Η περιοχή Αχαλτσίχ είναι μία από τις πιο πλούσιες
περιφέρειες της νοτιοδυτικής Γεωργίας. Βρίσκεται σε απόσταση περίπου 200
χιλιομέτρων, από τη Μαύρη Θάλασσα. Η περιοχή, όπως και όλος ο Καύκασος, από πολύ
παλαιά, από τα προχριστιανικά χρόνια, τραβούσε το ενδιαφέρον των Ελλήνων λόγω
των πλούσιων κοιτασμάτων αργύρου και χαλκού.
Εντούτοις, πολλά
γεγονότα, που διαδραματίστηκαν, αργότερα, στην περιοχή, ανάγκασαν πολλούς
Έλληνες να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα.
Όμως το μεγαλύτερο τμήμα συνέχισε να ζει και να εργάζεται εκεί.
Στη δεκαετία του 1830, στην περιοχή του Αχαλτσίχ συγκεντρώθηκε
μεγάλος αριθμός Ελλήνων. Η εφημερίδα
«Νέα της Τιφλίδας», το 1831, έγραψε σχετικά: «Κατά τον διορισμό, στις 3 Αυγούστου,
του διοικητή του Πασαλικιόϊ Ντρεσιέρνερ,
στις 9 το πρωί, στο καθορισμένο μέρος συγκεντρώθηκε κόσμος, Γεωργιανοί,
Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι.
Επικεφαλής των
πολλών μεταναστών Αρμενίων από το Ερζερούμ ήταν ο Αρμένιος αρχιεπίσκοπος
Καραπέτ.
Μόνον οι Γεωργιανοί και οι Έλληνες, μην έχοντας τον δικό τους πνευματικό
πατέρα, πήγαιναν ταπεινωμένοι, με χαμηλά τα βλέμματα και κλαίγοντας.
Ηλεκτροφωτίστηκαν τρεις ελληνικές
εκκλησίες και δύο αρμενικές. Ο ηλεκτροφωτισμός των ετοιμόρροπων ελληνικών
εκκλησιών επιβεβαιώνει, ακόμη μια φορά, την αξιοπιστία για τη ζωή και τη δράση
των Ελλήνων σε αυτό το μέρος του Βασιλείου της Γεωργίας.
Το 1902
στην περιοχή Αχαλκαλάκι ζούσαν 111 Έλληνες,
στη δε περιοχή Αχαλτσίχ 414. Στον κατάλογο δεν συμπεριλαμβάνονται οι Έλληνες
που ζούσαν στα ορεινά απρόσιτα χωριά της περιοχής Αχαλτσίχ.
Το 1882, οι Έλληνες κατάφεραν τελικά να ανοίξουν
στο Αχαλτσίχ σχολείο τεσσάρων τάξεων για τα παιδιά τους. Στην αρχή τα μαθήματα
γίνονταν στο σπίτι του Ιβάν Μπουντάγκωφ. Εκεί βρισκόταν και το ταμείο του σχολείου.
Από την 1 Ιουλίου 1886 το σχολείο εγκαταστάθηκε στο σπίτι του
Παύλου Σαρίεφ, γιαυτό η ελληνική
κοινότητα τού πλήρωνε 180 ρούβλια τον
χρόνο. Την περίοδο εκείνη τα έξοδα τα πλήρωνε η τοπική κοινότητα του χωριού. Η ελληνική κοινότητα του Αχαλτσίχ έδωσε στον
κόσμο της λογοτεχνίας της ρωσικής αυτοκρατορίας τον λογοτέχνη και θεατρικό συγγραφέα
Γεώργιο Κ. Φωτιάδη.
Ο Γ. Κ. Φωτιάδης, είναι ένας από τους σημαντικότερους
συγγραφείς των ποντιακών γραμμάτων. Γεννήθηκε το 1872
σε ένα μικρό χωριό της Ανατολίας, στην Κρώμνη, και ήταν το τέταρτο από τα
πέντε παιδιά της Ζαφείρας και του Κωνσταντίνου Φωτιάδη. Τελείωσε το σχολείο
της ενορίας Μεταμόρφωσης της γενέτειράς του. Η
ζωή του στην παιδική ηλικία ήταν πολύ ταραγμένη. Ήταν μοναχογιός, χωρίς φίλους.
Ήταν φυσικό αυτό το αίσθημα της μοναξιάς να καλλιεργήσει μέσα του την τάση προς
απομόνωση και αυτοανάλυση.
Οι γονείς του, λόγω
της φτώχειας, αναγκάστηκαν να πάνε στην πόλη και έδωσαν το παιδί στο
καπνεργοστάσιο, όπου η αποπνικτική ατμόσφαιρα και η βαριά δουλειά για ένα
κομμάτι ψωμί έβαλαν τη σφραγίδα τους στην ευαίσθητη ψυχή του μελλοντικού
συγγραφέα.
Τελικά ύστερα από επίμονη πάλη με τη φτώχεια,
οι γονείς κατάφεραν να στείλουν το παιδί στο γυμνάσιο της Τραπεζούντας. Το 1888,
αφού τελείωσε το γυμνάσιο, για ένα διάστημα, ασχολήθηκε ως παιδαγωγός.
Αργότερα, λόγω και πάλι των οικονομικών
συνθηκών, αναγκάστηκε να υπηρετήσει στο Βατούμ ως γραμματέας ιδιωτικού
γραφείου. Γύρισε από εκεί και φοίτησε στο φροντιστήριο Τραπεζούντας, ενώ,
παράλληλα, εργαζόταν, για να βγάλει τα έξοδά του. Στο διάστημα της φοίτησής
του στο φροντιστήριο, ζούσε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Γιάννη (Γιάγκο
Φωτιάδη, λογοτέχνη, επίσης). Τα οικονομικά του ίδιου και της οικογένειας
βελτιώθηκαν, μόνον όταν, αποφοιτώντας από το Φροντιστήριο, ο αδερφός του
διορίστηκε δάσκαλος.
Αργότερα,
αταλάντευτος ως προς την παραπέρα σταδιοδρομία του, πήγε στην Αθήνα για να
σπουδάσει νομικά στο Εθνικό Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο.
Η ελληνική κοινότητα της Τραπεζούντας τού χορήγησε ένα μικρό βοήθημα.
Για να βελτιώσει τα οικονομικά του, ταυτόχρονα, παρέδιδε ιδιωτικά μαθήματα. Το 1896
πήρε το πτυχίο της νομικής με άριστα.
Τον επόμενο χρόνο (1897), στον ελληνοτουρκικό πόλεμο,
κατατάχτηκε εθελοντής στον ελληνικό στρατό (στο σώμα του Σμολένσκ). Όλα τα
έγγραφα, που αφορούν τον ελληνικό στρατό στα εδάφη της αυτοκρατορικής Ρωσίας,
βρίσκονται στα αρχεία της Μόσχας.
Διαπαιδαγωγημένος στο εθνικό πνεύμα, με πυρετώδη ενεργητικότητα,
πήγε στο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι συνταρακτικές φρικαλεότητες του πολέμου αποτέλεσαν κρίσιμη
καμπή στη ζωή του. Το 1897 τραυματίστηκε, στην ωμοπλάτη, στις μάχες
του Σαραντάπορου.
Αφού μελέτησε καλά
την πραγματικότητα, βλέποντας όλη την ωμότητα του πολέμου, χωρίς καμιά πλέον
αμφιβολία, άρχισε να αποστρέφεται τον πόλεμο, ο
οποίος τράβηξε το βλέμμα και του Γ. Κ.
Φωτιάδη που συμμετείχε στον άδοξο αυτόν πόλεμο.
Το 1896
αφού έδωσε τις διπλωματικές εξετάσεις και επειδή ήταν αριστούχος, απέκτησε το
δικαίωμα να παρίσταται στον Άρειο Πάγο,
στην Αθήνα (Ηταν δηλαδή δικηγόρος παρ'
Αρείω Πάγω). Όμως, τα ψέματα, οι δολοπλοκίες των δικηγόρων κ. τ. λ., τού φάνηκαν τόσο άτιμα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που
χωρίς καθόλου να λυπηθεί αρνήθηκε αυτό το δικαίωμα.
Πριν από τον πόλεμο
του 1897 είχε πάει στην Ιταλία, για να
κάνει το διδακτορικό του (στο ρωμαϊκό δίκαιο) στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας, λόγω όμως του πολέμου αναγκάστηκε
να αφήσει στη μέση τις μεταπτυχιακές σπουδές του.
Το επόμενο έτος, δηλαδή το 1898, επέστρεφε στην Τραπεζούντα και το 1899, μαζί με τον αδερφό του Γιάννη, έφυγαν
για την Ρωσία και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Βατούμ της Ατζαρίας της Γεωργίας.
Στη συνέχεια πήγε
στην Πετρούπολη και τη Μόσχα, η οποία από παλιά τον είλκυε με το ευρύτατο πεδίο
δράσης. Όμως οι ελπίδες του δεν δικαιώθηκαν. Η
Πετρούπολη, με το υγρό κλίμα της, κλόνισε την άσχημη, ήδη, υγεία του.
Αρρώστησε από φυματίωση,
που υπέσκαπτε καθημερινά τον οργανισμό του. Μένοντας στην Ρωσία, με τη
μεσολάβηση της βασίλισσας Όλγας, κατάφερε να του χορηγηθεί η άδεια άσκησης του
δικηγορικού επαγγέλματος για την πόλη του Βατούμ.
Ο ασυμβίβαστος
χαρακτήρας του, όμως, και οι κοινωνικές αντιλήψεις του γρήγορα τον ώθησαν να
εγκαταλείψει τη δικηγορία.
Άλλωστε, από το
δικηγορικό επάγγελμα είχε διάφορες θλιβερές
εμπειρίες από τα κρατούντα στην Αθήνα της δελιγιαννικής
εποχής. Ένας άλλος λόγος για την εγκατάλειψη της δικηγορίας ήταν η έφεσή του
προς τη συγγραφή. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, εργάστηκε στις εμπορικές
επιχειρήσεις Θεμιστοκλή Γρηγοριάδη, στο Βατούμ.
Το 1907 πολέμησε, ακόμη, στην Κρήτη. Γύρισε από
εκεί και πήγε στην Κρώμνη, μαζί με τον
αδερφό του Γιάννη για αλλαγή κλίματος, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση της
υγείας του, μια και υπέφερε από φυματίωση του λάρυγγα.
Με τα γράμματα
ασχολήθηκε από πολύ νωρίς. Σε αυτό τον ώθησε και η γνώση διαφόρων ξένων γλωσσών,
όπως της γαλλικής, που τη διδάχτηκε στο σχολείο των Φρέριδων (καθολικοί
μοναχοί), στην Τραπεζούντα, και της ιταλικής, που την έμαθε στο ιταλικό
σχολείο της πρωτεύουσας του Πόντου.
Τα πρώτα έργα, που
δημοσιεύτηκαν με ψευδώνυμα στο περιοδικό «Αστήρ του Πόντου», ήταν ποιήματα. Την
ίδια περίοδο ζώντας στην Τραπεζούντα έγραψε διάφορα θεατρικά έργα, που
παίχθηκαν από παιδιά των δημοτικών σχολείων, με δική του σκηνοθεσία.
Το καλοκαίρι του 1908 γύρισε στην πόλη Αχαλτσίχ
της Γεωργίας, κοντά στον αδελφό του και αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις στη
λογοτεχνική δραστηριότητα, την οποία είχε αρχίσει στα φοιτητικά του χρόνια.
Τον χειμώνα του ίδιου χρόνου έριξε τα περισσότερα έργα του στη φωτιά. Λίγες
ώρες πριν από τον θάνατο του, χαιρόταν που επιτέλους εγκαταλείπει αυτόν τον κόσμο,
το γεμάτο απαρηγόρητη θλίψη και πίκρα. Ο Γ. Κ.
Φωτιάδης πέθανε στο Αχαλτσίχ στις 2 Ιανουαρίου 1909, σε ηλικία 36 ετών.
Τα έργα του είναι
τα εξής:
Γενικά - «Επιστολαί
από την Κρώμνη, την Αθήνα και την Πετρούπολη», «Ανταποκρίσεις
από τον πόλεμο του 1897»,
«Κοινωνικά ζητήματα»,
«Νομικά»,
«Σκέψεις και
διηγήματα της γυμνασιακής και της φοιτητικής ζωής»,
«Θεατρικά έργα (μελέτες),
Μυθιστορήματα :
«Ματωμένο κάστρο»,
«Το θαύμα της Ευαγγελίστριας ή Η Συριανή»,
«Αν ζούσαμε αληθινά»,
«Νεόπλουτοι»,
«Η χειραφετημένη»,
«Η ζωή προστάζει».
Θεατρικά:
«Τα δώρα της Νεοχρονίας (ή της Πρωτοχρονιάς)»,
«Η προξενεία»,
«Τα σκοτάδια» -
γνωστότερο ως Λαζάραγας,
«Τα μισόφωτα»,
«Το φως»,
«Τρελός».
Από αυτά σώζονται
ολόκληρα «Η προξενεία», «Τα σκοτάδια» και «Τα μισόφωτα», το τελευταίο, σε
χειρόγραφη μορφή, βρίσκεται στα χέρια συγγενών του.
Μετά από άλλα
φιλολογικά έργα που έγραψε, αποφάσισε να γράψει την τριλογία «Το σκοτάδι», «Το
ημίφως», «Το φως». Αυτά τα τρία έργα έπρεπε να πιάσουν όλα τα στάδια ανάπτυξης
της κοινωνικής αυτοσυνείδησης, τόσο στην πόλη όσο και στο χωριό. Όμως δεν του έλαχε ο κλήρος να αποτελειώσει
το έργο του. Το τρίτο έργο - πράξη
έμεινε ατελείωτο.
Το έργο - πράξη «Το σκοτάδι» πρόφτασε να το δει
στις σκηνές του Βατούμ, Σοχούμ και της Τιφλίδας. Και στις τρεις περιπτώσεις, το
έργο είχε επιτυχία και έκανε πρωτοφανή θρίαμβο.
Μερικά αδημοσίευτα
έργα του Γ. Κ. Φωτιάδη, σε πρωτότυπα,
υπάρχουν στο Κεντρικό Κρατικό Ιστορικό Αρχείο της Δημοκρατίας της Γεωργίας.
Σωκράτης Αγγελίδης
Δρ. Ιστορίας-Ανατολικολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου