Τέλος, φτάνοντας κάποτε προς την μονή Σουμελά: «...Ύψος ενταύθα υπέρ την θάλασσαν 1.320 μέτρα. Οίον κατασκεύασμα της φύσεως και της τέχνης! Οία η μεγαλοπρέπεια της θέας αυτού!
Οία η εξ αυτού εκγιγνομένη εις την ψυχήν κατάπληξις! Οίον δε και το εντεύθεν θέαμα προς τα κάτω, όπου χαίνει η βαθεία χαράδρα και προς τ' άνω, όπου εξακολουθεί υψούμενος ολοκάθετος και κοίλος ο μέγας βράχος επί εκατοντάδας μέτρων! Οία η θέα προς τ' απέναντι ωραία βουνά, κατάφυτα, ποικίλα το χρώμα, αλλά πάντοτε πράσινα! Και ο Πυξίτης ακούεται μέχρις ημών, εις τούτο το ύφος, ερίγδουπος.
Ότε δε εις ταύτας, τας εκ των πρώτων στιγμών ισχυράς εντυπώσεις προσετέθη και ο ήχος των κωδώνων, κρουομένων συνήθως επί τη αφίξει ξένων, και η αντήχησις εις τας φαινομένας πλευράς των βουνών και τας αφανείς ρωγμάς των χαραδρών, τότε υπερκόσμιον αίσθημα κατέλαβε την ψυχήν μου και ενεθυμήθην ότι είχε πληρέστατα δίκαιον ο Φαλμεράυερ εκείνος, ο περιηγηθείς το πλείστον της Ευρώπης και της Ανατολής και γνωρίσας πλείστας άλλας χώρας του κόσμου, επί πολύ δε παραμείνας και εν τη Μονή Σουμελά, ότε συνέγραψε την «Ιστορίαν της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος», λέγων που εν κατακλείδι της περιγραφής των πέριξ της θέσεως της Ιεράς Μονής ταύτης: «Ουδέν μέρος τυγχάνει εν τω κόσμω προσφορώτερον προς ίδρυσιν τοιούτου θρησκευτικού αναχωρητηρίου, ή οι πλήρεις μαγείας δρυμώνες ούτοι του κολχικού όρους Μελά».
Ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος έγραφε για τους Σανταίους: «...Οι Σανταίοι εισίν άνδρες καλοί και εύσωμοι, γενναίοι δε και ανδρείοι. Εφ' όσον ευρίσκονται εν Σάντα οπλοφορούσι, περιβαλλόμενοι επιχαρίτως τα πολλά και ποικίλα όπλα αυτών και τα συναφή τούτοις κοσμήματα. Έχουσι δε ελευθέραν την οπλοφορίαν και τοπικήν τινα αυτοδιοίκησιν απονεμηθείσαν δια σουλτανικού φιρμανίου... Και αι Σανταίαι γυναίκες φημίζονται ως συνεταί, ανδρείαι και εργατικαί. Κατά την απουσίαν των ανδρών των αυταί φροντίζουσι περί πάντων εν τω οίκω και ταις έξω εργασίαις, φορούσι δε αύται εν ώρα ανάγκης τα όπλα των ανδρών προς φύλαξιν της τιμής αυτών και προς υπεράσπισιν και άμυναν της οικογενειακής περιουσίας».
Απ' τα πολύ παλιά χρόνια οι Σανταίοι είχαν το δικαίωμα της οπλοφορίας με κάποια τοπική
διοικητική τους ανεξαρτησία,
χάρη στο παρακάτω περιστατικό που αναφέρουν όσοι ασχολήθηκαν με την ιδιόμορφη τούτη και περήφανη βουνίσια πολιτεία:
Οία η εξ αυτού εκγιγνομένη εις την ψυχήν κατάπληξις! Οίον δε και το εντεύθεν θέαμα προς τα κάτω, όπου χαίνει η βαθεία χαράδρα και προς τ' άνω, όπου εξακολουθεί υψούμενος ολοκάθετος και κοίλος ο μέγας βράχος επί εκατοντάδας μέτρων! Οία η θέα προς τ' απέναντι ωραία βουνά, κατάφυτα, ποικίλα το χρώμα, αλλά πάντοτε πράσινα! Και ο Πυξίτης ακούεται μέχρις ημών, εις τούτο το ύφος, ερίγδουπος.
Ότε δε εις ταύτας, τας εκ των πρώτων στιγμών ισχυράς εντυπώσεις προσετέθη και ο ήχος των κωδώνων, κρουομένων συνήθως επί τη αφίξει ξένων, και η αντήχησις εις τας φαινομένας πλευράς των βουνών και τας αφανείς ρωγμάς των χαραδρών, τότε υπερκόσμιον αίσθημα κατέλαβε την ψυχήν μου και ενεθυμήθην ότι είχε πληρέστατα δίκαιον ο Φαλμεράυερ εκείνος, ο περιηγηθείς το πλείστον της Ευρώπης και της Ανατολής και γνωρίσας πλείστας άλλας χώρας του κόσμου, επί πολύ δε παραμείνας και εν τη Μονή Σουμελά, ότε συνέγραψε την «Ιστορίαν της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος», λέγων που εν κατακλείδι της περιγραφής των πέριξ της θέσεως της Ιεράς Μονής ταύτης: «Ουδέν μέρος τυγχάνει εν τω κόσμω προσφορώτερον προς ίδρυσιν τοιούτου θρησκευτικού αναχωρητηρίου, ή οι πλήρεις μαγείας δρυμώνες ούτοι του κολχικού όρους Μελά».
Αν και στον ίδιο τούτον βουνίσιο χώρο βρίσκεται η Σάντα, είναι όμως αλλοιώτικη. Να πώς την περιγράφει ο Νυμφόπουλος:
«...Χώρα πετρώδης, ψυχρή, άγονη, αποκλεισμένη μέσα στα βουνά, που την έβλεπε μονάχα ο Θεός, κατώρθωσε απ' τα παλιά χρόνια να δέχεται στους κόλπους της πολλές χιλιάδες κατατρεγμένων Ελλήνων, να τους τρέφη απ' το υστέρημά της, να τους κάνει φανατικούς χριστιανούς και φανατικώτερους Έλληνας, να τους εμπνεύση αργότερα την Μεγάλη Ιδέα και να τους κάνει ικανούς ν' αμύνωνται ως την τελευταία στιγμή κατά των παρανομιών μιας καταχθόνιας κυβέρνησης. Τα άλλα ελληνικά κέντρα ήσαν οπωσδήποτε αυτάρκη. Η Τραπεζούντα, η Κερασούντα, η Σαμψούντα κι οι άλλες πολιτείες είχαν το εμπόριο και τις τέχνες, όλα τα χωριά του Πόντου είχαν την γεωργική και κτηνοτροφική τους παραγωγή και μόνο η Σάντα ήταν άγονη, με κλίμα Σιβηριακό, καταδικασμένη σε θάνατο. Και όμως, αυτή η καταδικασμένη θαυματούργησε. Έγραψε με το αίμα της την Ιστορία της, δοξάστηκε, υψώθηκε στο επίπεδο του Σουλίου και της Μάνης... Τα παλληκάρια της Σάντας όλων των εποχών, όπως επίσης και πολλά παλληκάρια της Σαμψούντας και της Αμάσειας αναδείχτηκαν οι υπερασπιστές της τιμής του ελληνισμού του Πόντου...».
Σε ύψος 2.300 μέχρι 2.900 μέτρα φτάνουν τα βουνά της Σάντας... «με γκρεμούς, με σπηλιές, με βαθιές χαράδρες και δάση απέραντα. Είχε και μαγευτικά οροπέδια όπου βρίσκονται τα παρχάργια των Σανταίων. Τα κεντρικά χωριά της βρίσκονται σε υψόμετρο 1.500‐1.800 μέτρων...».
Δρόμος για τη Σαντά |
Ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος έγραφε για τους Σανταίους: «...Οι Σανταίοι εισίν άνδρες καλοί και εύσωμοι, γενναίοι δε και ανδρείοι. Εφ' όσον ευρίσκονται εν Σάντα οπλοφορούσι, περιβαλλόμενοι επιχαρίτως τα πολλά και ποικίλα όπλα αυτών και τα συναφή τούτοις κοσμήματα. Έχουσι δε ελευθέραν την οπλοφορίαν και τοπικήν τινα αυτοδιοίκησιν απονεμηθείσαν δια σουλτανικού φιρμανίου... Και αι Σανταίαι γυναίκες φημίζονται ως συνεταί, ανδρείαι και εργατικαί. Κατά την απουσίαν των ανδρών των αυταί φροντίζουσι περί πάντων εν τω οίκω και ταις έξω εργασίαις, φορούσι δε αύται εν ώρα ανάγκης τα όπλα των ανδρών προς φύλαξιν της τιμής αυτών και προς υπεράσπισιν και άμυναν της οικογενειακής περιουσίας».
Τους πρώτους αιώνες, λέει, μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας απ' τον Μωάμεθ - 1461- οι Τούρκοι πήραν στην κατοχή τους σε κάποια χώρα ένα σπουδαίο μεταλλείο
ασημιού, αλλά βρισκόντουσαν σε αμηχανία γιατί κανένας μεταλλουργός δεν κατάφερνε να λυώση το μετάλλευμα. Ο σουλτάνος ρώτησε τότε ποιοι ήσαν οι
καλύτεροι μεταλλουργοί
της χώρας του κι ύστερα από έρευνα του είπαν ότι οι πιο καλοί τεχνίτες της δουλειάς ήσαν οι μεταλλουργοί της Σάντας.
Φώναξαν τους Σανταίους στην Κωνσταντινούπολη και από κει τους έστειλαν στο
Πελιγράδ -έτσι λεγόταν ο τόπος όπου βρισκόταν το μεταλλείο- πήραν στα χέρια τους εκείνοι την
δουλειά και σε λίγο διάστημα κατάφεραν αυτό που δεν είχε καταφέρει πριν κανένας άλλος.
Το ασήμι έλυωνε τώρα κανονικά και κάτω απ' την επιστασία των Σανταίων το δύσκολο
και
πλούσιο μεταλλείο έγινε τόσο αποδοτικό, που ενθουσιάστηκε ο σουλτάνος κι ήθελε να κάνει κάτι καλό γι' αυτούς τους τόσο ικανούς τεχνίτες του δοβλετιού του.
Ζήτησε να παρουσιαστούν μπροστά του κι όταν ήλθαν τους είπε αφερίμ για την καλή
τους
τέχνη, και πρόσθεσε ότι έχουν την εύνοιά του κι όποια χάρη θελήσουν θα τους την κάνει. Εκείνοι ζήτησαν τρεις μέρες προθεσμία για να σκεφτούν
κι ύστερα απ' τις τρεις μέρες ξαναπαρουσιάστηκαν, κάναν τους τεμενάδες τους και είπαν:
—Πολυχρονεμένε μας σουλτάνε, τίποτ' άλλο δεν ζητάμε παρά να μας χαρίσης τον τόπο μας.
Να ζούμε ήσυχοι στα βουνά μας και κανένας να μη μας πειράζη.
Ο σουλτάνος ευχαριστήθηκε απ' την απάντηση των αντρών εκείνων που αγαπούσαν τόσο
την πατρίδα και την λευτεριά τους και τους παραχώρησε υψηλό αυτοκρατορικό φιρμάνι, με το οποίο τους έδινε διάφορα προνόμια και ώριζε μόνο αυτοί να κατοικούν την χώρα τους
και να τους υπερασπίζωνται οι τούρκικες πολιτικές και στρατιωτικές αρχές απέναντι σε όσους θα θέλαν να τους αδικήσουν ή να πατήσουν την πατρίδα τους.
Έτσι οι Σανταίοι, έχοντας αποχτήσει τέτοια προνόμια σε καιρούς που οι Τούρκοι αγάδες
κατάτρεχαν την χριστιανοσύνη κι άρπαζαν ό,τι θέλαν, συνήθισαν να σηκώνουν το κεφάλι ακόμα και στους ιο αιμοβόρους από δαύτους και να υπερασπίζωνται το δίκιο και την χώρα τους με τις ίδιες τους δυνάμεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου