Ελληνική αρετή πανάρχαιη, άδολη και ανυστερόβουλη. Συνήθεια πολύτιμη που δίνει τη χαρά σε κείνους που φιλοξενούνται, καθώς και σε κείνους που φιλοξενούν.
Όλα τα ποντιακά ήθη δεν ξεμακραίνουν από τις αρχαίες παραδόσεις, όπως είχαν διαμορφωθεί και εξελιχθεί στο πέρασμα των χιλιετηρίδων, και όλες οι εκδηλώσεις των Ποντίων προς τον ξένο παρουσιάζουν μια καταπληκτική ομοιότητα με τις εκδηλώσεις των Ομηρικών χρόνων.
Και όπως στην αρχαία μυθολογία ο Ζευς μεταμορφωμένος σε ζητιάνο χτυπούσε τις πόρτες, έτσι και οι Σανταίοι έπλασαν το μύθο πως ο Χριστός μεταμορφωμένος σε ζητιάνο χτυπά τις πόρτες ζητώντας φιλοξενία για να δοκιμάσει τους χριστιανούς.
Γ ι' αυτό ο πρώτος που θα τύχαινε τον ξένο, ο πρώτος την πόρτα του οποίου θα χτυπούσε ο οδοιπόρος, καλούσε να περάσει στο φτωχικό του, από τη σκέψη, “Γιάμ εν ο Χριστόν και θέλ' να δοκιμάζ' μας" έπειτα η φιλοξενία και η ελεημοσύνη προσφέρονταν για την στράταν τη ξενιτέα και ποιος μπορούσε να την αρνηθεί;
Το πρώτο που ήταν να κάνουν για τον ξένο ήταν να πλύνουν τα πόδια του οι γυναίκες, να πλύνουν τ’ ορτάρια και τα τσαρούχια του και να τα βάλουν νά στεγνώσουν το ίδιο και στον Όμηρο και νερό ή θεράπαινα φέρνει, για να νιφτούν σε ολάργυρη λεκάνη.
Έπειτα να βάλουν τραπέζι, αν ήταν άνδρας στο σπίτι θα είχαν να προσφέρουν και ένα ποτήρι ρακί. Αν δεν είχαν έτοιμο φαγητό, είχαν αυγά και βούτυρο να κάμουν φούστρον ή κανένα τηγανητό και γιαούρτι.
Ύστερα ρωτούσαν από που είναι και που πάει, όπως στον Όμηρο. Και τώρα (αφού έφαγαν) είναι καλύτερο να εξετασθούν οι ξένοι, ποιοι είστε, πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης.
Το βράδυ πλάγιαζαν νωρίς για να ξεκουραστεί ο ξένος. Την άλλη μέρα αφού έτρωγαν, έβαλαν στην τσάντα του ψωμί και σουφάϊ (προσφάγιο) για το δρόμο, τον ξεπροβοδούσαν, αφού του επαναλάμβαναν πως, αν τύχει να ξαναπεράσει, να μη χτυπήσει άλλη πόρτα, γιατί θα θυμώσουν. Ξενώνας κοινοτικός υπήρχε μόνο στο Ισχανάντων «το Μοτός» όπου έμεναν με τα ζώα τους οι περαστικοί διαβάτες. Οι εισπράξεις του προορίζονταν για το σχο λείο. Στου Πιστοφάντων υπήρχε το ιδιωτικό χάνι του Σιτμαλή.
Κατά την οπισθοχώρηση από την 'Αλβανία, επειδή από την Καστανιά (της οποίας οι κάτοικοι όλοι είναι Σανταίοι) ο στρατός μας περνούσε κατά πολυπληθείς ομάδες, για να μη γυρίζει στα σπίτια και ζητιανεύει, μαγείρευαν σε μεγάλα δίλαβα καζάνια γάλα και πατάτες από τα οποία καθώς και ψωμί είχαν άφθονα, ωσότου έληξε ή οπισθοχώρηση.
Το ίδιο έγινε και στη Νέα Σάντα Κιλκίς.Στάθη Αθανασιάδη(Γεροστάθη)
"Ιστορία & Λαογραφία ης Σαντάς"