Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Το βασίλειο του Πόντου και ο Μιθριδάτης Στ' ο Μέγας.



Οι κατοπινοί αιώνες θα κυλήσουν στον Πόντο ομαλά. Οι Έλληνες των παραλιακών πόλεων της Μαύρης Θάλασσας θα συνεχίζουν να διατηρούν την ανεξαρτησία και την αυτονομία τους, να ακ­μάζουν και να προοδεύουν, να λατρεύουν τους θεούς του Δωδεκάθεου, να μιλούν την ιωνική δια­λεκτό τους, που θα επηρεαστεί κατοπινά, δια­δοχικά, από την κοινή αττική γλώσσα, την κοι­νή των Αλεξανδρινών χρόνων και την κοινή των ρωμαϊκών χρόνων και του Ευαγγελίου, διατη­ρώντας όμως, όπως και σήμερα, ορισμένα ιωνι­κά στοιχεία. Έτσι, μέσα στη δίνη των ιστορικών μεταβολών και την αλλαγή των εποχών, τούτη η χώρα του Πόντου θα αποτελέσει μια πολύτιμη δεξαμενή και αληθινή κιβωτό της ελληνικής πο­λιτιστικής παράδοσης.
Στην Αλεξανδρινή περίοδο, ο Πόντος θα ε­πηρεάσει αρκετά την ενδοχώρα των παραλια­κών πόλεων του με τον πολιτισμό του και θα ε­ξελληνίσει ένα μέρος από τους κατοίκους τους, τους λιγότερο άγριους και βάρβαρους.
Η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα ξαπλωθούν έξω από τα τείχη των οχυρών και αυτόνομων πόλεων και θα απαλύνουν τον τραχύ χαρακτήρα των ιθαγενών.
Τα Στενά του Ελλησπόντου, άλλω­στε, εξασφαλισμένα από τη Μακεδονική κα­τάκτηση, θα ανοίξουν το δρόμο για το ελληνι­κό εμπόριο στον Εύξεινο Πόντο, θα μεγαλώ­σουν την οικονομική σημασία των ποντιακών πόλεων και θα μεγεθύνουν κατά συνέπεια και την πολιτιστική τους αίγλη.
Παράλληλα, στο χώρο του Πόντου, θα έ­χουμε την ίδρυση και την ανάπτυξη ενός μι­κρού ανεξάρτητου κράτους, ενός βασιλείου με ισχυρές ελληνικές επιρροές. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:
Ιδρυτές του πρώτου ποντιακού κράτους ή­ταν οι Πέρσες σατράπες Αριοβαρζάνης (363- 337 π.Χ.), που έγινε ο πρώτος βασιλιάς του Πό­ντου, και ο Μιθριδάτης ο Α' (337-302 π.Χ.), σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που στέ­ριωσε το ανεξάρτητο κράτος του στην περιο­χή της ανατολικής Μαύρης Θάλασσας.
Ένα μεγάλο μέρος αυτού του κράτους το κατέκτη­σε ο Μακεδόνας στρατηλάτης, κατά την προέλασή του προς την Ανατολή, αλλά μετά το θά­νατο του (323) το ανακατέλαβε ο ίδιος Μιθρι­δάτης και το διατήρησε ώσπου σκοτώθηκε κι αυτός το 302 από το διάδοχο του Μεγάλου Αλε­ξάνδρου στην περιοχή, τον Αντίγονο.
Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη του Α, α­νέβηκε στο θρόνο ο γιος του, Μιθριδάτης ο Β' (302-266), που πολεμώντας εναντίον του Λυσίμαχου, του βασιλιά της Θράκης, έχασε πολλές κτήσεις από την επικράτειά του, αλλά σε αντι­στάθμισμα, κατέκτησε την Καππαδοκία και την Παφλαγονία.
Ακολούθησε ο Αριοβαρζάνης ο Β' (266-255) και, μετά το θάνατο κι αυτού, ο γιος του, Μι­θριδάτης ο Γ' (255-222), που παντρεύτηκε Ελληνίδα γυναίκα, τη θυγατέρα του βασιλιά της Συρίας Σέλευκου.
 Ο διάδοχος του, Μιθρι­δάτης ο Δ' (222-184 π.Χ.), κατάφερε, όχι μόνο να διατηρήσει το κληρονομημένο από τον πα­τέρα του κράτος, αλλά και να το επεκτείνει, έ­χοντας ως ορμητήριο το φρούριο της Παφλα­γονίας Κιμίατα.
Η κόρη του πάλι, η Λαοδίκη, παντρεύτηκε το βασιλιά της Συρίας Αντίοχο. Ο επόμενος Μιθριδάτης, ο Ε', ο Ευεργέτης, ό­πως ονομάστηκε, (157-120 π.Χ.), συμμάχησε με τους Ρωμαίους και προσάρτησε στο κράτος του τη Μεγάλη Φρυγία.
Μιθριδάτης ο ΣΤ' ο Μέγας
 Τέλος, το 120 π.Χ., ανέβηκε στο θρόνο ο τελευταίος και διασημότερος βασιλιάς του Πόντου, ο Μιθριδάτης ο ΣΤ' ο Μέγας, ο επονομαζόμενος και Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.), που με την ταραχώδη ζωή του και τη θεαματική πολεμική δράση του αναστάτωσε για πολλά χρόνια τη Ρώμη.
Στην εποχή του, Πόντος επικράτησε να ση­μαίνει ποντιακή επαρχία, με τη διοικητική και την κρατική έννοια της λέξης, και το ποντιακό κράτος κατακυρώθηκε στη διεθνή πολιτική.
Ο βασιλιάς αυτός, εκτός από τα μεγάλα πολεμι­κά κατορθώματα που έκανε, συντέλεσε πολύ και στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Ο ίδιος είχε αποκτήσει ελληνική παιδεία και περιστοιχιζόχαν από Έλληνες διανοουμένους, ποιητές, φιλοσόφους, πολιτικούς, ιστορικούς, υπουργούς, ακόμα και αξιωματικούς, όπως ή­ταν οι περίφημοι στρατηγοί του Νεοπτόλεμος και Αρχέλαος.
Άλλωστε είχε μητέρα Ελληνίδα, τη Λαοδίκη, που τον επιτρόπευε ως τα 12 του χρόνια, και ο ίδιος παντρεύτηκε Ελληνίδα. Κα­τά τη διάρκεια της βασιλείας του, προσπάθη­σε να εξελληνίσει το κράτος του, να συνενώσει τον ελληνικό με τον περσικό πολιτισμό, την ελληνική με την περσική θρησκεία, όπως είχε επιχειρήσει να κάνει και ο Μέγας Αλέξανδρος. Και ως ένα σημείο, ο Μιθριδάτης τούτος τα κατάφερε.
Κι αυτό, γιατί, παράλληλα με τις προσωπικές προσπάθειές του, προχωρούσε, σε λαϊκό επίπεδο, κι η αφομοίωση των περσικών θεοτήτων από τις ελληνικές θεότητες του Δω­δεκάθεου.
 Επίσης, η ελληνική πολιτιστική πα­ράδοση αφομοίωνε τα ντόπια στοιχεία και έ­κανε για μιαν ακόμη φορά τη θαυμαστή σύν­θεση: τη σύνθεση που έκανε πάντα ο Ελληνι­σμός και στη μητροπολιτική Ελλάδα, να παίρ­νει δηλαδή στοιχεία πολιτισμού από την Ανα­τολή, να τα μεταπλάθει και να τα κάνει δικά του.
Να βγάζει το μυστικιστικό και σκοτεινό περιεχόμενο τους και να δημιουργεί, κάτω α­πό το φως της λογικής και της δημοκρατικής σκέψης, την καινούρια σύνθεση. Να δημιουρ­γεί τη νέα όψη της μυθολογίας, της θρησκείας και της ηθικής, όπου ο ανατολικός απολυταρ­χικός θεός τεμαχιζόταν σε πολλές δημοκρατι­κές ανθρωποειδείς θεότητες.
 Να πετυχαίνει τη νέα σύνθεση της φιλοσοφίας, όπου ο άκρατος  ιδεαλισμός και θεοκρατισμός προσγειωνόταν  στον υλισμό, τη φωτεινότητα και τη θετικότητα. 
 Όπως και να ‘ναι, με τη δημιουργία του ποντιακού κράτους των Μιθριδατών, και ιδιαίτερα του Μιθριδάτη του ΣΤ', του Ευπάτορα, ο εξελληνισμός του μεσογειακού Πόντου προχώρησε με ταχύ ρυθμό και σε μεγάλη έκταση, η  ελληνική γλώσσα ακούστηκε σε περισσότερα  μέρη και χρησιμοποιήθηκε σε ευρύτερη κλίμακα, σαν επίσημο και ανεπίσημο μέσο επικοινωνίας, και η ελληνική θρησκεία απλώθηκε παντού.
 Συγκεκριμένα, στα Κόμανα  λατρεύτηκαν οι ελληνικές θεότητες του Απόλλωνα, του οποίου υπήρχε και ναός, της Αθηνάς,  του Διόνυσου και της Νίκης, όσο κι αν συνεχιζόταν και η λατρεία της ντόπιας θεάς Αναΐτιδας ή Μα, η οποία όμως ταυτίστηκε τελικά κι  αυτή με τη Ρέα ή Κυβέλη, την Άρτεμη ή τη Σελήνη.
Στην Κερασούντα και Τραπεζούντα, εκτός από τις ελληνικές θεότητες, ξεχωριστή τιμή απέδιδαν και στην περσική θεότητα του Μίθρα, αλλά όπως και οι άλλοι Έλληνες του Πόντου την αφομοίωσαν κι αυτή και έδωσαν στη λατρεία της ελληνική ευγένεια και ημερότητα, φωτεινότητα και μέτρο, και επιπλέον της προσέδωσαν την ονομασία Ήλιος, Απόλλων ή Ερμής.
Στην πόλη της Νεοκαισάρειας λα­τρευόταν η περσική θεότητα του μήνα Φαρνάκου, που ήταν θεός Σελήνη. (Αξίζει να ανα­φέρουμε εδώ ότι στην ποντιακή γλώσσα η σε­λήνη λέγεται φέγγων και είναι αρσενικού γέ­νους - ο φέγγων, του φέγγονος).
Εξάλλου, τα ανάκτορα του Μιθριδάτη του Μεγάλου στη νέα πρωτεύουσα του κράτους, τη Σινώπη, αλλά και στη Νεοκαισάρεια(Κάβειρα) ήταν χτισμένα με μια ανάμικτη τέχνη, ελληνι­κή και περσική.
Αλλά και τη βιολογική ανάμι­ξη ενθάρρυνε ο Ευπάτωρ χρησιμοποιώντας τις επιγαμίες ανάμεσα σε Έλληνες και ιθαγενείς, για να πετύχει την εθνική ενότητα.
 Έτσι η αφομοίωση των φυλών έφτασε σε τέτοιο ση­μείο, στην εποχή του μεγαλόπνευστου αυτού μονάρχη, ώστε ο Δορύλαος ο νεότερος, ελλη­νικής καταγωγής και πρόγονος του Πόντιου ιστορικού Στράβωνα, να διοριστεί από τον Μι­θριδάτη τον ΣΤ' αρχιερέας στα Κόμανα, χωρίς αυτό να προκαλέσει την ελάχιστη αντίδραση.
Επίσης, στην ίδια εποχή, πολλές πόλεις του  Πόντου είχαν κόψει νομίσματα με απεικονίσεις μυθολογικές, αντλημένες από την ελληνι­κή μυθολογία και με έμφαση στο μύθο του Περσέα.
Ιδιαίτερα απεικόνιζαν τον γιο του Περσέα, τον Πέρση, τον οποίο θεωρούσαν ως αρχή της εξουσίας και της εθνικής ονομασίας των (περσικής καταγωγής) Μιθριδατών.
Ωστόσο, παρά την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε ο βασιλιάς αυτός για τη δη­μιουργία ενός ενιαίου ποντιακού έθνους και πολιτισμού, τα αποτελέσματα δεν ήταν πολύ μεγάλα στις ιθαγενείς φυλές που ζούσαν στον Παρυάδρη και το Σκυδίσκο, καθώς και στις ο­ρεινές φυλές της Κολχίδας, οι οποίες έμειναν ανεπηρέαστες από τον πολιτισμό αυτό.
Τα ε­μπόδια ήταν η φυσική διαμόρφωση του εδά­φους, που δυσκόλευε το άνοιγμα δρόμων και την ίδρυση πόλεων, η ιδιότυπη οικονομική, ποιμενική και κυνηγετική ζωή αυτών των βάρ­βαρων φυλών και, προπάντων, ο τραγικός θά­νατος του ίδιου του Μιθριδάτη του Ευπάτορα, που άφησε μισοτελειωμένο το μεγαλεπήβολο έργο του.
Αλλά ας δούμε από κοντά και τις φιλόδοξες επιχειρήσεις του εναντίον της κοσμοκράτειρας Ρώμης, οι οποίες κράτησαν 27 ολόκληρα χρό­νια και έκαναν τους Ρωμαίους να τρέμουν, σαν να γινόταν σεισμός κάτω από τα πόδια τους.
Η σειρά των γεγονότων στους τρεις Μιθριδατικούς πολέμους, όπως ονομάστηκαν, ήταν η εξής.
Στον πρώτο, ο βασιλιάς του Πόντου ε­πωφελήθηκε από μια μεγάλη ευκαιρία που του παρουσιαζόταν: Ο ρωμαϊκός στρατός ήταν απασχολημένος με το Συμμαχικό πόλεμο, τον εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή, ανάμεσα στη Ρώμη και τους λαούς των άλλων ιταλικών πόλεων που ήθελαν να αναγνωριστούν σαν ισότιμοι και ό­χι υποτελείς πολίτες της.
Ο Μιθριδάτης άρχισε τις επιχειρήσεις με την κατάκτηση της Γαλατίας, στη Μικρασία, και της Καππαδοκίας. Αμέσως μετά απέσπα­σε όλους τους συμμάχους της Ρώμης στην πε­ριοχή και κατέλαβε τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, καθώς και τη ρωμαϊκή πια επαρχία της Μακεδονίας.
Στους Ρωμαίους απέμειναν μόνο τα νησιά Ρόδος και Χίος. Συνεπαρμένος από τις νίκες του αυτές και τις εύκολες κατα­κτήσεις, αλλά και για να δέσει πιο σταθερά με το κράτος του τους κατοίκους αυτών των περιοχών, διέταξε γενική σφαγή των Ρωμαίων και Ιταλών που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία.
Η φοβερή αυτή διαταγή δόθηκε το 88 π.Χ. στην Έφεσο και γι' αυτό οι σφαγές αυτές ονο­μάστηκαν αργότερα «λουτρός αίματος της Εφέσου» ή «Εφέσιος εσπερινός». Περίπου 80.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πράγμα που δείχνει ότι τα βαρβαρικά ένστικτα του, κα­τά το ήμισυ, Πέρση Μιθριδάτη, δεν εξαφανί­στηκαν με την επίδραση της ελληνικής πολιτι­στικής αγωγής, ανεξάρτητα από το γεγονός ό­τι οι Ρωμαίοι στρατηλάτες διέπραξαν παρόμοια ομαδικά εγκλήματα, πριν ή μετά την κο­σμοκρατορία τους και, ιδιαίτερα, στην περίο­δο της διάδοσης του Χριστιανισμού, όπως και οι Αθηναίοι παλαιότερα με τις σφαγές των Μη­λίων γύρω στα 415 π.Χ.
Όπως και να είναι, ο Πόντιος βασιλιάς, συνεχίζοντας την εκστρατεία του, κήρυξε την απελευθέρωση της Ελλάδας και των πόλεων της από τους Ρωμαίους κατακτητές.
Στο επαναστατικό κάλεσμά του ανταποκρί­θηκε πρώτη η Αθήνα, που προσχώρησε αμέ­σως στο στρατόπεδο του. Η Ρώμη αναστατώ­θηκε.
Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας
Τέτοιον κίνδυνο είχε να δοκιμάσει από την εποχή του Αννίβα. Ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας κατάφερε να εκτοπίσει το συγκυβερνήτη του Μάριο και να πάρει ο ίδιος την ηγε­σία της εκστρατείας εναντίον του επικίνδυνου εχθρού.
Το 87 π.Χ. αποβιβάστηκε στην Ελλά­δα και με δύναμη 30.000 ανδρών άρχισε την πολιορκία της Αθήνας και του Πειραιά. Οι Αθηναίοι πολέμησαν με πείσμα εναντίον του Σύλλα, αλλά τελικά, έπειτα από ένα χρόνο, υ­πέκυψαν. Ο Ρωμαίος στρατηγός κατέλαβε την πόλη, την κατέστρεψε σωριάζοντάς την σε ε­ρείπια και κατέσφαξε χιλιάδες κατοίκους. Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, δεν άργησε να παραδοθεί και ο Πειραιάς.
Ο αγώνας με τα ποντιακά στρατεύματα που έστειλε εναντίον του Σύλλα ο Μιθριδάτης κρί­θηκε το 86 π.Χ. σε δύο μάχες που έγιναν στη Βοιωτία: στη Χαιρώνεια, η πρώτη, και στον Ορχομενό, η δεύτερη, όπου οι στρατιωτικές δυ­νάμεις του βασιλιά του Πόντου νικήθηκαν.
Ωστόσο, η τελευταία πράξη του πολέμου αυ­τοί παίχτηκε στη Δάρδανο της Τρωάδας, όπου, σε προσωπική συνάντηση του Σύλλα με το Μι­θριδάτη, ο δεύτερος υποχρεώθηκε να υπογρά­ψει ειρήνη (85 π.Χ.) με ελαφρούς σχετικά ό­ρους και με μικρή καταβολή αποζημιώσεων.
Στο δεύτερο Μιθριδατικό πόλεμο δε ση­μειώθηκαν θεαματικές επιχειρήσεις. Ο βασι­λιάς του Πόντου αναδιπλώθηκε και με το στρα­τό του κατάφερε να αποκρούσει τις επιθέσεις του αναπληρωτή του Σύλλα, στρατηγού Μουρήνα (81 π.Χ.).
Ο τρίτος όμως Μιθριδατικός πόλεμος, που ξέσπασε δέκα χρόνια αργότερα (71 π.Χ.), ή­ταν δραματικός και κράτησε γύρω στα 8 χρό­νια.
Ο Λούκουλλος, που διαδέχτηκε το Σύλλα, έπειτα από σκληρές μάχες έδιωξε το Μιθρι­δάτη από τη Βιθυνία και τον Πόντο και άρχι­σε την κατάληψη της Αρμενίας, όπου ο Ευπάτωρ είχε καταφύγει κοντά στο γαμπρό του Τιγράνη.
Το 66 π.Χ. η διοίκηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων ανατέθηκε στον Πομπήιο, με πλήρη εξουσιοδότηση να υποτάξει το Μιθρι­δάτη και όλη τη Μικρασία. Ο Πομπήιος, με μεγάλες δυνάμεις στρατού, νίκησε σε απανω­τές μάχες το Μιθριδάτη. Ταυτόχρονα, ανέ­πτυξε μια σειρά από διπλωματικές ενέργειες που έφεραν ευνοϊκά γι' αυτόν αποτελέσματα.
Ευνόησε τον Τιγράνη, το βασιλιά της Αρμενίας, για να απομονώσει τον αντίπαλο του. Κατόπιν πήρε με το μέρος του και τον ίδιο το γιο του Μι­θριδάτη, το Φαρνάκη Β', ο οποίος επαναστά­τησε εναντίον του πατέρα του (63 π.Χ.). Ο Πο­μπήιος, για να τον αμείψει, του έδωσε το μικρό βασίλειο του Κιμμέριου Βοσπόρου.
 Τέλος, α­φαίρεσε τη Συρία από τους Σελευκίδες και δη­μιούργησε νέες επαρχίες Συρίας και Πόντου. Έτσι, εξουδετέρωσε τους συμμάχους του Μι­θριδάτη και τελικά και τον ίδιο. Ας σημειωθεί ότι ο Πομπήιος, ανάμεσα στις νέες πόλεις που έχτισε στη Μικρασία, ήταν και η Νικόπολη (το σημερινό Σεμπίν-Καραχισάρ), την οποία ίδρυσε με την ευκαιρία της νίκης του εκεί κοντά.
Ο Μιθριδάτης, τελικά, καταδιωκόμενος, σε ηλικία 69 χρονών (63 π.Χ.), και ενώ ετοίμαζε νέα εκστρατεία εναντίον της Ιταλίας, με ισχυ­ρό στρατό και στόλο που θα πλαισιώνονταν α­πό Σκύθες και Παίονες, καθώς και με τη συμ­μαχία των Κελτών, έχασε τη ζωή του στο Παντικάπαιο της Ταυρικής χερσονήσου. Συγκε­κριμένα, απελπισμένος από την κατάσταση στην οποία βρέθηκε μετά την αποστασία του Φαρνάκη, διέταξε έναν υπασπιστή του ή, κατ' άλλους, έναν δούλο του, να τον σκοτώσει, για να μην πέσει στα χέρια του στασιαστή γιου του και στη συνέχεια παραδοθεί στον Πομπήιο, ο­πότε θα τον οδηγούσαν δεμένο στη Ρώμη για να στολίσει την πομπή του θριάμβου του Ρω­μαίου υπάτου.
Ο ίδιος, από μόνος του, δεν μπορούσε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο, γιατί, όπως είναι γνωστό, ο Μιθριδάτης, για να αποφύγει και να γλιτώσει τη δηλητηρίασή του από οποιονδή­ποτε εχθρό του περιβάλλοντος του, είχε συνη­θίσει τον οργανισμό του στα δηλητήρια. Είχε αρχίσει με μικρές μικρές δόσεις, που αργότε­ρα τις αύξησε, φτάνοντας στις μεγάλες, όσες
δηλαδή θα έστελναν στον άλλο κόσμο οποιονδήποτε τις έπαιρνε. Το επίτευγμα αυτό, το να  μην προσβάλλεται ένας οργανισμός από δηλητήρια, γιατί έχει εθιστεί σ' αυτά με συστηματική και βαθμιαία τοξίνωση, ονομάστηκε,  από το όνομα του Μιθριδάτη, που πρώτος το  αποτόλμησε, «Μιθριδατισμός». Γι’ αυτό λοιπόν, στην ύστατη στιγμή, όταν ήθελε να αυτοκτονήσει, δεν ήπιε δηλητήριο, γιατί αυτό δε θα  του έπαιρνε τη ζωή. Απλά, διέταξε τον υπασπιστή του να τον σκοτώσει, αυτοκτονώντας έτσι έμμεσα.

 Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah