Η προσπάθεια του ανθρώπου με μαντείες, δεισιδαιμονίες, ευχές, κατάρες κ.λ.π. να αποφύγει το κακό ή να πετύχει το καλό, έχει συντελέσει ώστε να πιστεύουν πως είναι δυνατό να προκληθεί η ευεργετική επίδραση, ή να αποτραπεί η κακοποιά επήρεια ανωτέρων δυνάμεων υπερφυσικών, στις οποίες ο αμόρφωτος απέδιδε κάθε αγαθό ή κακό η επίκληση αυτή των αγαθοποιών ή κακοποιών δαιμόνων για ωφέλεια ή βλάβη, ονομάζεται Μαγεία.
Οι μαγικές πράξεις ήσαν θετικές: ψαύση, χρήση, καταβρόχθιση καρδιάς περιστεριού κ.λ.π. Σιωπή, ευχές ή κατάρες βοηθούσαν τις μαγικές πράξεις.
Οι αμόρφωτοι πίστευαν και πιστεύουν ακόμα και σήμερα, ότι ο Θεός έδωσε σε μερικούς ανθρώπους την ικανότητα να γνωρίζουν το μέλλον (μάντεις) γι αυτό η μαντική εύκολα τους έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης, μια και είχαν την ικανότητα νά επιτύχουν ωφελήματα ή κακά εις βάρος των άλλων. Φυλακτήρια, νηστείες, ευχές, κατάρες, εξορκισμοί, μεθυστικοί καπνοί, ποτά, συμβολικές λέξεις και σχήματα ήσαν τα μέσα, με τα οποία οι μάγοι μπορούσαν να προφυλάττουν, να προστατεύουν και να μετατρέπουν τις βλαβερές συνθήκες σε ωφέλιμες, να θεραπεύουν την επιληψία και άλλες ψυχικές αρρώστιες, να προλέγουν τα μέλλοντα, να ημερώνουν ή να γοητεύουν τα φίδια, να απαλλάσσουν τον άνθρωπο από κάθε κακό.
Τη Μαγεία επαγγέλλονταν και εξαπατούσαν τους αφελείς διάφοροι αγύρτες Τούρκοι ιερωμένοι (χοτζάδες, τζιντζήδες, τιαρβέσσ). Σοβαροί, λιγομίλητοι, σκεπτικοί και αργοκίνητοι με μακρύ κομπολόγι στο χέρι.
Αλληλένδετος με τη Μαγεία είναι και ο αφορισμός, αναθεματισμός, εξορκισμός των δαιμόνων, (δηλ. η δέσμευση για αποτροπή της δράσης τους), και η σωτηρία δαιμανόπληκτων. Το δέσιμο και λύσιμο κόμπου είναι από τα παλαιότατα μέσα εξορκισμού.
Υπάρχουν δυο λογιών μαγείες: η λευκή η θαυματοποιός δηλ. η επίκληση αγγέλων ή αγαθοποιών πνευμάτων για αποτροπή κακού ή πρόγνωση του μέλλοντος, και η μαύρη, που βασίζεται στη συμμαχία των καταχθόνιων πνευμάτων του κακού, των δαιμόνων.
Στη μαγεία κατέφευγαν οι νέοι ή οι νέες, που ήθελαν να κάμουν τα πρόσωπα της εκλογής τους να τους αγαπήσουν σταθερά και παράφορα. Ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να φέρει μαζί του ένα οποιοδήποτε αντικείμενο του προσώπου που έπρεπε να μαγευτεί, κυρίως τρίχες ή ένα κομμάτι από εσώρουχο ή εξώρουχο.
Τα πράγματα αυτά τα διάβαζαν οι τζιντζήδες, έγραφαν τα ξόρκια σε χαρτί (νουσχόδας) και τάδιναν στον ενδιαφερόμενο να τα ράψει σε κανένα κρυφό μέρος του φορέματος του.
Σ’όλες αυτές τις διαδικασίες πρωτοστατούσαν ορισμένες γυναίκες, όχι και τόσο άμεμπτες από άποψη ήθους. Ο λαός τις ονόμαζε τσσιαζούδες που καβαλκεύνε τα πουλούλια (Ξ. Ξενίτας), εννοείται ότι τη δουλειά αυτή δεν την έκαμναν δωρεάν.
Εποίκαν άτον μαείας, έλεγαν για κείνον τον οποίον έκαναν μάγια. Για να διαλύσουν τα μάγια χρησιμοποιούσαν πολλούς τρόπους: Έβαζαν κανένα εσώρουχο του μαγεμένου κάτω από την Αγία Τράπεζα, και ύστερα από 3 ή 7 λειτουργίες του το έδιναν να το φορέσει.
Τον επεκάπνιζαν με βαμβάκι βαμμένο στα καντήλια της εκκλησίας. Τον διάβαζε ο παπάς τους εξορκισμούς, τον δρασκελούσε όταν περνούσε με τα άγια.
Έψαχναν μήπως βρουν στα ρούχα του κανένα ξόρκι, το ίδιο και κάτω από το απανωθύρ ή κατωθύρ του σπιτιού του. ·
Αν παρ’ όλα αυτά δεν βελτιωνόταν η κατάστασή του, έλεγαν: Φαίνεται ότι εκείνος που έκανε τα μάγια τα έριξε στο ποτάμι ή στη θάλασσα, και έτσι δε γίνεται τίποτε.
Στα μάγια κατέφευγαν και όταν ένας νέος ή νέα πάθαινε ένα είδος μαρασμού από άγνωστη αιτία, πού υπέσκαπτε την υγεία του.
Τα μάγια ήσαν απαγορευμένα από τη θρησκεία, ο παπάς «εφόριζεν άτον» του απήγγειλε αφορισμό) και 7 χρόνια κ' έρούζνεν κοινωνίαν» εκείνον που έκανε μάγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου