Η ΕΝΟΠΛΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Πολύμορφη ήταν η άμυνα του ελληνισμού, που πρώτα ‐πρώτα εκφράστηκε με
την ομαδική και γενική παθητική αντίσταση. Παρά τους τόσους κατατρεγμούς,
άντεχε και υπόμενε ημεγάλη μάζα του λαού όλα όσα σοφιζόταν ο
βάρβαρος βασανιστής, χωρίς λιποψυχιά, δίχως λύγισμα της ψυχής του στο δρόμο του μαρτυρίου.
Όπως κι άλλοτε —μέσα στους μαύρους αιώνες της σκλαβιάς— βλέπουμε και τώρα γυναίκες να ρίχνωνται σε γκρεμούς και σε
ποτάμια, άντρες να πέφτουν κάτω απ' το μαχαίρι του δυνάστη ή ν' ανεβαίνουν σε
κρεμάλες, αλλά πουθενά δειλιάσματα κι απαρνήσεις του Έθνους ή της Χριστιανοσύνης.
Ήσαν πολλοί κι εκείνοι που φεύγαν. Με κίνδυνο της ζωής τους χιλιάδες «φυγόστρατοι»
το σκάζαν απ' τα εργατικά τάγματα και κρυβόντουσαν ή προσπαθούσαν
να φύγουν για τη Ρωσία, προτιμώντας να μπουν στη θανατερή περιπέτεια ενός αβέβαιου ταξιδιού στη Μαύρη Θάλασσα παρά να μείνουν στη δούλεψη του Τούρκου και τους εξευτελισμούς.
Είναι ολόκληρη ιστορία τούτες οι δραπετεύσεις, κρυφές συνεννοήσεις, κρυφά
συναπαντήματα, παγίδες που στήνανε οι Τούρκοι με άπιστους ομόθρησκους καπετανέους
καϊκιών, που συμφωνούσαν, πληρωνόντουσαν, για να παραδώσουν στο τέλος τους
«γκιαούρηδες» και να τους οδηγήσουν στη φυλακή, την εξορία ή την κρεμάλα. Κι όμως,
ξέροντας όλα τούτα οι Ρωμιοί, έκαναν το σταυρό τους κι έφευγαν.
Καμιά φορά βλέπουμε και πράξεις απελπισμένου ηρωισμού και περηφάνειας, σαν
κάποιους αντίλαλους που μας έρχονται απ' το Αρκάδι και το Κούγκι. Στο χωριό Καρακιόλ
της περιφέρειας Αμισού, τούρκικος στρατός είχε περικυκλώσει το σπίτι του φυγόστρατου
Παντελή Ελευθερίου, που βρισκόταν κρυμμένος μέσα στην οικογένειά του.
Λυσσομανούσαν απ' έξω οι Τούρκοι:
—Ατς καπού!
«Άνοιξε την πόρτα». Αλλά η πόρτα δεν άνοιγε, γιατί αν θ' άνοιγε, γυναίκα, αδελφές, παιδιά,
μητέρα, θα βρισκόντουσαν στα νύχια των στρατιωτών, με σίγουρη την ατίμωσή τους. Αντί
γι' αυτό, λοιπόν, καλύτερος ο θάνατος — μια βροντή
τράνταξε το σπίτι κι όταν μπήκαν οι Τούρκοι βρήκαν
μια μάζα από σάρκες. Μια βόμβα του άντρα έδωσε την περήφανη
απάντηση και λύτρωση.
Κορυφαία, ωστόσο, έκφραση της αντίστασης του Πόντου στάθηκε το αντάρτικο. Έπρεπε κάπως να προστατέψη καθένας τον εαυτό του —πιο θετικά— και να προστατευτεί επίσης ο άοπλος λαός, κάποια φοβέρα να υπάρχει, ένας φραγμός στην αφηνιασμένη μανία των Τούρκων. Έτσι γεννήθηκε και πρόβαλε επάνω στα βουνά μια καινούργια κλεφτουριά, τραχειά, αγριεμένη, γεμάτη απ' την οργή και τη δίψα της εκδίκησης για το αίμα των αθώων που χυνόταν.
Το ξεκίνημα του αντάρτικου έγινε, λένε, από ένα περιστατικό στα τάγματα εργασίας: Μια μέρα ένας απ' τους βασανισμένους Ρωμιούς μέσα σε κάποιο τάγμα που έσπαζε πέτρες, πήρε γράμμα απ' την γυναίκα του, παράτησε το τσεκούρι του κι άρχισε να το διαβάζη με μεγάλη λαχτάρα. Ήταν ψηλά στον δρόμο μιας έρημης βουνοπλαγιάς, όπου δεν ακουόταν παρά το ξερό, μονότονο χτύπημα των τσεκουριών των σκλάβων κι οι μακρυνές βλαστήμιες του τσαούση, που γύριζε από ομάδα σε ομάδα.
Διάβαζε ο δυστυχισμένος, τα μάτια του βούρκωσαν κι άρχισε να λέη στον πλαϊνό του για τα δεινά που τούγραφε η γυναίκα του, πείνα και δυστυχία και ξεσπίτωμα και φοβέρες των Τούρκων ότι θα κάψουν το χωριό τους, επειδή ψάχνανε για φυγόστρατους και δεν τους βρίσκαν. Μαυρίλα εδώ, λαχτάρα εκεί, δάκρυζε ο άνθρωπος κι αναστέναζε, όπου νάσου τον βλέπει ο τσαούσης ότι είχε παρατήσει την δουλειά, τρέχει, τον βλαστημά και τον βαρά με το καμτσίκι στο πρόσωπο, ουρλιάζοντας, «βάι ντινινί, αβρατινί, γκιαούρ ογλού γκιαούρ»!
Οργή και πόνος έγιναν μονομιάς μπαρούτι και φωτιά μέσ' στην ψυχή του Έλληνα, αρπάζει το τσεκούρι και το κατεβάζει στο κεφάλι του τσαούση, που σωριάστηκε. Ύστερα παίρνει δρόμο, φεύγει μαζί κι ο φίλος του, τρέχουν κι οι δυο, τρυπώνουν σ' ένα δάσος, κρύβονται και μένουν εκεί μέρες και μέρες, τρώγοντας χόρτα κι αγριόριζες.
Αλλά από τον φόβο της εκδίκησης των Τούρκων ακολούθησαν κι άλλοι —έτσι κι αλλιώς ήσαν χαμένοι— οι δυο γίνονται τρεις, πέντε, δέκα, κι όπου ξεμονάχιαζαν Τούρκο χυμούσαν απάνω του, τον γδύναν, του παίρνανε τα όπλα και ανέβαιναν στο βουνό.
Έτσι ιστορούνε την αρχή του αντάρτικου μερικοί απ' όσους θέλησαν να γράψουν την ιστορία εκείνων των καιρών, αλλά κι αν το περιστατικό αυτό το έπλασε μόνο η φήμη, κρύβει, ωστόσο, όλη την αλήθεια για τον τρόπο που γεννήθηκε ο ένοπλος αγώνας στα βουνά του Πόντου.
Δεν ήταν προμελετημένη η αντίσταση, ούτε κι οργανωμένη, αλλά μια αυθόρμητη κίνηση απόγνωσης, ένα πηγαίο ξέσπασμα οργής, σχεδόν πρωτόγονο, κάτι σαν λειτουργία ενός πανάρχαιου νόμου των περήφανων λαών που αντιστέκονται στους χαλασμούς των πιο τραγικών ενάντιων καιρών κι επιβιώνουν μέσα στους αιώνες.
Μελετώντας κανείς τα όσα έχουν γραφή για το αντάρτικο, βλέπει ότι έχει δυο περιόδους ο αγώνας. Η πρώτη αρχίζει απ' το 1914 και φτάνει μέχρι την Ανακωχή —τέλος του 1918— όταν κατάπεσε το ηθικό των Τούρκων και σταμάτησε ο άγριος κατατρεγμός των Ελλήνων. Η δεύτερη ξεκινά με την εμφάνιση του Κεμάλ, όταν ξανάρχισε πιο λυσσασμένο το κυνήγι κι έφτασε στο κορύφωμά του το μαρτύριο του λαού.
Είναι κρίμα, ωστόσο, γιατί δεν υπάρχει ένα ιστόρημα γραφτό για τη δράση του αντάρτικου στον δυτικό Πόντο —βουνά της Αμισού, Πάφρας, Αμάσειας, Έρπαα κ.τ.λ.— ούτε και στοιχεία αρκετά για τους φημισμένους οπλαρχηγούς της περιοχής εκείνης. Σκόρπιες σελίδες μας σώθηκαν μόνο, μερικά ημερολόγια, όπως και θύμησες προσωπικές που είδαν το φως σε βιβλιαράκια των Ποντίων, περιοδικά κι εφημερίδες. Μόνο η Σάντα, στ' ανατολικά του Πόντου, βρήκε τον ιστορικό της στο πρόσωπο ενός δημοδιδάσκαλου, του Μιλτιάδη Νυμφόπουλου, που ξόδεψε πολλά χρόνια της ζωής του για να μας δώση μια ολοκληρωμένη ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του, όπου βρίσκει κανείς κι όλες τις λεπτομέρειες του ένοπλου αγώνα της.
Πολλά έχουν γραφή γύρω απ' το θέμα του ένοπλου αγώνα κι έχουν ποικίλες κρίσεις διατυπωθή. Δεν θ' ακολουθήσω εκείνους που κατάκριναν σαν άστοχη την αντίσταση, πιστεύοντας ότι αυτή έγινε αίτια για τα μεγαλύτερα δεινά του Πόντου και τις περισσότερες σφαγές. Είναι σα ν' αγνοούν την ιστορία των Τούρκων και ιδιαίτερα των Νεοτούρκων —την βάρβαρη κι αδίσταχτη ορμή τους ξεπέρασε ο Κεμάλ— για τους οποίους η εξόντωση της χριστιανοσύνης ήταν πρόγραμμα και πίστη.
Τα επίσημα έγγραφα των μυστικών Αρχείων της Βιέννης, μας δείξαν ότι κι οι σύμμαχοι ακόμα της Τουρκιάς καταλαβαίναν ότι το αντάρτικο ήταν μια δικαιολογία για την εξόντωση του Ελληνισμού.
Και χωρίς τον αγώνα στα βουνά ή την κατοπινή κίνηση για την ανεξαρτησία του Πόντου, δεν θα δυσκολευόντουσαν οι Τούρκοι να βρουν τα χρειαζούμενα προσχήματα για την εφαρμογή των όσων εγκληματικών σχεδίων είχαν στο μυαλό τους, κι απ' τα οποία εξαρτούσαν την προκοπή και την ανόρθωση του τόπου τους. Κι όσο για τον Ελληνισμό του Πόντου, χωρίς την ψυχική του άμυνα και χωρίς τον ένοπλο αγώνα του αντάρτικου, θ' αποδειχνόταν ένας λαός με ραγιάδικη ψυχή, και τέτοιος βέβαια δεν ήταν. Ο λαός εκείνος που ολόκληρους αιώνες άντεξε στους κατατρεγμούς, που φύλαξε αμόλευτη την ψυχή, την πίστη και το εθνικό του φρόνημα πάνω στα κορφοβούνια, στα μοναστήρια, στις κατακόμβες και τις σπηλιές της γης, για ν' αναστηθή και πάλι ακμαίος στα πατρικά του χώματα, δεν ήταν δυνατό να σκύψη απλά το κεφάλι του για να τον σφάξουν. Όπου μπορούσε ν' αντισταθή, αντιστάθηκε. Όσο μπορούσε ν' αγωνιστή, αγωνίστηκε. Γιατί είχε μέσα του το σπέρμα της ζωής κι όχι του θανάτου.
Δεν ήταν, άλλωστε, κάτι το εντελώς καινούργιο ο ένοπλος αγώνας. Απ' τα πολύ παλιά χρόνια του κατατρεγμού δημιουργήθηκε αντάρτικο, με τον ίδιο τρόπο που είχαν δημιουργηθή στην Παλιά Ελλάδα οι Αρματωλοί και Κλέφτες.
Ανάμεσα στις πολύβουες ρεματιές και τα πυκνά ελατόδασα της Σάντας αντιλάλησε το τουφέκι των παλληκαριών της τον ίδιο καιρό που αντιλαλούσε στα βουνά της Ρούμελης και του Μωριά, θρύλος γίνηκαν τα παλληκάρια της βουνίσιας πολιτείας καθώς κρατούσαν ψηλά την τιμή και την περηφάνεια του Ελληνισμού στα μέρη εκείνα.
Δημήτρης Ψαθάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου