Η πρώτη μου ανάμνηση

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012


(Απ' την Τσίτεν, όπου πέρασα τα πρώτα μου δέκα χρόνια)
Πέντε χρόνων δεν ήμουνα ακόμα. Και δεν ανιστορώ τι εποχή ήτανε, καλοκαίρι για χειμώνας. Η καλή μου μάνα - αυτή ήταν και μάνα (γιαγιά) και μητέρα - με πήρε απ' το χέρι.
Η γιαγια του Θεοφύλακτου ΑΝΝΑ
«Έλα, πουλόπο μ'», είπε, «άσαλγον παιδίν εί­σαι, σα δουλείας πάγω κι ο νους-ι-μ' οπίσ' απομέν', ρούεις κα ας σα δώματα και σκοτούσαι. Θα φέρωσεν σο σχολείον, κ' εκεκά κάθεσαι. Όσον ξαρτεύκεσαι πα καλόν έν'».
Κι από κει, απ' το σπίτι μας, με τον κοφτό δρόμο ανάμεσα στα περιβόλια, περάσαμε μπροστά από την εκκλησία, προσκυνήσαμε την κλειστή πόρτα του αυλόγυρου της και λίγα βή­ματα παρέκει, κολλητά σ' αυτόν, αντικρίσαμε την πόρτα της αυλής του σχολείου. Πάτησε με το χέρι της τον πετεινό κι άνοιξε η πόρτα.
Ήλιος χαραδεξία. Τα παιδιά, μελισσοπούλια, βουΐζανε. Κι η μάνα μου, αφού μ' εμπιστεύθηκε σε κάνα δυο, προχώρησε προς το σχολειό να δεί τον δάσκαλο. Ο Σαλονίκς ήταν απ' το πατρικό της χωριό (την Λιβερά) και λίγο συγγενής της- ίσως δεν θα της χαλνούσε το χατίρι. Δεν άργησε και πολύ εκεί κάπου τον συνάντησε.
-Δάσκαλε, του είπε, αφού τον χαιρέτησε, θα σε φέρω αυτό το παιδί να κάτσει εδώ με τ' άλλα παιδιά, μικρό είναι, αλλά δεν θάχω και απαιτή­σεις, όσον ξαρτεύκεται πα, κανείται. Παρακα­λώ σε να το δεχθείς.
Ο Σαλονίκς πρόθυμος να την ευχαριστήσει, αλλά και ψύχωσίς του ήταν το δασκαλίκι, η ερ­γασία.
-Στάσου, της είπε, λιγάκι, είναι εκεί και της Κυζιρίνας το παιδί, θα κάμω την βάσανο.
Μας πήρε και τους δυο σε μια γωνιά κι ίσια ίσια στην κορφή της γωνιάς των δυο τοίχων, δίπλα στην πόρτα του σχολείου — σαν κατηχούμενους. Στα χέρια του κρατούσε μια βεργίτσα. Την έσπασε σε τρία ξυλάκια, δυο μεγαλύτερα κι ένα πιο μικρό. Κάθισε κούκουβα (οκλαδόν) κι έβαλε κατά τέτοιο τρόπο τα δυο ξυλαράκια, για να κάνη το Λ, πρόσθεσε και το μικρότερο κι έφτιασε το Α. Τα χάλασε, κατόπιν, κι έβαλε πρώτο εμένα να τα χτίσω. Το πέτυχα απαράλ­λαχτα και εύκολα. Έβαλε, κατόπιν, και τον άλ­λον να το κάνει και δεν το πέτυχε. Γυρίζει, τότε, πίσω ο Σαλονίκς προς την γιαγιά μου.
—Κυρά Άννα, κυρά Άννα, της λέει, θα μάθει γράμματα το παιδί σου! Αυτός εκεί δεν θα μάθει.
Πόσο ζωηρά θυμάμαι αυτήν την σκηνή του πρώτου μου διαγωνισμού! Και πόσο γλυκά γυ­ρίζω πίσω με την φαντασία μου και αναζητώ την όμορφη εκείνη και ελπιδοφόρο απαρχή! Να γιατί εκτιμώ και χαίρουμαι για την εργασία όλων που μας θυμίζουνε τα πρώτα μας στραβοπατήματα. Έτσι μπήκα «σο πινακίδ'».

Του Θ.Κ. Θεοφύλακτου



0 Θεοφύλακτος Κ. Θεοφύλακτος ήταν οφθαλμία­τρος. Από τους πρωτοπόρους του Ποντιακού Ελληνι­σμού, σε πολλούς τομείς.

Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah