ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ TOΥ 1914, με την κήρυξη του πολέμου στην Ευρώπη, η Νεοτουρκική Κυβέρνηση τάχτηκε στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, και ενήργησε το Σεφερμπερλικ, δηλαδή Γενική Επιστράτευση.
Όλοι οι μωαμεθανοί και μη μωαμεθανοί άντρες της χώρας, από είκοσι ως σαράντα πέντε χρονών, καλέστηκαν, μέσα σε τρεις μέρες να καταταχθούν στο στρατό. Η Σαμψούντα γέμισε από στρατεύσιμους που κατέβηκαν από όλα τα χωριά και τις κωμοπόλεις του σαντζακιού της.
Οι Ρωμιοί, με σφιγμένη την καρδιά ντύνονταν τη στρατιωτική στολή και κατατάσσονταν απρόθυμα μαζί με τους Τούρκους, τους Αρμένιους και τους Τσερκέζους στους λόχους, τα τάγματα και τα συντάγματα της Στρατιωτικής Διοίκησης.
Αναρωτιόνταν ποια μαύρη τύχη τους επιφυλασσόταν με τούτη την πανστρατιά, με τούτη την πολεμική κινητοποίηση της Τουρκίας από τους έξαλλους ηγέτες της. Σκοτεινά προμαντέματα ανάδευαν στην ανήσυχη ψυχή τους.
Τόν άλλο μήνα, ήρθε στη Σαμψούντα ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, που έλειπε τα δύο τελευταία χρόνια στην Πόλη, όπου τον είχε καλέσει το Πατριαρχείο ως συνοδικό. Τον υποδέχτηκαν στη σκάλα του λιμανιού οι προύχοντες και ο λαός της πόλης. Όσοι δεν τον είχαν δει από κοντά ως τότε, έμειναν θαμπωμένοι από τη μεγαλοπρέπεια και την επιβλητικότητα της εμφάνισης του: Ψηλόκορμος σαν άλλος Μωυσής, γεροδεμένος σα γίγαντας, με αυστηρά μαύρα μάτια και μεγάλο στόμα, ακτινοβολούσε γεμάτος δύναμη, ενεργητικότητα και περηφάνεια καί ενέπνεε ένα σεβασμό βαθύ, που άγγιζε τα όρια του δέους.
Λίγες μέρες μετά την άφιξή του, συνέβηκε κάτι πολύ ευχάριστο για τους Ρωμιούς, που οι γυναίκες, προπάντων οι γριές, το απέδωσαν στο καλό ποδαρικό τού Δεσπότη: Εκδόθηκε μια διαταγή του τουρκικού επιτελείου, που επέτρεπε στους μη μουσουλμάνους στρατιώτες να πληρώσουν «πετέλ», ένα αντισήκωμα από σαραντατέσσερες λίρες χρυσές, ο καθένας, για να απαλλαγούν από τη στρατιωτική υποχρέωση τους.
Το νέο διαδόθηκε γρήγορα στα ρωμαίικα σπίτια, φτάνοντας την άλλη μέρα ως τα πιο απόμακρα χωριά της περιφέρειας. Τις κατοπινές μέρες, άρχισαν να καταφτάνουν από τα γειτονικά στρατόπεδα απολυμένοι Ρωμιοί και Αρμένιοι, που οι οικογένειες τους είχαν έτοιμες τις λίρες για το χαρτί της αναστολής.
ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ η Τουρκία βρισκόταν σε αδράνεια. Ο πόλεμος που ξέσπασε με πρωτοφανή μανία μακριά από τα σύνορά της, δεν έφερε καμιά αναστάτωση σοβαρή στο ρυθμό της πολιτικής ζωής του τόπου. Η σύμμαχος της όμως Γερμανία, δεν την άφησε ήσυχη. Έκανε το παν για να την παρασύρει στο μακελειό. Δύο καταδρομικά της, το «Γκέμπεν» και το «Μπρεσλάου» μπήκαν στα Δαρδανέλια και προχώρησαν στα νερά της Μαύρης Θάλασσας προκαλώντας τη Ρωσία. Αργότερα, Γερμανοί διοικητές του τουρκικού στόλου, συναντώντας ένα καράβι της Ρωσικής Ακτοπλοϊκής Εταιρείας που έπλεε από το Ζουγκουλτάκ για την Οδησσό, το χτύπησαν και το βύθισαν!.. Η Ρωσία απάντησε γρήγορα στην πρόκληση και στις 12 Οκτωβρίου κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.
Τις πρώτες μέρες των εχθροπραξιών, οι Τούρκοι σημείωσαν μερικές σοβαρές επιτυχίες σε βάρος των Ρώσων. Επιχείρησαν μάλιστα το Νοέμβριο μια τολμηρή καί θεαματική διείσδυση μέσα στο έδαφος του Ρωσικού Καυκάσου, προχώρησαν μέχρι εκατό χιλιόμετρα και κατέλαβαν την πόλη Σαρίκαμις.
Οι Ρώσοι όμως συνήλθαν γρήγορα από τον αιφνιδιασμό, ανασυντάχτηκαν και ενεργώντας αντεπίθεση, αποδεκάτισαν τους Τούρκους. Πάνω στο πεδίο τής μάχης ξέσπασε σε λίγες μέρες άγρια χιονοθύελλα πού σκόρπισε το θάνατο και τη διάλυση στο σμπαραλιασμένο τουρκικό στρατό. Το δάσος του Σαρίκαμις γέμισε με πτώματα εκατοντάδων ξεπαγιασμένων Τούρκων στρατιωτών.
Στο μεταξύ, οι μάχες γίνονταν μέρα με τη μέρα πιο πεισματικές. Η φωτιά και το αιματοκύλισμα άπλωναν σ' όλη την έκταση του μετώπου. Απ' όλα τα στρατόπεδα της Τουρκίας ξεκινούσαν μεγάλες μονάδες στρατού για την Ανατολή και οι μεγάλες, κακοφτιαγμένες οδικές αρτηρίες της χώρας γέμισαν πεζοπόρους στρατιώτες που πορεύονταν προς το μέτωπο.
Ωστόσο, η μεγάλη καταστροφή των Τούρκων στο Σαρίκαμις, που συγκλόνισε τη χώρα, δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Οι Νεότουρκοι θεώρησαν κατάλληλη τη στιγμή να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία προς όφελος των μυστικών σχεδίων τους: Απέδωσαν αμέσως τη φοβερή ήττα στους Ρωμιούς στρατιώτες που υπηρετούσαν στον τουρκικό στρατό. H κατηγορία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην ταπεινωμένη και απελπισμένη ψυχή των Τούρκων. Η απόφαση του κομιτάτου για τον αφοπλισμό των Ρωμιών δε συνάντησε την αντίδραση κανενός μουσουλμάνου στρατηγού, αξιωματικού στρατιώτη.
Έτσι, μετά από λίγο καιρό, o αρχινεότουρκος και Υπουργός των στρατιωτικών Eμβέρ πασάς, περνώντας από τη Σαμψούντα, κάλεσε στο κονάκι του μουτασαρίφη τους αξιωματικούς των μονάδων που στρατοπέδευαν στα γύρω και τους μίλησε για τον αφοπλισμό των Ρωμιών, που υπηρετούσαν στον τουρκικό στρατό.
— Να τους πάρετε τα όπλα, είπε ανάμεσα στα άλλα, σε τόνο οργισμένο. Να φύγουν τα ζιζάνια από τον εθνικό μας στρατό. Η ρωσική σημαία, βλέπετε, έχει σταυρό. Και οι γκιαούρηδες δε θα ρίξουν ποτέ σφαίρα κατά πάνω στο σταυρό. Τους ξέρω από το μακεδονικό μέτωπο, τον καιρό του Βαλκανικού Πολέμου. Άλλωστε ο Ρώσος είναι παντοτινός προστάτης τους. Γι’ αυτό σας καλώ να τους αφοπλίσετε και να σχηματίσετε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας.
Να τους λιώσετε στη δουλειά. Τους μισούς να τους βάλετε στα αντίσκηνα, πάνω στα χιόνια, να πάθουν κρυοπαγήματα, να αρρωστήσουν και να πεθάνουν. Τους άλλους να τους εξοντώσετε με την πείνα. Ξέρω ότι θα λιποταχτήσουν οι μισοί και παραπάνω. Δε με πειράζει, γιατί οι λιποτάχτες, σύμφωνα με το άρθρο 7 του στρατιωτικού νόμου εν καιρώ πολέμου, τουφεκίζονται. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, για τους Γκιαούρηδες. Έτσι θα γλυτώσουμε από τη μολυσματική τους παρουσία στη χώρα μας!. . .
Οι Τούρκοι αξιωματικοί πού άκουγαν το λόγο του Εμβέρ πασά, μόλις τελείωσε σώπασαν για λίγα δευτερόλεπτα ξαφνιασμένοι και μουδιασμένοι, μα κατόπιν, παρασυρόμενοι από δύο - τρεις κομιτατικούς, ξέσπασαν σε ζωηρά χειροκροτήματα.
Από την άλλη κιόλας μέρα μπήκε σε εφαρμογή η διαταγή του Εμβέρ πασά. Οι Ρωμιοί του τουρκικού στρατού αφοπλίστηκαν, ξεχωρίστηκαν και συγκρότησαν τα Αμελέ Ταπουρού, τα Τάγματα Εργασίας, που έγιναν τα εργαστήρια του σιγανού μαρτυρικού ομαδικού θανάτου χιλιάδων αντρών. Μέσα στο κρύο, τις βροχές, τα χιόνια, οι Ρωμιοί των Ταγμάτων Εργασίας οδηγούνταν στις καθημερινές αγγαρείες, τα καταναγκαστικά έργα και την βασανιστική δουλειά, χωρίς φαγητό, χωρίς σωστό ρουχισμό και χωρίς ωράριο. Έκτιζαν γέφυρες, έσπαζαν πέτρες, έστρωναν δρόμους, έσκαβαν, μοχθούσαν νηστικοί και ξεπαγιασμένοι όλη τη μέρα, και το βράδυ, καταϊδρωμένοι και εξαντλημένοι, έπεφταν στ' αχυροστρώματα να κοιμηθούν, ενώ οι σκηνές τους έμπαζαν από τις τρύπες τον παγωμένο βοριά, τη βροχή και το χιόνι.
Τα πρώτα θύματα από την πείνα, την αρρώστια, την παγωνιά και την εξάντληση δεν άργησαν να φανούν. Ακολούθησαν με αριθμητική πρόοδο κι άλλα, ώσπου, με τον καιρό, η ταφή των νεκρών γινόταν ομαδικά, μέσα στα ξερορέματα και τις χιονισμένες χαράδρες.
Ωστόσο η αντίδραση των Ρωμιών δεν άργησε να εκδηλωθεί. Με ανάλογη πρόοδο άρχισαν και οι λιποταξίες. Ομάδες - ομάδες το σκάγανε τις νύχτες και έφευγαν από τους τόπους του θανάτου. Έφευγαν και τραβούσαν στα βουνά και τα δάση της πατρίδας τους, για να κρυφτούν ή για να καταταγούν στις αντάρτικες «παρέες» που είχαν σχηματιστεί από τους λιποτάχτες της εποχής των Βαλκανικών Πολέμων.
Και τους πρώτους και τους δεύτερους τους βοηθούσαν κρυφά οι χωρικοί, μα και οι αστοί της πόλης. Η ενίσχυση των φυγάδων αδελφών γινόταν επίμονα και αυθόρμητα, παρ' όλους τους κινδύνους που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους, γιατί θεωρούσαν τη λιποταξία των στρατευμένων σα νόμιμη άμυνα και σα φυσική διέξοδο από την αφύσικη κατάσταση της στράτευσης των χριστιανών στο μουσουλμανικό στρατό.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, ο ξακουστός καπνέμπορος της Σαμψούντας, ήταν από τους πρώτους Ρωμιούς προύχοντες που έστελνε χρήματα στους φυγάδες, ενώ το γραφείο του είχε γίνει το κέντρο επαφής και τροφοδοσίας των ομάδων που σχηματίστηκαν στα βουνά από τούς λιποτάχτες. Οι αδέξιες όμως κινήσεις των πρωτόπειρων συνωμοτών έπεσαν στην αντίληψη της αστυνομίας και μια μέρα, ο Αλή Ριζά, αποφάσισε να συλλάβει τον Χαραλαμπίδη.
Πριν ενεργήσει όμως τη σύλληψη, θεώρησε απαραίτητο να πάρει και την έγκριση του μουτασαρίφη, γιατί ο Δημήτρη - εφέντης είχε μεγάλο κύρος στην κοινωνία της Σαμψούντας και ο αστυνόμος ήθελε να μην αναλάβει μόνος του την ευθύνη του σκανδάλου που θα ξεσπούσε σε λίγο. Πήγε λοιπόν στο κονάκι του Χαλίλ Χαμδή εφέντη και ανέφερε τα ενοχοποιητικά στοιχεία που συγκέντρωσαν τα όργανα του. Κατά σύμπτωση, μέσα στο γραφείο του μουτασαρίφη βρισκόταν κι ένας Παλαιότουρκος, στενός φίλος του Χαραλαμπίδη, που μόλις άκουσε την αρχή της συνομιλίας του Αλή Ριζά και του μουτασαρίφη και κατάλαβε τι τρέχει, σηκώθηκε λέγοντας:
—Εγώ, μουτασαρίφη εφέντη, φεύγω και θα έρθω άλλη μέρα. Δε θέλω να σας απασχολήσω. Έχετε ιδιαίτερα.
— Στο καλό, Μουράτ αγά! του είπε ο Χαλίλ εφέντης. Πήγαινε, αλλά μη χάνεσαι!
Ο Παλαιότουρκος βγήκε και έτρεξε αμέσως στο γραφείο του φίλου του.
—Αμάν, Τηρμήτ εφέντη, του είπε. Γίνε καπνός και φύγε αμέσως . Θα σε πιάσουν. Προ λίγου άκουσα τον Αλή Ριζά να κουβεντιάζει με το μουτασαρίφη.
Ο Δημήτρης ταράχτηκε και προσπάθησε να μάθει περισσότερα, μα ο Τούρκος φίλος του ύψωσε τη φωνή του:
— Μη ρωτάς τίποτε. Φεύγα αμέσως από τη Σαμψούντα!
Ο Χαραλαμπίδης πήρε τα χρήματα που είχε στο συρτάρι του και αφήνοντας το γραφείο του, όπως ήταν, βγήκε έξω στο δρόμο. Περπάτησε ως την πρώτη στροφή με ύφος αδιάφορο και κατόπιν, ανηφορίζοντας, τάχυνε το βήμα του. Βρέθηκε μπροστά στο μεγάλο χάνι του Βαγδάτ τζατεσί. Χώθηκε μέσα, άρπαξε το πρώτο άλογο που είδε μπροστά του, το καβάλησε και χύθηκε έξω, στο καλντερίμι!. . . Σε λίγα λεπτά της ώρας βρισκόταν έξω από την πόλη και τραβούσε ολοταχώς προς το Τσιμενλί, το χωριό του γαμπρού του Παντελή Αναστασιάδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου