνιζαν τη Σύναξη, τον Τίμιο Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη και, προς τα αριστερά, του Αγίου Χαράλαμπου. 
Από την πολυκαιρία, όμως, κατέπεσε ο παλαιός ναός και στην ίδια θέση χτίστηκε νέος, μεγάλων διαστάσεων, μεγαλύτερος από τον αρχαίο και ως κτίσμα πάρα πολύ ωραίο, ναός πάγκαλος.. Ο νέος αυτός ναός χτίστηκε το 1831, με τη συνδρομή των ευσεβών χριστιανών, ενώ το τέμπλο χτίστηκε το 1853 και οι αγιογραφίες του το 1866, επίσης με τη συνδρομή των φιλοχρίστων και ευσεβών χριστιανών».

Ποίημα του Μου αιώνα για την ανδρεία των Κρωμναίων
Το ότι οι άνδρες της Κρώμνης ήταν ανδρείοι και άριστοι στην πολεμική τέχνη μαρτυρείται από ένα ποίημα του 14υ αιώνα, στου οποίου τους λόγους και το ύφος ενυπάρχει αυτός ο αληθής αρχαίος Κρωμναίος. Το ποίημα αυτό είναι καθαρά κρωμναϊκό, πράγμα που καταφαίνεται από το ότι ορίζει βουνά, που ανήκουν αποκλειστικά στην περιοχή της Κρώμνης.

Έχει τίτλο «Δράκοι, δρακόπουλα». Καταφαίνεται στο ποίημα αυτό κάτι το αγέρωχο, το τραχύ, το σπαρτιατικό. Είναι θαυμαστό το γεγονός ότι οι Κρωμναίοι μιλάνε με υπερηφάνεια για τον εαυτό τους και αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι Έλληνες και, μάλιστα, σε εποχή, κατά την οποία ούτε οι κάτοικοι της κυρίως Ελλάδας ούτε και εκείνοι της Κωνσταντινούπολης μεταχειρίζονταν τη λέξη αυτή τόσο συχνά.

Από πότε τραγουδιούνταν όλα αυτά τα τραγούδια;
Τραπεζούντα: Το λιμάνι

Κατά το 1348, λυμαινόταν την Τραπεζούντα η μαύρη πανώλης, οι Τουρκομάνοι, που κατείχαν την περιοχή από την Αρσίγγη (Ερζιγκιάν) μέχρι το ισχυρό φρούριο της Παϊπούρτης, εισέβαλαν στο τραπεζουντιακό κράτος και αφού κατερήμωσαν την κοιλάδα του Πυξίτη ποταμού, έφτασαν μέχρι τα τείχη της πρωτεύουσας. 
Οι στρατοί της αυτοκρατορίας, που ήρθαν από παντού, κατανίκησαν τους Τουρκομάνους. Η ολοσχερής ήττα τους έγινε στα παρχάρια του Ηλίου (σήμερα ονομάζονται τη Ηλίες). Εκεί συνελήφθη και ένας από τους αρχηγούς των Τουρκομάνων, ο Αλής ή Τουρκαλής. Οι άλλοι, είτε σκοτώθηκαν είτε διέφυγαν στο κράτος τους.

Διοικητές στο στρατό οι Κρωμναίοι Καβασσίτες 
Στα γενναία ελληνικά τάγματα, κατά την εποχή των Κομνηνών, ήταν διοικητές οι Καβασσίτες, από τη μεγάλη οικογένεια των οποίων μερικοί κατοικούσαν στην Κρώμνη. Αναφέρονται και χωράφια που ανήκαν στους Καβασσίτες (τη Καβαζίτα το χοζάν). Ακόμη και σε βρύσες έδωσαν το όνομά τους. Η μία από αυτές βρίσκεται στον ανήφορο του Καβελάκ, ενώ η άλλη, που είχε και πολύ νερό, βρισκόταν στη Μόιχωρα, κοντά στο συνοικισμό. Λέγεται, επίσης, ότι οι Καβασσίτες κατοικούσαν αρχικά στην ενορία Μαντζάντων και ότι  μετακόμισαν στη Μόχωρα. 

Ο Ισπανός περιηγητής Ρούι Γκονθαλεθ Χοσέ ντε Κλαβίχο στη Μεσοχαλδία

Αλλά περισσότερες πληροφορίες για την κατάσταση στο τμήμα αυτό της Χαλδίας, κατά τον 14ο αιώνα, και για την ισχύ του Λέοντα Καβασσίτη δίνει ο Ισπανός περιηγητής Ρούι Γκονθάλεθ ντε Κλαβίχο (πέθανε το 1412), αποσταλμένος του Ερίκου Γ', βασιλιά της Καστίλης, που βρισκόταν στο πλευρό του Ταμερλάνου (Τιμούρ). Ο Κλαβίχο είχε μαζί του και κάποιον Μογγόλο απεσταλμένο, στον οποίο ο Ταμερλάνος, όταν έλεγχε την οδό της Σαμαρκάνδης, μαζί με τον βασιλιά της Καστίλης, του είχε αναθέσει κάποια αποστολή. Όταν ο Κλαβίχο και οι συνοδοί του μπήκαν στην περιοχή της Μεσοχαλδίας, τους συνέλαβε ο δούκας Λέων ο Καβασσίτης, απαιτώντας να πληρώσουν τελωνειακά δικαιώματα ή να προσφέρουν ισόποσα δώρα. Ο αποσταλμένος του Ταμερλάνου διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας ότι ο πρεσβευτής του Μεγάλου Τιμούρ δεν έπρεπε να πληρώσει τελωνειακά δικαιώματα, όπως έκανε κάποιος οποιοσδήποτε έμπορος. Υποστήριζε ότι έχει δικαίωμα να περνάει ελεύθερα σε έναν τόπο που είναι φόρου υποτελής στον Μεγάλο Μογγόλο και, επίσης, ότι ο Λέων Καβασσίτης, επειδή ήταν υπό τον αυτοκράτορα Τραπεζούντας, που και αυτός ήταν υπό τον Μεγάλο Μογγόλο, δεν είχε κανένα δικαίωμα να τον φορολογήσει. Ο Λέων Καβασσίτης αποκρινόταν ότι είχε ανατεθεί στον ίδιο η διατήρηση και η ασφάλεια του δρόμου και ότι αυτή η υπηρεσία του έδινε το δικαίωμα να παίρνει διόδια από όλους τους οδοιπόρους. Έλεγε, ακόμη, ο Λέων ότι αν δεν διατηρούσε, με μισθό, στρατιωτικό σώμα για την απόκρουση των Τουρκομάνων  επιδρομέων, τα περάσματα πάνω στα βουνά θα γίνονταν αδιάβατα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Τέλος, τους είπε ότι η επαρχία Μεσοχαλδίας που του ανήκε ήταν τόσο φτωχή, ώστε, αρκετές φορές, όταν

μειώνονταν οι οδοιπόροι, αναγκαζόταν να κάνει εισβολή σε γονιμότερες επαρχίες του κράτους, για να προμηθευτεί χρήματα και τρόφιμα.
Τελικά, ο Κλαβίχο πρόσφερε στον Λέοντα Καβασσίτη πορφυρό ύφασμα και αργυρά σκεύη, ενώ ο Μογγόλος πρεσβευτής του έδωσε ωραία σεντόνια και κόκκινα ρούχα. Ο Λέων, όμως, δεν αρκέστηκε σε αυτά και τους υποχρέωσε να αγοράσουν, από διερχόμενο καραβάνι, δέματα με εμπορεύματα και να του τα δωρίσουν. Στη συνέχεια, ο Λέων Καβασίτης τους περιποιήθηκε σαν προσωπικούς του φιλοξενούμενους και βρήκε τον τρόπο να επωφεληθεί και διαφορετικά από το πέρασμά τους, νοικιάζoντάς τους σαμαρωμένα άλογα, για τη μεταφορά των εφοδίων τους στο Ερζιγκιάν.
Όλα αυτά, που αναφέρονται από τον Κλαβίχο στις ταξιδιωτικές αναμνήσεις του και θεωρούνται αξιόλογο λογοτεχνικό έργο, δείχνουν ιδιαίτερα την κατάσταση, στην οποία βρισκόταν ο Πόντος τον 14ο αιώνα



Του Αθανάσιου Παρχαρίδη

   Μετάφραση

Απόδοση κειμένου




Χρήστος Δημ. Κοπτερόπουλος










Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah