ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΊΑ
της επιχείρησης των Τούρκων στο Αγιούτεπε, ο Ραφέτ πασάς έστειλε τέσσερις χιλιάδες
στρατό, με κεφαλή το μιραλάι Αχμέτ μπέη, για να ξεκαθαρίσει, τουλάχιστον, την
περιοχή σιμά στο χωριό Κουρούκοξε, στα δυτικά της περιφέρειας, όπου δρούσαν οι καπετάνιοι Κεχαγιάς, Καρά Ηλίας και Βαρθολομαίος.
Ιστύλ Αγάς |
Ο Τούρκος συνταγματάρχης
πήρε για ενίσχυση τρία ορειβατικά κανόνια και ξεκίνησε. Οι τέσσερις χιλιάδες
στρατιώτες, βαδίζοντας ολόκληρη τη μέρα χωρίς διακοπή, με μπαϊράκια, νταούλια
και αμανέδες, έφτασαν στον προορισμό τους. Στρατοπέδευσαν ολόγυρα στο λημέρι
των ανταρτών και κοιμήθηκαν όλη τη νύχτα για να είναι ξεκούραστοι την άλλη
μέρα.
Τα χαράματα ήχησαν
οι σάλπιγγες και οι Τούρκοι ετοιμάστηκαν για την επίθεση. Η διαταγή του μιραλάι
ήταν αυστηρή και κατηγορηματική: Κανείς δεν έπρεπε να γυρίσει πισω στη βάση,
αν δεν πιάνονταν ή σκοτώνονταν προηγουμένως όλοι οι γκιαούρηδες οπλοφόροι!
Μετά την ανάγνωση
της διαταγής στους συγκεντρωμένους στρατιώτες, δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης.
Τα τουμπελέκια βροντολόγησαν, οι σάλπιγγες έσκισαν τον αέρα με τις στριγκλιές
τους, και οι μουσουλμάνοι ρίχτηκαν μπροστά κραυγάζοντας:
—Αλάα ! Αλάαα!
Άλάααα. . .
Σε λίγο έπαιρναν τα μονοπάτια και ανηφόριζαν ορμητικά προς τις θέσεις των Ρωμιών. Μετά τους αλαλαγμούς,
τους ήχους των νταουλιών και των σαλπίγγων, ακούστηκαν σε λίγο και οι πυροβολισμοί. Ακολούθησαν οι ριπές των μυδραλιοβόλων και οι βολές του πυροβολικού που σκόπευαν να βγάλουν από τους κρυψώνες τους αντάρτες και να τους
αναγκάσουν να απαντήσουν για να προδώσουν τις θέσεις τους. Μα η ώρα περνούσε
χωρίς να ακουστεί από τη μεριά τους κανένας πυροβολισμός.
Ο Αχμέτ μπέης
βημάτιζε νευρικά έξω από τη σκηνή του και χτυπούσε τις μπότες του με το μαστίγιο. Κουβέντιαζε με τον υπασπιστή του δείχνοντάς του όλη την αγωνία που τον έτρωγε:
—Αλίμονο μου,
έλεγε και ξανάλεγε, αλίμονο μου αν μας ξεφύγουν και τούτη τη φορά. Ο Ραφέτ
πασάς θα με καθαιρέσει ή θα με στείλει στο μέτωπο.
Πέρασε άλλη μια ώρα
χωρίς να φανεί ότι οι στρατιώτες του πήραν επαφή με τούς αντάρτες. Ο μιραλάι τα είχε χαμένα.
— Πού στο ανάθεμα βρίσκονται αυτοί οι διαβολογκιαούρηδες; ρωτούσε και έβριζε. Πού είναι; Θαρρείς και άνοιξε ο τόπος
και τούς κατάπιε!
Ο υπασπιστής
σώπαινε, γιατί δεν ήξερε πως θα έπαιρνε το αφεντικό του οποιαδήποτε κουβέντα
μαζί του. Σε παρόμοιες στιγμές ο συνταγματάρχης έχανε τελείως το αίσθημα της δικαιοσύνης
και της ευθυκρισίας. Γινόταν άδικος και βάναυσος.
— Νά βαρέσουν ξανά τα κανόνια πρόσταξε.
—Έβετ, μιραλάι εφέντη! απάντησε πρόθυμος ο υπασπιστής και έτρεξε να διαβιβάσει τη διαταγή
στους πυροβολητές.
Σε λίγα λεπτά,
άρχισαν να βροντολογούν πάλι τα κανόνια. Οι οβίδες έπεφταν σε στόχους
κοντινούς, πάνω στα αντικρινά υψώματα, λίγες δεκάδες μέτρα μπροστά από τούς
Τούρκους πού προχωρούσαν. Καπνοί, πέτρες και χώματα τινάζονταν στον αέρα
δείχνοντας τα σημεία πού σφυροκοπούνταν.
Αχολόγησε ο τόπος και αντιλάλησαν οι ρεματιές. Ένα ξερό δέντρο πήρε φωτιά και καιγόταν σα θεόρατη λαμπάδα ! Οι πεζικάριοι προχωρούσαν με πιότερο κουράγιο και πυροβολούσαν παντού για να ξετρυπώσουν τους αντάρτες, μα εκείνοι δεν απαντούσαν!
— Φέρε μου, γρήγορα, το άλογο φώναξε ο Αχμέτ μπέης ακράτητος.
—Έβετ, μιραλάι εφέντη!
Μα, ξαφνικά, τη στιγμή πού έτρεχε ο υπασπιστής να φέρει το άλογο του συνταγματάρχη, ξέσπασαν τα ομαδικά πυρά των ανταρτών και οι αλαλαγμοί τους.
—Επιτέλους ! κραύγασε ο μιραλάι.
Η μάχη άναψε με μιας και κόρωσε σαν να πέσανε δεκάδες κεραυνοί πάνω σε κατάξερα πουρνάρια! Πήρε
φωτιά ο τόπος.
Ο Αχμέτ έτριβε τα
χέρια του:
—Επιτέλους το μακελειό άρχισε! Ρουθούνι δε θα μείνει από τους άπιστους.
Ανέβηκε πάνω στο
άλογο και κάλπασε προς το πεδίο της μάχης, ακολουθώντας ένα ξερόρεμα που ανοιγόταν
μπροστά του. Πίσω του ερχόταν ο υπασπιστής, καβάλα στο δικό του άλογο, και δύο
σωματοφύλακες.
Φτάνοντας στο
στόμιο του ρέματος, ο Αχμέτ μπέης είδε μερικούς στρατιώτες του πού έτρεχαν
προς το μέρος του. Μόλις τον αντιλήφθηκαν εκείνοι, σταμάτησαν και κοιτούσαν
τρομαγμένοι και σαστισμένοι πότε μπρος και πότε πίσω.
Από το πλαϊνό μονοπάτι
φάνηκαν ξαφνικά άλλοι πέντε στρατιώτες που κατηφόριζαν πανικόβλητοι .Μόλις
είδαν το μιραλάι κι αυτοί κόλλησαν στον τόπο τους και έκαναν να γυρίσουν
πίσω, στη μάχη, γιατί φοβόταν πιο πολύ την οργή του αρχηγού τους παρά τον
κίνδυνο.
Προχώρησαν λίγο, μα πιο πέρα συνάντησαν ολόκληρη διμοιρία που τους
παρέσυρε στη φυγή της προς τον κατήφορο ! Ο Αχμέτ μπέης σηκώθηκε έξαλλος πάνω
στη σέλα και βγάζοντας το πιστόλι του, πυροβόλησε πάνω από τα κεφάλια των στρατιωτών του:
— Κιοτήδες ! κραύγασε άγρια και απειλητικά. Γρήγορα στη μάχη, κιοτήδες . Θα σας σκοτώσω όλους !. . .
Δυο στρατιώτες
έπεσαν χτυπημένοι. Οι άλλοι σκόρπισαν στα γύρω χαντάκια. Μερικοί σηκώθηκαν και έκαναν να προχωρήσουν, μα ένα μεγάλο μπουλούκι φάνηκε να τρέχει, σαν αφρισμένο
κύμα, κατά πάνω στους προπορευόμενους φυγάδες, τόσο ασυγκράτητο, πού ούτε οι φωνές,
ούτε οι απειλές, ούτε οι πιστολιές του μιραλάι κατάφεραν να το σταματήσουν.
Οι υστερικές κραυγές και οι απανωτές διαταγές
του φαίνονταν τόσο ανεδαφικές μπροστά στον ωμό φόβο πού κυρίευε τούς
στρατιώτες του, ώστε κανείς δεν τον άκουγε. Τον προσπέρασαν και τον άφησαν
πίσω τους σαν κατάρτι σε ναυαγισμένο καράβι.
Ένα δεύτερο, μεγαλύτερο κύμα, όλο
το σύνταγμα σχεδόν που ενέργησε την κατά μέτωπο επίθεση, πρόβαλε από το ύψωμα
και κατρακυλώντας γοργά παρέσυρε και το συνταγματάρχη στη φυγή του!
Ο Αχμέτ μπέης
κάλπασε προς τη σκηνή του, διέταξε τον υπασπιστή να τη μαζέψει γρήγορα και σε
λίγο κατηφόρισε προς τη Σαμψούντα μαζί με όλο το σύνταγμά του. Τα τρία κανόνια,
παρατημένα από τους πυροβολητές του, έπεσαν στα χέρια των ανταρτών, που πρόβαλαν πίσω από τους φυγάδες πυροβολώντας.
Ο καπετάν Καρά Ηλίας πρόσταξε να
τα καταστρέψουν και να ρίξουν τα κομμάτια τους στο γκρεμό.
Όπως φοβήθηκε ο Αχμέτ μπέης, η αποτυχία της επιχείρησης για την εκπόρθηση της περιοχής
Κουρούκοξε είχε σοβαρές προσωπικές συνέπειες. Ο Ραφέτ πασάς, αγανακτισμένος,
τον καθαίρεσε και τον έστειλε σαν απλό στρατιώτη στο μέτωπο να πολεμήσει με
τούς Ρώσους.
Στη θέση του τοποθέτησε το Γιουσούφ μπέη, έναν ψηλόσωμο
συνταγματάρχη από τη Σεβάστεια, που τον είχε ως τότε στο επιτελείο του. Του έδωσε και άλλα δύο συντάγματα, σχηματίζοντας μια μεραρχία, και του είπε ότι, αν
κατάφερνε να νικήσει τούς Ρωμιούς, θα τον έκαμνε διοικητή μεραρχίας.
Ο Γιουσούφ μπέης
ξεκίνησε με τη βεβαιότητα ότι θα συνέτριβε τους γκιαούρηδες και θα έπαιρνε και
τυπικά το βαθμό του φιρκά κουμαντάν. Ο Ραφέτ του έδωσε και μια μοίρα
πυροβολικού για ενίσχυση. Αποχαιρετώντας τον του ευχήθηκε καλή νίκη και τον
φίλησε στο μέτωπο.
Στο μεταξύ, οι
καπετάνιοι Κεχαγιάς, Καρά Ηλίας και Βαρθολομαίος, προβλέποντας σίγουρη την επανάληψη
της επίθεσης και τον ερχομό με περισσότερες δυνάμεις του ταπεινωμένου
τουρκικού στρατού, ζήτησαν κι αυτοί ενίσχυση από τους άλλους καπεταναίους.
Επειδή όμως στην κοντινή περιοχή δεν υπήρχαν μεγάλες αντάρτικες μονάδες ελεύθερες,
γιατί όλες έδιναν μάχες για να υπερασπίσουν τα γυναικόπαιδα από τις πολύπλευρες
επιθέσεις των Τούρκων, έστειλαν έναν έφιππο σύνδεσμο να καλέσει σε βοήθεια τον
καπετάν Αντώνη της Πάφρας, τον Αντών πασά, όπως τον έλεγαν οι ίδιοι οι
Τούρκοι.
Την άλλη κιόλας
νύχτα, ο καπετάν Αντώνης, μαζί με την αχώριστη σύντροφό του Πελαγία και
διακόσια διαλεχτά παλικάρια, βρισκόταν στο Κουρούκοξε. Τα χαράματα έφτασε και η τουρκική μεραρχία στα ριζά του βουνού, που πάνω του ήταν το λημέρι των ανταρτών.
Το έφραξε ολούθε και έπιασε τα πόστα. Μετά την τοποθέτηση και των κανονιών, ο ίδιος ο Γιουσούφ μπέης ανέβηκε πάνω στην κορυφή του κοντινότερου στους αντάρτες
υψώματος και φώναξε με τηλεβόα στους Ρωμιούς πού ήταν απέναντι:
— Γκιαούρηδες! Είστε χαμένοι! Σας ζώσαμε από παντού.
Δεν έχετε πια καμιά ελπίδα. Παραδοθείτε!
— Μoλών λαβέ ! βροντοφώναξε από τη μεριά των ανταρτών ο καπετάν Αντώνης.
— Ποιος τόλμησε να πει αυτά τα λόγια; κραύγασε
οργισμένος ο μιραλάι που ήξερε τη σημασία τους πολύ καλά.
—Εγώ, ο Αντών
πασάς!
Ο Γιουσούφ
ταράχτηκε φοβερά, μόλις άκουσε το όνομα του θρυλικού καπετάνιου. Έχασε όλο το
κέφι του. Αλλά δεν ήθελε να το δείξει, για να μην αποθαρρυνθούν και οι γύρω
του. Έμεινε λίγα δευτερόλεπτα σκεφτικός και μετά φώναξε:
— Μάσαλαχ . Καλύτερα που βρίσκεσαι και συ εδώ, για να σε
καθαρίσουμε και σένα ! Βλέπεις πώς έχετε να πολεμήσετε με ολόκληρη μεραρχία και
πυροβολικό. Είστε χαμένοι οπωσδήποτε. Παραδώστε λοιπόν τα όπλα και θα σας αφήσω
ελεύθερους να
πάτε όπου θέλετε!
— Τα όπλα μας δεν τα παραδίνουμε ποτέ! απάντησε
με βροντερή φωνή ο καπετάν Αντώνης. Αν είχαμε κι άλλα, θα οπλίζαμε και τις
γυναίκες μας για να σας ντροπιάσουν.
Ο Γιουσούφ μπέης
έγινε θηρίο. Χωρίς άλλη κουβέντα πρόσταξε γενική επίθεση. Οι σάλπιγγες και τα
νταούλια αντήχησαν αμέσως σ' όλη την έκταση τής περιοχής, τα κανόνια βρόντησαν και ο στρατός κινήθηκε απ όλες τις μεριές.
Η σύγκρουση που ακολούθησε ήταν τρομερή. Οι
συμπλοκές γίνονταν σώμα προς σώμα, με πείσμα, με τέχνη και ορμή. Δίπλα στον
καπετάν Αντώνη, καβάλα πάνω στο άλογό της, πολεμούσε και η γυναίκα του.
Έπειτα από δύο ώρες
άγριας μάχης οι Τούρκοι λύγισαν και άρχισαν να σκορπάνε. Οι αντάρτες, με
διαταγή του καπετάν Αντώνη, που είχε το γενικό πρόσταγμα, άρχισαν αντεπίθεση
και τους έβαλαν μπρος.
Κυνηγώντας τους κατέβασαν πέντε χιλιόμετρα πέρα από τις
βάσεις τους και κυρίεψαν τα κανόνια και τα πυρομαχικά τους. Μαζί με τούς άλλους
αιχμάλωτους έπιασαν τρεις γιουζμπασήδες και πέντε κατώτερους αξιωματικούς.
Μέσα στην ορμή της
μάχης και τη μέθη της καταδίωξης ο καπετάν Αντώνης έχασε από τα μάτια του την
Πελαγία. Ωστόσο δε σταμάτησε να πολεμάει και να ρίχνεται κατά πάνω στους
Τούρκους πού έφευγαν.
Όταν όμως σε λίγο γύρισε πίσω και έμαθε από δύο αντάρτες
ότι η γυναίκα του πιάστηκε αιχμάλωτη από τρεις στρατιώτες και ένα τσαούση, που της είχαν στήσει καρτέρι σ' ένα σύθαμνο, η καρδιά του σπάραξε. Για ώρες
ολόκληρες δε μπορούσε να σταθεί στον τόπο του.
Βημάτιζε νευρικά πέρα - δώθε.
Παρ' όλη τη συντριπτική νίκη του, δεν συλλογιζόταν τίποτε άλλο παρά μόνο την
αγαπημένη του σύντροφο. Κατά το σούρουπο ήρθε ένας σύνδεσμος από την πόλη και
έφερε την είδηση ότι η Πελαγία ήταν κλεισμένη στις φυλακές.
Ολόκληρη τη νύχτα
έμεινε ξάγρυπνος και σκεφτόταν. Τα χαράματα έστρωσε ένα παράτολμο σχέδιο και το
ίδιο απόγευμα το έβαλε σε εφαρμογή. Πήρε τη στολή ενός Τούρκου γιούζμπαση, που ήταν αιχμάλωτος του, τη φόρεσε και διαλέγοντας τριάντα αφοσιωμένα, μέχρι
θανάτου, παλικάρια, τα έντυσε Τούρκους στρατιώτες.
Κατέβηκε με τούτη τη δύναμη στο
δημόσιο δρόμο Πάφρας-Σαμψούντας καλπάζοντας με τα άλογα. Πριν πέσει ολότελα το σκοτάδι,
βρισκόταν έξω από την Πάφρα. Περικύκλωσε μετά παλικάρια του τον αστυνομικό
σταθμό, έπιασε αιχμάλωτους όλους τους ζαπτιέδες και τους τσαούσηδες του καρακόλ
και φέρνοντας τον τηλεφωνητή μπροστά στο τηλέφωνο τον πρόσταξε:
— Σύνδεσέ με αμέσως με το μουτασαρίφη της Σαμψούντας !
Ο τηλεφωνητής
υπάκουσε έντρομος. Γύρισε τη μανιβέλα και κάλεσε τη διοίκηση Σαμψούντας. Σε
λίγο έγινε η σύνδεση και ο καπετάν 'Αντώνης, αρπάζοντας το ακουστικό φώναξε:
—Εδώ καπετάν Αντώνης! Σας μιλάω από το καρακόλ της Πάφρας. Μουτασαρίφ εφέντη, παρακαλώ,
μέσα δύο ή μέρες, να αφήσετε ελεύθερη τη γυναίκα μου. Αν είστε άντρες,
με άντρες να τα βάζετε, όχι με γυναίκες. Να παραδώσετε τη γυναίκα μου στο
ρωμαίικο χωριό Κορούπελιτ.
Αν δεν κάνετε αυτό που σας λέω, μέσα σε δύο
μέρες, θα πάρω φοβερή εκδίκηση. Θα σκοτώσω τουλάχιστον εκατό Τούρκους και θα
κάψω τρία - τέσσερα χωριά. Σκεφτείτε και αποφασίστε!
— Καλά, θα σκεφτώ, απάντησε ο Τουράν πασάς από
την άλλη άκρη τού σύρματος και έκλεισε το τηλέφωνο.
Την ίδια στιγμή, ο μουτασαρίφη
κάλεσε στο κονάκι τον κουμαντάν της αστυνομίας Αλή Ριζά. Του μίλησε για το
θρασύ τηλεφώνημα του Ρωμιού καπετάνιου και ζήτησε τη γνώμη του πάνω στο ζήτημα
της Πελαγίας.
— Μουτασαρίφ εφέντη, τον ξέρω τον Αντών πασά,
είπε ο κουμαντάν. Είναι παλικάρι και αγαπάει πολύ τη γυναίκα του. Θα τα κάνει
όλα όσα λέει.
— Τότε, για να γλιτώσουμε τους ανθρώπους μας και
τα χωριά μας, πρέπει να παραδώσουμε τη γυναίκα του.
—Έτσι νομίζω κι εγώ.
Την άλλη μέρα ο αστυνόμος έβγαλε από τη φυλακή την Πελαγία και την έστειλε με ισχυρή συνοδεία
στο Κορούπελιτ. Την παρέλαβαν με απόδειξη οι προύχοντες και ο μουχτάρης του
χωριού. Το ίδιο βράδυ κατέβηκε ο καπετάνιος στο χωριό και πήρε τη γυναίκα του.
Χρήστος Σαμουηλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου