Ο Νίκος και η Αφροδίτη Τελίδη επισκέφθηκαν επανειλημμένα τον Πόντο, γιατί
ένιωθαν βαθιά την επιθυμία να γνωρίσουν και να προσκυνήσουν τα χώματα, όπου
γεννήθηκαν και όπου έζησαν οι γονείς τους, κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής
τους.
Όταν αντίκρισαν τους τόπουs των γονέων τους και κάποιοι από τους εκεί εναπομείναντες εξισλαμισμένους (;) Έλληνες τους μίλησαν για πρόσωπα και πράγματα που έτυχε να γνωρίζουν, η συγκίνηση
ήταν τόσο μεγάλη που δεν άφηνε τη γλώσσα να εκφράσει όλα όσα εκείνες τις στιγμές
πλημμύριζαν τη σκέψη και προπάντων την καρδιά.
Αρκετές φορές χρειάστηκε να στρέψουν το
πρόσωπο σε άλλη μεριά, για να μην γίνει αντιληπτή από τους άλλουs η ταραχή που σπάραζε το
είναι τους, παρά
τη συμμετοχή τους σε χορούς και τραγούδια, που εκ πρώτης
όψεως δείχνουν αμεριμνησία και φυγή από τις σκληρές αναμνήσεις.
Όλα για αυτούς ήταν προγονική
πατρίδα, όλα για αυτούς ήταν χαμένες μέσα στην αχλή του απώτατου και του πρόσφατου παρελθόντος αγαπητές μορφές, οι οποίες ανακαλούσαν στη μνήμη όσα
οι Έλληνες του Πόντου αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν σε εκείνα τα μέρη και να ξεριζωθούν, για να ριζώσουν από την
αρχή στην προαιώνια πατρίδα, την Ελλάδα.
Η αποστολή της Μέριμνας Ποντίων Κυριών Θεσσαλονίκης είχε για αυτούς την ιδιαιτερότητα της ομαδικής εκδρομής, που συνδέει ανθρώπους, δημιουργεί φιλίες και κυρίως δίνει την ικανοποίηση να
μοιραστεί ο επισκέπτης εκείνων των τόπων τις συγκινήσεις του με άλλους και έτσι οι λύπες να μην βασανίζουν τόσο πολύ και οι χαρές να είναι διπλές, αφού είναι μοιρασμένες.
Η αποστολή αυτή,
τέλος, δεν ήταν
σαν τις άλλες, γιατί αυτή είχε έναν πολύ
σημαντικό σκοπό. Τώρα θα συναντούσαν οργανωμένα τους Έλληνες που ζουν ακόμη στη Γεωργία και θα αντάλλασαν μαζί τους σκέψεις, συγκινήσεις και αναμνηστικά δώρα, που
έδειχναν ότι οι απλοί Έλληνες της Ελλάδας δεν ξεχνούν τους ομογενείς τους, σε όποια άκρη του κόσμου και
αν ζουν, γιατί αυτοί οι Έλληνες
της διασποράς είναι
αίμα τους, είναι
ένα κομμάτι της Ελλάδας.