Για τους Αρμένηδες, μελετούσαν άλλα «μέτρα» οι Νεότουρκοι, πιο αποτελεσματικά. Έτσι, τον δεύτερο χρόνο του πολέμου —1915— βρίσκοντας αφορμή κάποιο κίνημά τους στο Βαν, αποφασισαν τον αφανισμό τους με την γενική σφαγή.
Προσεχτικοί, ωστόσο, δεν πήραν με το άγριο τους Αρμένηδες για να μη βρεθούν μπροστά σε αναπάντεχη αντίσταση. Δουλέψανε με σύστημα, σοφά, μελετημένα, αρχίζοντας καλοσυνάτα με μια πολύ καθώς πρέπει επίσημη «δήλωση», που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, κι όπου εξηγούσαν πολύ ευγενικά, ότι, τίποτα δεν είχε να φοβηθεί κανένας Αρμένης γιατί τα «εξαιρετικά μέτρα τα οποία αναγκάζεται να λάβει το Κράτος» αποβλέπουν στην εξασφάλιση... της ησυχίας και της ασφάλειας όχι μόνο των Τούρκων, αλλά και των ίδιων των Αρμένηδων.
Αληθινό μνημείο υπουλότητας είναι η «δήλωση» που δημοσιεύτηκε στις 13 Ιουνίου 1915, γι' αυτό κι αξίζει να μεταφέρω εδώ μερικές από τις ανεξίκακες γραμμές της:
«Οι συμπολίται μας Αρμένιοι —άρχιζε— συνεπεία εξωτερικών εισηγήσεων παρασυρόμενοι εις σφαλεράς και ανατρεπτικάς ιδέας, διαταράσσουσι την ιδίαν αυτών ησυχίαν και τα συμφέροντα, συνάμα δε την ησυχίαν και την ασφάλειαν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Γι' αυτό λοιπόν:
«... Το Κράτος ευρέθη εις την ανάγκην να αποστείλη την Αρμενικήν Κοινότητα (έθνος) εις μέρη τα οποία έχει ετοιμάσει εις τας Γενικάς Διοικήσεις του εσωτερικού, ίνα κατοικήσουν εκεί μέχρι τέλους του πολέμου. Ούτω αποφασίζεται:
1) Εξαιρουμένων των ασθενών, άπαντες οι Αρμένιοι είναι υποχρεωμένοι πέντε ημέρας μετά την παρούσαν δήλωσιν, ν' αναχωρήσουν συνολικώς κατά χωρία και συνοικίας υπό την φρούρησιν και συνοδείαν της χωροφυλακής.
2) Κατά την αναχώρησιν αυτών είναι ελεύθεροι να συναποκομίσουν εκ των κινητών όσα επιθυμούν, απαγορεύεται όμως να πωλούν τα κτήματα και τας γαίας αυτών και τα περιπλέον κινητά και να τ' αφήνουν εις τον μεν και τον δε. Διότι της απουσίας αυτών ούσης... προσωρινής (!) θα φυλαχθώσιν εις δέματα εντός στερεών και υπό την επιτήρησιν της κυβερνήσεως φυλαττομένων οικοδομών, κατά δε την... επιστροφήν των (!) θα επιστραφούν αυτούσια εις αυτούς τους ιδίους.
3) Δια την εξασφάλισιν της καθ' οδόν ησυχίας αυτών ητοιμάσθησαν ξενώνες (χάνια) και κατάλληλα οικήματα και συνεπληρώθησαν τα μέτρα της ασφαλούς αφίξεως αυτών εις τας προσωρινάς αυτών κατοικίας χωρίς να εκτεθούν εις καμμίαν υπερβασίαν και επίθεσιν.
4) Κατά των επιτιθεμένων κατά της περιουσίας, της ζωής και της τιμής ενός ή περισσοτέρων Αρμενίων τα αποσπάσματα της χωροφυλακής θα κάμουν χρήσιν των όπλων, όσοι δε εξ αυτών συλληφθούν ζώντες, θα αποσταλούν εις το στρατοδικείον και θα καταδικασθούν εις θάνατον».
Τόσο πολύ, δηλαδή, θα φρόντιζε το τουρκικό κράτος για την προστασία της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των Αρμένηδων, ώστε δήλωνε επίσημα ότι όποιος Τούρκος πείραζε στο δρόμο Αρμένη, θα... τουφεκιζόταν επί τόπου.
Για το πώς κρατήθηκε τούτη η υπόσχεση και πώς εφαρμόστηκε η «επίσημη δήλωση» μας δίνει μια σύντομη, αλλά επιγραμματική περιγραφή —στα «Χρονικά του Πόντου»— ο τότε μητροπολίτης της Τραπεζούντας, Χρύσανθος, που έζησε τα γεγονότα:
«... Την ιδίαν ημέραν της δημοσιεύσεως της επισήμου δηλώσεως περί εξώσεως των Αρμενίων, γράφει, περί τους 300 εκ των ζωηροτέρων νέων Αρμενίων συλληφθέντες, ετέθησαν εντός φορτηγίδος, ήτις μετά την δύσιν του ηλίου ηνήχθη εις το πέλαγος έναντι των Πλατάνων, και εκεί εσφάγησαν όλοι υπό των δια βενζινοπλοίου παραπλευσάντων τη φορτηγίδι τσετέδων, τα δε πτώματα των φονευθέντων ερρίφθησαν εις την θάλασσαν.
Την παραμονήν της εξώσεως Αρμένιαι μητέρες έξαλλοι και μόλις δια της εισπνοής αιθέρος συγκρατούμεναι, παρέθετον τας θυγατέρας αυτών εις την μητρόπολιν προς διαφύλαξιν.
Ούτω πολυάριθμοι θυγατέρες Αρμενίων επλήρωσαν τον μητροπολιτικόν οίκον φιλοξενούμεναι εν αυτώ και παραμυθούμεναι. Την επομένην όρθρου βαθέος ήρχισεν η κατά ομάδας έξωσις των Αρμενίων και η μετά την εκ Τραπεζούντος έξοδον βαθμιαία αυτών σφαγή.
Ο έξω της Τραπεζούντος και ανατολικώς αυτής ρέων ποταμός Πυξίτης ή Δαφνοπόταμος (Ντεγιρμέν ντερέ) επληρώθη πτωμάτων. Οι παίδες των Αρμενίων επιβιβαζόμενοι εις λέμβους και φορτηγίδας, ερρίπτοντο εις την θάλασσαν και επνίγοντο.
Εις την περιφέρειαν του Χαμσίκιοϊ, παρά τας υπωρείας του όρους Ζαβουλών, οι εις τα εργατικά τάγματα άμα τη επιστρατεύσει καταταχθέντες Αρμένιοι, ετυφεκίσθησαν πάντες εντός τάφρων, ας υπεχρεώθησαν οι ίδιοι να ορύξωσιν εις βάθος εξικνούμενον μέχρι της οσφύος αυτών. Τα οροπέδια του Παρυάδρου είχον καλυφθή υπό πτωμάτων ανδρών και γυναικών Αρμενίων...».
Χρειάζεται, ωστόσο, να σταματήσω λίγο στο σημείο τούτο για να δώσω μια κάπως γενικότερη εικόνα της τραγωδίας με μερικές επίσημες μαρτυρίες που είδαν το φως της δημοσιότητας από την εποχή εκείνη.
Υπάρχει ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο «Τα απομνημονεύματα του Ναΐμ μπέη» —ελληνική μετάφραση και επανέκδοση του «Πανελληνίου Συλλόγου των Ορθοδόξων Αρμενίων»— όπου βρίσκει κανένας το πιο φοβερό υλικό της τραγωδίας και τα πιο ανατριχιαστικά περιστατικά, ιστορημένα απ' τον Τούρκο Ναΐμ μπέη, που είχε διοριστεί γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Απελάσεων του Αλέππο, απ' όπου θα περνούσαν τ' ατέλειωτα καραβάνια των μελλοθανάτων για να οδηγηθούν προς τον τόπο του μαρτυρίου, που ήσαν οι στέπες της Μεσοποταμίας.
Για τον τόπο τούτον θα μας μιλήσει αργότερα ένας Γερμανός μάρτυρας της τραγωδίας μ' αυτά τα λόγια:
«Είναι μια έκταση από γκρίζα πέτρα, γυμνή βραχώδης γη, κατεστραμμένες όχθες ξερών ποταμιών, της οποίας οι μόνοι κάτοικοι είναι οι Βεδουίνοι, στεγνοί από κάθε ανθρώπινο αίσθημα.
Όλη αυτή η έκταση είναι εκτεθειμένη σ' έναν ανελέητο ήλιο, σε ατέλειωτες φθινοπωρινές βροχές και σκληρές χειμωνιάτικες νύχτες, που δεν αφήνουν τίποτε άλλο πίσω τους παρά πυκνά στρώματα πάγου.
Εκτός απ' τα δυο μεγάλα ποτάμια της η χώρα αυτή δεν έχει νερό. Τα ελάχιστα μικρά χωριά της μόλις καταφέρνουν να ζήσουν τους λιγοστούς Βεδουίνους, που καταρρακωμένοι απ' τη φτώχεια τους, βλέπουν τον επισκέπτη μόνο σαν λεία τους».
Ο τόπος αυτός ήταν εκείνος όπου το τούρκικο κράτος είχε αποφασίσει να στείλει την Αρμενικήν Κοινότητα... «να κατοικήσει... προσωρινώς». Ως που να φτάσουν, όμως, εκεί τα κοπάδια των δυστυχισμένων, οι Τουρκικές αρχές, έχοντας μυστικές διαταγές του Κομιτάτου των Νεοτούρκων, φρόντιζαν να τα εξοντώνουν μ' όλους τους τρόπους, καθώς σερνόντουσαν με την ψυχή στα δόντια στους ατέλειωτους δρόμους της θανατερής πορείας.
Ο μικρός τόμος με τ' απομνημονεύματα και τα επίσημα στοιχεία του Ναΐμ μπέη συμπληρώνεται με μια ανοικτή επιστολή του Γερμανού Αρμίντ Βέγκνερ, αυτόπτη μάρτυρα της σφαγής, που δημοσιεύτηκε στις 19 Ιανουαρίου 1919 κι απευθύνεται προς τον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον. Η επιστολή αυτή δίνει την τραγωδία σ' όλη την έκτασή της και λέει στα κυριώτερα σημεία της:
«Ως αυτόπτης μάρτυς της φοβερής καταστροφής του Αρμενικού έθνους, από της απαρχής της στις εύφορες πεδιάδες της Ανατόλια, μέχρι της τελικής εξοντώσεως των θλιβερών επιζησάντων στις όχθες του Ευφράτη, θεωρώ χρέος μου να εκθέσω τις απαίσιες εκείνες σκηνές που είδα με τα ίδια μου τα μάτια κατά την διάρκεια δύο περίπου ετών και οι οποίες δεν πρόκειται ποτέ ν' απαλειφθούν από την μνήμη μου.
... Όταν η τουρκική κυβέρνηση την άνοιξη του 1915 άρχισε την εκτέλεση του διαβολικού της σχεδίου για την εξάλειψη ενός εκατομμυρίου Αρμενίων, όλα τα έθνη της Ευρώπης αιμορροούσαν ακόμη από το πρόσφατο πλήγμα το οφειλόμενο στην τραγική και κοινή παρεξήγηση και δεν υπήρχε κανείς που να ήταν σε θέση να εμποδίσει τους Τούρκους τυράννους στην εκτέλεση μέχρις εσχάτων αυτού του σχεδίου που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις πράξεις ενός σχιζοφρενούς.
Και έσυραν όλους αυτούς τους ανθρώπους — άνδρες, γυναίκες, ανήμπορους γέρους, παιδιά, εγκύους μητέρες και άκακα μωρά— στην Αραβική έρημο με κανένα άλλον σκοπόν παρά να τους αφήσουν να πεθάνουν από την πείνα.
...Πήραν τους Αρμενίους από τις κατοικίες όπου είχαν ζήσει για περισσότερο από δύο αιώνες, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Αυτοκρατορίας, από τις ορεινές περιοχές μέχρι τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και την εύφορη γη του Νότου και τους ανάγκασαν να προχωρήσουν μέχρι αυτή την έρημο, με τον απώτερον σκοπό να τους μεταφυτέψουν κυριολεκτικά στην παράξενη αυτή γη.
Ακόμη και αν ήταν ο σκοπός αυτός ο πραγματικός, είναι αντίθετος σε κάθε ανθρώπινο αίσθημα. Κτυπούσαν τους άνδρες με τα ρόπαλα, τους έδεναν μεταξύ τους με σχοινιά και αλυσίδες και τους έριχναν στα ποτάμια ή τους γκρέμιζαν στις χαράδρες με σπασμένα μέλη.
Τα γυναικόπαιδα τα πουλούσαν στις αγορές των σκλάβων. Έσερναν τους γέρους και τα αγόρια με φοβερές απειλές στα καταναγκαστικά έργα. Ούτε όμως αυτά ήταν αρκετά. Κάνοντας το έγκλημά τους ακόμη πιο ανεξίτηλον, έσερναν τους ανθρώπους αυτούς, αφού τους είχαν πάρει τους αρχηγούς και τους εμψυχωτάς τους, έξω από τις πόλεις που ζούσαν, σε οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, μισόγυμνους.
Λεηλατούσαν μπροστά στα μάτια τους τα σπίτια τους, έκαιγαν τα χωριά τους, κατέστρεφαν τις εκκλησιές ή τις έκαναν τζαμιά, άρπαζαν τα κοπάδια τους, τα αμάξια τους, και το ψωμί από τα χέρια των θυμάτων τους και τα ρούχα από πάνω τους.
Οι αξιωματούχοι —στρατιωτικοί, πολίτες, ακόμη και βοσκοί— παράβγαιναν ο ένας τον άλλον στο όργιό τους αυτό της σφαγής και της καταστροφής, τραβώντας έξω από τα σχολεία ορφανά κορίτσια για να τα χρησιμοποιήσουν στον κορεσμό των κτηνωδών επιθυμιών τους, έδερναν με ρόπαλα γυναίκες που πέθαιναν ή που περίμεναν παιδί, οι οποίες ούτε να συρθούν δεν ήταν ικανές.
Τις χτυπούσαν, μέχρι που έπεφταν οι ταλαίπωρες στο δρόμο και πέθαιναν εκεί, μετατρέποντας το χώμα σε ματωμένη λάσπη. Οι ταξιδιώτες που περνούσαν από το δρόμο γύριζαν τα μάτια τους αλλού για να μη βλέπουν αυτό το απαίσιο κοπάδι που ήταν συνέχεια σε κίνηση με τόσο άγριες φοβέρες.
Και στα χάνια που σταματούσαν εύρισκαν νεογέννητα μωρά που μόλις είχαν ταφή στην αυλή και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κομμένα κεφάλια αγοριών, που τα είχαν σηκώσει σε διαμαρτυρία για τα μαρτύριά τους.
Ομάδες που όταν ξεκίνησαν από την πατρική τους γη στην ορεινή Αρμενία αποτελούνταν από χιλιάδες, μόλις που έφταναν μερικές εκατοντάδες στο Αλέππο, ενώ οι περιοχές που ήσαν πάνω στο δρόμο τους ήταν σκεπασμένες από πρησμένα, μαυρισμένα πτώματα, που μόλυναν την ατμόσφαιρα έτσι όπως ήσαν αφημένα, βιασμένα, γυμνά.
Άλλα τα πετούσαν στον Ευφράτη για να θρέψουν τα πεινασμένα ψάρια. Καμιά φορά οι χωροφύλακες τους ρίχναν για να διασκεδάσουν μερικά ξεροκόμματα, που δεν έκαναν τίποτ' άλλο παρά να παρατείνουν το μαρτύριό τους.
Ακόμα και μπροστά στις πύλες του Αλέππο δεν τους άφηναν να ξεκουραστούν. Για λόγους σκοπιμότητας οι ομάδες αυτές σέρνονταν συνεχώς, ξυπόλυτες, επί χιλιάδες μίλια, κάτω από ένα καυτερό ήλιο, μέσα από τους βράχους και τις στέππες, εξαντλημένες απ' τον πυρετό και τις αρρώστειες, μέσα από τροπικά έλη, στην αγριάδα της ερήμου.
Πέθαιναν εκεί, κατακρεουργημένοι από τους Κούρδους, λεηλατημένοι απ' τους χωροφύλακες, τουφεκισμένοι, δηλητηριασμένοι, στραγγαλισμένοι, θερισμένοι απ' τις επιδημίες, πνιγμένοι, θύματα της πείνας και της δίψας. Τα πτώματά τους έμεναν εκεί για να σαπίσουν ή για να φαγωθούν απ' τα τσακάλια.
Τα παιδιά πέθαιναν από το κλάμα, άντρες έριχναν τα κορμιά τους στους βράχους, μάνες πετούσαν τα παιδιά τους ή έπεφταν μαζί τους στον Ευφράτη, τραγουδώντας. Πέθαναν όλους τους θανάτους του κόσμου, τους θανάτους όλων των εποχών...
Λόφοι ολόκληροι από σώματα ήσαν στοιβαγμένα στο καραβάν σεράι, μισοπεθαμένα, περιμένοντας το τέλος τους, χωρίς να βρεθεί κανένας να τους λυπηθεί. Πόσον καιρό μπορούσαν να κρατήσουν ακόμα την ταλαίπωρη ύπαρξή τους, ψάχνοντας για κανένα κόκκο καλαμπόκι μέσ' στις τροφές των ζώων ή τρώγοντας ωμά τα ξεραμένα χόρτα; Όλα αυτά, όμως, είναι ελάχιστα παραδείγματα απ' όσα έχω δει και απ' όσα έχω ακούσει.
... Η Τουρκία έχει απαρνηθεί για πάντα το δικαίωμα να αυτοκυβερνάται".
Δημήτρης Ψαθάς
Απόσπασμα από την "ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου