Οι Ελληνες στην περιφέρεια του ΚΑΡΣ

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012


Χιλιάδες Έλληνες από τις περιοχές του Μικρασιατικού Πόντου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καρς, κυρίως μετά το 1917, για να αποφύγουν τους κατατρεγμούς των Τούρκων.
Οι Έλληνες, όμως, της περιοχής του Καρς — Κυβερνείο Καρς, συνηθίζουν να το ονομάζουν— δεν επρόκειτο να μείνουν ήσυχοι και εκεί, γιατί το 1918 οι Σοβιετικοί Ρώσοι παρέδωσαν το Καρς στον Μουσταφά Κεμάλ και τους Τούρκους. Τότε, και πάλι προ­σφυγιά, τώρα στα ενδότερα της Ρωσίας ή προς την Ελλάδα.
Ο καθηγητής και συγγραφέας Δημήτρης Νικοπολιτίδης, με πολλή υπομονή, συγκέντρωσε όσο περισσότερα στοιχεία μπόρεσε για την παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή του Καρς και τα παρουσιάζει, κατά διοίκηση.
Τα στοιχεία αυτά, πολλά από τα οποία προέρχονται από ανάλο­γη μελέτη του πρώην βουλευτή Κιλκίς Νίκου Αφεντουλίδη (από το Σεβαστό, παλιά Σέσλοβα), ενδιαφέρουν όχι μόνον τους Καρσλήδες, αλλά και το σύνολο των Ελλήνων που ζη­τούν να μάθουν για τον έξω Ελληνισμό.
Παρτούζ του ΚΑΡΣ




Οικισμός του Αρνταχάν. Και το νέο όνομα είναι Αρνταχάν. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.786 μ., ογδόντα χιλιόμετρα βόρεια του Καρς. Οι κάτοικοι κατάγονταν από διάφορα μέρη του Πόντου.
Στο δημοτικό σχολείο, διευθυντής στην αστική διτάξια σχολή ήταν ο Ξενοφών Ανδριανίδης, ο οποίος παρέμεινε στα χωριά των περιοχών Τσάλκας και Τιφλίδας. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στα χωριά Ηλιόλουστο και Χορύγι Κιλκίς, Λευκώνα και Άνω Πορρόια Σερρών, στην πόλη των Σερρών, στο Πανόραμα και στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης.

Οικισμός Κιουλαπέρτ. Το χωριό ιδρύθηκε το έτος 1830. Το νέο όνομα είναι Τσαμλιτσατάκ. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.749 μ., σε απόσταση 13,2 χιλιομέτρων από το Αρνταχάν.
 Ο πληθυσμός, που καταγόταν από Αργυρούπολη, Ματσούκα, Θέμπεδα και Κια- λιαχπούρ, αποτελείτο από διακόσιες οικογένειες.
 Η εκκλησία τους ήταν του Αγίου Πνεύματος — Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Στο εξατάξιο δημοτικό σχολείο δίδαξαν οι Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, Σπυρίδων Ιωαννίδης και Μαρία Καζαντζίδου
Στην Ελλάδα, οι Έλληνες του οικισμού Κιουλαπέρτ εγκαταστάθηκαν στη Μετα­μόρφωση Κιλκίς, στη Νέα Ζωή Πέλλας, στον Άγιο Γεώργιο και στον Άνω Κοπανό Ημαθίας και στο Φίλυρο Θεσσαλονίκης.

Οικισμός Μπαγτάτ. Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 1.800 μ. και απέχει ένδεκα χι­λιόμετρα από το Αρνταχάν. Το σημερινό του όνομα είναι Οβάπιναρ. Κατά την απογραφή του 1917 είχε 557 κατοίκους, ενώ το 1918 οι κάτοικοι έφτασαν τους οχτακόσιους.
Κατάγονταν από την Αργυρούπολη και την Τραπεζούντα. Είχε εκκλησία και δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο Θεοφύλακτος Κοτανίδης. Στην Ελλάδα, οι Έλληνες του χωριού Μπαγτάτ εγκαταστάθηκαν στο Παλατιανό Κιλκίς και στον Φανό Φλώρινας.

Οικισμός Πεπερέκ. Το Πεπερέκ απέχει από το Αρνταχάν 17,1 χιλιόμετρα και είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.812 μ. Σήμερα ονομάζεται Σετινσού. Κατά την απογραφή του 1907, το χωριό είχε 843 κατοίκους, που κατάγονταν από την περιοχή της Αργυρούπολης και πιο συγκεκριμένα από τους οικισμούς Γιαννίκα, Άη Γιάννης, Παλάενα, Απεσλάενα και από την Ίμερα.
Είχε εκκλησία και τριτάξιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο Πα­ντελής Τσερτακίδης και δάσκαλοι ο Χαράλαμπος Συμεωνίδης, η Ροδάμα Συμεωνίδου και ο Ιωάννης Παπαδόπουλος (Τσαγκέλ). Στην Ελλάδα, οι Έλληνες του Πεπερέκ εγκαταστάθηκαν στην Αντιγόνεια και στο Παλαιό Γυναικόκαστρο Κιλκίς, στον Μαυρόβατο Δράμας και στο Φίλυρο Θεσσαλονίκης.

Οικισμός Τοροσκόφ. Βρίσκεται σε απόσταση 20,7 χιλιομέ­τρων από το Αρνταχάν, σε υψόμετρο 1.800 μ. Σήμερα, το χω­ριό ονομάζεται Σιμένκαγια. Κατά την απογραφή του 1918 είχε οχτακόσιους κατοίκους, που κατάγονταν από τον Άγιο Φωκά, την Ίμερα και τη Βαϊβούρτη Αργυρούπολης.
 Είχε εκκλησία και διθέ­σιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο ήταν διευθυντής ο Χριστόφορος Ορφανίδης και δάσκαλος ο Κοσμάς Αναστασιάδης. Στην Ελλά­δα, οι Έλληνες του Ταρασκόφ εγκαταστάθηκαν στο Μελισσουργειό και στο Παλαιό Γυναικόκαστρο Κιλκίς, στο Κομνηνείο και τον Τριπόταμο Ημαθίας, στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης και στην Κατερίνη.

Οικισμός Φαχρέλ. Το χωριό βρίσκεται σε απόσταση 6,3 χιλιο­μέτρων από το Αρνταχάν, σε υψόμετρο 1.797 μ. Ο πληθυσμός του το 1907 ήταν 367 κάτοικοι. Κατάγονταν από το Ερζιγκιάν και από την Κερτζανή. Είχε εκκλησία και διτάξιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο Γεώργιος Γκιουμουσκίδης. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι του στον Ακρίτα και στο Ηλιόλουστο Κιλκίς και στον Λευκώνα Σερρών.

Οικισμός Σιντισκόμ. Βρίσκεται σε απόσταση 21 χιλιομέτρων από το Αρνταχάν και σε υψόμετρο 1.788 μ. Το σημερινό του όνομα είναι Γιαλνιζκάμ. Κατά μία απογραφή των αρχών του 20ού αιώνα, οι κάτοικοι έφταναν τους 1.200.
Κατάγονταν από τη Μάλαχα, το Αρταπίρ και το Ντεμιρτζίκιοϊ Αργυρούπολης. Είχαν τις εκ­κλησίες των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του Προφήτη Ηλία και της Γέννησης της Θεοτόκου.
 Στο δημοτικό σχολείο, διευθυντής ήταν ο Ιωάννης Ξιφιλίνος και δάσκαλοι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο Μιλτιάδης Ξιφιλίνος και ο Αβραάμ Τριαντα­φυλλίδης. Οι Έλληνες του Σιντισκόμ εγκαταστάθηκαν στην Ελλά­δα στην Άνω Ποταμιά, στην Κάτω Ποταμιά, στον Διπόταμο, στο Λειψύδριο και στο Σεβαστό Κιλκίς, και στο Κομνηνείο και τον Τριπόταμο Ημαθίας.

Οικισμός Χανάχ. Σε απόσταση 21,8 χιλιομέτρων από το Αρνταχάν βρίσκεται ο οικισμός Χανάχ ή με το καινούργιο του όνομα Χανάκ. Είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.817 μ.
Κατά την απογρα­φή του 1907 είχε πληθυσμό 475 κατοίκων, που κατάγονταν από την Αργυρούπολη. Είχε την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τρι­τάξιο δημοτικό σχολείο, με διευθυντή τον Ιωάννη Ιωακειμίδη και δασκάλους τον Ανδρέα Ιασονίδη και τον Παρασκευά Ματσουκάτοφ.
Οι κυριότερες οικογένειες του οικισμού ήταν οι Σοφιανάντ', οι Γαπάντ', οι Ζευγαροπουλάντ', οι Ιγνατάντ' και οι θεοδωράντ'. Οι Έλληνες κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα στον Ακρίτα και στο Ηλιόλουστο Κιλκίς, στον Λευκώνα Σερρών και στους Γεωργιανούς Ημαθίας.

Οικισμός Χάσκιοϊ. Το καινούργιο του όνομα είναι Χάσκου. Είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.823 μ. και απέχει από το Σιντι­σκόμ πέντε χιλιόμετρα. Κατά την απογραφή του 1907 είχε 442 κατοίκους, που κατάγονταν από το Εζιγκιάν και την Τσαμούρα Βαϊβούρτης.
 Εκκλησία είχε του Αγίου Γεωργίου, με ιερέα τον Λά­ζαρο Μυρωνίδη. Στο διτάξιο δημοτικό του σχολείο διευθυντής ήταν ιερέας Ελευθέριος Καριπίδης και δάσκαλος ο Λέων Παπα­δόπουλος.
Οι Έλληνες κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στους Άνω Αποστόλους, στους Μέσους Αποστόλους, στην Κρηστώνη, στην Πικρολίμνη και στο Μαυρονέρι Κιλκίς και στη Ραχιά και τον Τρι­πόταμο Ημαθίας.

H διοίκηση της Γκιόλιας

Οικισμός Λαλά Βεργκινίζ Βαρκενές ή Γιαματλί. Το νέο του όνομα είναι Μπαλκεσμέ. Κατά την απογραφή του 1907, ο πληθυσμός του οικισμού ήταν 617 άτομα, Έλληνες που προέρ­χονταν από την περιοχή του Ερζιγκιάν (προς την Αρμενία).
Σε μικρή απόσταση από το χωριό, που βρίσκεται στον δρόμο Καρς — Αρντβίν, κοντά στο χωριό Εσκί Ντεμίρκαπι, περνά ο ποτα­μός Κουρά (Κύρος), που πηγάζει από τις δυτικές πλαγιές του βουνού Μπουγά Τεπέ.
Ο οικισμός διατηρούσε σχολείο και εκκλησία. Στο δημοτικό σχολείο διευθυντής ήταν ο Γεώργιος Ιωαννίδης και δάσκαλοι οι Χαράλαμπος Γ. Αποστολίδης και Κωνσταντίνος Στεφ. Κοστελίδης. Οι Έλληνες από το Βαρκενές εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς και στη Μεγάλη Στέρνα Κιλκίς.

Οικισμός Σαμζελέκ. Τώρα λέγεται Γιελεκλί. Κατά την απογραφή του 1907, ο ορεινός αυτός οι­κισμός είχε πληθυσμό 360 κατοίκων. Οι Έλληνες κάτοικοι του προέρχονταν από το Χαπές ή Απές.
Η εκκλησία του ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Στο εξατάξιο δημοτικό σχο­λείο διευθυντής ήταν ο Αλέξανδρος Λαβασάς και δάσκαλος ο Δημήτριος Παπαδόπουλος. Οι Έλλη­νες του Σαμζελέκ εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς και στην Επισκοπή και την Άγια Μαρίνα Ημαθίας.

Οικισμός Κιασάρ. Το Κιασάρ (παραφθορά της λέξης Καισάρεια) κατοικήθηκε από Έλληνες της Καισάρειας, οι οποίοι, κατά την απογραφή του 1907, ήταν 650. Είχε εκκλησία και δημο­τικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος και δάσκαλος ο Γεώργιος Αλεξανδρίδης.
Οι Έλληνες του Κιασάρ εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Αντώνιο, τους Ευζώνους και την Ποντικερασία Κιλκίς, στη Βεργίνα και την Πατρίδα Ημαθίας και στον Λαχανά Θεσσαλονίκης.

Οικισμός Κονκ. Το νέο του όνομα είναι Κουζούπιναρ. Το 1907 είχε 508 κα­τοίκους, που προέρχονταν από το Χαπές ή Απές. Είχε δύο εκκλησίες και διτάξιο
δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο Γεώργιος Παρκοσίδης και δάσκαλος ο Ιερεμίας Ανδρεάδης. Οι κά­τοικοι του εγκαταστάθηκαν στο Δροσάτο Κιλκίς.

Οικισμός Μερτενίκ. Το νέο όνομά του είναι Γκολε.
Το 1907 ο οικισμός είχε 372 κατοίκους, που προέρχονταν από την Καισαρεία. Είχε εκ­κλησία και μονοτάξιο δημοτι­κό σχολείο, στο οποίο  διευθυ­ντής ήταν ο ιερέας Στέφανος Κατικαρίδης και δάσκαλος ο Ηλίας Ασλανίδης. Οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στους Ευζώνους και το Κεντρικό Κιλκίς, στο Αμύνταιο Φλώρινας και στον Λαχανά θεσσαλονίκης.

Οικισμός Μουζαρέτ. Το νέο όνομά του είναι Τσακιρουζούμ. Οι κάτοικοι του, που προέρχο­νταν από την Καισαρεία και την Αργυρούπολη, στην απογραφή του 1907 ήταν 573.
Είχε εκκλησία και διθέσιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο Ανδρέας Αδαμίδης και δάσκαλοι ο Ιωάννης Β. Πηλιανίδης και ο Χριστ. Αδαμίδης. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στους Ευζώνους Κιλκίς, στην Ποντοκώμη Κοζάνης, στη Δήμητρα Σερρών και στον Λαχανά Θεσσαλονίκης.

Ντεμίρκαπι. Το 1907 στον οικισμό κατοικούσαν περίπου 46 οικογένειες, που προέρχονταν από τη Σάχνα Τσιμέν του Χαπές.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου μετατράπηκε από τους Τούρ­κους σε τζαμί. Έξω από το χωριό υπήρχε το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Στο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο του οικισμού διευθυντής ήταν ο ιερέας Στυλιανός Κορκοζίδης και δάσκαλος ο Ιωάννης Συμεωνίδης. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στο Ριζό και στον Προφήτη Ηλία Σκύ­δρας και στην Αγία Μαρίνα και την Επισκοπή Ημαθίας.

 Οικισμός Ντόρτκιλισε.(Οικισμός Τεσσάρων Εκκλησιών). Τώρα ονομάζεταιΟυγκούρτασι. Οι κάτοικοι του προέρχονται απο το Χαπές. Στο δημοτικό σχολείο , διευθυντής ήταν ο Παύλος Ορφανίδης. Στον οικισμό περιλαμβάνονταν 21 μικρότεροι οικισμοί. οι κατοικοι εγκαταστάθηκαν στο Χορύγι Κιλκίς , στην Αγία Μαρίνα και την Επισκοπή Ημαθίας.

Οικισμός Ούτσκιλισε (οικισμός Τριων Ιεραρχών) . Το 1907 αριθμούσε 283 κατοίκους που προέρχονταν από το Χαπές. Είχε μια εκκλησία, παρά το όνομά του Τρεις Εκκλησίες.
 Στο διτάξιο δημοτικό σχολείο του οικισμού, δι­ευθυντής ήταν ο Στυλιανός Κορκοζίδης και δάσκαλος ο Κοσμάς Δεμουρτσέφ (Κοσμάς Σιδερίδης, που εγκαταστάθη­κε στον Κοπανό Νάουσας. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στον Άνω Κοπανό Ημαθίας.

 Οικισμός Σαλούτ. Το 1907, η απογραφή έδειξε ότι το Σαλούτ είχε 500 κατοί­κους, που εγκαταστάθηκαν εκεί, φεύγοντας από την Αργυρούπολη του Πόντου. Ο οικισμός είχε εκκλησία και διτάξιο σχολείο, με διευθυντή τον Βασίλειο Κοτανίδη, που εγκαταστάθηκε στη Σκύδρα του νομού Πέλλας, και δάσκαλο τον Ιώβ Παρκοσί- δη, που εγκαταστάθηκε στο Ριζάρι του ίδιου νομού.
 Οι άλλοι κάτοικοι του Σαλούτ εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Βαρθολομαίο, το Νεοχώρι και τον Νέο Καύκασο του νομού Φλώρινας.

Οικισμός Σιαράφ. Κατά την απογραφή του 1907 είχε 541 κατοίκους, που προ­έρχονταν από το Ερζιγκιάν και την Κετσιανή. Ο οικισμός είχε εκκλησία και διτάξιο
δημοτικό σχολείο, του οποίου διευθυντής ήταν ο ιερέας Στέφανος Παρκοσίδης και δάσκαλοι ο Αλέξανδρος Παρκοσίδης και ο Κωνσταντίνος Ιορδανίδης. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Βαρθολομαίο, τον Νέο Καύκασο και το Νεοχώρι Φλώρινας, και στο Κεντρικό και Περιστέρι Κιλκίς.

Οικισμός Ταχτακράν. Στον οικισμό, που ονομάζεται τώρα Ταχτακιράν, κατοικούσαν Έλ­ληνες από την Κασταμονή. Στην Ελλάδα εγκα­ταστάθηκαν στην Πατρίδα Ημαθίας.

Οικισμός Τυρκεσέν, Τουρκιασέν. Το 1907 είχε 680 κατοίκους, που προέρχονταν από τη.Σεβάστεια. Είχε εκκλησία και διτάξιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο ήταν διευθυντής ο ιερέας Παντελεήμων Τηλικίδης, που εγκαταστά­θηκε στην Αθήνα και δάσκαλος ο Αριστείδης Τηλικίδης. Οι κάτοικοι του οικισμού εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, στην Αγία Μαρίνα και την Επισκοπή Ημαθίας, και στο Λουτροχώρι και τη Σκύδρα Πέλλας.

Οικισμός Ατκόζ. Το 1918, ο οικισμός είχε 350 κατοίκους, που κατάγονταν από την Τσίτη, το Χαρσιώτ', το Κατήκιοϊ και τα Πιράρατα Αργυρούπολης. Είχε την εκκλησία Αγίου Γεωρ­γίου και μονοθέσιο δημοτικό σχολείο. Κατοικήθηκε από το 1911.
Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στην Τριανταφυλλιά και στο Βαρυκό Σερρών, στο Θρυλώριο Κομοτηνής, στο Ελ­ληνικό και τη Θεοδόσια Κιλκίς και στα Κουδούνια Δράμας.

Οικισμός Γιαλαουτστσάμ. Το νέο του όνομα είναι Γιαλνιτσκάμ. Απέχει τέσσερα χιλιόμετρα από το Ιβανπόλ. Το 1920 απογράφηκαν στον οικισμό 150 οικογένειες Ελλήνων, που προ­έρχονταν από την Αργυρούπολη.
 Είχε εκκλησία και δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Κωνσταντίνος Μπαγανάς, που πέθανε στο Καρς, και δάσκαλοι ο Αβραάμ Ιε- ρατζελίδης και ο Χαράλαμπος Μπαγανάς, που εγκαταστάθηκε στο Κιλκίς.
 Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στην Ξηρόβρυση και στην Τέρπυλλο Κιλκίς, στη Θεσσαλονίκη και στην Ποντοκώμη και τη Χαραυγή Κοζάνης.

Οικισμός Καγισμάν. Είχε τριτάξιο δημοτικό σχολείο και εκκλησία. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς, τις Σέρρες, τη Φλώρινα, την Κοζάνη και τη Θεσσαλονίκη.

Οικισμός Κετσεβάν. Οι κάτοικοι του προέρχονταν από το Ερζιγκιάν και την Αργυρούπολη. Είχε εκκλησία και δημο­τικό σχολείο, στο οποίο ήταν διευθυντής ο ιερέας Ισαάκ Αρχοντίδης και δάσκαλος ο Ιωάννης Παπαδόπουλος. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στο Μαυρονέρι και το Χέρσο Κιλκίς, στη Βεύη Φλώρινας και στο Μαυροδένδρι, Μαυροπηγή και Πέρ­δικας Κοζάνης.

Οικισμός Μολαμουσταφά Ιβάνπολ. Το νέο του όνομα είναι Μολαμουσταφά. Από το Καρς απέχει 30 χιλιόμετρα. Είχε 130 ελληνόφωνες οικογένειες, που προέρχονταν από την Κρώμνη και τη Χερροίανα.
Η εγκατάστασή τους στο Ιβαν­πόλ έγινε το 1878. Είχαν εκκλησία. Στο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο διευθυντής ήταν ο ιερέας Σάββας Χονδροματίδης και δάσκαλοι ο Κυριάκος Σιδερίδης και ο Γαβριήλ Αθανασιάδης.
 Με τη φροντίδα ειδικής επιτροπής, που συγκρότησε η ελληνι­κή κυβέρνηση, λόγω των συγκρούσεων Αρμενίων και Τούρκων στην περιοχή, έγινε η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, στην Κοκκινιά, Παλαιό Αγιονέρι και Χέρσο Κιλκίς, στα Κουδούνια Δράμας, στο Αρμενοχώρι, Λιμνοχώρι και Επτάμυλο Φλώρι­νας και στην Καλαμαριά και Πρόχωμα Θεσσαλονίκης.

Οικισμός Όλουχλι. Το νέο όνομα του οικισμού είναι Ολουκλού. Στην απογραφή του 1907 είχε 734 κατοίκους, που προέρχονταν από τη Χερροίανα. Είχε εκκλησία. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Μεταλλικό,. Παλαιό Αγιονέρι Κιλκίς, στην Ποντοκώμη και Πτολεμαΐδα Κοζάνης, στις Κάτω Κλει­νές και τον Μεσόκαμπο Φλώρινας, στον Ελαιώνα Σερρών και στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης.

Οικισμός Ορτάκιοϊ. Το 1907 είχε 535 κατοίκους, που προέρχονταν από τη Χερροίανα, το Κελτίκ, την Κρώμνη και τη Φασιανή. Είχε εκκλησία και δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Ισαάκ Αρχοντίδης και δάσκαλος ο Θεοφύλακτος Αρχοντίδης. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στον Λευκώνα, τον Αχινό και το Παλαιόκαστρο Σερρών, στο Πεδινό Κιλκίς, στις Κάτω Κλεινές Φλώρινας και στην Πτολε­μαΐδα.


Οικισμός Γιουκαρισεττίκ - Άνω Τσιαπίκ. Το νέο όνομα του οικισμού είναι Γιουκαρινταμλαπινάρ. Στην απο­γραφή του 1913 είχε 400 κατοίκους, που προέρχονταν από την Ίμερα, την Κρώμνη, το Οβαλουδές, το Πίσκιαληδες της Αργυρούπολης.
 Είχε εκκλησία και διτάξιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Κωνσταντίνος Μπαγανάς και δάσκαλος ο Ιωάννης Ιωαννίδης. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά και το Μελισσουργειό Κιλκίς, στο Παλαιόκαστρο και το Ροδολείβος Σερρών, στην Ποντοκώμη Κοζάνης και στο θρυλλώρειο και τους Υφαντές Ροδόπης.

Οικισμός Ασαγκισεττίκ - Κάτω Τσιαττίκ. Το νέο όνο­μα του οικισμού είναι Ασαγκινταμλαπινάρ. Το 1913 είχε 687 κατοίκους, που προέρχονταν από την Αργυρούπολη. Είχε εκ­κλησία και δημοτικό σχολείο, στο οποίο ήταν διευθυντής ο ιε­ρέας Κωνσταντίνος Μπαγανάς. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στο Παλαιόκαστρο Σερρών και στην Ποντοκώμη Κοζάνης.

Οικισμός Τσιλαχανά. Το νέο όνομα είναι Τσιλαχανέ. Στην απογραφή του 1918 είχε 300 κατοίκους. Απείχε από το Καρς 45 χιλιόμετρα. Είχε εκκλησία και δημοτικό σχολείο, στο οποίο ήταν διευθυντής ο Ισαάκ Αρχοντίδης και δάσκαλος ο Αλέξανδρος Ευθυμιάδης. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στον Επτάμυλο, στον Λευκώνα και στη Μαυροθάλασσα Σερρών, στις Κάτω Κλεινές της Φλώρινας και στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης.

Οικισμός Απουλβάτ. Νέο όνομα Κουρμπανσαγιρί. Στην απογραφή του 1918 είχε 1.200 κατοίκους, που προέρχονταν από την περιοχή της Σεβάστειας. Είχε την εκκλησία των Αγί­ων Κωνσταντίνου και Ελένης και μονοτάξιο δημοτικό, στο οποίο ήταν διευθυντής ο Ευστάθιος Γεωργιάδης και δάσκαλος ο Αθανάσιος Τσαλίδης.
Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στον Λευκώνα Σερρών, στην Αρίσβη και το Θρυλλώρειο Ροδόπης, στο Περιθώρι Δράμας και στην Ελευθερούπολη Καβάλας.

Οικισμός Γενίκιοϊ. Στην απογραφή του 1907 είχε 607 κατοίκους, που προέρχονταν από το Ερζερούμ, από την Αργυρούπολη και την Κολωνία. Οι κάτοικοι του ίδρυσαν ελληνική κοινότητα το 1881.
Είχε εκκλησία και διτάξιο δη­μοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Κυριά­κος Παπαδόπουλος και δάσκαλοι οι Δημήτριος Κωνσταντινίδης, Δημήτριος Σιδερίδης και Μηνάς Αποστολίδης. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στο χωριό Νώτια Αριδαίας, πάνω στο βουνό Πάικο.

Οικισμός Καρακούρτ ή Γαράγουρουτ. Βρισκόταν σε υψόμετρο 1.200 μέτρων. Είχε 492 κατοίκους που προέρχο­νταν από την Αργυρούπολη, τη Σεβάστεια, τη Γαράσαρη και το Πολάτ Κολωνίας.
Ήταν έδρα μιας περιοχής 23 χωριών - ένδεκα ελληνικών και αρμενικών. Η εκκλησία τιμούσε τη μνήμη των Αγίων Νικολάου και Γεωργίου (κοζάκων). Είχε δημοτικό σχολείο. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στον Μαυρόβατο Δράμας, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.

Οικισμός Καράουργαν (Γαράουργαν). Στην απο­γραφή του 1918, ο πληθυσμός ήταν 850 κάτοικοι, που προ­έρχονταν από την Τραπεζούντα, την Τρίπολη,, την Τοκάτη και τη Σεβάστεια.
Πριν από το 1840 εγκαταστάθηκαν στο Καράουργαν Έλληνες από το Σιμικλί της Αργυρούπολης και, πιθανόν, από το Χόταρ του Ερζερούμ. Εκκλησιαστικά ήταν έδρα αρχιερατικής επιτροπής και είχε εκκλησία στη μνήμη του Αγίου Νικολάου.
 Εκεί λειτουργούσε και διτά­ξιο ρωσικό ημιγυμνάσιο. Στο δημοτικό σχολείο διευθυντής ήταν ο Γεώργιος Χαριτίδης και δάσκαλος ο Κωνσταντίνος Χονδροματίδης.
Ήταν ο τελευταίος σιδηροδρομικός σταθ­μός της γραμμής προς το Καρς και, επίσης, έδρα τελωνείου και αστυνομικού σταθμού. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθη­καν στη Μεγάλη Βρύση Κιλκίς, στην Αργυρούπολη και τον Μαυρότοπο Δράμας, στην Ασβεστόπετρα και στον Πέρδι­κα Κοζάνης, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Οικισμός Κουζίλ. Στην απογραφή του 1907 είχε 508 κατοίκους που προέρχονταν από το Πολάτ Κολωνίας. Είχε εκκλησία και διθέσιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο ήταν δι­ευθυντής ο ιερέας Αλέξανδρος Παναγιωτίδης και δάσκαλος ο Ιωάννης Παπαδόπουλος. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθη­καν στον Μαυρόβατο και στο Προάστειο Δράμας.

Οικισμός Κιόρογλου. Στην απογραφή του 1918 είχε 32 οικογένειες. Οι κάτοικοι προέρχονταν από την Αργυρού­πολη. Στον οικισμό έδρευαν ρωσικό τελωνείο και αστυνομι­κό τμήμα. Είχε εκκλησία και μονοτάξιο δημοτικό σχολείο, με διευθυντή τον ιερέα Λάμπρο Παπαδόπουλο. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στη Νώτια Αριδαίας Πέλλας και στο Ροδολείβος Σερρών

Οικισμός Μεντζικέρτ. Κατά την απογραφή του 1907 κατοικούσαν στον συνοικισμό 124 οικογένειες, που προέρ­χονταν από τη Σεβάστεια και τη Γαράσαρη. Διέθετε ναό και δημοτικό σχολείο, του οποίου διευθυντής ήταν ο ιερέας Ευστάθιος Νικολαΐδης και δάσκαλοι ο Αβραάμ Ασμαΐδης, ο Ιωάννης Τσαχουρίδης και ο Νικόλαος Νικολαΐδης.
Στην Ελλάδα, οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στην Ελασσόνα, στην Ολυμπιάδα Ελασσό­νας, στην Πτολεμαΐδα και στην Καλαμαριά.

Οικισμός Μέτσιτλι. Οι κάτοικοι του προέρχονταν από το Πολάτ Αργυρούπολης. Στην Ελλάδα, οι κάοικοί του εγκατα­στάθηκαν στο Ελληνικό και τα Θεοδόσια Κιλκίς, στη Βέροια, το Λαζοχώρι και την Πατρίδα Ημαθίας, στην Αργυρούπολη και τα Κουδούνια Δράμας, στην Πτολεμαΐδα, την Ασβεστόπετρα και την Ποντοκώμη Κοζάνης και στην Καλαμαριά.

Σαρήκαμις. Ήταν έδρα υποδιοίκησης. Το 1828 καταλή­φθηκε από τους Ρώσους και αποτέλεσε τμήμα της Ρωσικής Αρ­μενίας. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης δόθηκε στην Τουρ­κία.
Η πόλη είχε 5.000 κατοίκους και η υποδιοίκηση 35.000, από τους οποίους πολλοί ήταν Έλληνες, που προέρχονταν από διάφορα μέρη του Πόντου.
Είχε ελληνικό δημοτικό σχολείο και ναό. Οι κάτοικοι του Σαρήκαμις εγκαταστάθηκαν στο Ροδολείβος και στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Αγγίστας Σερρών, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κοζάνη και την Πτολεμα­ΐδα.

Οικισμός Σουρμπασάν (Ραχήλα). Το νέο του όνομα εί­ναι Σιρμπασάν. Στην απογραφή του 1918 είχε 650 κατοίκους, που προέρχονταν από τη Ρεφάγια, το Πισίρ και το Σόρχουμ της Σεβάστειας, από το Καδήκιοϊ της Νικόπολης κ. α.
Είχε διτάξιο δημοτικό σχολείο και ναό του Αγίου Γεωργίου. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στο Χορήγι Κιλκίς, στην Αγία Κυριακή, Αλιστράτη, Δόμηρος, Μαυροθάλασσα, Παλαιοκώμη, Σιδηροδρομικό Σταθμό Αγγίστας Σερρών και στην πόλη των Σερρών, στο Ανθοχώρι (Ραχήλα), Καλλιθέα, Περίχωρα, Προάστειο και Προσοτσάνη Δράμας και στη Δράμα.

Οικισμός Χάντερε. Οι κάτοικοι του προέρχονταν από τη Σεβάστεια. Είχε ναό και δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυ­ντής ήταν ο Θεόδωρος Ξενοδοχίδης και δάσκαλος ο Ιωάννης Κοιμίσης.
Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στο Σταυροχώρι Κιλκίς, στη Λευκοθέα, το Ροδολείβος και τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Αγγίστας Σερρών, στις Κάτω Κλεινές Φλώρινας, στην Καλαμαριά και στην Αθήνα.

Οικισμός Αρσενιάκ. Έχει δύο νέα ονόματα: Ερσινέκ και Ορμανλί. Το 194 είχε 214 κατοίκους. Είχε ναό.

Οικισμός Άνω Μερενές. Στην απογραφή του 1907 είχε 200 κατοίκους. Οι κάτοικοι του προέρχονταν από την περιοχή της Κολωνίας του Πόντου. Είχε ναό και δημοτικό σχολείο,
στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Γεώργιος Γιάκοβλεφ και δάσκαλος ο Ελευθέριος Ελευθεριάδης. Οι κάτοικοι του εγκα­ταστάθηκαν στο χωριό Νώτια της Αριδαίας, στο όρος Πάικο.
Η Ακρόπολη του Καρς
Οικισμός Κάτω Μερενές. Το 1907 είχε 258 κατοίκους, που προέρχονταν από την περιοχή της Κολωνίας. Είχε ναό και δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Γεώρ­γιος Γιάκοβλεφ και δάσκαλος ο Ελευθέριος Ελευθεριάδης. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στη Νώτια Αριδαίας.

Οικισμός Μπαρτούς. Το νέο του όνομα είναι Γκατζίλέρ. Είχε 103 οικογένειες, που προέρχονταν από την Κρώμνη, την Ίμερα, τη Βαρενού, τη Ματσούκα και τη Σάντα. Ο ναός του ήταν προηγουμένως τζαμί που μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία το 1895. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στον Αχι­νό, τον Λευκώνα, τη Μαυροθάλασσα και τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Αγγίστας Σερρών και στον Πεντάβρυσο Κοζάνης.

Οικισμός Ναριμάν. Το νέο του όνομα είναι Ναρμάν. Το 1918 είχε 850 κατοίκους, που προέρχονταν από τη Σάντα, την Κρώμνη και το Πολάτ της Αργυρούπολης.
Είχε ναό του Αγίου Γεωργίου και διτάξιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Ιωάννης Παπαμιχαηλίδης και δάσκαλος ο Ηλίας Λαζαρίδης.
Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στο Κεντρικό και στη Νέα Σάντα Κιλκίς, στην Πτολεμαΐδα, στους Αντιφίλιππους και στο Κοκκινόχωμα Καβάλας, στο Παρανέστι και στη Σεβά­στεια Δράμας, στην Ξάνθη και την Κομοτηνή.

Όλτι. Το νέο του όνομα είναι Όλτου. Το 1924 είχε 15.000 κατοίκους, που προέρχονταν από την περιοχή της Αργυρού­πολης και διατηρούσαν την ποντιακή διάλεκτο και τα ήθη και έθιμα της πατρίδας τους. Ήταν έδρα υποδιοίκησης, με δέκα ελ­ληνικούς ποντιακούς οικισμούς γύρω του. Είχε ναό, δημοτικό σχολείο και αστική σχολή. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης, στην Κατερίνη και τη Φλώρινα.

Οικισμός Παντζιαρότ. Στην απογραφή του 1918 είχε 600 κατοίκους. Είχε ναό και διθέσιο δημοτικό σχολείο. Ένας από τους διευθυντές του ήταν ο ιερέας Γεώργιος Ελευθεριά­δης και δάσκαλος ο Δημήτριος Θεοδωρίδης. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στο Μελισσουργειό Κιλκίς, στη Βεργίνα και το Βρυσάκι Ημαθίας, στην Καλαμαριά και στην Πολίχνη.

Οικισμός Ποσίκ. Το νέο του όνομα είναι Γκατζενέκ. Το 1913 είχε 352 κατοίκους. Οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στην Καλαμαριά, στον Λαχανά Θεσσαλονίκης, στο Νεοχωράκι Φλώρινας, στη Δράμα, στην Κομοτηνή και στο Κιλκίς.

Άνω Τσιορμίκ. Το νέο του όνομα Καγινάκ ή Τσερμίκ. Είχε 63 οικογένειες. Είχε ναό και δημοτικό σχολείο στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Λάζαρος Παπαδόπουλος και δάσκα­λος ο Γεώργιος Στυλιανόπουλος.

Κάτω Τσιορμίκ. Το νέο του όνομα Καγινάκ ή Τσερμίκ. Είχε 59 οικογένειες. Είχε ναό και δημοτικό σχολείο στο οποίο διευθυντής ήταν ο ιερέας Λάζαρος Παπαδόπουλος και δάσκα­λοι ο Ιωάννης Φαχουρίδης και ο Ιάκωβος Φιλιππίδης. Οι κά­τοικοι του εγκαταστάθηκαν στα Παλατίτσια Ημαθίας.







Δημήτριος Νικοπολιτίδης
Φιλολογος-Συγγραφέας



Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah