Οι κατοπινοί αιώνες θα κυλήσουν στον Πόντο ομαλά. Οι Έλληνες των παραλιακών πόλεων της Μαύρης Θάλασσας θα συνεχίζουν να διατηρούν την ανεξαρτησία και την αυτονομία τους, να ακμάζουν και να προοδεύουν, να λατρεύουν τους θεούς του Δωδεκάθεου, να μιλούν την ιωνική διαλεκτό τους, που θα επηρεαστεί κατοπινά, διαδοχικά, από την κοινή αττική γλώσσα, την κοινή των Αλεξανδρινών χρόνων και την κοινή των ρωμαϊκών χρόνων και του Ευαγγελίου, διατηρώντας όμως, όπως και σήμερα, ορισμένα ιωνικά στοιχεία. Έτσι, μέσα στη δίνη των ιστορικών μεταβολών και την αλλαγή των εποχών, τούτη η χώρα του Πόντου θα αποτελέσει μια πολύτιμη δεξαμενή και αληθινή κιβωτό της ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης.
Στην Αλεξανδρινή περίοδο, ο Πόντος θα επηρεάσει αρκετά την ενδοχώρα των παραλιακών πόλεων του με τον πολιτισμό του και θα εξελληνίσει ένα μέρος από τους κατοίκους τους, τους λιγότερο άγριους και βάρβαρους.
Η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα ξαπλωθούν έξω από τα τείχη των οχυρών και αυτόνομων πόλεων και θα απαλύνουν τον τραχύ χαρακτήρα των ιθαγενών.
Τα Στενά του Ελλησπόντου, άλλωστε, εξασφαλισμένα από τη Μακεδονική κατάκτηση, θα ανοίξουν το δρόμο για το ελληνικό εμπόριο στον Εύξεινο Πόντο, θα μεγαλώσουν την οικονομική σημασία των ποντιακών πόλεων και θα μεγεθύνουν κατά συνέπεια και την πολιτιστική τους αίγλη.
Παράλληλα, στο χώρο του Πόντου, θα έχουμε την ίδρυση και την ανάπτυξη ενός μικρού ανεξάρτητου κράτους, ενός βασιλείου με ισχυρές ελληνικές επιρροές. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:
Ιδρυτές του πρώτου ποντιακού κράτους ήταν οι Πέρσες σατράπες Αριοβαρζάνης (363- 337 π.Χ.), που έγινε ο πρώτος βασιλιάς του Πόντου, και ο Μιθριδάτης ο Α' (337-302 π.Χ.), σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που στέριωσε το ανεξάρτητο κράτος του στην περιοχή της ανατολικής Μαύρης Θάλασσας.
Ένα μεγάλο μέρος αυτού του κράτους το κατέκτησε ο Μακεδόνας στρατηλάτης, κατά την προέλασή του προς την Ανατολή, αλλά μετά το θάνατο του (323) το ανακατέλαβε ο ίδιος Μιθριδάτης και το διατήρησε ώσπου σκοτώθηκε κι αυτός το 302 από το διάδοχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην περιοχή, τον Αντίγονο.
Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη του Α, ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του, Μιθριδάτης ο Β' (302-266), που πολεμώντας εναντίον του Λυσίμαχου, του βασιλιά της Θράκης, έχασε πολλές κτήσεις από την επικράτειά του, αλλά σε αντιστάθμισμα, κατέκτησε την Καππαδοκία και την Παφλαγονία.
Ακολούθησε ο Αριοβαρζάνης ο Β' (266-255) και, μετά το θάνατο κι αυτού, ο γιος του, Μιθριδάτης ο Γ' (255-222), που παντρεύτηκε Ελληνίδα γυναίκα, τη θυγατέρα του βασιλιά της Συρίας Σέλευκου.
Ο διάδοχος του, Μιθριδάτης ο Δ' (222-184 π.Χ.), κατάφερε, όχι μόνο να διατηρήσει το κληρονομημένο από τον πατέρα του κράτος, αλλά και να το επεκτείνει, έχοντας ως ορμητήριο το φρούριο της Παφλαγονίας Κιμίατα.
Η κόρη του πάλι, η Λαοδίκη, παντρεύτηκε το βασιλιά της Συρίας Αντίοχο. Ο επόμενος Μιθριδάτης, ο Ε', ο Ευεργέτης, όπως ονομάστηκε, (157-120 π.Χ.), συμμάχησε με τους Ρωμαίους και προσάρτησε στο κράτος του τη Μεγάλη Φρυγία.
Μιθριδάτης ο ΣΤ' ο Μέγας |
Στην εποχή του, Πόντος επικράτησε να σημαίνει ποντιακή επαρχία, με τη διοικητική και την κρατική έννοια της λέξης, και το ποντιακό κράτος κατακυρώθηκε στη διεθνή πολιτική.
Ο βασιλιάς αυτός, εκτός από τα μεγάλα πολεμικά κατορθώματα που έκανε, συντέλεσε πολύ και στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Ο ίδιος είχε αποκτήσει ελληνική παιδεία και περιστοιχιζόχαν από Έλληνες διανοουμένους, ποιητές, φιλοσόφους, πολιτικούς, ιστορικούς, υπουργούς, ακόμα και αξιωματικούς, όπως ήταν οι περίφημοι στρατηγοί του Νεοπτόλεμος και Αρχέλαος.
Άλλωστε είχε μητέρα Ελληνίδα, τη Λαοδίκη, που τον επιτρόπευε ως τα 12 του χρόνια, και ο ίδιος παντρεύτηκε Ελληνίδα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, προσπάθησε να εξελληνίσει το κράτος του, να συνενώσει τον ελληνικό με τον περσικό πολιτισμό, την ελληνική με την περσική θρησκεία, όπως είχε επιχειρήσει να κάνει και ο Μέγας Αλέξανδρος. Και ως ένα σημείο, ο Μιθριδάτης τούτος τα κατάφερε.
Κι αυτό, γιατί, παράλληλα με τις προσωπικές προσπάθειές του, προχωρούσε, σε λαϊκό επίπεδο, κι η αφομοίωση των περσικών θεοτήτων από τις ελληνικές θεότητες του Δωδεκάθεου.
Επίσης, η ελληνική πολιτιστική παράδοση αφομοίωνε τα ντόπια στοιχεία και έκανε για μιαν ακόμη φορά τη θαυμαστή σύνθεση: τη σύνθεση που έκανε πάντα ο Ελληνισμός και στη μητροπολιτική Ελλάδα, να παίρνει δηλαδή στοιχεία πολιτισμού από την Ανατολή, να τα μεταπλάθει και να τα κάνει δικά του.
Να βγάζει το μυστικιστικό και σκοτεινό περιεχόμενο τους και να δημιουργεί, κάτω από το φως της λογικής και της δημοκρατικής σκέψης, την καινούρια σύνθεση. Να δημιουργεί τη νέα όψη της μυθολογίας, της θρησκείας και της ηθικής, όπου ο ανατολικός απολυταρχικός θεός τεμαχιζόταν σε πολλές δημοκρατικές ανθρωποειδείς θεότητες.
Να πετυχαίνει τη νέα σύνθεση της φιλοσοφίας, όπου ο άκρατος ιδεαλισμός και θεοκρατισμός προσγειωνόταν στον υλισμό, τη φωτεινότητα και τη θετικότητα.
Όπως και να ‘ναι, με τη δημιουργία του ποντιακού κράτους των Μιθριδατών, και ιδιαίτερα του Μιθριδάτη του ΣΤ', του Ευπάτορα, ο εξελληνισμός του μεσογειακού Πόντου προχώρησε με ταχύ ρυθμό και σε μεγάλη έκταση, η ελληνική γλώσσα ακούστηκε σε περισσότερα μέρη και χρησιμοποιήθηκε σε ευρύτερη κλίμακα, σαν επίσημο και ανεπίσημο μέσο επικοινωνίας, και η ελληνική θρησκεία απλώθηκε παντού.
Συγκεκριμένα, στα Κόμανα λατρεύτηκαν οι ελληνικές θεότητες του Απόλλωνα, του οποίου υπήρχε και ναός, της Αθηνάς, του Διόνυσου και της Νίκης, όσο κι αν συνεχιζόταν και η λατρεία της ντόπιας θεάς Αναΐτιδας ή Μα, η οποία όμως ταυτίστηκε τελικά κι αυτή με τη Ρέα ή Κυβέλη, την Άρτεμη ή τη Σελήνη.
Στην Κερασούντα και Τραπεζούντα, εκτός από τις ελληνικές θεότητες, ξεχωριστή τιμή απέδιδαν και στην περσική θεότητα του Μίθρα, αλλά όπως και οι άλλοι Έλληνες του Πόντου την αφομοίωσαν κι αυτή και έδωσαν στη λατρεία της ελληνική ευγένεια και ημερότητα, φωτεινότητα και μέτρο, και επιπλέον της προσέδωσαν την ονομασία Ήλιος, Απόλλων ή Ερμής.
Στην πόλη της Νεοκαισάρειας λατρευόταν η περσική θεότητα του μήνα Φαρνάκου, που ήταν θεός Σελήνη. (Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι στην ποντιακή γλώσσα η σελήνη λέγεται φέγγων και είναι αρσενικού γένους - ο φέγγων, του φέγγονος).
Εξάλλου, τα ανάκτορα του Μιθριδάτη του Μεγάλου στη νέα πρωτεύουσα του κράτους, τη Σινώπη, αλλά και στη Νεοκαισάρεια(Κάβειρα) ήταν χτισμένα με μια ανάμικτη τέχνη, ελληνική και περσική.
Αλλά και τη βιολογική ανάμιξη ενθάρρυνε ο Ευπάτωρ χρησιμοποιώντας τις επιγαμίες ανάμεσα σε Έλληνες και ιθαγενείς, για να πετύχει την εθνική ενότητα.
Έτσι η αφομοίωση των φυλών έφτασε σε τέτοιο σημείο, στην εποχή του μεγαλόπνευστου αυτού μονάρχη, ώστε ο Δορύλαος ο νεότερος, ελληνικής καταγωγής και πρόγονος του Πόντιου ιστορικού Στράβωνα, να διοριστεί από τον Μιθριδάτη τον ΣΤ' αρχιερέας στα Κόμανα, χωρίς αυτό να προκαλέσει την ελάχιστη αντίδραση.
Επίσης, στην ίδια εποχή, πολλές πόλεις του Πόντου είχαν κόψει νομίσματα με απεικονίσεις μυθολογικές, αντλημένες από την ελληνική μυθολογία και με έμφαση στο μύθο του Περσέα.
Ιδιαίτερα απεικόνιζαν τον γιο του Περσέα, τον Πέρση, τον οποίο θεωρούσαν ως αρχή της εξουσίας και της εθνικής ονομασίας των (περσικής καταγωγής) Μιθριδατών.
Ωστόσο, παρά την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε ο βασιλιάς αυτός για τη δημιουργία ενός ενιαίου ποντιακού έθνους και πολιτισμού, τα αποτελέσματα δεν ήταν πολύ μεγάλα στις ιθαγενείς φυλές που ζούσαν στον Παρυάδρη και το Σκυδίσκο, καθώς και στις ορεινές φυλές της Κολχίδας, οι οποίες έμειναν ανεπηρέαστες από τον πολιτισμό αυτό.
Τα εμπόδια ήταν η φυσική διαμόρφωση του εδάφους, που δυσκόλευε το άνοιγμα δρόμων και την ίδρυση πόλεων, η ιδιότυπη οικονομική, ποιμενική και κυνηγετική ζωή αυτών των βάρβαρων φυλών και, προπάντων, ο τραγικός θάνατος του ίδιου του Μιθριδάτη του Ευπάτορα, που άφησε μισοτελειωμένο το μεγαλεπήβολο έργο του.
Αλλά ας δούμε από κοντά και τις φιλόδοξες επιχειρήσεις του εναντίον της κοσμοκράτειρας Ρώμης, οι οποίες κράτησαν 27 ολόκληρα χρόνια και έκαναν τους Ρωμαίους να τρέμουν, σαν να γινόταν σεισμός κάτω από τα πόδια τους.
Η σειρά των γεγονότων στους τρεις Μιθριδατικούς πολέμους, όπως ονομάστηκαν, ήταν η εξής.
Στον πρώτο, ο βασιλιάς του Πόντου επωφελήθηκε από μια μεγάλη ευκαιρία που του παρουσιαζόταν: Ο ρωμαϊκός στρατός ήταν απασχολημένος με το Συμμαχικό πόλεμο, τον εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή, ανάμεσα στη Ρώμη και τους λαούς των άλλων ιταλικών πόλεων που ήθελαν να αναγνωριστούν σαν ισότιμοι και όχι υποτελείς πολίτες της.
Ο Μιθριδάτης άρχισε τις επιχειρήσεις με την κατάκτηση της Γαλατίας, στη Μικρασία, και της Καππαδοκίας. Αμέσως μετά απέσπασε όλους τους συμμάχους της Ρώμης στην περιοχή και κατέλαβε τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, καθώς και τη ρωμαϊκή πια επαρχία της Μακεδονίας.
Στους Ρωμαίους απέμειναν μόνο τα νησιά Ρόδος και Χίος. Συνεπαρμένος από τις νίκες του αυτές και τις εύκολες κατακτήσεις, αλλά και για να δέσει πιο σταθερά με το κράτος του τους κατοίκους αυτών των περιοχών, διέταξε γενική σφαγή των Ρωμαίων και Ιταλών που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία.
Η φοβερή αυτή διαταγή δόθηκε το 88 π.Χ. στην Έφεσο και γι' αυτό οι σφαγές αυτές ονομάστηκαν αργότερα «λουτρός αίματος της Εφέσου» ή «Εφέσιος εσπερινός». Περίπου 80.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πράγμα που δείχνει ότι τα βαρβαρικά ένστικτα του, κατά το ήμισυ, Πέρση Μιθριδάτη, δεν εξαφανίστηκαν με την επίδραση της ελληνικής πολιτιστικής αγωγής, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι στρατηλάτες διέπραξαν παρόμοια ομαδικά εγκλήματα, πριν ή μετά την κοσμοκρατορία τους και, ιδιαίτερα, στην περίοδο της διάδοσης του Χριστιανισμού, όπως και οι Αθηναίοι παλαιότερα με τις σφαγές των Μηλίων γύρω στα 415 π.Χ.
Όπως και να είναι, ο Πόντιος βασιλιάς, συνεχίζοντας την εκστρατεία του, κήρυξε την απελευθέρωση της Ελλάδας και των πόλεων της από τους Ρωμαίους κατακτητές.
Στο επαναστατικό κάλεσμά του ανταποκρίθηκε πρώτη η Αθήνα, που προσχώρησε αμέσως στο στρατόπεδο του. Η Ρώμη αναστατώθηκε.
Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας |
Το 87 π.Χ. αποβιβάστηκε στην Ελλάδα και με δύναμη 30.000 ανδρών άρχισε την πολιορκία της Αθήνας και του Πειραιά. Οι Αθηναίοι πολέμησαν με πείσμα εναντίον του Σύλλα, αλλά τελικά, έπειτα από ένα χρόνο, υπέκυψαν. Ο Ρωμαίος στρατηγός κατέλαβε την πόλη, την κατέστρεψε σωριάζοντάς την σε ερείπια και κατέσφαξε χιλιάδες κατοίκους. Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, δεν άργησε να παραδοθεί και ο Πειραιάς.
Ο αγώνας με τα ποντιακά στρατεύματα που έστειλε εναντίον του Σύλλα ο Μιθριδάτης κρίθηκε το 86 π.Χ. σε δύο μάχες που έγιναν στη Βοιωτία: στη Χαιρώνεια, η πρώτη, και στον Ορχομενό, η δεύτερη, όπου οι στρατιωτικές δυνάμεις του βασιλιά του Πόντου νικήθηκαν.
Ωστόσο, η τελευταία πράξη του πολέμου αυτοί παίχτηκε στη Δάρδανο της Τρωάδας, όπου, σε προσωπική συνάντηση του Σύλλα με το Μιθριδάτη, ο δεύτερος υποχρεώθηκε να υπογράψει ειρήνη (85 π.Χ.) με ελαφρούς σχετικά όρους και με μικρή καταβολή αποζημιώσεων.
Στο δεύτερο Μιθριδατικό πόλεμο δε σημειώθηκαν θεαματικές επιχειρήσεις. Ο βασιλιάς του Πόντου αναδιπλώθηκε και με το στρατό του κατάφερε να αποκρούσει τις επιθέσεις του αναπληρωτή του Σύλλα, στρατηγού Μουρήνα (81 π.Χ.).
Ο τρίτος όμως Μιθριδατικός πόλεμος, που ξέσπασε δέκα χρόνια αργότερα (71 π.Χ.), ήταν δραματικός και κράτησε γύρω στα 8 χρόνια.
Ο Λούκουλλος, που διαδέχτηκε το Σύλλα, έπειτα από σκληρές μάχες έδιωξε το Μιθριδάτη από τη Βιθυνία και τον Πόντο και άρχισε την κατάληψη της Αρμενίας, όπου ο Ευπάτωρ είχε καταφύγει κοντά στο γαμπρό του Τιγράνη.
Το 66 π.Χ. η διοίκηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων ανατέθηκε στον Πομπήιο, με πλήρη εξουσιοδότηση να υποτάξει το Μιθριδάτη και όλη τη Μικρασία. Ο Πομπήιος, με μεγάλες δυνάμεις στρατού, νίκησε σε απανωτές μάχες το Μιθριδάτη. Ταυτόχρονα, ανέπτυξε μια σειρά από διπλωματικές ενέργειες που έφεραν ευνοϊκά γι' αυτόν αποτελέσματα.
Ευνόησε τον Τιγράνη, το βασιλιά της Αρμενίας, για να απομονώσει τον αντίπαλο του. Κατόπιν πήρε με το μέρος του και τον ίδιο το γιο του Μιθριδάτη, το Φαρνάκη Β', ο οποίος επαναστάτησε εναντίον του πατέρα του (63 π.Χ.). Ο Πομπήιος, για να τον αμείψει, του έδωσε το μικρό βασίλειο του Κιμμέριου Βοσπόρου.
Τέλος, αφαίρεσε τη Συρία από τους Σελευκίδες και δημιούργησε νέες επαρχίες Συρίας και Πόντου. Έτσι, εξουδετέρωσε τους συμμάχους του Μιθριδάτη και τελικά και τον ίδιο. Ας σημειωθεί ότι ο Πομπήιος, ανάμεσα στις νέες πόλεις που έχτισε στη Μικρασία, ήταν και η Νικόπολη (το σημερινό Σεμπίν-Καραχισάρ), την οποία ίδρυσε με την ευκαιρία της νίκης του εκεί κοντά.
Ο Μιθριδάτης, τελικά, καταδιωκόμενος, σε ηλικία 69 χρονών (63 π.Χ.), και ενώ ετοίμαζε νέα εκστρατεία εναντίον της Ιταλίας, με ισχυρό στρατό και στόλο που θα πλαισιώνονταν από Σκύθες και Παίονες, καθώς και με τη συμμαχία των Κελτών, έχασε τη ζωή του στο Παντικάπαιο της Ταυρικής χερσονήσου. Συγκεκριμένα, απελπισμένος από την κατάσταση στην οποία βρέθηκε μετά την αποστασία του Φαρνάκη, διέταξε έναν υπασπιστή του ή, κατ' άλλους, έναν δούλο του, να τον σκοτώσει, για να μην πέσει στα χέρια του στασιαστή γιου του και στη συνέχεια παραδοθεί στον Πομπήιο, οπότε θα τον οδηγούσαν δεμένο στη Ρώμη για να στολίσει την πομπή του θριάμβου του Ρωμαίου υπάτου.
Ο ίδιος, από μόνος του, δεν μπορούσε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο, γιατί, όπως είναι γνωστό, ο Μιθριδάτης, για να αποφύγει και να γλιτώσει τη δηλητηρίασή του από οποιονδήποτε εχθρό του περιβάλλοντος του, είχε συνηθίσει τον οργανισμό του στα δηλητήρια. Είχε αρχίσει με μικρές μικρές δόσεις, που αργότερα τις αύξησε, φτάνοντας στις μεγάλες, όσες
δηλαδή θα έστελναν στον άλλο κόσμο οποιονδήποτε τις έπαιρνε. Το επίτευγμα αυτό, το να μην προσβάλλεται ένας οργανισμός από δηλητήρια, γιατί έχει εθιστεί σ' αυτά με συστηματική και βαθμιαία τοξίνωση, ονομάστηκε, από το όνομα του Μιθριδάτη, που πρώτος το αποτόλμησε, «Μιθριδατισμός». Γι’ αυτό λοιπόν, στην ύστατη στιγμή, όταν ήθελε να αυτοκτονήσει, δεν ήπιε δηλητήριο, γιατί αυτό δε θα του έπαιρνε τη ζωή. Απλά, διέταξε τον υπασπιστή του να τον σκοτώσει, αυτοκτονώντας έτσι έμμεσα.
Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου