Οι περιπέτειες του Γιάννη Τσαβδαρίδη

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012


Το 1987, ο ηλικίας 81 ετών Ιωάννης Τσαβδαρίδης μίλησε για τον εαυτό του, για τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής και για το Πανόραμα. Χωρίς παρεμβολές, τον αφήνουμε να βγάλει όσα έχει μέσα του. Λέει:
Καταρχήν είμαι υποχρεωμένος να σας συγ­χαρώ για το έργο σας. Εμείς οι πρόσφυγες έπρεπε να κάνουμε αυτά πριν από εξήντα χρό­νια. Ο θησαυρός που αφήσαμε στην πατρίδα και όσους θησαυρούς δημιουργήσαμε εδώ μι­λούν για την αξιοσύνη των προσφύγων.
Τα πρώτα χρόνια παιζόταν θέατρο στο Πανόραμα
Επειδή συμμετείχα κι εγώ, θέλω να αναφέρω ότι τα πρώτα χρόνια- παιζόταν θέατρο στο Πανόραμα, με σκηνοθέτη τον ηθοποιό Πολυ­χρόνη Μαυρομάτη. 
Κάποτε που παίξαμε στην Αθήνα, μου είπαν: «Με τόση επιτυχία που παίζετε, πρέπει να ανεβάζεται πολλά θεατρικά έργα στη Θεσσαλονίκη». Τους απάντησα: «Όχι μόνον στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στο μικρό Πανόραμα». Από έξι χρόνων παιδί έπαιζα θέατρο και τραγουδούσα, ενώ έλεγα και ανέκδοτα.
Πήγα τρεις φορές στην πατρίδα, στην Κρώμνη όπου γεννήθηκα, και στα Εξώτειχα της Τραπεζούντας, όπου έζησα, και νοσταλγώ να ξαναπάω. Πουθενά αλλού τόσο πολύ. Στη Σουμελά που πήγα, είδα να πουλάνε στα Αγγλικά λαθεμένη την ιστορία της μονής. Μαζί μας ήταν και πολλοί ξένοι.
Στην Τραπεζούντα, θυμάμαι την ημέρα των Φώτων, που έριχναν τον σταυρό. Υπήρχαν εννιά ενορίες. Όταν από κάποια ενορία έπιαναν τον σταυρό, οι κολυμβητές των άλλων ενοριών συνόδευαν στις επι­σκέψεις, στα σπίτια, ψάλλοντας το «Εν Ιορδάνη βαπτιζωμένη σου ...». Και στην Καλαμαριά έπεφταν για τον σταυρό τα άτομα της παρέας από τα Εξώτειχα.
Από την Τραπεζούντα φύγαμε στις 15 Ιανουαρίου 1923 και φτάσα­με στην Ελλάδα τον Μάιο. Μας έβαλαν στο πλοίο «Γκιούλ Τσομάλ», με χίλια πρόβατα και πολύ κόσμο στα αμπάρια και με θαλασσοτα­ραχή.
 Το πλοίο δεν σταμάτησε στην Κερασούντα, γιατί ήταν εκεί ο σφαγέας των Ρωμιών Τοπάλ Οσμάν.
 Για λίγο σταμάτησε το πλοίο στη Σαμψούντα και μετά στην Κωνσταντινούπολη, όπου μας έκλεισαν, για ένα μήνα, στο στρατόπεδο Σελιμιέ, κοντά στους στάβλους. Εκεί ήρθε ο γνωστός σε όλους τους Έλληνες Πάντζος Χατζηπαναγιωτίδης, που διέθεσε την περιουσία του για τους φτωχούς και οι μουσουλμάνοι τον υπεραγαπούσαν. Πέθανε στο Πανόραμα από φυματίωση. Ο Χατζηπαναγιωτίδης βρήκε το ρωσικό πλοίο «Κορνίλωφ», πλήρωσε για 2.500 ανθρώπους περίπου 6.500 λίρες (παγκανότες, όχι χρυσές) και μας έφερε στην Ελλάδα.
Το πλοίο είχε κίτρινη σημαία, που σήμαινε ότι έπρεπε να περάσει καραντίνα. Στη Θεσσαλονίκη δεν μας δέχτηκαν. Μας πήγαν στο Κε­ρατσίνι, όπου είχε απολυμαντήριο, αλλά αρνήθηκαν να μας δεχτούν. Μας έτρωγε η ψείρα. 
Μας έστειλαν στη Μακρόνησο, όπου και πάλι  δεν μας δέχτηκαν. Έτσι, μας έβγαλαν κοντά στο Λαύριο. Είχαμε κάνει στο πλοίο «Κορνίλωφ» 29 ημέρες. Λίγο πριν την αποβίβαση πέθανε η αδελφή μου Μαργαρίτα. 
Δεν τη ρίξαμε στη θάλασσα, γιατί ήμουν στο συνεργείο που έκανε αυτή τη δουλειά. Τη βγάλαμε στη στεριά, μέσα σε μια κουβέρτα. Πιστεύω ότι την έθαψαν στο χώμα.
Στη Μακρόνησο, όπου μας ξαναέστειλαν με μια μαούνα, πέθανε και η άλλη αδελφή μου. Εκεί είχε τρία στάδια. Στο πρώτο, το «Φανάρι» είχαν τους πρόσφυγες που μπορεί να αναμετέδιδαν αρρώστιες, στο δεύτερο αυ­τούς που θα περνούσαν απολυμαντήριο και στο τρίτο εκείνους που ήταν καλά και τους έπαιρναν τα καράβια για διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Ήμουν άρρωστος, με μαυρισμένο το πρόσωπο, αλλά και τα χέρια και τα πόδια. Μας πήρε ένα καράβι για αποσυμφόρηση του γιαλού από τον πολύ κόσμο που περίμενε. Μαζί μας ήταν και οι συγγενείς του Χάρρυ Κλυνν.
Ήμασταν οι πρώτοι που ανεβήκαμε στο καράβι. Φτάσαμε στο Κα­ραμπουρνάκι. Ο πατέρας μου, με τις 50 παγκανότες που είχε όλο κι όλο, αγόρασε ψωμί και κρεμμύδια και φάγαμε.
 Οι συγγενείς μας έμα­θαν για τον ερχομό μας και ήρθαν και μας βρήκαν. Ο καθηγητής Δημήτριος Χρυσουλίδης, μαζί με τη θεία Ωραιοζήλη, μας έφεραν μια τσάντα γεμάτη τρόφιμα και μας έδωσαν και εκατό δραχμές - που ήταν αρκετό ποσό - κι έτσι βολευτήκα­με. Τότε, ο υπουργός Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης έκοψε (σ. σ. το 1921) το κατοστάρικο και το έκανε πενηντάρι.
Εφυγα από τα απολυμαντήρια, έψαξα και βρήκα παράγκα για κατοι­κία για όλους μας. Ήμουν 17 ετών. Δούλεψα ελαιοχρωματιστής στην οδό Ερμού με Κομνηνών, στη Θεσσαλονίκη. Από την Καλαμαριά πηγαινοερχόμουν με τα πόδια. Μια μέρα με ρώτησε ο μάστορας αν θέλω να πάω μαζί του στη Νάουσα, όπου πήρε μια δουλειά. Πήγα και ήταν ωραία, γιατί η Νάουσα, με τα πολλά νερά της, μου θύμιζε την Κρώμνη. Δουλέψαμε τρεις μήνες.
 Όταν γύρισα τα Χριστούγεννα, δεν βρήκα τους δικούς μου στην Καλαμαριά. Μου είπαν ότι έφυγαν για το Κιλκίς. Δεν ήξερα πού βρισκόταν. Ρώτησα και έμαθα ότι πρέπει να κατεβώ στο Σαρίγκιολ (Κρηστώνας, ο σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης του Κιλκίς) και από εκεί, με τα πόδια, θα πάω στο Κιλκίς. Έπρεπε να είναι Σάββατο, γιατί γίνεται παζάρι αυτή τη μέρα, και θα συναντούσα τους δικούς μου.
Στο Κιλκίς βρήκα τον Κώστα Σαραφίδη (αυτοί που έχουν τα ηλε­κτρικά στη Θεσσαλονίκη), με τον οποίο ήμασταν συμμαθητές στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας.
 Δεν γνώριζε για τους δικούς μου, αλλά πιθανόν να γνώριζε ο πατέρας του που είχε εμπορικό. Εκείνος μου είπε ότι οι δικοί μου είναι στο χωριό Χατζηλαρί Πασά (Επτάλοφος), γύρω στις τρεις ώρες, με τα πόδια, από το Κιλκίς. 
Όταν βρήκα τους δικούς μου, ο πατέρας μου με γύρισε μέσα στο σπίτι, για να δείξει τα δωμάτια, με πάτωμα από κοκκινόχωμα, το τζάκι, που έκαιγε ξύλα από το κοντινό ορμίν (χαράδρα), και στην αυλή τα οπωροφόρα δέντρα.
Μετά από παραμονή δύο ημερών στον Επτάλοφο, το έσκασα και πήγα γράφτηκα στη χωροφυλακή, όπου υπηρέτησα στην ανώτερη διοίκηση, στη Θεσσαλονίκη. Επιθυμία μου ήταν να φέρω τους δικούς μου στη Θεσσαλονίκη.
Μετέγραψα τον γεωργικό κλήρο εδώ, για­τί το Κιλκίς μέχρι το 1934 υπαγόταν στον νομό Θεσσαλονίκης. Έκαναν νέο νομό το Κιλκίς για πολιτικούς λόγους, για να ξεχωρίσουν τους βασιλόφρονες από τους δημοκρατικούς.
Ανεβήκαμε το 1926 στο Πανόραμα. Δεν υπήρχε κλήρος, όπου έχτιζες, μαζεύοντας μερικές πέτρες, το μέρος ήταν δικό σου. Δουλεύαμε οικοδόμοι με τον πατέρα μου. Μια μέρα μου είπε να χτίσουμε ή στους Χαραπάδες ή στο Ρακάν, εκεί που είναι σήμερα το ξενοδοχείο «Νεφέλη». Χτίσαμε στο Ρακάν με πέτρες που αγοράσαμε. Την εποχή εκείνη ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος έκανε το χιλιάρικο 750 δραχμές.
Στο Πανόραμα υπήρχε φαγωμάρα μεταξύ Ιμεραίων και Παρτινών (από το χωριό Παρτίν της Κρώμνης). Οι Ιμεραίοι ήταν με τον Ιωαννίδη και οι Παρτινοί με τον Κορωνίδη. Βοήθη­σε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, που έφτιαξε έργα, και βελτιώθηκε η ζωή μας.
Το 1926, με εμένα πρωτοστάτη, ιδρύθηκε στην Καλαμαριά ο Σύλλογος (Αναγέννηση». Είμαι από τα ιδρυτικά μέλη της Αδελφότητας Κρωμναίων, που με τίμησε με πλακέ­τα.
Βρήκα ένα θεατρικό βιβλίο της Αικατερίνης Ξανθοπούλου. Το έδειξα στον ηθοποιό και σκηνοθέτη Πολύχρονη Μαυρομάτη, ο οποίος είπε να το ανεβάσουμε στο θέατρο.
Ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιζα και είχα πολύ φόβο. Ο Μαυρομάτης, όμως, με ενθάρρυνε. Το έργο ήταν «Τη Τρίχας το γεφύρι». Είχα τη φωνή που χρειαζό­ταν και το παράστημά μου έκανε.
Παίξαμε το έργο με επιτυχία στην Καλαμαριά.
 Μετά έπαιξα με πολλούς ποντιακούς θιάσους και βραβεύτηκα. Τραγουδούσα στον ραδιοφωνικό σταθμό και έλεγα και ανέκδοτα. Έβγαλα και τρεις δίσκους, όπου έπαιζε ο Μπαϊρακτάρης κι εγώ τραγουδούσα.
Όταν ο Γιάννης Τσαβδαρίδης τελείωσε την αφήγηση του, τραγούδησε με τη χαρακτη­ριστική μπάσα φωνή του τραγούδια της Κρώμνης. Τον συνόδευε με τη λύρα ο Γιώργος Αμβροσιάδης.



Νίκος Τελίδης
Συγγραφέας-Συλλέκτης
Πηγη: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah