Η ΕΝΟΠΛΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Ας ξεφυλλίσουμε
λίγο τις παλιές ηρωικές σελίδες προτού προχωρήσουμε στο σύγχρονο αντάρτικο.
Προς τ' ανατολικά της γης του Πόντου, 50 χιλιόμετρα
μακρυά απ' την Τραπεζούντα, υψώνουν την κατσούφικη θωριά τους τα βουνά, που κρύβουν μέσα στις καταχνιές τους τα
εφτά χωριά της Σάντας. Παλιοί συγγραφείς
μας άφησαν ζωντανές περιγραφές όλης της περιοχής —εκεί βρίσκονται και τα μοναστήρια Σουμελά, Περιστερεώτα, Βαζελώνος— όπου
ερχόντουσαν σοφοί ερευνητές απ' όλον τον κόσμο για να μελετήσουν την πανάρχαια ιστορία τούτων των μερών ή ψάχναν να βρουν ποιο απ' όλα ήταν το περίφημο
βουνό του Ξενοφώντα, γιατί από πολλές βουνοκορφές μπορούσε να δει κανείς στα βάθη
του ορίζοντα την «θάλαττα». Μέχρι κι ο
τόσο γνώριμός μας Φαλμεράιερ σκαρφάλωσε σε
κείνα τα βουνά, τα θαύμασε κι έμεινε κάμποσο καιρό στην Παναγία την Σουμελά για τις μελέτες του.
«...Η δε εντεύθεν οδός μέχρι της Σουμελάς έχουσα τρίωρον απόστασιν είναι υπέρ τον
ποταμόν, όστις δια τους πολλούς καταρράκτας και την εκ τούτων μεγάλην βοήν παρέχει
έκπληξιν τινά τοις διαβάταις, όσον τρόμον προξενούν και οι μεταξύ αυτού και της οδού κρημνοί και βράχοι.
Το δασώδες δε και το πλείστον του χρόνου ομιχλώδες της φάραγγος, εμποιεί μελαγχολίαν. Η δε προς τας υπωρείας της Σουμελάς μιας ώρας οδός είναι σκοτεινοτάτη και μελαγχολική, επειδή τα υψηλά δένδρα δι' ων διέρχεται δεν συγχωρούσι τας ακτίνας του ηλίου να την επισκέπτωνται και η ομίχλη ενταύθα γίνεται πυκνοτέρα όσον τις πλησιάζει τας υπωρείας.
Ενταύθα δε όπου σχεδόν τελειώνει η φάραγξ είναι γέφυρα από της οποίας τότε μόνον παρουσιάζεται το όρος Μελά, όλως μέλαν και υψηλόν και περί τους 1.500 πόδας ύψους. Φαίνεται δε η κορυφή του εγκύπτουσα εις την φάραγγα και εν τω μέσω τούτου του μέλανος όρους φαίνεται ευθύς ως κεκολαπτωμένη η Μονή, καταπληκτικήν έχουσα θέαν. Από της γεφύρας δε μέχρι προ της Μονής σχεδόν είναι ημίσεια ώρα και η οδός προς αυτήν είναι ελικοειδής, έχουσα υπέρ τους 40 ελιγμούς ή
Το δασώδες δε και το πλείστον του χρόνου ομιχλώδες της φάραγγος, εμποιεί μελαγχολίαν. Η δε προς τας υπωρείας της Σουμελάς μιας ώρας οδός είναι σκοτεινοτάτη και μελαγχολική, επειδή τα υψηλά δένδρα δι' ων διέρχεται δεν συγχωρούσι τας ακτίνας του ηλίου να την επισκέπτωνται και η ομίχλη ενταύθα γίνεται πυκνοτέρα όσον τις πλησιάζει τας υπωρείας.
Ενταύθα δε όπου σχεδόν τελειώνει η φάραγξ είναι γέφυρα από της οποίας τότε μόνον παρουσιάζεται το όρος Μελά, όλως μέλαν και υψηλόν και περί τους 1.500 πόδας ύψους. Φαίνεται δε η κορυφή του εγκύπτουσα εις την φάραγγα και εν τω μέσω τούτου του μέλανος όρους φαίνεται ευθύς ως κεκολαπτωμένη η Μονή, καταπληκτικήν έχουσα θέαν. Από της γεφύρας δε μέχρι προ της Μονής σχεδόν είναι ημίσεια ώρα και η οδός προς αυτήν είναι ελικοειδής, έχουσα υπέρ τους 40 ελιγμούς ή
«κουτσαγγέλια», κατά την επιτόπιον διάλεκτον. Ενταύθα δε παρά τω βράχω είναι κτισμένη μεγάλη λίθινος κλίμαξ εξ 80 βαθμίδων, όπου τις απαντά σιδηράν πύλην, ήτις
είναι η μία και μόνη είσοδος της Μονής.
Ο δε ταύτης θυρωρός αφού ειδοποιήση τον ηγούμενον και λάβη την άδειαν, ανοίγει την πύλην και τότε εξ αυτής πάλιν κατέρχεται τις κλίμακα υπέρ τας 90 βαθμίδας, υπό τον κρότον των βαρυήχων και δεινώς ηχούντων κωδώνων, ου μικράν παρεχόντων συγκίνησιν. Ευθύς δε προ της κλίμακος ταύτης είναι και ο κυρίως ναός λελατωμημένος εντός του μέλανος βράχου».
Ο δε ταύτης θυρωρός αφού ειδοποιήση τον ηγούμενον και λάβη την άδειαν, ανοίγει την πύλην και τότε εξ αυτής πάλιν κατέρχεται τις κλίμακα υπέρ τας 90 βαθμίδας, υπό τον κρότον των βαρυήχων και δεινώς ηχούντων κωδώνων, ου μικράν παρεχόντων συγκίνησιν. Ευθύς δε προ της κλίμακος ταύτης είναι και ο κυρίως ναός λελατωμημένος εντός του μέλανος βράχου».
Ο Κ.
Παπαμιχαλόπουλος, μας άφησε τούτη την εικόνα:
«Μύριοι εκατόγχειρες
Βριάρεω δεν ήθελον δυνηθή να μετακινήσωσι ή να σείσωσι απλώς την γιγάντειον πέτραν ήτις αποτελεί την βάσιν της μονής του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα.
Τούτο μόνον φαντάζομαι, ότι εν τη αναδύσει των ορέων και τη κατακρημνίσει άλλων εις βυθούς θαλασσών και ωκεανών, κατά τινα προγενεστέραν γεωλογικήν περίοδον του πλανήτου ημών και τη οριστική διαμορφώσει του φλοιού της γης, η φύσις, είτε δια της διαβρώσεως των υδάτων, είτε δι' άλλης μηχανής, αφήκεν εκεί, εις το μέσον της επικλινούς πλευράς πανυψήλου όρους, την κολοσσιαίαν εκείνην πέτραν, ίνα μετά αιώνας αιώνων υπηρετήση εις τον σκοπόν, προς ον όντως εχρησιμοποιήθη.
Τούτο μόνον φαντάζομαι, ότι εν τη αναδύσει των ορέων και τη κατακρημνίσει άλλων εις βυθούς θαλασσών και ωκεανών, κατά τινα προγενεστέραν γεωλογικήν περίοδον του πλανήτου ημών και τη οριστική διαμορφώσει του φλοιού της γης, η φύσις, είτε δια της διαβρώσεως των υδάτων, είτε δι' άλλης μηχανής, αφήκεν εκεί, εις το μέσον της επικλινούς πλευράς πανυψήλου όρους, την κολοσσιαίαν εκείνην πέτραν, ίνα μετά αιώνας αιώνων υπηρετήση εις τον σκοπόν, προς ον όντως εχρησιμοποιήθη.
»Το αδοκήτως μονήρες του βράχου
εκείνου, το πάντη απότομον και εκ τούτου, αγνοώ πώς, ωραίον, η πληθύς και ποικιλία των τοίχων και των οικοδομών, αποτελουσών γραφικώτατον σύνολον επιστεφόμενον
δι' επάλξεων και κωδωνοστασίων
και σταυρών, τα βαθυπράσινα
εντεύθεν, υποκίτρινα δ' εκείθεν δάση, άτιν' απαρτίζουσι τα έσχατα της εικόνος, καθιστώσι το θέαμα μεγαλοπρεπές, αξιοθαύμαστον!
Μοι επέρχεται δε εις τον νουν σύγκρισις μεταξύ των δύο μονών, της Παναγίας και του Αγίου Γεωργίου, της Σουμελάς εκείνης και του Περιστερεώτα τούτου. Εκεί η σεμνή Παναγία, η αιδήμων Παρθένος, εστεγάσθη μετριοφρόνως μετά του εν ταις αγκάλαις αυτής θείου βρέφους, ως ότ' εν τω βίω, έφευγε μετ' αυτού εις Αίγυπτον εστεγάσθη, υπό τον υπομέλανα βράχον του όρους Μελά και εύρεν εν τω σπηλαίω τον ναόν αυτής.
Ενταύθα τολμητίας, ανδρείος και μεγαλοπρεπής ο χαριέστατος αναβάτης του αελλόποδος ίππου, ο ωραίος και πολυλάτρευτος της χριστιανοσύνης άγιος, ο Άγιος Γεώργιος, νομίζει τις ότι ερρίφθη, ως δι' ενός πηδήματος, εκ τινος των υπερκειμένων βουνών δια του αχωρίστου ίππου αυτού εις την λευκάζουσαν πέτραν ταύτην και ενέπηξεν επ' αυτής το δόρυ...».
Μοι επέρχεται δε εις τον νουν σύγκρισις μεταξύ των δύο μονών, της Παναγίας και του Αγίου Γεωργίου, της Σουμελάς εκείνης και του Περιστερεώτα τούτου. Εκεί η σεμνή Παναγία, η αιδήμων Παρθένος, εστεγάσθη μετριοφρόνως μετά του εν ταις αγκάλαις αυτής θείου βρέφους, ως ότ' εν τω βίω, έφευγε μετ' αυτού εις Αίγυπτον εστεγάσθη, υπό τον υπομέλανα βράχον του όρους Μελά και εύρεν εν τω σπηλαίω τον ναόν αυτής.
Ενταύθα τολμητίας, ανδρείος και μεγαλοπρεπής ο χαριέστατος αναβάτης του αελλόποδος ίππου, ο ωραίος και πολυλάτρευτος της χριστιανοσύνης άγιος, ο Άγιος Γεώργιος, νομίζει τις ότι ερρίφθη, ως δι' ενός πηδήματος, εκ τινος των υπερκειμένων βουνών δια του αχωρίστου ίππου αυτού εις την λευκάζουσαν πέτραν ταύτην και ενέπηξεν επ' αυτής το δόρυ...».
Μονοπάτι προς την Παναγία Σουμελά |
Προχωρώντας στην περιγραφή απ' τον εξώστη της μονής, σημειώνει: «Τον ναόν περιθέει εξώστης, παρέχων θέαν σχεδόν καθ' όλας τας διευθύνσεις, προς το ύπερθεν όρος, προς τα ένθεν κακείθεν και άνωθεν και κάτω και εγγύς και μακρόν κείμενα δάση, προς την χαράδραν, προς την θάλασσαν, ενώ αμέσως κάτωθι υπό τους πόδας του θεατού χαίνει βάθος πολλών δεκάδων και μικρόν τι περαιτέρω εκατοντάδων μέτρων... Αλλά τότε παρετήρησέ τις ημών εις το βάθος της κάτωθι λοχμώδους χαράδρας, δύο ή τρεις εκατοντάδας μέτρων υφ' ημάς, ελαφρόν τι νέφος, λευκόν ή λευκοκύανον, ωσεί καπνόν αναμεμιγμένον μετά των θάμνων. Ενώ δε ηρωτώμεν μη τούτο προήρχετο εκ της καπνοδόχης των κατεσπαρμένων εκεί «μοσσύνων», εκείνο αυξηθέν τάχιστα, επλήρωσεν ολόκληρον το βάθος και ανήρχετο προς τα άνω εξοιδούμενον και εξογκούμενον. Πριν δ' ημείς προφθάσωμεν να μάθωμεν σαφώς παρά των ειδότων περί του φαινομένου, εντός ολίγων λεπτών της ώρας, ευρισκόμεθα ημείς αυτοί μεθ' απάσης της Μονής εν τοις λευκοίς κόλποις της ομίχλης. Ανήρχετο δε αύτη ταχεία, ακατάσχετος, συστρεφομένη και στροβιλιζομένη κατά γιγαντιαίας τολύπας προς τας κορυφάς των ορέων, και υπερέβη αυτάς και συνεκάλυψε τα πάντα. Ενόμισα τότε ότι ευρίσκομαι εντός του χάους του καλύπτοντος το Σύμπαν προ της Δημιουργίας, ότε η γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος έπέκειτο επάνω της αβύσσου».
Και αλλού: «...Αλλ' εντεύθεν περίπου,
πριν ή φθάσωμεν εις το δεξιά της οδού χωρίον
Σπαλάτα, 800 μέτρα υπέρ την θάλασσαν κείμενον, ώφειλον ίσως ν' αποθέσω τον κάλαμον και να κλείσω δι' αποσιωπητικών το κεφάλαιον τούτο, ίνα μη ευτελίσω δι' αποπείρας αμαυράς ή ατελούς αναπαραστάσεως την θαυμασίαν εικόνα των πέριξ μερών. Πάσα δ' απεικόνισις και υπό του αρίστου επιχειρουμένη χρωστήρος, υπολειφθήσεται της αληθείας κατά πολλάς παρασάγγας... Διήλθον τετράκις
τα ονομαστά δάση του Τυρόλου.
Επεσκέφθην εννεάκις την Ελβετίαν και είδον τας εν αυτή
Άλπεις κατά πάσαν διεύθυνσιν, ως η πρίκλυτος
και περικαλλής εκείνη του Ιντερλάκεν, παρά την Βέρνην. Έζησα επί μήνας παρά τον θαυμάσιον Μέλανα Δρυμόν της Βυρτεμβέργης, αλλ' ουδαμού είδον τοιαύτα δάση ωραία, ποικίλα, πυκνά, δροσερά, αναμεμιγμένα και συμπεπλεγμένα μετά θαλερωτάτης χλωρίδος του θαμνώδους
κόσμου, συμπεφυρμένα μετά του πλέγματος των αναρριχωμένων ή ερπόντων φυτών και της παντοίας άλλης βλαστήσεως, από της λεπτοτάτης βελονοειδούς χλόης μέχρι του μάλλον πλατυφύλλου είδους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου