Ο Κώστας Χατζηπέμου
γράφει στην εφημερίδα «Δικαίωμα»:
«Δεκαετία του '50.
Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, νεοκόρος τότε στην εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων στο Φερίκιοϊ της Πόλης. Κι εγώ παιδί...
όμως θυμάμαι που 'ρχονταν αργά τη νύχτα και χτυπούσαν την πόρτα χανούμισσες με φερετζέδες και μικρά
παιδιά στην αγκαλιά. Ερχόντουσαν από την Ανατολή και ζητούσαν να βαπτίσουν τα
παιδιά τους.
Κρυφά τους βάζαμε στην εκκλησία, κλειδώναμε την πόρτα κι άρχιζε το
μυστήριο της βάφτισης. Σιωπηλά. Χαμηλόφωνα. Κι αυτό γινόταν σχεδόν κάθε βράδυ.
Για πολλά χρόνια.
»Κάθε μάνα είχε
μαζί της από δύο μέχρι και πέντε παιδιά. Κορίτσια ήταν τα περισσότερα.
Φοβισμένα. Όπως κι οι μανάδες τους. Κι αυτές με το φόβο στα μάτια μιλούσαν
μονάχα στον παπά και σε κανέναν άλλο.
»Όλοι αυτοί που 'φέρναν τα
παιδιά τους και τα βαπτίζανε κρυφά, ήταν χριστιανοί. Χριστιανοί που
εξισλαμίστηκαν δια της βίας κατά τους διωγμούς του 1918 έως το 1922. Στη
συνείδηση τους,
όμως, βαθιά μες στην ψυχή τους, παρέμειναν χριστιανοί.
Και προσπαθούσαν με
κάθε τρόπο να μεταδώσουν την πίστη τους και στα παιδιά τους. Πίστη ικανή να τους
οδηγεί να αψηφούν τους κινδύνους από τους φανατικούς ισλαμιστές αλλά και από
την επίσημη Τουρκία, πίστη βαθιά ριζωμένη, ικανή να τους οδηγεί στην Πόλη για
να βαφτίζουν τα παιδιά στο σπίτι του Θεού. Και τούτο συνεχιζόταν ακόμη μέχρι το
1959. Με μόνη μια μικρή διακοπή μετά τους βανδαλισμούς του 1955.
»Τι να 'χουν
απογίνει άραγε όλοι αυτοί;
Ποια τύχη απάντησαν στο διάβα του χρόνου;
Ψυχές που
πρέπει να μετριούνται σήμερα σε δεκάδες χιλιάδες, τι να' χουν άραγε απογίνει;
Ύστερα μάλιστα από τη συρρίκνωση του Ελληνισμού στην Πόλη, τι να' χουν
απογίνει;»
Από το βιβλίο «Γ'
Πανελλήνιο Συνέδριο
Εθνικής
Αυτογνωσίας», Βέροια 1996.
Santeos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου