Από τον
Πόντο, όπου ζούσαν βαρύτατους χειμώνες διαρκείας, οι Έλληνες μετέφεραν στη
νέα τους πατρίδα, την Ελλάδα, τις συνήθειες και προπαντός τις εργασίες, που
αφορούσαν το γέμισμα του κελαριού τους (αποθήκη τροφίμων) με τρόφιμα που
αφθονούσαν κατά την περίοδο του καλοκαιριού.
Ήταν αναγκασμένοι να εξασφαλίσουν την
αυτάρκεια τροφίμων για να περάσουν τον βαρύ χειμώνα.
Άρχιζαν από τα τσίρα, τους αποξηραμένους καρπούς (δαμάσκηνα,
κορόμηλα, μήλα) και συνέχιζαν με τα γαλακτοκομικά, που ήταν άφθονα.
Αρχές φθινοπώρου, οπότε ωρίμαζαν τα αχράδα, τα αγριόκορτσα,
που αφθονούσαν, μάζευαν τους καρπούς και τους μετέφεραν, ακόμη και με τα
κάρα, για να φτιάξουν από αυτούς το πετιμέζι (πετμέζ’).
Με το νοστιμότατο αυτό γλυκό παρασκεύασμα γέμιζαν ειδικά
τεράστια πιθάρια και τα τοποθετούσαν μέσα στο κελάρι για τον χειμώνα. Στο
κελάρι τοποθετούσαν, σε διάφορα δοχεία, και τουρσιά, λάχανα, πιπεριές,
μελιτζάνες, που τις γέμιζαν με ψιλοκομμένα άλλα λαχανικά και μαϊντανό με
καρυκεύματα.
Όταν έφτανε ο Σεπτέμβριος, οπότε, κατά
κανόνα, τελείωνε ο αλωνισμός , άρχιζε η προετοιμασία των πληγουριών και των
κορκότων. Η προετοιμασία για την Παρασκευή πληγουριών και κορκότων έδινε ξεχωριστό
χρώμα στην καθημερινότητα των χωριών του Πόντου.
Άρχιζαν τα κοπανίσματα των πληγουριών και
των κορκότων, δηλαδή του σταριού, που οι νέοι τα έβλεπαν ως γιορτή. Και ήταν
γιορτή, γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να συναντιούνται νέοι και νέες στον χώρο της εγδής. Ήταν η εγδή μια σχετικά μεγάλη πέτρα, με αρκετό
λαξευμένο χώρο, μέσα στον οποίο τοποθετούσαν το αποξηραμένο, μετά το βράσιμο
και στέγνωμα, σιτάρι.
Από εδώ και πέρα, έπρεπε να αποφλοιωθεί
με τα συνεχή χτυπήματα μέσα στην εγδή. Το κοπάνισμα ήταν δουλειά των νεαρών,
αγοριών και κοριτσιών. Τα κορίτσια, μάλιστα, κοπανούσαν με το κοπάλ' μέσα στην
εγδή ναζιάρικα και κουνιστά.
Το
κοπάλ ήταν ένα ξύλο κυλινδρικό και αρκετά χοντρό, μέσα στο οποίο και κάθετα
έμπαινε και στερεωνόταν η λαβή του, που την κρατούσε ο χειριστής σαν τσεκούρι.
Την παρέα των κοπανιστών την αποτελούσαν, συνήθως, αγόρια και κορίτσια μαζί.
Κάθε Κυριακή, που κατά
κανόνα γίνονταν τα κοπανίσματα, ο χώρος της εγδής μετατρεπόταν σε νυφοπάζαρο.
Το κοπάνισμα γινόταν με τη σειρά στην
κοινή εγδή του χωριού. Τη σειρά του κάθε νοικοκυριού να χρησιμοποιήσει την
εγδή, την καθόριζε ο ή η κάτοχος της.
Το
δεύτερο στάδιο εργασιών και προετοιμασίας των πληγουριών ήταν πολύ πιο
ενδιαφέρον, για τους νέους και τις νέες πάντα.
Ήταν τα
αλέσματα. Το πληγούρι και το κορκότο, μετά την προετοιμασία τους, έπρεπε να αλεστούν
στους χειρόμυλους (χερομύλα), που ήταν δύο κυκλικές πέτρες, η μία πάνω στην
άλλη.
Η από
πάνω πέτρα είχε στο κέντρο της μια τρύπα, αρκετά μεγάλη, από την οποία έριχνε
με τις χούφτες, κατά μικρά χρονικά διαστήματα, το σιτάρι, η ταΐστρα νέα της
παρέας.
Οι
τέσσερις νέες κάθονταν, συνήθως, γύρω από το χερομύλ' και πιάνοντας την κάθετη
ξύλινη λαβή, που ήταν στερεωμένη σε μια άκρη της περιφέρειας της επάνω πέτρας,
τη γύριζαν. Έτσι γινόταν η άλεση (το άλεσμαν), με τραγούδια και γέλια. Η βραδιά
έπαιρνε μια γιορταστική όψη.
Η νοικοκυρά του σπιτιού ετοίμαζε το τραπέζι, το οποίο
στρωνόταν όταν τελείωνε το άλεσμα και με πρώτο πιάτο το πιλάφι με πληγούρι της
νέας παραγωγής και με ζωμό κόκορα. Απαραίτητη ήταν, συνήθως, και η πίτα ή κάτι
άλλο σχετικό από την ποντιακή κουζίνα.
Τη βραδιά εκείνη γινόταν και το έθιμο «Τη φαΐ το κλέψιμον.
Χρήστος Παπαδόπουλος
Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας
Γρεβενά