Μονοστέφανα

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013



Στον χορό «μονοστέφανα», που, από ό,τι ξέρω, μό­νον Πόντιοι τον χορεύουν, όλα τα βήματα, οι κινήσεις και οι φιγούρες έχουν την αξία τους. Η λέξη «μονοστέφανα» είναι σύνθετη από το μονό και τα στέφανα.
Τα στέφανα αναφέρονται σε εκείνα του γάμου και το μονό έχει τριπλή την αποστολή, γιαυτό και τριπλή φέρνει την επεξήγηση.
Πρώτα πρώτα, γιατί προσδιορίζει την ιδιότητα όσων μπορούν να αποτελέσουν τη σύνθεση του χορού. Μπαί­νει, δηλαδή, στον χορό μόνον όποιος έχει βάλει στεφάνι γάμου μια και μοναδική φορά στο κεφάλι του. Αποκλείο­νται οι χήρες, οι ζωντοχήρες και οι παντρεμένοι για δεύ­τερη φορά.
Δεύτερο, χορεύεται πάντα από ένα σύνολο χορευτών, που σχηματίζουν μονό αριθμό. Δηλαδή, εφτά ζευγάρια και ένας μόνος.
Και τρίτον, ο μονός, ο αζευγάρωτος, δηλαδή, δεν έχει ταίρι, είναι ανύπαντρος. Η παρουσία του δηλώνει επίση­μα ότι αναζητά το «άλλο ήμισυ» και η συμμετοχή του φανερώνει την επιθυμία του να ζευγαρωθεί.
Τα «μονοστέφανα» χορεύονται χαράματα. Ύστερα από το γλέντι της ημέρας, που αρχίζει μετά τη στέψη (η στέψη γίνεται πάντα Κυριακή πρωί, για να θεωρηθεί η τελετή του γάμου ως συνέχεια της θείας λειτουργίας), και ύστερα από το ολονύκτιο ξεφάντωμα, με χορό και τραγούδι των προσκαλεσμένων, των «αδελφών», όπως λέ­γονται. Προηγείται το «αποκαμάρωμα»* - τι λέξη! — της νύφης και ακολουθούν τα «μονοστέφανα».
Η «ταένυφος»**, μαζί με τους εκλεκτούς της συνόδου, με τους συγγενείς και φίλους — τα αδέλφια, όπως αναφέρ­θηκε πιο πάνω — προετοιμάζονται να προϋπαντήσουν τον ήλιο και, μαζί του, να καλωσορίσουν τη νέα ημέρα, να της διαβεβαιώσουν και μαζί να υπενθυμίσουν στον ίδιο τον εαυτό τους και τους γύρω πως η «νύχτα» πέρασε, πως «η νύχτα φέρνει το ξημέρωμα» μιας άλλης «ημέρας» Ο ελ­ληνισμός ζει, ανθεί, ρόδον έν'», «ανθεί και φέρει κι άλλο».
Ένα νέο ζευγάρι, σαν ρόδο, προστίθεται στη διαδικασία της ανθοφορίας, του πολλαπλασιασμού, της ευγονίας, ενώ ένας νέος — ο μοναδικός ανύπαντρος — αναμένει το ταίρι του εκεί στο τέλος του χορού.
Οι δεκαπέντε στον αριθμό συμμετέχοντες — το μονό γίνεται ορατό — αποτελούν μια χορευτική πομπή, μια λι­τανεία. Σχηματίζουν θρησκευτική ικετήρια ακολουθία, καθώς ο χορός χορεύεται με τη σύμπραξη του ιερέα, ο οποίος, ενώ δεν ιερολογεί, δραματουργεί. Θυμιατίζει τον χώρο, τους παραβρισκόμενους και προσφέρει σε κάθε ζευγάρι από ένα αναμμένο κερί.
Μπροστά στον χορό μπαίνει η νιόνυμφη. Δίπλα της ο νιόγαμος, που κρατά το χέρι της και οι δύο μαζί κρα­τούν την αναμμένη άσπρη λαμπάδα, που τους παρέδωσε ο ιερέας. Με το «μέτρο της φλόγας του κεριού»***, θυ­μούνται και αναθυμούνται τα «γενεάς» (γενιές) που πέρα­σαν και στοχάζονται τα «γενεάς» που θα έρθουν!...
 Παρα­δίπλα τους, άλλα ζευγάρια, με τις αναμμένες λαμπάδες, συνθέτουν το πετάλιο του τόξου σαν σε κοίλο θεάτρου. Κάθε ζευγάρι και μια εγγύηση αγάπης. Κάθε αντρόγυνο και μια ετερόφυλη δυάδα, που απεικονίζει τη σύζευξη, τη διασταύρωση και τη διαιώνιση του είδους.
 Γιαυτό και οι άτεκνοι δεν χόρευαν τα «μονοστέφανα». Διότι κάθε ένω­ση ανθρώπων, με το μυστήριο του γάμου, με «την εις γά­μου κοινωνίαν», συνέδραμε στην αύξηση της οικογένειας, του κοινωνικού συνόλου, στη γέννηση της ευτυχίας. Μια νέα, ωστόσο, ευτυχία γεννιόταν εκείνη τη στιγμή, σε εκεί­νη την αυλή, όπου η πάλλευκη νυφούλα, με τα νυφιάτικα στολισμένη, οδηγούσε, ως μπροστάρισσα, τους χορευτές. Ο «κορυφαίος χορευτής», ακολουθώντας το τοξάρισμα της λύρας, τραγουδούσε:
Άσπρα φορείς, άσπρ' αναλλάεις, άσπρον η φορεσία σ ,
άσπρα τσιτσέκια ξύουνταν ας σην πορπατησία σ'.
Την ίδια στιγμή, ο λυριτζής συμπληρώνει:

Έρθεν το πρωτοστέφανο μ', έρθεν η πρώτ' εγάπη μ',
 έρθεν το μονοστέφανο μ', έρθεν ο κόσμον όλον.
Οι άνδρες διαλαλούν, ως παραδοσιακοί ιστορητές, τις χαρές του έρωτα και της ζωής και σχεδόν βρίζουν ή του­λάχιστον οικτίρουν αυτόν που αποφεύγει τη γεύση τους:
Κορτσόπον που 'κ' εγάπεσεν, φιλίαν που 'κ' εποίκεν,
χαϊβάν έρθεν κι επέρασεν, καλαπαλούκ εποίκεν.
Οι συμβίες - «κοδέσπενες» τις αποκαλούν και «ρωμάνες» — επαίρονται γιατί αγαπήθηκαν. Αισθάνονται μοναδικές, γιαυτό λικνίζουν το κορμί με χάρη, σύμφωνα με τα βήματα και τον ρυθμό.
Οι κάτασπρες λαμπάδες, με το αναμμένο φιτίλι, μεγαλοποιούν τα δρώμενα. Με τη φωτεινή, κοκκινωπή γλωσσίτσα, που τοξεύει τον ουρανό, πιστοποιούν, με πιστοποιητικό σε «φωτοαντίγραφο», πως και η γη έχει τα αστέρια της.. Η εικόνα δεν μπορεί να περιγραφεί.
 Η απεικόνισή της γίνεται πιο ειδυλλιακή, αν φανταστεί κανείς τον τελευταίο ανύπανδρο, χωρίς ταίρι, χωρίς αγαπημένη στο πλάι, να κρατά το κερί του σβησμέ­νο, χωρίς φωτιά, χωρίς φλογίτσα.
Τη φλόγα, για την ώρα, την έχει ο νέος στην καρδιά. Όταν θα τη μεταδώσει σε άλλη καρδιά, θα αποκτήσει, τότε, και αυτός το ταίρι του. Ζευγαρωμένος, τότε, θα πάει στην εκκλησία και, αμέσως μετά, θα βάλει τη νυφούλα του μπροστά, ως απόδειξη της προσήλωσής του στην παράδοση και ως σύμπραξη για το δοξαστικό του υμέναιου, για τη μύηση στα μυστήρια της ζωής, για την επανάληψη όσων αφορούν τα άγια και ιερά. Θα συμβάλλουν, έτσι, και οι δύο μαζί, με αναμμένη τη λαμπάδα, αυτή τη φορά στο στήσιμο του κύκλου, για την αναπαραγωγή και τον πολλαπλασιασμό, στο τράνεμα του λαού, στο δοξαστικό.
Στο σχήμα του, ο χορός αυτός δεν αποτελεί κλειστό κύ­κλο. Πετάλιο ανοιχτό, σχηματίζει, όπως ο κύκλος της ζωής κρατά πάντα ανοιχτή μια απαρχή, μια αφετηρία για τη νέα ζωή, που θα κυλήσει στον τροχό της.
Γιαυτό και ο παπάς του χωριού, κοινωνός μιας άτυπης λειτουργίας και συνεργός στο κύλισμα του τροχού, θυμιατίζει τα ζευγάρια!...
Επιμένει να θυμιατίσει περισσότερο το νέο ζευγάρι, λιγότερο τους πα­ντρεμένους από καιρό, για να υπογραμμίσει το θυμιάτισμα, που ως ευλογία, θα κάνει μπροστά στο μοναχικό παλικάρι, γιατί ο Θεός ο ίδιος «'κ' εγάπεσεν τη μοναχίαν».

Σημειώσεις
«Οι γαμήλιοι χοροί είναι πολύ αρχαίοι. Ήδη από της ομηρικής εποχής αναφέρονται ομάδες νεανίδων, αίτινες συνοδεύουν τα άσματα του υμεναίου, ενώ νέοι εκτελούσι χορούς τη συνοδεία αυλού ή λύρας.
 Το έθιμον τούτο εξακολουθεί και κατά την κλασικήν περίοδον. Άσματα και χοροί εξετελούντο την εσπέραν υπό το φέγγος δαδών, προ και μετά την εμφάνισιν των νεονύμφων» Βασίλειος Δ. Θεοφανίδης
Στους χορούς των Ποντίων σχηματίζονται ομόκε­ντροι κύκλοι, με τέσσερις και πέντε σειρές. Τότε, λένε εύστοχα ότι «ο χορόν εστάχωσεν», έκλεισε.
*αποκαμάρωμαν, το = η αφαίρεση του νυφικού πέ­πλου, η αποκάλυψη του προσώπου, με τη συνοδεία κα­τάλληλων τραγουδιών.
**ταένυφος, η = από το ταένιν, που σημαίνει νωπό, φρέσκο, και τη νύφη, δηλαδή η νεόνυμφη.
***στίχος από ποίηση του Γιώργου Σεφέρη.


Νόρα Κωνσταντινίδου
Εκπαιδευτικός Συγγραφέας

Πηγή: Περιοδική "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah