Mε βαθυστόχαστο τρόπο, ο Λευτέρης Κιντζονίδης παραθέτει σχετικά σύντομα σχόλια του στο τέλος ορισμένων ποιημάτων του. Αυτό μπορεί να φαίνεται, καταρχήν, λίγο παράδοξο, αφού το έργο τέχνης το γράφει ή το φιλοτεχνεί ο δημιουργός και δεν το ερμηνεύει, αλλά οι συνθήκες οι γλωσσικές και λογοτεχνικές είναι τέτοιες στην Ελλάδα — αν όχι παντού στον κόσμο — που μερικές φορές επιβάλλουν, ιδιαίτερα στα γραπτά, να γίνονται κάποιες αναφορές.
Η σύγχρονη ποίηση, με τη συμπύκνωση των νοημάτων, είτε είναι εκφρασμένη με μέτρο και ομοιοκαταληξία, όπως στους στίχους του Λευτέρη Κιντζονίδη, είτε αποδίδεται σε ελεύθερο στίχο, είναι πολλές φορές δυσκολονόητη.
Ενώ οι εικόνες της μιλάνε απευθείας το εννοιολογικό της υπόβαθρο παραμένει για πολλούς σκοτεινό. Και αυτό γιατί η γλώσσα της λογοτεχνίας, καλώς ή κακώς, δεν είναι η ίδια ακριβώς με εκείνη που μιλάνε γενικά οι άνθρωποι.
Είτε για εντυπωσιασμό είτε για να διευκολυνθεί ο λογοτέχνης στην ομοιοκαταληξία, κυρίως, αλλά και στο μέτρο, χρησιμοποιεί λέξεις σπάνιες ή ιδιωματικές ή φτιαχτές — οπότε γίνεται λόγος για γλωσσοπλάστες λογοτέχνες — οι οποίες είναι άγνωστες σε όλους τους αναγνώστες.
Ο Λευτέρης Κιντζονίδης καταφέρνει να ξεπερνά αυτόν τον σκόπελο, όσο γίνεται με λιγότερες παραχωρήσεις, γιατί φαίνεται ότι κατέχει καλά το εκφραστικό του όργανο, την κοινή νεοελληνική, και το χειρίζεται επιδέξια.
Η χρήση καθαρευουσιάνικων λέξεων και εκφράσεων είναι σπάνια στο ποιητικό του έργο, σε αντίθεση με το «ερμηνευτικό» ή σχολιαστικό, που ζυγίζεται ανάμεσα στη δημοτική και τη φτιαχτή γλώσσα των λογίων.
Ενώ είναι γιατρός, δηλαδή λειτουργός μιας επιστήμης που χρησιμοποιεί καθημερινά ξενικούς όρους ή όρους που αποτελούν αντιδάνεια ελληνικών λέξεων, όπως τις διαμόρφωσαν άλλες γλώσσες, ή και λέξεις της καθαρεύουσας, αποφεύγει, ωστόσο, τη χρήση στην ποίηση ή στα σχόλιά του ξένων ή καθαρευουσιάνικων στοιχείων, κάτι που κάνουν άλλοι λογοτέχνες, με τις ευλογίες, μάλιστα, γνωστών φιλόλογων δημοτικιστών.
Η χρήση καθαρευουσιάνικων στοιχείων, κυρίως από τους σουρεαλιστές (υπερεαλιστές) έχει πάρει στην Ελλάδα, τα τελευταία περίπου εβδομήντα χρόνια, τη μορφή μόδας ή και ψευτοαντίστασης κατά του «γλωσσικού κατεστημένου» της δημοτικής, όπως πιστεύουν. Έτσι, ο «πλους», τα «απεικάσματα» και άλλα παρόμοια βαρύγδουπα έκαναν την εμφάνιση τους στην ελληνική λογοτεχνία και επηρέασαν ακόμη και Πόντιους λογοτέχνες.
Oι λέξεις που χρησιμοποιεί και ο φραστικός τρόπος, μολονότι πλησιάζουν το ατόφιο, το λεξιλόγιο και τη φραστική του απλού ανθρώπου, δεν μπορούν, εντούτοις, να καλύψουν εντελώς τη φανερή προσπάθεια που καταβάλλει ο ποιητής να φτάσει λίγο ή πολύ υψηλότερα από το συνηθισμένο, να πλησιάσει, δηλαδή, την τελειότητα, στην οποία κατευθύνονται όλοι οι καλλιτέχνες του λόγου, του χρωστήρα, της σμίλης κ. τ. λ.
Ο Λευτέρης Κιντζονίδης φαίνεται να έχει γερές βάσεις, κυρίως στην ελληνική παράδοση, και σε αυτές πατάει σταθερά. Ξέρει ο Κιντζονίδης ότι ο λογοτέχνης, μολονότι φαίνεται σαν ξεχωριστό είδος, εντούτοις δεν είναι. Ο λογοτέχνης δεν είναι αριστοκράτης, δεν κάνει προσπάθεια να ξεχωρίσει από τους απλούς ανθρώπους, όπως κάνουν αυτοί που, στην προσπάθειά τους να εντυπωσιάσουν, καταντούν ένα ιδιότυπο είδος ανθρώπων, ξεκομμένο από τους ομαλούς ανθρώπους.
Αν αναφερόταν κανείς στον βασικό χαρακτήρα της ποίησης του Λευτέρη Κιντζονίδη, θα μπορούσε να την κατατάξει στη διδακτική. Όχι την από καθέδρας διδακτική, αλλά εκείνη που επιχειρεί να δώσει στους ανθρώπους κάποια μηνύματα, όχι για μεγάλα και τρανά, αλλά για όσα ζει καθημερινά ο άνθρωπος, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα.
Όλα αυτά, με κατασταλαγμένο τρόπο και με δεδομένη την ποιητική πνοή. Οι αναφορές μπορεί να γίνονται για την πεζή καθημερινότητα, όμως πίσω από αυτήν και μέσα σε αυτήν υπάρχουν μαζί τα βαθύτερα αισθήματα και τα πιο υψηλά ιδανικά, που δεν ξεφεύγουν από την παράδοση, με την έννοια ότι αυτή αποτελεί το καταστάλαγμα όσων έχουν γίνει αναμφισβήτητα παραδεκτά επί αιώνες και αιώνες και έχουν ισχύ διαχρονική.
Το ύφος της ποίησης του Κιντζονίδη κουβεντιαστό, απαλό. Ο ποιητής φαίνεται να συζητάει με τον αναγνώστη, προσφέροντάς του εικόνες, αναπτύσσοντας διάφορες σκέψεις, πληγώνοντας τον εαυτό του από βαθιές ευαισθησίες και αισθήματα, όσα οι άλλοι ξεπερνάνε εντελώς ξώπετσα ή και χωρίς καν να τα αντιληφθούν, να τα νιώσουν.
Από τα σχόλια που κάνουν γνωστοί λογοτέχνες για την ποιότητα των στίχων του Λευτέρη Κιντζονίδη, φαίνεται ότι κανένας δεν εμβάθυνε σε αυτούς όσο έπρεπε, για να φανεί, έτσι, πώς έκριναν το έργο του οι άνθρωποι της γενιάς του.
Αντίθετα, πιο ολοκληρωμένος ο Λευτέρης Κιντζονίδης, μελέτησε και ανέλυσε και αξιολόγησε το έργο ενός σημαντικού — κατά την κρίση του - λογοτέχνη, του Τάκη Γκοσιόπουλου (Στέφανου Χρυσού), που ηλικιακά και λογοτεχνικά βρισκόταν ανάμεσα στη γενιά του και την προηγούμενη.
Και η μελέτη του για τον Γκοσιόπουλο φανερώνει την ευρύτητα , το πλάτος και το βάθος των γνώσεων και της κριτικής ικανότητας του Λευτέρη Κιντζονίδη.
Ο Λευτέρης Κιντζονίδης, όπως και άλλοι σημαντικοί λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, δεν έγινε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Βρισκόταν έξω από τα κυκλώματα που δεν του άρεσαν. Επειδή ήταν άνθρωπος της δράσης — παρά το σχετικά κλειστό του χαρακτήρα του — συμμετείχε σε άλλες συσσωματώσεις λογοτεχνών, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, εκεί που διαπίστωνε ότι υπήρχε κίνηση, υπήρχε ζωή. Έτσι, όταν τον τίμησε ως άνθρωπο και ως προσφορά ο δήμος Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο των Δημητρίων του έτους 1997, κάποιοι εκφράσανε την έκπληξή τους. «Τιμήθηκε ένας που δεν είναι από εμάς!».
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου