Η Μαλαματή Τραϊανού – Μητσοπούλου, όταν τη συναντήσαμε το
2003 στην ηλικία των 92 ετών, φαινόταν επιφυλακτική, στην αρχή, να μιλήσει για
τις περιπέτειες, τις δικές της και της οικογένειας της.
Μετά, όμως, από ολιγόλεπτη σκέψη και φανερά
συγκινημένη, απάντησε στις ερωτήσεις μας. Ένα ένα, πρόσωπα και γεγονότα, τα
ανέφερε, όπως έρχονταν στη μνήμη της.
Γονείς της ήταν ο
Ηλίας και η Ευφροσύνη Τραϊανού. Γεννήθηκε το 1911 στο Μέστερ της
Κωνσταντινούπολης (Τσατάλτζα). Έμεινε ορφανή από τον πατέρα της στα έξι της
χρόνια.
Ο πατέρας της σκοτώθηκε στον α' παγκόσμιο πόλεμο, το 1918. Οι Βούλγαροι
έκαψαν το σπίτι, όπου διέμενε η οικογένειά της. Έμειναν εννέα ορφανά στον δρόμο.
Ευτυχώς βρέθηκαν συγγενείς και φίλοι που πήραν μάνα και παιδιά στα σπίτια τους.
Τη μία αδελφή την πήρε στην Κωνσταντινούπολη η νονά του πατέρα τους. Εκεί
έμαθε και τη μοδιστρική.
«Εμένα», λέει
αναπολώντας, «με πήραν στο κονάκι, απέναντι από το σπίτι όπου μέναμε. Εκεί
πήγαινα και έτρωγα με τα δικά τους παιδιά, που ήταν στην ηλικία μου, και εκεί
έμαθα τα τουρκικά.
Όταν ήρθαν στα μέρη μας οι Βούλγαροι, με
έστειλαν και εμένα στην Κωνσταντινούπολη. Με έδωσαν σε μία οικογένεια, να κάνω
παρέα τα μικρά παιδιά τους και να με ταΐζουν.
Εκεί μάθαινα ότι οι Έλληνες περνούσαν με τους
Βουλγάρους χειρότερα από ό,τι με τους Τούρκους. Εγώ δεν τα έζησα, τα έμαθα.
Όταν ήρθαν οι Έλληνες, η εξαδέλφη μου παντρεύτηκε Έλληνα από τη Μυτιλήνη και με
πήραν εκεί.
Τη μητέρα μου την πήρε ο δεσπότης στην
Τσατάλτζα, με τα δύο μικρά παιδιά. Διαμένανε σε ένα δωμάτιο και η μητέρα μου
έγινε παιδονόμος και μαγείρευε για τα φτωχά παιδιά».
Στην Τσατάλτζα
ζούσαν μισοί Έλληνες και μισοί Τούρκοι, που είχαν χωριστά σχολεία. Η ίδια η κυρά
Μαλαματή δεν μπόρεσε να πάει στο σχολείο, παρά μόνον για λίγο καιρό. Θυμάται η
κυρά Μαλαματή: «Στο σχολείο ήταν δασκάλα η εξαδέλφη μου Σοφία. Επειδή τη φώναξα
μέσα στην τάξη με το όνομά της και όχι κυρία Σοφία, με τιμώρησε».
Στην Τσατάλτζα, που
απείχε από την Κωνσταντινούπολη δύο ώρες με το τρένο, υπήρχε μητρόπολη, εκκλησία
και πολλά παρεκκλήσια.
«Δεν ήταν καθαρή
πόλη, είχαν πολλή βρωμιά η Τσατάλτζα», λέει η κυρά Μαλαματή και προσθέτει:
«Αυτό τώρα το θυμάμαι και το καταλαβαίνω. Μόνον όταν θα έβγαινε ο δεσπότης για
να λειτουργήσει, καθάριζαν τους δρόμους. Δεν θυμάμαι, όμως, πολλά, γιατί ήμουν
μόνον έξι χρόνων όταν έφυγα.
Οι κάτοικοι ήταν αγρότες, που έκαναν
μποστάνια, σιτάρια, καλαμπόκια, ρεβίθια. Με τα γαϊδουράκια έκαναν όλες τις
δουλειές, όπως τις μεταφορές, το αλώνισμα, το μαγκανοπήγαδο για να βγάζουν
νερό. Είχε και νερά τρεχούμενα, με γούρνες μαρμάρινες, όπου έπλεναν τα ρούχα
από χοντρό ύφασμα. Εκεί ποτίζονταν και τα ζώα».
Στη Μυτιλήνη η κυρά
Μαλαματή έζησε πέντε χρόνια, μέχρι, δηλαδή, την ηλικία των ένδεκα χρόνων. Για
να έρθουν από τη Μυτιλήνη στη Θεσσαλονίκη, με ένα μεγάλο καράβι, έκαναν τρεις
μέρες.
«Εδώ βρήκα και τους
δικούς μου», λέει. «Έπρεπε να δουλέψω. Η πρώτη δουλειά που έκανα ήταν σε ραφείο
ανδρικών ρούχων, του κυρ Γιάννη. Μετά έμαθα να κεντώ στη μηχανή και πήρα και
δίπλωμα από τον Κοντογούρη.
Την κεντητική την
έμαθα καλά και πήγαινα σε σπίτια που είχαν μηχανές και δούλευα. Έβγαζα δουλειά
καλή και πληρωνόμουν καλά, ενώ με τάιζαν το μεσημέρι. Μάζεψα λίγα λεφτά από τη
δουλειά μου. Έπαιρνα 8 έως 10 δραχμές, από τις οποίες έδινα 2 δραχμές στο
τραμ, 3 δραχμές κρατούσα για να πάρω μηχανή και τα υπόλοιπα τα έδινα για τα
έξοδα του σπιτιού.
Όταν μάζεψα αρκετά χρήματα, πήρα μηχανή με δόσεις. Εγγυητής ήταν ο
κουνιάδος της αδελφής μου. Μετά έκανα δική μου δουλειά και άρχισα να βγάζω και
δικά μου σχέδια, βάζοντας τα ανάλογα χρώματα. Κεντούσα στη μηχανή προίκες
ολόκληρες, που ήταν τότε της μόδας».
Στην οδό Αγίου
Δημητρίου, όπου έμενε η οικογένειά της, περνούσαν, ιδίως τη νύχτα, πολλά κάρα,
με βόδια ή με άλογα, που μετέφεραν λαχανικά και έκαναν πολύ θόρυβο πάνω στο
χαλικόστρωτο καλντερίμι.
«Δούλευα τότε»,
λέει η κυρά Μαλαματή, «κοντά στον κινηματογράφο 'Πατέ' (απέναντι από το μνημείο
για τον βασιλιά Γεώργιο, στην αρχή της οδού Παρασκευοπούλου) και έπαιρνα το
τραμ.
Ένα πρωί, πήγα να αγοράσω κάτι και άκουσα
κάποιον μεγαλύτερο μου να με φωνάζει. Με ρώτησε που μένω και αν έχω αδελφό.
Του είπα ότι ο αδελφός μου δουλεύει στο ξενοδοχείο 'Μπρίστολ', (κοντά στην
πλατεία Ελευθερίας). Πήγε και τον βρήκε και με ζήτησε για γυναίκα.
Δεν ήθελα, γιατί ήμουν μικρή. Επέμενε εκείνος
και έλεγε 'Θα την πάρω ή θα την κάψω'. Φοβήθηκα, επειδή είχε γίνει κάτι τέτοιο
στη Μυτιλήνη. Μια μέρα με περίμενε με άμαξα και με φίλους του κοντά στο σπίτι.
Με άρπαξαν. Φώναξα 'ελάτε στο σπίτι να με ζητήσετε και θα δεχτώ'. Έτσι τον
παντρεύτηκα. Είχαμε 13 χρόνια διαφορά, αλλά με αγαπούσε πολύ».
Ο άνδρας της, ο
Γιάννης Μητσόπουλος, πριν παντρευτούν, την πήγε στην Καστοριά, όπου ήταν οι
γονείς του. Αυτός ήταν μουσικός, έπαιζε κιθάρα. Η ζωή στην Καστοριά ήταν
διαφορετική από αυτήν που έζησε η κυρά Μαλαματή. Επαιζαν με τον αδελφό του και
άλλους σε κέντρα και σε εκδηλώσεις. Όταν γνώρισε εκείνος τον εξάδελφο της κυρά
Μαλαματής, που τραγουδούσε ωραία, έκαναν και καντάδες, που, εκείνη την εποχή,
ήταν της μόδας.
Η κυρά Μαλαματή
θυμάται: «Παντρευτήκαμε το 1928 και μείναμε στη Θεσσαλονίκη. Μετά κάναμε
παιδιά, τον Παναγιώτη το 1930, τον Νίκο το 1931, την Αρετή το 1938 και τον Ηλία
το 1946. Μεγάλωσα και το ορφανό του αδελφού μου. Έχω 4 εγγόνια και 5 δισέγγονα,
που με αγαπούν και τα αγαπώ πιο πολύ και από τα παιδιά μου».
Για τις σχέσεις της
με τη μουσική δίστασε για λίγο να απαντήσει. Ύστερα είπε: «Ο πατέρας μου ήταν
μουσικός, έπαιζε μαντολίνο, που το βρήκα και το κράτησα. Εγώ δεν τον χάρηκα
τον πατέρα μου. Φαίνεται ότι η μουσική είναι στο αίμα μας. Εγώ, μικρή, τραγουδούσα και είχα
έναν τενεκέ που το έκανα τύμπανο.
Τραγουδούσα για τα τουρκάκια που τα πρόσεχα,
τότε. Έμαθα σιγά σιγά μαντολίνο. Με το πεταμένο μαντολίνο του πατέρα μου έμαθα
εγώ και τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Κάναμε το Ωδείο Βορείου Ελλάδος, με
αρκετά παραρτήματα και αναγνωρισμένο από το κράτος. Βοήθησε και ο άντρας μου,
αλλά πέθανε νωρίς, το 1963».
Στο Πανόραμα ζει η
οικογένειά της από το 1989. Το γνώριζαν, όμως, από πριν, γιατί πήγαιναν για
παραθέριση εκεί. Έβγαλε και μας έδειξε αρκετές φωτογραφίες και τραγούδησε
καντάδες, παραδοσιακά τραγούδια, παιδικά νανουρίσματα και ένα τουρκικό. Όσο
διαρκούσε αυτό, το πρόσωπο της κυρά Μαλαματής έδειχνε πονεμένο και νοσταλγικό.
Επιμέλεια Νίκου Τελίδη
Συγγραφέα - Σύλλέκτη