Για έναν αδιευκρίνιστο λόγο, όσοι αναφέρονταν ή και
μέχρι σήμερα αναφέρονται στον Ανανία Νικολαΐδη, συνοδεύουν τον λόγο τους με τη
γλυκιά προσωνυμία του παππού.
Ίσως γιατί ο Ανανίας Νικολαΐδης είχε πολλά εγγόνια,
που τον λάτρευαν και διέχυσαν την αγάπη τους και την εμπιστοσύνη τους μέσα στην
Πτολεμαΐδα και παντού, ίσως γιατί αυτός επιδείκνυε τη στοργή και την αγάπη του
σε όλους που την χρειάζονταν.
Τελικά ο Ανανίας Νικολαΐδης θεωρήθηκε ο παππούς όλων
όσων αγάπησαν τον Πόντο. Γιαυτό, «Διέβη τον Αχέροντα ο παππούς Ανανίας» έγραψε
και ο Γαβριήλ Θ. Λαμψίδης στο «Βήμα της Ευξείνου Λέσχης» Θεσσαλονίκης,
αποχαιρετώντας τον για το οριστικό του ταξίδι στην αιωνιότητα.
Η ζωή του ένας συνεχής αγώνας
Η ζωή του Ανανία Νικολαΐδη, πριν και μετά την προσφυγιά,
υπήρξε μία συνεχής περιπέτεια και ένας συνεχής αγώνας. Γεννημένος στην
Κορόνιξα, της επαρχίας Τορούλ (Άρδασσας), το 1888, ευτύχησε να έχει πατέρα
δάσκαλο, κοντά στον οποίο έμαθε τα πρώτα γράμματα, για να εξασκήσει και αυτός
τη δασκαλική στην πατρίδα, για δώδεκα χρόνια, περίπου.
Όμως, όταν τα ρωσικά στρατεύματα έφτασαν στην
περιοχή και εκκένωσαν το χωριό του, για λόγους στρατιωτικούς, αναγκάστηκε να
καταφύγει στην Τραπεζούντα, όπου υποχρεώθηκε, μαζί με τον αδελφό του Βασίλη,
να λειτουργήσει εστιατόριο.
Δεν πρόλαβε, ωστόσο, καλά καλά να οριστικοποιήσει την
παραμονή του εκεί και επήλθε η αλλαγή στην Ρωσία, με την Οκτωβριανή
επανάσταση, οπότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση της απόσυρσης των ρωσικών
στρατευμάτων από τα κατεχόμενα εδάφη και η επιστροφή της εξουσίας στο τουρκικό
κράτος.
Αυτό τον ανάγκασε να καταφύγει στην Κριμαία, όπου, επίσης, οι συνθήκες
της ζωής ήσαν ανώμαλες και δεν επέτρεπαν την αποκατάστασή του, για να βρει
τελική διέξοδο την καταφυγή του στην Ελλάδα.
Έπλεαν ευτυχισμένοι προς την Ελλάδα
Το Πάσχα του 1919, ο Ανανίας Νικολαΐδης και τα
υπόλοιπα δεκατρία μέλη της οικογενείας του, της οποίας ήταν ο προστάτης και
είχε την ευθύνη τους, έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας, γιορτάζοντας διπλή Λαμπρή,
όπως ο ίδιος έλεγε, τη μία της Χριστιανοσύνης και την άλλη της ένταξής τους
«στην αγκαλιά της μητέρας πατρίδας».
Το νησί του Αργοσαρωνικού Σπέτσες ήταν ο τόπος της
εγκατάστασης της οικογένειας του Ανανία για εννέα και πλέον μήνες.
Στο
διάστημα αυτό διερευνούσε και εντόπιζε τις δυνατότητες της τελικής του
εγκατάστασης και αποκατάστασης. Ο ειρηνοδίκης Σπετσών τον πίεζε με φορτικότητα
να υποβάλει αίτηση και από την επομένη σχολική χρονιά να διοριστεί δάσκαλος
εκεί, όμως ο παραδοσιακός σεβασμός προς τον πατέρα του, ο οποίος αναζητούσε
αγροτική αποκατάσταση στη Μακεδονία και η ανάγκη να παραμείνει αρραγής η
ενότητα της οικογένειας, δεν επέτρεψαν στον Ανανία να αποφασίσει διαφορετικά.
Επιθυμία του πατέρα για εγκατάσταση στα Καϊλάρια
Σεβόμενος την επιθυμία του πατέρα του, αναχώρησε οικογενειακώς
για τα τότε Καϊλάρια (σήμερα Πτολεμαΐδα), προκειμένου να εξασφαλίσει την αγροτική
αποκατάστασή του και να επιδοθεί στη γεωργία, την οποία, βεβαίως, δεν γνώριζε,
όπως και πολλοί Πόντιοι.
Η επιλογή της Πτολεμαΐδας οφειλόταν στη φήμη της για
το ξηρό και υγιεινό κλίμα της, αλλά και την παραγωγικότητα των εδαφών της, που
ήταν γνωστά ως ο σιτοβολώνας της Δυτικής Μακεδονίας.
Στην Πτολεμαΐδα, στο πρόσωπο του Ανανία,
επιβεβαιώθηκε η πάγκοινη αλήθεια της αξίας των γραμμάτων. Μία επίσκεψη στα
γραφεία Εποικισμού της πόλης στάθηκε η αφορμή να αρχίσει η ενασχόλησή του με τα
διοικητικά της εποχής.
Οι ικανότητές του αναγνωρίστηκαν, συνεργάστηκε στο
γραφείο του Εποικισμού, περιστασιακά, αργότερα δε και παράλληλα στο γραφείο του
τοπικού δικηγόρου και τέλος προσλήφθηκε γραμματέας σε τέσσερα
τουρκοκρατούμενα, ακόμη, χωριά της περιοχής.
Ακόμη δεν είχε γίνει η λεγομένη ανταλλαγή των
πληθυσμών και η γνώση της τουρκικής γλώσσας αποτελούσε ιδιαίτερο προσόν
για τον Ανανία, ώσπου έγινε ο μεγάλος χαλασμός, η μικρασιατική καταστροφή και
η λεγόμενη ανταλλαγή πληθυσμών.
Οι μουσουλμάνοι της περιοχής ετοίμαζαν την αναχώρησή
τους, ενώ πλήθη προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και τη Θράκη κατέφθαναν
καθημερινά στα Καϊλάρια, όπου ήδη είχαν καταφθάσει και εγκατασταθεί άλλοι
πρόσφυγες από τον Καύκασο, τη Ρωσία και αλλού.
Τότε έδειξε την ανθρωπιά και την αντοχή του
Τότε ήταν που ο παππούς Ανανίας έδειξε την αντοχή του,
την ανθρωπιά του και τις ικανότητές του, βοηθώντας τους συμπατριώτες του, με
οποιονδήποτε τρόπο. Αργότερα, και με την επιμονή όλων των παραγόντων της πόλης,
παραιτήθηκε από τον Εποικισμό για να δεχθεί τη θέση του γραμματέα της τότε
κοινότητας Καϊλαρίων, θέση από την οποία και συνταξιοδοτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου
1945, χωρίς, ωστόσο, να παύσει να προσφέρει στον δήμο, πλέον, τα προϊόντα των
γνώσεων και της πείρας του, χωρίς καμία αμοιβή.
Δεν αναμείχθηκε στην ψυχοφθόρα πολιτική
Ο Ανανίας Νικολαϊδης δεν αναμείχθηκε στα πολιτικά
πράγματα. Προσέφερε τις υπηρεσίες του από το μετερίζι του υπαλλήλου, χωρίς να
έχει αναμειχθεί στην ψυχοφθόρα πολιτική.
Την κατεύθυνση και συμβουλή αυτήν έδωσε και στα
παιδιά του. Ήταν προοδευτικός και δεν το έκρυβε ότι ανήκε στην φιλελεύθερη
παράταξη. Διατρέχοντας δε μερικά από τα τελευταία χειρόγραφά του, διαπίστωσα
με χαρούμενη έκπληξη ότι ο Ανανίας Νικολαΐδης δεν έμεινε κολλημένος στην
παραδοσιακή καθαρεύουσα, την οποίαν είχε διδαχθεί, και με την οποίαν είχε γαλουχηθεί
και μεγαλώσει.
Παρά την ηλικία του, άρχισε να γράφει στη δημοτική
πριν αυτή καθιερωθεί νομοθετικά, ως η γλώσσα του κράτους. Και είναι η δημοτική,
στην οποίαν έγραφε ο Ανανίας στρωτή, σωστή, χωρίς υπερβολές και ακροβασίες, με
εκπληκτική ομοιομορφία, αφήνοντας στον αναγνώστη την εντύπωση ότι αυτή ήταν η
γλώσσα του από τα παιδικά του χρόνια, ότι ποτέ δεν έγραψε στην καθαρεύουσα.
Έζησε με μέτρο και δεν προκάλεσε
Έζησε τη ζωή του ο Ανανίας Νικολαΐδης
με μέτρο. Δεν προκάλεσε. Αποτελούσε δε το υπόδειγμα του οικογενειάρχη.
Ο ίδιος, αυτοβιογραφούμενος,
γράφει τον Φεβρουάριο του 1979:
«Σαν οικογενειάρχης, με
κατανοητή συμβίωση εβδομήντα χρόνων με την σημερινή γριά μου, που με
συντροφεύει και στα γεράματα, μεγαλώναμε και έχουμε σε ζωή επτά μορφωμένα τέκνα,
μέχρι και απόφοιτο Μετσοβίου Πολυτεχνείου,
που κατά την προσχολική και μετασχολική περίοδο ανατροφής και
διαπαιδαγώγησης, τα είχαμε, όχι με πολυτέλειες, αλλά και χωρίς να τους λείψει
τίποτε, από τα όσα χρειάζονταν. Και μάλιστα, σπουδάζοντας να εξασκούνται και
σε χειρωνακτικές δουλειές.
Γιατί η πείρα από τις επιπτώσεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μας έμαθε να εκτιμήσουμε
την δύναμη της άσκησης. Γι' αυτό και σήμερα ακόμα, όλα έχουν τις
ανάλογες δεξιότητες».
Τα παιδιά και η οικογένεια βρίσκονταν στη μια μεριά
του ενδιαφέροντος του Ανανία Νικολαΐδη και ο Πόντος στην
άλλη. Αυτός ήταν εσωτερικός πόνος του
και ο μεγάλος καημός του.
Έγραψε πολλά για τον Πόντο σε
διάφορα έντυπα
Διακρίθηκε σε πνευματικούς διαγωνισμούς, όπου έλαβε βραβεία και επαίνους
για διάφορα έργα του. Το Σωματείο «Παναγία Σουμελά» τον ανακήρυξε «Ευεργέτη»
του, ενώ τόσο η «Εύξεινος Λέσχη Πτολεμαΐδας» όσο και ο «Σύλλογος Πτολεμαϊτών Θεσσαλονίκης» του
απένειμαν ειδικές τιμητικές αναμνηστικές πλακέτες.
Κορυφαίο έργο του ωστόσο αποτελεί το ακόμη χειρόγραφο πόνημά του
«Λαογραφία», για το οποίο η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε πρώτο
έπαινο με χρηματική αμοιβή.
Πλήρης ημερών έφυγε από τον κόσμο αυτόν ο Ανανίας. Το Δημοτικό Συμβούλιο
της Πτολεμαΐδας, με ομόφωνη απόφασή του, και προς τιμή του, μετονόμασε μία
κεντρική οδό της πόλης σε οδό Ανανία Νικολαΐδη.
Στιγμιότυπα από τη ζωή του Ανανία Νικολαΐδη
Η φήμη του Ανανία Νικολαϊδη ήταν
μεγάλη και διέτρεχε όλα τα χωριά. Η προθυμία δε και οι γνώσεις του πρόσθεταν στη
φήμη του και δύναμη που δεν είχε, ούτε επιδίωξε ποτέ να έχει. Οι
απλοί χωρικοί πίστευαν ότι την υπόθεσή τους μόνον ο Ανανίας μπορεί
να διεκπεραιώσει.
Δυσανάλογο προς τη φήμη του ήταν το μπόι του. Ο Ανανίας Νικολαΐδης
ήταν μετρίου αναστήματος, προς το κοντό. Γιαυτό, όταν τον γνώρισε
από κοντά μία χωρική είπε:
- Μώσε, μώσε, επέζεψα να
ακούω Ανανίας, Ανανίας. Εθάρρυνα να ελέπω έναν άντρα αψηλόν, ως εκεί απάν'. Ατός άμον τ'
εμάς έν'!
Το σπίτι του Ανανία Νικολαϊδη ήταν
ανοιχτό για όλους. Ιδιαίτερη πρόσβαση σε αυτό είχαν οι κατά καιρούς
συμμαθητές των παιδιών του. Η πλούσια βιβλιοθήκη του ήταν στη διάθεση όλων.
Έτσι, για κάθε σχολική εργασία, τα παιδιά προσέτρεχαν στο σπίτι του. Ρώτησα
τον Λευτέρη Κατωτοικίδη, συμμαθητή
του γιου του Ξενοφώντα, συνταξιούχο συμβολαιογράφο σήμερα, πώς τους
συμπεριφερόταν ο Ανανίας.
-Μάνα ήταν, απάντησε αυθόρμητα. Δεν μας ξεχώριζε από τα παιδιά του.
Μας
ενθάρρυνε. Συζητούσε μαζί μας. Μας συμβούλευε. Παρόλο που ήμασταν
άβγαλτα παιδιά και ντροπαλά, μπροστά του δεν αισθανόμασταν καθόλου άβολα.
Η αντιπαλότητα με τους ντόπιους
Τα δύσκολα εκείνα χρόνια μία αντιπαλότητα, άλλοτε φανερή και άλλοτε υποβόσκουσα,
υπήρχε μεταξύ των προσφύγων και των εντοπίων κατοίκων. Ένα περιστατικό
στάθηκε αφορμή να αλλάξει γνώμη ο Ανανίας.
Ήταν τότε περιστασιακός
συνεργάτης του Εποικισμού, πριν από τη λεγόμενη ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν
προθυμοποιήθηκε να πάει στη Θεσσαλονίκη για την εκτέλεση επείγουσας εργασίας
του τοπικού γραφείου.
Στον γυρισμό, ξέμεινε στο Αμύνταιο. Ο ίδιος, με
περισσή παλικαριά και ειλικρίνεια διηγείται, τον Απρίλιο του 1974, στον άλλον
λόγιο, εντόπιο κάτοικο του τόπου, Φώτη Βίττη:
«Όπως έψαχνα μέσο να κατεβώ στα Καΐλάρια, με πλησίασε ο ως τα τότε άγνωστός μου, αείμνηστος τώρα, Μιχαήλ Παληός και προσφέρθηκε αυθόρμητα να με
πάρει στο κάρο του, όπως
ήταν έτοιμος για τα Καΐλάρια, σαν
αγωγιάτης, με το αγώγιο φορτωμένο.
Δεν βρίσκω λόγια που να είναι
ικανά ν' αποδώσουν το ύψος του ανθρωπισμού που επέδειξεν ο ευλογημένος εκείνος άνθρωπος, να με
προστατεύσει από το τσουχτερό κρύο που έκανε τις ώρες εκείνες της
διαδρομής από Σόροβιτς -Καΐλάρια, πάνω στο κάρο του το πρώτο δεκαήμερο του Γενάρη
1920.
Τα αλτρουιστικά του αισθήματα φτάσανε σε σημείο που ν'αντιλαμβάνεται την ανεκδήλωτη ανάγκη
μου από κρύωμα στα πόδια. Να σταματάει στον δρόμο και να τυλίγει τα πόδια μου
μέσ' στ' άχυρα του ντορβά
του αλόγου. Αλλά και την ανιδιοτέλεια, να μην δέχεται αμοιβή, όταν φτάσαμε
στα Καΐλάρια.
Ανεξίτηλη παραμένει στην μνήμη μου η φιλαλληλία εκείνη του σχωρεμένου, που έγινε αφορμή να κάνουν τόπο
στην ψυχή μου οι γηγενείς».
Στον Εποκισμό χάριν του
Παντελή Μελανοφρΰδη
Ως περιστασιακός και άμισθος συνεργάτης του Εποικισμού, ο Ανανίας Νικολαΐδης άφησε τις καλύτερες
εντυπώσεις. Ακάματος και πρόθυμος και γιαυτό αποτελεσματικός.
Γιαυτό οι
παράγοντες του Εποικισμού (διευθυντής Δυτικής Μακεδονίας και ο νομογεωπόνος Κοζάνης), τον πίεζαν να
παραιτηθεί από γραμματέας των τεσσάρων κοινοτήτων, όπου υπηρετούσε, και να
υποβάλει αίτηση να προσληφθεί στον Εποικισμό, πράγμα που απέφευγε ο Ανανίας,
διότι θα μειώνονταν οι αποδοχές του και είχε εφτά παιδιά να μεγαλώσει.
Τότε
ήλθε στην Πτολεμαΐδα, προερχόμενος από το Λαύριο, ο
Παντελής Μελανοφρύδης, ο γνωστός
Πόντιος διανοούμενος, ο οποίος κι αυτός ζητούσε αγροτική αποκατάσταση, την
οποίαν, όμως, δεν μπορούσε να επιτύχει για κάποιους λόγους τυπικών κωλυμάτων.
Ως καλός συμπατριώτης ο Ανανίας, κάνοντας χρήση των γνωριμιών του, συνόδευσε
τον Παντελή Μελανοφρύδη στον
διευθυντή του Εποικισμού, στην Κοζάνη. Άλλο που δεν ήθελε ο
διευθυντής, έθεσε τον όρο του:
- Για να εφοδιασθεί με άδεια εγκατάστασης στα Καΐλάρια ο φίλος σου, θα μου υπογράψεις
πρώτα αίτηση διορισμού σου, ως επιστάτη Εποικισμού.
«Βρέθηκα μπροστά σε αδιέξοδο, τότε», διηγείται αργότερα ο ίδιος. «Υπέβαλα
αίτηση να προσληφθώ επιστάτης
και χορηγήθηκε άδεια στον Μελανοφρύδη».
Στον Εποικισμό έμεινε ο Ανανίας Νικολαΐδης από τον Οκτώβριο του
1923 μέχρι το τέλος του έτους 1924, οπότε προσλήφθηκε γραμματέας στην τότε
κοινότητα Καϊλαρίων, και
αργότερα δήμο Πτολεμαΐδας, από όπου συνταξιοδοτήθηκε το 1945.
Ιωάννης Φ. Κούσης
Δικηγόρος
Πτολεμαΐδα
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου