ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ Ο
ΝΟΕΜΒΡΗΣ καί ό Δεκέμβρης κύλησαν μέ ασταμάτητα κυνηγητά, άγριους ξυλοδαρμούς,
ατιμώσεις, κρεμάλες καί σκοτωμούς. Τά άποσπάσματα τού στρατού καί τής
χωροφυλακής ψάχνανε στά δάση καί τίς σπηλιές τούς φυγόστρατους καί τούς
λιποτάχτες, μα δεν τά κατάφερναν νά τούς βρουν καί ξεσπούσαν στον άμαχο
πληθυσμό.
Στο μεταξύ οί Ρώσοι προχωρούσαν ολοένα καί πιο βαθιά στο ανατολικό μέτωπο. Ή μια μετά τήν άλλη, οί πόλεις καί κωμοπόλεις τού ανατολικού Πόντου, έπεφταν στά χέρια τού τσαρικού στρατού:
όν 'Ιούλιο μήνα
έφτασε στήν Τραπεζούντα ό αρχιστράτηγος του ρωσικού στρατού του Καυκάσου Μέγας
Δούξ Νικόλαος Νικολάγιεβιτς. Ή άφιξή του ήθελε νά υπογραμμίσει τήν ρωσική
κυριαρχία καί τήν μονιμοποίηση τής κατάστασης.
Κάθε μέρα, εκατοντάδες κατατρεγμένα γυναικόπαιδα κατέβαιναν έντρομα
στήν πόλη, ή τραβούσαν στά δάση καί τά βουνά, μακριά άπό τό επίβουλο χέρι τού αφηνιασμένου
Τούρκου. Καί κάθε βράδυ ξεφύτρωναν καινούργιες φωτιές στο σκοτεινό φόντο τής
περιφέρειας. Τό ύπαιθρο γέμισε άπό κόκκινα στίγματα, πού έφεγγαν τή νύχτα σάν αστέρια
πεσμένα από τό μαύρο ουρανό.
Στο μεταξύ οί Ρώσοι προχωρούσαν ολοένα καί πιο βαθιά στο ανατολικό μέτωπο. Ή μια μετά τήν άλλη, οί πόλεις καί κωμοπόλεις τού ανατολικού Πόντου, έπεφταν στά χέρια τού τσαρικού στρατού:
Η Χόπα, ή Άρχαβη, ή Αθήνα στά παράλια, τό Ερζερούμ, τό Ερζιγκιάν, ή
Βαϊβούρτ, στά μεσόγεια, ανέπνεαν τόν ποθητό αέρα τής ελευθερίας. Τό Φεβρουάριο
τού 1916, τά ρωσικά στρατεύματα πού βάδιζαν παραλιακά, σίμωσαν έξω άπό τή
Ριζούντα, ενώ, ένα μήνα αργότερα, ή άλλη στρατιά πού προχωρούσε άπό τά
μεσόγεια, πλησίαζε στήν Αργυρούπολη. Τον Απρίλιο κυριεύτηκαν οί παραλιακές
πόλεις καί κωμοπόλεις Ριζούντα, Όφης, Σούρμενα, Δρώνα, καί οί μεσογειακές Αργυρούπολη, Άρδασα,
Κρώμνη, Σάντα, Ιμέρα, Μούζαινα, Ματσούκα. Τέλος τή Μεγάλη Τρίτη, οί
Κοζάκοι μπήκαν νικητές στήν Τραπεζούντα.
Πριν πατήσουν τό
πόδι τους στήν πρωτεύουσα τού Πόντου οί Ρώσοι στρατηγοί Γιουντένιτς καί
Λιάχωφ, έγινε ή παράδοση της πόλης άπό τίς τουρκικές άρχές στο Μητροπολίτη
Χρύσανθο καί στη ρωμαίικη δημογεροντία. Ο βαλής Τζεμάλ Άζμή, ανακαλώντας στή
μνήμη του τήν παλιά ιστορία τής πρωτεύουσας, είπε:
— Δεσπότ' έφέντη, άπό σας, τούς Ρωμιούς πήραμε αυτή
τήν πολιτεία τόν καιρό του Μωάμεθ του Πορθητή καί σέ σας τήν παραδίνουμε,
σήμερα, πού φεύγουμε άπό τήν εξουσία της. Χαλάλι σας ! Μόνο νά φανείτε καλοί
στούς ομοθρήσκους μας.
— Πηγαίνετε στο καλό καί μην ανησυχείτε,
διαβεβαίωσε τόν Τζεμάλ Άζμή ό Χρύσανθος. Θα φροντίσουμε νά μην πάθουν οί δικοί
σας τίποτε, ούτε
άπό τούς δικούς μας ούτε άπό τούς Ρώσους.
ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΕΦΥΓΑΝ
καί τήν άλλη μέρα, Μεγάλη Τρίτη, οί Κοζάκοι μπήκαν μέσα νικητές. Ταυτόχρονα ο
ρωσικός στόλος πλεύρισε στο λιμάνι καί χαιρέτησε μέ πανηγυρικούς
κανονιοβολισμούς τήν κατάληψη τής Τραπεζούντας . Τά ψηλά βυζαντινά τείχη στήν
παλιά πόλη, τά μνημεία, οί εκκλησίες και οί τάφοι τών δοξασμένων προγόνων
τραντάχτηκαν ένα γύρο καί ξύπνησαν, έπειτα άπό λήθαργο αιώνων.
Ό χριστιανικός
πληθυσμός τής πόλης ξεχύθηκε στούς δρόμους καί τίς πλατείες νά υποδεχτεί τόν
ομόδοξο ρούσικο στρατό σάν ελευθερωτή του. Στον καθεδρικό ναό του Άγιου Ευγενίου
τελέστηκε μέ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια ή δοξαστική λειτουργία, μέ χοροστασία του
Μητροπολίτη Χρύσανθου. Ρώσοι στρατηγοί, ναύαρχοι καί ανώτεροι αξιωματικοί, Ρωμιοί
προύχοντες καί λαός, παρακολούθησαν τήν πρώτη ελεύθερη λειτουργία, μετά άπό τεσσεράμισι
αιώνες σκλαβιάς! Η κατάνυξη καί ή θρησκευτική συγκίνηση ήταν πρωτόφαντη. Κι
όταν αντήχησε στούς θόλους τής εκκλησίας τό «Τή 'Υπερμάχω Στρατηγώ τά
νικητήρια», δάκρυα κύλησαν στά μάτια όλονών.
Τήν
άλλη κιόλας
μέρα, τά ρωσικά πολεμικά ανοίχτηκαν στο πέλαγος γιά νά βομβαρδίσουν τίς
αλύτρωτες παραθαλάσσιες πόλεις τής Μαύρης Θάλασσας. Ή Τρίπολη, ή
Κερασούντα, ή
Πουλαντζάκη, τά Κοτύωρα, ή Σαμψούντα, ή Πάφρα, ή Σινώπη καί ή Ίνέπολη,
δέχονταν
τόν καταιγισμό τών ρωσικών οβίδων. Οί Ρωμιοί κάτοικοι τους ένιωθαν
ασυγκράτητη
χαρά καί ενθουσιασμό, νομίζοντας πώς σίμωνε καί ή δική τους σειρά νά
λυτρωθούν από τά αβάσταχτα πια τουρκικά δεσμά καί τήν κορυφωμένη
τυραννία.
Στή στεριά, ό
τουρκικός στρατός έδινε υποχωρώντας σκληρές μάχες γιά νά κρατήσει τά εδάφη τού
κεντρικού καί δυτικού Πόντου. Ό άμαχος μουσουλμανικός πληθυσμός ξεσηκωνόταν
φοβισμένος καί έφευγε προς τά μετόπισθεν, όσο μακρύτερα μπορούσε. Στή Σαμψούντα
έφταναν ατέλειωτα καραβάνια άπό Τούρκους πρόσφυγες τού Ερζερούμ, τής Παϊπούρτης
καί τής Τραπεζούντας, στάλιαζαν στις αποθήκες, στά σχολειά καί στά άδεια σπίτια
τού αρμένικου μαχαλά, κι όσοι δεν έβρισκαν χώρο νά απαγκιάσουν, ξεχύνονταν,
σάν τό αφρισμένο κύμα πού συνάντησε εμπόδιο, ολόγυρα, στά κοντινά χωριά τής
περιφέρειας, πού ήταν έρημα καί εγκαταλειμμένα.
Τό Μάη, οί Ρώσοι
έφτασαν ως τήν ανατολική όχθη του Χαρσιώτη ποταμού, σέ μικρή απόσταση άπό τήν
Τρίπολη, καί εκεί σταμάτησαν τήν προέλασή τους. Ό μισός Πόντος, σχεδόν,
βρισκόταν κάτω άπό τήν κυριαρχία τους.
Στά κατεχόμενα τούτα μέρη άνοιξαν
γρήγορα δουλειές, χτίζονταν λιμενικά έργα καί δρόμοι, στρατώνες καί αποθήκες,
κινούνταν τό εμπόριο καί οί Τράπεζες καί ή ζωή προχωρούσε ορμητική.
Ένας άνεμος
δημιουργίας φυσούσε. Οί Ρωμιοί τού ανατολικού Πόντου, πού ανέκαθεν ήταν
τεχνίτες καί μαστόροι, βρήκαν τό στοιχείο τους καί ρίχτηκαν στή δουλειά γιά νά
καζαντίσουν ρούβλια καί λίρες. Τά νοικοκυριά τους γνώρισαν πρωτόφαντη προκοπή.
Οί
ξενιτεμένοι στή Ρωσία γύρισαν στά σπίτια τους, γιά νά δουλέψουν σιμά στις οικογένειες
τους. "Όσοι άπ' αύτούς είχαν κάνει κανένα μικρό κομπόδεμα, άνοιγαν μέ τό κεφάλαιο
τους μικροδουλειές, επιχειρήσεις τού ποδαριού καί μαγαζιά, γιά νά εξυπηρετήσουν
τή μεγάλη πελατεία τών Ρώσων φαντάρων πού ψώνιζαν χουβαρντάδικα!
Κοντά τους καί οί Τούρκοι, πού δεν είχαν
μετακινηθεί άπό τά σπίτια τους, έκαμναν βοηθητικές δουλειές σάν εργάτες καί
χαμάληδες. Ετσι, γιά πρώτη φορά περνούσε καί στά χέρια τών 'Οθωμανών αρκετό
χρήμα καί απάλυνε κάπως τό αίσθημα τής σκλαβιάς καί τής μιζέριας πού ένιωθαν.
Άλλωστε
οί Ρωμιοί συντοπίτες τους, τούς φέρνονταν όχι μόνο φιλικά καί ανθρώπινα,
διατηρώντας τούς μακροχρόνιους αρμονικούς δεσμούς μαζί τους, άλλα καί τούς
προστάτευαν άπό τή μανία τών Αρμενίων του ρούσικου στρατού, πού ζητούσαν νά εκδικηθούν
γιά τίς σφαγές τών ομοεθνών τους τής Τουρκίας.
Τραπεζούντα-Λιμανι |
Στον υπόλοιπο
Πόντο όμως, τόν αλύτρωτο, οί Ρωμιοί στέναζαν κάτω άπό τό πέλμα του οργισμένου
καί ταπεινωμένου Τούρκου δυνάστη. Οί πληθυσμοί εκατοντάδων χωριών στις
παραλιακές περιφέρειες τής Τρίπολης, Κερασούντας, Πουλαντζάκης, Κοτυώρων καί Εσπιας, σηκώνονταν
βίαια καί ξαφνικά άπό τά σπίτια τους καί ρίχνονταν στούς ατέλειωτους δρόμους
τής εξορίας προς τό εσωτερικό, μέ τό πρόσχημα τής προστασίας τών παραλίων άπό
τίς επιδρομές τών ρωσικών πολεμικών πλοίων.
Απλοί φόβοι, πανικός, υποψίες καί
δόλια προσχήματα έφτασαν γιά νά ξεκληρίσουν χιλιάδες κόσμο καί νά τόν
καταδικάσουν νά πεθάνει άπό τήν εξάντληση, τήν πείνα, τίς αρρώστιες καί τήν
παγωνιά.
Τό εσωτερικό του νότιου καί δυτικού Πόντου, άπό τή Σεβάστεια καί τή
Νικόπολη ως τήν Τοκάτη, τή Νεοκαισάρεια, τήν 'Αμάσεια καί τό Μπογιαμπάτ,
γέμισε άπό φάλαγγες εξαθλιωμένων, νηστικών καί άρρωστων πεζοπόρων, καί άπό
σωρούς τουμπανισμένων πτωμάτων.
Πατριαρχικές οικογένειες μέ δέκα, είκοσι καί
τριάντα μέλη, απόμειναν μέ μερικές μονάχα κουρελιασμένες ψυχές, πού πάλευαν νά
υπάρξουν μέσα σέ αφάνταστες συνθήκες. Οί πιο πολλοί αναγκάζονταν νά ζητιανέψουν γιά νά ζήσουν. Χτυπούσαν αράδα τίς πόρτες τών
τούρκικων σπιτιών πού συναντούσαν, μα οί φανατισμένοι Μουσουλμάνοι τούς
κορόιδευαν καί τούς έβριζαν λέγοντας:
— Νά πάτε στο
Μόσκοβο νά σας δώσει ψωμί, Γκιαουρλάρ!. . . Στο Μόσκοβο, τό θείο σας!
ΚΑΤΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ
ΙΟΥΝΗ από τήν περιοχή τής Σαμψούντας ξεκινούσε κρυφά γιά τήν Τραπεζούντα ο
καπετάν Βασίλουστα γιά νά έρθει σέ επαφή μέ τούς Ρώσους.
Πήρε τό δρόμο τής
στεριάς καί άπό βουνό σέ βουνό, μέ συντροφιά δέκα διαλεχτά παλικάρια, βάδιζε
προς τ' ανατολικά. Ό μικρόσωμος καπετάνιος μέ τό στρογγυλό κεφάλι, τά μικρά
μαύρα καί ζωηρά μάτια καί τά σαρκωμένα χείλη, είχε παλιούς λογαριασμούς μέ
τούς Τούρκους.
Λίγο καιρό πριν άπό τόν πόλεμο, σκότωσε στήν πατρίδα του, στο
Έμπές τής Νικόπολης, τόν Τούρκο βιαστή τής γυναίκας τού αδελφού του.
Καταδιωγμένος μετά άπό τίς τουρκικές άρχές, ζούσε γιά χρόνια ολόκληρα φυγόδικος
στά βουνά. Τόν πρώτο χρόνο τού πολέμου, γιά νά κερδίσει τήν εμπιστοσύνη τών
Ρώσων, σχημάτισε μια ομάδα ανταρτών άπό Ρωμιούς λιποτάχτες τού τουρκικού
στρατού καί κάποια μέρα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στις φυλακές τής Σεβάστειας, εξουδετέρωσε
τήν τουρκική φρουρά καί απελευθέρωσε έναν αιχμάλωτο Ρώσο στρατηγό.
Τό Ρωσικό
Επιτελείο ενδιαφέρθηκε γιά τόν τολμηρό άντρα καί ήρθε σ' επαφή μαζί του μέσον
τών πρακτόρων του. Τώρα, σάν συνέχεια τής εμπιστοσύνης εκείνης τών Ρώσων πρός
τό πρόσωπο του, βάδιζε μέ τούς δέκα συντρόφους του πρός τήν απελευθερωμένη πρωτεύουσα
τού Πόντου γιά ν' αποκτήσει καί προσωπική επαφή μαζί τους.
Έπειτα άπό πορεία
δέκα ήμερων ανάμεσα άπό τίς τούρκικες γραμμές τού μετώπου, ή ομάδα του έφτασε
στήν Τραπεζούντα. Τήν ίδια κιόλας μέρα παρουσιάστηκε στο Ρωσικό Επιτελείο καί
δήλωσε τήν ταυτότητα καί τό σκοπό τής παρουσίας του στήν πόλη. Οί επιτελείς
τόν παράπεμψαν στο Δεύτερο Γραφείο.
Μπαίνοντας, εκεί, ό Ρωμιός καπετάνιος γνωρίστηκε μέ τόν αντισυνταγματάρχη
'Αρτάτωφ, προϊστάμενο της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών, καί του εξέθεσε τίς ιδέες
του γιά τήν Ελευθερία του Πόντου. Μίλησε μέ πάθος καί πεποίθηση γιά τή σοβαρή ενίσχυση
πού μπορούσαν νά δώσουν οί Ρωμιοί, αν εξοπλίζονταν άπό τούς Ρώσους καί αν οί
τελευταίοι έκαμναν ορισμένες απαραίτητες πολεμικές επιχειρήσεις.
Ό 'Αρτάτωφ
άκουσε προσεχτικά τό νευρώδη καί κοντόχοντρο άντρα, πού είχε δείξει τόση
παλικαριά ως τώρα βάζοντάς τα μέ τούς Τούρκους καί κάνοντάς τους νά τόν
τρέμουν. Ωστόσο, έβλεπε πώς ό ενθουσιασμός του Ρωμιού υπερέβαλλε τίς
δυνατότητες τών πραγμάτων, γιαυτό του υπέβαλε μερικές πραχτικές ερωτήσεις. Ό
Βασίλουστα απάντησε σ' όλες χωρίς δισταγμό.
— Πολύ καλά, είπε ό αντισυνταγματάρχης σέ μια
στιγμή. Βλέπω τή μεγάλη προθυμία σας. Θα μπορούσαν όμως οί Ρωμιοί τής περιοχής
Σαμψούντας νά οργανώσουν πειθαρχημένες αντάρτικες ομάδες πού νά δράσουν στά
νώτα του τούρκικου στρατού; Αυτό μας ενδιαφέρει προς τό παρόν.
— Μην αμφιβάλλετε καθόλου, κύριε αντισυνταγματάρχη,
απάντησε ό Βασίλουστα. Στήν περιφέρεια τής Σαμψούντας τό ρωμαίικο στοιχείο
πλειοψηφεί συντριπτικά απέναντι στο τούρκικο. Οί ομάδες θα σχηματιστούν καί θα
παίξουν τό ρόλο τους, φτάνει νά βεβαιώσετε καί νά πείσετε τούς Ρωμιούς ότι θα
προχωρήσετε γρήγορα γιά νά απελευθερώσετε τόν υπόλοιπο Πόντο, πού
καταδυναστεύεται αφάνταστα άπό τούς Νεότουρκους.
— Μά καί μείς αυτό τό σκοπό έχουμε, καπετάν
Βασίλουστα. Αυτό επιχειρούμε μέ τήν εκστρατεία καί τήν προέλασή μας. Νά σας απελευθερώσουμε
όσο μπορούμε πιο γρήγορα.
— Τότε είμαστε σύμφωνοι.
— Θα μπορούσες λοιπόν ν' αναλάβεις τήν οργάνωση ομάδων
ανταρτών; Φαίνεσαι τολμηρός καί μεθοδικός άνθρωπος, όπως έδειξαν τά ως τώρα
κατορθώματά σου καί προπάντων ή απαγωγή του στρατηγού.
— Είμαι στή διάθεσή σας!
—Έν τάξει λοιπόν. Θα
σου δώσω γιά τήν ώρα τριάντα γιαπωνέζικα ντουφέκια καί τρεις κάσες φυσίγγια καί
θα σέ στείλω στο μέρος πού θα κρίνεις εσύ κατάδηλο γιά τήν αποβίβαση σου. Μόλις
περάσεις στά λημέρια σου, θα αρχίσεις τήν οργάνωση, τή στρατολογία άντρων καί
τόν εξοπλισμό τους. Κατόπιν βλέπουμε.
— Σύμφωνοι. Σέ πόσες μέρες θέλετε νά έχετε αποτέλεσμα;
— Είκοσι μέρες φτάνουν.
— Σέ δεκαοχτώ μέρες υπολογίζω νά έχω τελειώσει.
— Πολύ καλά. Μετά άπό δεκαοχτώ μέρες ακριβώς θα
έρθει πάλι ένα αντιτορπιλικό στο ίδιο μέρος πού θα σέ έχει αφήσει, γιά νά σέ
παραλάβει καί νά σέ φέρει εδώ.
— Ευχαριστώ άπό καρδιάς, κύριε αντισυνταγματάρχη,
είπε ό Ρωμιός καί σηκώθηκε.
Χαιρετίστηκαν μέ
χειραψία καί χώρισαν.
ΣΤΙΣ 3 TOΥ ΙΟΥΛΗ, τό πρωί, ό
Βασίλουστα, μαζί μέ δύο συντρόφους του, τόν Πέτρο Μαυρίδη καί τό Βενιζέλο
Μωϋσίδη, ανεβαίνοντας σέ ένα ρωσικό αντιτορπιλικό ξεκίνησαν γιά τή Σαμψούντα.
Τή νύχτα έφτασαν σ' ένα έρημο ακρογιάλι της κοντά στά Τεβρένια. Μπήκαν σέ μια
βάρκα πού έριξε τό πλοίο, έπλευσαν ως τήν αμμουδιά καί αποβιβάστηκαν. Οί
Τούρκοι, πέρα στο φυλάκιο ή κοιμόνταν βαθιά ή δεν τούς πήραν χαμπάρι. Οί τρεις
συνωμότες φορτώθηκαν τά τριάντα όπλα καί τίς τρεις κάσες μέ τά φυσίγγια καί, σιγά
- σιγά, τράβηξαν πρός τά κοντινά στήν παραλία ελληνικά χωριά. Οί Ρωμιοί
κάτοικοι τούς πήραν, τούς έκρυψαν, τούς περιποιήθηκαν καί τούς βοήθησαν στήν αποστολή
τους.
Μέσα σέ δέκα μέρες
ό Βασίλουστα σχημάτισε μια μεγάλη ομάδα μέ τριανταπέντε παλικάρια άπό τά καμένα
χωριά Τσιραχμάν, Τσιμενλί, "Οξε, Τέβκερις, Άντρεάντων καί Καράπερσιν. Τίς
υπόλοιπες μέρες έστειλε ανθρώπους του εδώ καί εκεί στήν περιοχή καί συγκέντρωσε στρατιωτικές
πληροφορίες γιά τίς τούρκικες δυνάμεις τής Σαμψούντας, γιά τή σύνθεσή τους καί
γιά τίς μετακινήσεις τους.
Τήν ορισμένη νύχτα ο καπετάνιος, συνοδευόμενος
άπό τούς τριανταπέντε οπλοφόρους του, κατέβηκε στήν παραλία καί περίμενε στο
μικρό όρμο σιμά στά Τεβρένια, τήν άφιξη του αντιτορπιλικού. Περίμενε πέντε
ώρες, μα τό ρωσικό πολεμικό αργούσε νά φανεί. Ό Βασίλουστα άρχισε ν' αδημονεί
καί νά φοβάται μήπως δεν έρθει.
Κύλησαν άλλες δύο
ώρες γεμάτες άγων ία, όταν ξαφνικά, φάνηκε μια μαύρη σκιά στ' άνοιχτά τής
θάλασσας. Ή σκιά μεγάλωνε ολοένα καί κοντοζύγωνε πρός τήν παραλία. Ό καπετάνιος
σκίρτησε άπό χαρά:
— Αυτό είναι, είπε στούς συντρόφους του τρίβοντας
τά χέρια του. Επί τέλους!
Δεν πρόφτασε όμως
νά τελειώσει τήν κουβέντα του καί είδε τό πλεούμενο νά σταματάει. Έπειτα νά στρέφει
τήν πλώρη του δεξιά, νά κάνει μια βόλτα καί νά απομακρύνεται. Σέ λίγο φάνηκε νά
σιμώνει σ' άλλη μεριά, ψαχουλεύοντας εδώ καί εκεί στ’ ακρογιάλι, σα νά ξέχασε πού
έπρεπε νά αράξει καί προσπαθούσε μέ ανήσυχες μανούβρες νά θυμηθεί. Ή αγωνία
του Βασίλουστα καί τών συντρόφων του έφτασε στο κατακόρυφο. Ό καπετάνιος
άρχισε νά φοβάται μήπως έγινε κανένα λάθος στή συνεννόηση, καί φύγει τό πλοίο.
Καί θαρρείς γιά νά επιβεβαιωθούν οί φόβοι του, εκείνη τή στιγμή τό αντιτορπιλικό
έστρεψε τά νώτα του πρός τήν ακτή καί έβαλε πλώρη γιά τά άνοιχτά! Ό Βασίλουστα
αναρρίγησε. Έβλεπε τό πλεούμενο ν' απομακρύνεται γοργά, έτσι πού γινόταν φανερό
ότι οί Ρώσοι πήραν τό δρόμο του γυρισμού πρός τήν Τραπεζούντα.
Τί νά κάνει; Πώς νά
εμποδίσει τή φυγή του πλοίου; Βασάνισε πολύ τό μυαλό του καί τέλος του ήρθε μια
ιδέα. Δίχως νά χάσει καν καιρό νά τή συζητήσει μέ τόν εαυτό του ή μέ κανέναν
άλλον, τήν έβαλε σέ έφαρμογή.
— Παιδιά, χτυπάτε τό φυλάκιο! πρόσταξε στά
παλικάρια του.
— Τί; τό φυλάκιο; ρώτησαν δύο τρεις.
— Ναι! Γρήγορα. Μη χάνετε λεπτό! Μόνο έτσι θα αναγκάσουμε
τό αντιτορπιλικό νά γυρίσει πίσω γιά νά μας πάρει.
Ή ομάδα τών
τριανταπέντε παλικαριών όρμησε πρός τά βράχια καί άρχισε τό τουφεκίδι κατά πάνω
στο φυλάκιο- Ή σιγαλιά της νύχτας σχίστηκε βίαια άπό τούς ξερούς μεταλλικούς
κρότους τών όπλων!. . . Οί Τούρκοι απάντησαν αμέσως καί σέ λίγο ή νυχτερινή
μάχη άναψε γιά καλά. Πυροβολούσε καί ό Βασίλουστα, μα τά μάτια του ήταν
καρφωμένα μ' αγωνία στο ρωσικό πολεμικό πού έφευγε. Ξαφνικά τό είδε νά σταματά
καί νά κάνει στροφή. Ένα δυνατό σκίρτημα ένιωσε νά τού διαπερνάει τά σπλάχνα.
Τό σχέδιο του πέτυχε! Σέ λίγη ώρα, τό αντιτορπιλικό βρισκόταν απέναντι άπό τά
Τεβρένια καί σήκωνε τήν κάννη τού κανονιού του κατά πάνω στο τούρκικο φυλάκιο.
Σκόπευσε, μα δέ χρειάστηκε, ούτε ίσως είχε τήν πρόθεση, νά τό βομβαρδίσει,
γιατί οί Τούρκοι στρατιώτες παράτησαν έντρομοι τίς θέσεις τους καί τό έβαλαν
στά πόδια τρέχοντας πρός τή Σαμψούντα.
Ο Βασίλουστα πρόσταξε τούς άντρες του νά σταματήσουν
τό κυνηγητό καί νά συγκεντρωθούν σιμά του. Τό αντιτορπιλικό πλησίασε στο μεταξύ
καί σέ λίγο, μια βάρκα κατέβαινε άπ' αυτό καί έπλεε πρός τήν παραλία. Ό
καπετάνιος και τά τριανταπέντε παλικάρια τήν υποδέχτηκαν καί μόλις άραξε στήν
άμμο πήδησαν μέσα μέ τά ντουφέκια τους. Φτάνοντας κατόπιν στο πλοίο καί
ανεβαίνοντας πάνω στο κατάστρωμά του, δέχτηκαν τά συγχαρητήρια, τά αγκαλιάσματα
καί τά φιλιά στο στόμα, όπως συνηθίζουν οί Ρώσοι, τών ναυτών καί αξιωματικών. Ό
πλοίαρχος παραδέχτηκε τό λάθος του μπροστά στο Βασίλουστα καί τού ζήτησε
συγγνώμη γιά τήν ψυχική οδύνη πού προξένησε σ' αύτόν καί στους άντρες του.
Τό αντιτορπιλικό
τράβηξε ίσια γιά τήν Τραπεζούντα, όπου αποβίβασε τόν Βασίλουστα καί τούς
τριανταπέντε εθελοντές του. Τά παλικάρια αυτά προορίζονταν νά παραδοθούν στούς
Ρώσους εκπαιδευτές, νά ασκηθούν κατάλληλα καί νά σταλούν καί πάλι πίσω στήν
πατρίδα τους γιά δράση.
Τήν επόμενη μέρα
άπό τήν άφιξή του στήν Τραπεζούντα, δ Βασίλουστα παρουσιάστηκε στο γραφείο του Άρτάτωφ:
Οί δύο άντρες αγκαλιάστηκαν καί φιλήθηκαν. Ό αντισυνταγματάρχης συγχάρηκε τόν
Βασίλουστα γιά τήν επιτυχία τής αποστολής του καί βγάζοντας άπό ένα ντουλαπάκι
μια μποτίλια βότκα, κέρασε τό Ρωμιό καπετάνιο. Κατόπιν κουβέντιασαν λίγη ώρα
γιά τήν καινούργια αποστολή. Τελειώνοντας, ό Βασίλουστα ρώτησε:
—'Όλα καλά, κύριε
αντισυνταγματάρχη, μα πέστε μου, σας παρακαλώ, πότε θα γίνει ή κατάληψη τών
παραλίων τής Σαμψούντας άπό τίς δυνάμεις σας; Ό κόσμος εκεί πέρα ανυπομονεί.
— Θα γίνει κι αυτό,
καπετάνιε, απάντησε κάπως άτονα ό Άρτάτωφ. Ό στόλος μας του Εύξεινου Πόντου
βρίσκεται αυτήν τήν ώρα σέ επιχειρήσεις στά παράλια τής Ρουμανίας. Στο τέλος
όμως του Αύγουστου, οπωσδήποτε, θα γίνει ή κατάληψη τών ακτών τής Σαμψούντας. Τότε
ή δική σας υπηρεσία θα μας είναι πολύτιμη.
Ο ΒΑΣΙΛΟΥΣΤΑ
ΠΙΣΤΕΨΕ στις διαβεβαιώσεις του Άρτάτωφ, πού ανταποκρινόταν άλλωστε καί στούς
βαθιά ριζωμένους πόθους του. Γεμάτος ικανοποίηση καί ενθουσιασμό, έπειτα άπό
μερικές μέρες, τέλη του Ιούλη πια, πήρε μαζί του δεκαοχτώ διαλεχτά παλικάρια
καί μπήκε ξανά σέ ρωσικό αντιτορπιλικό. Τούτη τή φορά, τό Ρωσικό Επιτελείο του
έδωσε πενήντα γιαπωνέζικα ντουφέκια, δεκαοχτώ κιβώτια μέ φυσίγγια καί δυο κάσες
χειροβομβίδες.
Τά μεσάνυχτα τής
ίδιας μέρας τό πολεμικό πλοίο έφτασε στις ακτές τής Σαμψούντας. Έριξε άγκυρα
καί ή βάρκα του άρχισε τό κουβάλημα τών πυρομαχικών καί τών αντρών στήν
παραλία. Στά μισά τής επιχείρησης όμως, ξαφνικά, ξέσπασαν πυροβολισμοί άπό τή
μεριά του φυλακίου! Οί Τούρκοι τούς πήραν χαμπάρι καί έριχναν πυκνές μπαταριές
κατά πάνω τους. Οί Ρωμιοί αναγκάστηκαν νά απαντήσουν. Άναψε γερό τουφεκίδι. Καί
οί δυο μεριές πολεμούσαν πεισματικά καί ξόδευαν αφειδώλευτα τά πυρομαχικά τους. Η φεγγαρόφωτη νύχτα βοηθούσε
τούς Τούρκους, πού ήταν οχυρωμένοι καί κρυμμένοι μέσα στά βράχια, ενώ οί Ρωμιοί
πολεμούσαν σέ ανοιχτό πεδίο.
Σέ μια στιγμή, ο
Βασίλουστα πού βρισκόταν ανάμεσα στούς πρώτους, καλυμμένος πίσω άπό ένα μικρό
αμμόλοφο, παρατήρησε καί επισήμανε τή θέση τού Τούρκου αξιωματικού. Τόν
σημάδεψε, σέ μια στιγμή πού σηκώθηκε νά δείξει σέ κάποιο στρατιώτη ένα στόχο,
τόν πυροβόλησε καί τόν χτύπησε! 'Ωστόσο ή μάχη, μετά άπό αυτό, αντί νά
αδυνατίσει, δυνάμωσε πιο πολύ. Οί Τούρκοι πεισμάτωσαν καί αγρίεψαν. Κι όταν
είδαν τό ρωσικό πλοίο νά φεύγει, ξεθάρρεψαν και πυροβολούσαν ασταμάτητα.
Οί Ρωμιοί
πολεμούσαν τό ίδιο σκληρά καί συνάμα προχωρούσαν σερνόμενοι πάνω στήν άμμο,
πρός τά Τεβρένια. *Ως τή στιγμή δεν είχαν κανένα θύμα. Ενωμένα καί τά δεκαεννιά
ντουφέκια τους πυροβολούσαν αδιάκοπα κατά πάνω στά βράχια, όπου σάλευαν οί
σκιές τών Τούρκων στρατιωτών. Τό ξημέρωμα βρήκε τούς αντιπάλους νά κρατάνε
ακόμα τίς θέσεις τους καί νά χτυπιόνται άπό πολύ κοντά, παλεύοντας λυσσασμένα
νά εξοντώσουν οί μεν τούς δέ. Ό ήλιος σέ λίγο βγήκε άπό τά βουνά καί άρχισε νά ανηφορίζει
στον ουρανό, χωρίς ωστόσο νά λιγοστέψει ή σκληράδα καί ή ορμή τών αντρών πού
μάχονταν. Κατά τό μεσημέρι οί Ρωμιοί σίμωσαν πολύ στις θέσεις τών Τούρκων, στά
βράχια, καί χτυπούσαν αλύπητα τούς αντιπάλους τους. Δεν τούς άφηναν καιρό ούτε
νά αναπνεύσουν. Ό Βασίλουστα έδινε κουράγιο στούς δικούς του καί ριχνόταν
πρώτος σέ κάθε προσπέλαση τών παλικαριών του. Ή πίεση πού άσκουσαν οί Ρωμιοί,
τίς τελευταίες ώρες τού απομεσήμερου, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τελικά ανάγκασαν
τούς Τούρκους νά παρατήσουν τά ταμπούρια τους, νά γλιστρήσουν, ανάμεσα άπό τά
βράχια, πρός τήν πίσω μεριά τού Τεβρέντ, καί παίρνοντας μαζί τους τό πτώμα του
αξιωματικού τους, νά φύγουν.
Κύριοι του πεδίου
τής μάχης οί Ρωμιοί, μόλις έπεσε τό σκοτάδι, έδεσαν τά τραύματά τους καί
τράβηξαν, όπως ήταν εξαντλημένοι, πεινασμένοι καί διψασμένοι, γιά τό κοντινό χωριό
Τσιραχμάν, τό λημέρι της ομάδας του καπετάν Πα- πούλα. Ό καπετάνιος καί οί
χωριανοί τούς υποδέχτηκαν μέ χαρές καί θαυμασμό. Οί γυναίκες τούς έπλυναν τίς
πληγές καί τά πόδια, τούς έδωσαν ρούχα ν' αλλάξουν, τούς τάισαν καί τούς
έστρωσαν νά κοιμηθούν σέ μαλακά κρεβάτια.
Τήν άλλη μέρα, ό
καπετάν Βασίλουστα, παίρνοντας μαζί του άλλα έφτά διαλεχτά παλικάρια, μπήκε στο
δρόμο γιά τό εσωτερικό νά οργανώσει τό αντάρτικο....