Η Σεβάς Χανούμ
είναι, δυστυχώς, άγνωστη, ιδιαιτέρως στους Έλληνες κάτω των πενήντα ετών.
Ακούγοντας κανείς
το όνομα Σεβάς Χανούμ και μη γνωρίζοντας την Πόντια τραγουδίστρια Σεβαστή
Παπαδοπούλου, είναι φυσικό να σκεφτεί αμέσως ότι πρόκειται για κάποια Τουρκάλα!
Δεν είναι, όμως,
έτσι. Η Σεβαστή Παπαδοπούλου, από τα Κοκκινώγεια Δράμας, κόρη Σαμψουντίων γονέων, δεν διάλεξε
η ίδια το ψευδώνυμο, με το οποίο, στη συνέχεια, έγινε γνωστή. Της το κόλλησε ο
Τζίμης ο Χοντρός, που παρουσίασε ως βέρα Κωνσταντινουπολίτισσα αυτήν την όμορφη
Πόντια Δραμινή.
Έτσι, το κορίτσι από τα Κοκκινώγεια
παρουσιαζόταν ως «Ωραία του Πέραν» από αυτούς που έβγαζαν λεφτά από τη φωνή και
την εκθαμβωτική ομορφιά της.
Ο Κώστας
Μπαλαχούτης, που έγραψε για τη Σεβάς Χανούμ στις δημοσιεύσεις του με τίτλο «Οι
μεγάλοι του λαϊκού τραγουδιού», αναφέρει για την
«Η Σεβάς
Χανούμ είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα του λαϊκού μας τραγουδιού. Με την
ωραία φωνή της, τη μοναδική ομορφιά της και την εκρηκτική παρουσία της στο
πάλκο, δημιούργησε θρύλο γύρω από το όνομά της, ολόκληρη τη δεκαετία του 1950
και μέχρι τα μισά περίπου της δεκαετίας του 1960.
Οι εξαιρετικές ερμηνείες
της στα τουρκικά τραγούδια και το μάρκετινγκ της εποχής έπεισαν το κοινό ότι
προερχόταν από την Τουρκία. Μάλιστα, έγινε αφορμή ώστε όλα σχεδόν τα αθηναϊκά
κέντρα να έχουν συγκροτήματα, χορεύτριες και τραγουδίστριες από τη γειτονική
χώρα.
Συνεργάστηκε με
σπουδαίους καλλιτέχνες και δημιουργούς, εμφανίστηκε στα καλύτερα μαγαζιά της
εποχής και είχε την τύχη να τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση μερικές από τις
μεγαλύτερες επιτυχίες του λαϊκού πενταγράμμου ...».
Το ξεκίνημα από τον Βαρδάρη,
σε ηλικία 13 ετών
Η Σεβαστή
Παπαδοπούλου γεννήθηκε το 1931 στα Κοκκινώγεια της Δράμας, στα ελληνοβουλγαρικά
σύνορα. Οι πρόσφυγες γονείς της, κατά τη διάρκεια της γερμανικής και βουλγαρικής
κατοχής (1941 — 1944) πήραν την οικογένειά τους και μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη,
όπου, από την ηλικία των δεκατριών ετών, η Σεβαστή τρύπωνε κυριολεκτικά στα
εξοχικά κέντρα της Νεάπολης.
Στα κέντρα, παρακαλούσε τους καταστηματάρχες
και τους διευθυντές ορχήστρας να την αφήσουν να τραγουδήσει. Ερμήνευσε μερικές
από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελαφρού τραγουδιού, όπως «Η ταμπακέρα», «Το
τραμ το τελευταίο», «Ένας λύκος καπετάνιος απ' τη Σύρα» κ. ά.
Οι γονείς της ήταν αντίθετοι στην επιλογή της
κόρης τους και αρκετές φορές την έδερναν.
Η λατρεία της, όμως
, για το τραγούδι την έκανε να ξεπερνά με υπομονή και επιμονή όλες τις
δυσκολίες. Τραγούδησε στις πίστες
του Βαρδάρη ελληνικά λαϊκά και τουρκικά τραγούδια, κλέβοντας την παράσταση από
φτασμένους τραγουδιστές. Την τουρκική γλώσσα τη γνώριζε καλά από τους τουρκόφωνους
γονείς της.
Η κατάκτηση του κοινού της
Αθήνας
Διαρκούντος ακόμη
του εμφυλίου πολέμου, το 1949, η Σεβαστούλα — όπως την φώναζαν στη
Θεσσαλονίκη - πήγε στην Αθήνα, όπου εμφανίστηκε, στην αρχή, στο κέντρο
«Ζούγκλα», στην πλατεία Βάθης, μαζί με τον Απόστολο Καλδάρα και τον Γρηγόρη
Μπιθικώτση.
Κατόπιν εμφανίστηκε στο κέντρο «Καλαματιανός»,
στις Τζιτζιφιές, με τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Κώστα Καπλάνη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη
και άλλους.
Τον πρώτο της δίσκο
τον έκανε το 1950, συνοδεύοντας τον Μπίνη στο τραγούδι «Όμορφη Πειραιώτισσα».
Υπέγραψε αποκλειστικό συμβόλαιο με τις εταιρείες του Μίνωα Μάτσα «Οντεόν» και
«Παρλοφόν».
Ταυτοχρόνως
συνεργαζόταν με το συγκρότημα Φωτάκη (του Φώτη Χαλουλάκου) και άρχισε να ξεχωρίζει
στην απόδοση τουρκικών τραγουδιών. Τραγουδούσε, κυρίως, τραγούδια του Ζεκί Μουρέν,
τον οποίο άκουγε και θαύμαζε από κοριτσάκι.
Κάνει μεγάλη ζημιά στην
αθηναϊκή νύχτα ...
Ο Κώστας
Μπαλαχούτης γράφει χαρακτηριστικά για τις εμφανίσεις της Σεβάς Χανούμ στην
Αθήνα: «Με την υπέροχη φωνή της και την
εκθαμβωτική ομορφιά της κάνει μεγάλη 'ζημιά στην αθηναϊκή νύχτα.
Ανάμεσα στους πολυάριθμους θαυμαστές της συγκαταλέγονται
μεγάλοι έμποροι, βιομήχανοι και εφοπλιστές, όπως ο Κάρολος Φιξ, ο Καλμόλ, ο
Ματζαράκης, και άνθρωποι της τέχνης και του πνεύματος, όπως η Μελίνα Μερκούρη,
ο Στράτος Διονυσίου κ. ά.
Οι ιδιοκτήτες των
άλλων κέντρων φέρνουν τουρκικά συγκροτήματα για να τη συναγωνιστούν. Η 'κόντρα'
της με τη Μαρίκα Νίνου τις φέρνει στα χέρια στο στέκι των μουσικών, στο μπαράκι
του 'Μάριου', στην οδό Ίωνος, και ο πάντα ευρηματικός Μανώλης Χιώτης
στιχοπλοκεί: 'Στου Μάριου εχτύπησε το σήμα του κινδύνου, γιατί πλακώθηκε η
Σεβάς με τη Μαρίκα Νίνου ...'».
Τραγούδησε με όλους τους μεγάλους
Τραγούδησε με τον
Γιώργο Μουζάκη στο κέντρο «Καρυστινός», στις Γέφυρες, με τον Τζουανάκο και τον
Τατασσόπουλο στο κέντρο «Λουζιτάνια», στη Συγγρού, και μαζί με τον Βασίλη
Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου στο «Φαληρικόν», στην «Τριάνα» κ. α.
Παράλληλα τραγουδούσε στα μουσικά προγράμματα
της κρατικής ραδιοφωνίας με τον δημοφιλή, τότε, Νίκο Γούναρη. Η συνεργασία της
με τον Χιώτη, μετά το κέντρο «Γωνιά της Αθήνας», στην οδό Πατησίων, συνεχίστηκε
και στη δισκογραφία με τα τραγούδια «Χωρίς μανούλα», «Τώρα πού 'χεις παραδάκι»
και το ιδιαιτέρως δημοφιλές «Φτωχοκάλυβο»
Στέλιος Καζαντζίδης και Σεβάς
Χανούμ μαζί
Το 1954, η Σεβάς
Χανούμ εργαζόταν στο κέντρο του Μπερτζελέκου «Ο θείος», στις Κουκουβάουνες. Ο
Στέλιος Καζαντζίδης, που βρισκόταν, τότε, σε ανοδική τροχιά, η οποία τον
οδήγησε στην κορυφή του ελληνικού τραγουδιού, εμφανιζόταν με την Καίτη Γκρέυ
στο κέντρο «Γάλλος», στην Κοκκινιά.
Η μοίρα ένωσε τους
δύο Πόντιους καλλιτέχνες, όταν τους ζήτησαν να εμφανιστούν στο καινούργιο
κέντρο, στο Νέο Ηράκλειο, τον «Ζέφυρο», που άνοιξαν ο Μπερτζελέκος και ο
Ξυπολιτάκος.
Στα εγκαίνια του
κέντρου έγινε λαϊκό προσκύνημα. Η σύντομη σχέση των δύο καλλιτεχνών, πριν
σβήσει, πέρασε από πολλές δυσκολίες. Μαζί με τον Καζαντζίδη, η Σεβάς Χανούμ
έκανε εμφανίσεις στη Δράμα, στο κέντρο «Παπαλάμπρος» και στην Καβάλα, στο
κέντρο «Περιστέρι».
Στη Θεσσαλονίκη και πάλι με
τον Βασίλη Τσιτσάνη
Το 1958, η Σεβάς
Χανούμ επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, στο πλευρό του Βασίλη Τσιτσάνη. Τώρα πια δεν
ήταν η Σεβαστούλα Παπαδοπούλου! Τραγούδησαν στα κέντρα «Καλαμάκι» και στα
«Αστέρια», στην Αρετσού, και στους «Χορτατζήδες», δίπλα στο Καυταντζόγλειο. Το
κοινό τους αποθέωσε. Μετά επέστρεψαν στην Αθήνα, για εμφανίσεις και πάλι στο
«Φαληρικόν».
Ο δρόμος για τις Ηνωμένες
Πολιτείες και ηχογραφήσεις
Στη συνέχεια, ο
Κώστας Μπαλαχούτης γράφει για τις επιτυχίες της Σεβάς Χανούμ: «Το 1960, η Σεβάς
ταξιδεύει στην Αμερική. Στο πλευρό των μεγάλων μπουζουξήδων Γιάννη
Τατασσόπουλου και Μπέμπη (Δημήτρης Στεργίου), γνωρίζει μεγάλες δόξες.
Θα περάσει από τα
γνωστά ελληνικά κέντρα της Νέας Υόρκης Έλεν Ρεκόρ' και 'Γκρέτσιαν Πάλας'. Με
τους Μπέμπη και Σπόρο (Γιάννη Σταματίου) στο μπουζούκι, θα ηχογραφήσει έναν
μεγάλο δίσκο με κλασικές λαϊκές επιτυχίες ('Χρόνια τώρα μακριά σου λειώνω', των
Καζαντζίδη — Ατταλίδη— Χ. Βασιλειάδη, 'Θα πεθάνω γλυκιά μου αγάπη' του Γκούτη,
'Μες στον κόσμο ορφανός' του Καζαντζίδη, 'Μαχαρανή' του Βαγγέλη Περπινιάδη κ.
ά.), που αποδεικνύουν την ερμηνευτική της γκάμα και τη μεγάλη εκφραστικότητα
της φωνής της».
Οι νέες εμφανίσεις της μετά
την επιστροφή
Μετά από δύο χρόνια
(1962) επιστρέφει στην Ελλάδα και εμφανίζεται στο κέντρο «Απόψε φίλα με», στην
Καλλιθέα, με τον Πάνο Γαβαλά και την «αντίζηλο» της Καίτη Γκρέυ.
Με την τελευταία
συνυπήρξαν στου «Κεφάλα», στην Κοκκινιά, μαζί με τον Βαγγέλη Περπινιάδη, τη Ρία
Νόρμα, τον Στράτο Διονυσίου, τον Πέτρο Αναγνωστάκη και τη Μαριάννα
Χατζοπούλου.
Ακολούθησαν και άλλες συνεργασίες με τον
Μιχάλη Μενιδιάτη, τον άλλον Πόντιο καλλιτέχνη Νίκο Ξανθόπουλο, τον Σπύρο
Ζαγοραίο, τον Πέτρο Αναγνωστάκη, τον Στράτο Διονυσίου, τον Βασίλη Τσιτσάνη, στα
κέντρα «Μαντουμπάλα», «Παράδει σος», στο Αιγάλεω, «Βεντέτα» στη Θεσσαλονίκη κ.
α.
Στη δισκογραφία
είχε κατόπιν μικρή αλλά χαρακτηριστική παρουσία. Ξεχωρίζουν τα τραγούδια «Μόνο
τα βουνά δε σμίγουν» του Χρήστου Κολοκοτρώνη, «Της ορφανής το δάκρυ» του
Γκούτη και «Με τα λεφτά» του Περιστέρη.
Από το 1970 και
μετά έκανε μεγάλες περιοδείες στη Γερμανία, Αγγλία, Βέλγιο, Ολλανδία και
Γαλλία.
Αρκετά αργά την τίμησαν οι
Πόντιοι και το χωριό της
Μετά το 1975, περίπου,
η Σεβάς Χανούμ αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Υποβλήθηκε σε
χειρουργικές επεμβάσεις. Ήταν η περίοδος που θυμήθηκαν κάποιοι να την τιμήσουν.
Ανάμεσά τους το υπουργείο Πολιτισμού και η Ένωση Τραγουδιστών, που οργάνωσαν
συναυλίες προς τιμή της, ο δήμος Νεάπολης και η Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Αναμνηστική
πλακέτα για την προσφορά της στο τραγούδι, της απένειμε η κοινότητα
Κοκκινωγείων Δράμας.
Το 1984, ως ένα από
τα δέκα σημαίνοντα καλλιτεχνικά πρόσωπα της πόλης, μίλησε στο ραδιόφωνο και σε
εφημερίδες, με την ευκαιρία του γιορτασμού του 2.300 χρόνων της Θεσσαλονίκης
Για τελευταία φορά,
ντυμένη με ποντιακή φορεσιά, τραγούδησε μπροστά σε κοινό η Σεβάς Χανούμ το
1987, στην τιμητική συναυλία που οργάνωσαν η Αδελφότητα Κρωμναίων Καλαμαριάς
και η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης.
Γεμάτη πίκρα έφυγε
η Σεβάς Χανούμ από τη ζωή στις 18 Μαΐου 1990. Ο Νεαπολίτης, επίσης, Στράτος
Διονυσίου είπε για τη Σεβάς Χανούμ: «Αυτή
η γυναίκα ήταν από τις αυθεντικές λαϊκές τραγουδίστριες. Εγώ, δηλαδή,
προσωπικά, μπροστά στη Σεβάς Χανούμ βγάζω το καπέλο μου! Είναι από τις λίγες
γυναίκες που αγάπησαν αληθινά αυτή τη δουλειά!».
Πανος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου