Κώστας Κηρυκόπουλος (Βαΐζογλης)

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

0 Τετράλοφος Κοζάνης φιλοξένησε και φιλοξενεί ακόμα πρόσφυγες από την ορεινή επαρχία της Ματσούκας, μια περιοχή στην καρδιά του Πόντου, ανάμεσα στην Αργυρούπολη  και την Τραπεζούντα, κοντά στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά.
Ο Κώστας Κηρυκόπουλος είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρόσφυγας του χωριού και διαθέτει εξαιρετική μνήμη. Έφυγε από τον Πόντο σε ηλικία αρκετά μεγάλη για να θυμάται το χωριό του, το Καπίκιοϊ του Πόντου, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Τσεβιζλούκ. την πρωτεύουσα της επαρχίας Ματσούκας.
Το Καπίκιοϊ απάρτιζαν οι έξι μαχαλάδες (συνοικίες), Εντυμα, Κοσμά, Καρά, Κοντού, Κιζερά, Τιάχα και Ζερφυρή.
Για τον ηλικίας 101 ετών, Κώ­στα Κηρυκόπουλο ή «Βαΐζογλη» όπως του αρέσει να τον αποκαλούν με το πραγματικό του επίθετο που στα τουρκικά σημαί­νει «ρήτορας», η σκέψη της Πατρί­δας του προκαλεί συγκίνηση:
«Είχαμε το καλύτερο χωριό στην περιοχή, το πιο πλούσιο. Το πιο παραγωγικό. Φουντούκια ο­λόκληρα χωράφια. Και κάνναβι. Αυτό που έβγανε χασίσι αλλά δεν το ξέρανε. Πήγαιναν οι γυναίκες να κόψουν τα φύλλα και λιποθυμούσανε μέσα στα χωράφια.
 Και δεν ξέρανε ότι απ' το καννάβι το παθαίνουν.. .Σπέρναμε καλαμπό­κια, κριθάρια, σιτάρια, από όλα... Είχαμε και μπαχτσέδες, πράσα να 'βλεπες, λάχανα να 'βλεπες... Εί­χαμε πατώματα-πατώματα τα χω­ράφια μας. Έλατα και δέντρα να έ­βλεπες. Είχαμε και τρία λιβάδια». Τα «λιβάδια» ήταν τα παρχάρια, τα θερινά βοσκοτόπια όσων ασχολούνταν με την κτηνοτροφία στα βουνά.
«Τα σπίτια έμορφα είχαμε, ξύλινα και διώροφα. Από πάνω η σκεπή ήταν από χαρτώματα που τα λέγαμε. Μικρά σανιδάκια. Ει­δικό πεύκο κόβανε και φτιάχνανε τη σκεπή. Άντεχε για χρόνια, δεν πάθαινε τίποτα. Και ούτε σταγόνα νερό όταν έβρεχε...»
Αν και το χωριό ήταν πλούσιο και μεγάλο, ούτε το μέγεθος ούτε ο πλούτος ήταν τα κύρια χαρακτη­ριστικά του: «Το χωριό μας ήταν ο­πλισμένο σαν αστακός. Άμα έβλε­πες τη διπλανάσταση το Πάσχα, ερχόντανε οι δύο ενορίες, η μία από τη μια πλευρά κι η άλλη από την άλλη και παρατασσόντουσαν από δω κι από κει σε διμοιρίες. Κι άμαν έδινε το σύνθημα ο ένας με μια σφαίρα, άναβεν ο τόπος. Όλοι μάουζερ! Άρματα, άστραφτε ο ου­ρανός. Σωρός οι κάλυκες στα πό­δια τους... Κι έλεγα εγώ, μικρός ή­μουνα, πώς πυροβολούνε αυτοί οι άνθρωποι με τα τουρκοχώρια απέ­ναντι. Ακούνε όπως πυροβολούμε.  Ένα ποτάμι μόνο μας χώριζε...».
Αυτό το ποτάμι, ο Δαφνοπόταμος ή Πυξίτης, συνδέθηκε σύ­ντομα με τον θάνατο για τον μικρό Έλληνα: «Το ποτάμι αυτό είχε βαφτεί με το αίμα των Αρμενίων. Εκεί έσφαζαν τους Αρμεναίους. Και το ποτάμι έγινε αίμα. Μεγά­λο ποτάμι, μέχρι την Τραπεζούντα κατέβαινε. Είχαμε μια οικογένεια Αρμένηδων μέσα στο χωριό εμείς αλλά την κρύβαμε. Είχανε ένα α­γόρι και ένα κορίτσι...».
Σφαγή τέτοιων διαστάσεων σαν κι αυτήν που είδαν να συμβαίνει στους Αρμένιους, δεν έφτασε ποτέ στο χωριό:
«Πριν την Ανταλλαγή, δεν είχε γίνει τίποτα στο χωριό. Ε­μείς στο χωριό είχαμε και πεξήν (=χωροφύλακα) Τούρκον. Και στα ακρινά κάτω, στον κάτω μαχαλά του χωριού μας, ερχόντουσαν κά­ποτε Τούρκοι να ληστέψουν. Πει­νασμένοι ήταν και θέλαν να αρπά­ξουν κάτι να φάνε. Και από πάνω απ' το χωριό φώναζαν. Και ήταν αυτός ο αστυνομικός που φύλα­γε το χωριό μας, μαζί με τον πρόε­δρο. .. Και προχωρούσαν μέσα απ' τα χωράφια και πυροβολούσανε κι οι κλέφτες αυτοί φεύγανε».
Παρά το ειδυλλιακό της περι­γραφής, η γενική εικόνα είναι λίγο διαφορετική, καθώς γνωρίζουμε πως το 1/3 περίπου του χριστια­νικού ανδρικού πληθυσμού της επαρχίας Ματσούκας χάθηκε στα καταναγκαστικά έργα και την εξο­ρία την περίοδο 1916-1922.
Οταν έγινε η Ανταλλαγή, ο κύ­ριος Κώστας ήταν στην Γ' Τάξη του δημοτικού σχολείου στο χωριό. «Βρεθήκαμε όλο το καράβι σε ένα προάστιο, έξω από την Κωνσταντι­νούπολη. Κάθε μέρα είχαμε 10-15 θανάτους... Κάθε μέρα! Εκεί μέσα έβραζε η ασθένεια.
Η αδελφή μου η Παλάσα (Βαλασία) πέθανε στον δρόμο, στο Μπογάτσκιοϊ, εκεί που πεθαίνανε κάθε μέρα δέκα άνθρω­ποι. .. Εγώ είχα του πατέρα μου τον αδερφό στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει νέ­ος από εξανθηματικό τύφο. Γερό παλικάρι. Από 18 μέχρι 30 χρονών έκοβεν η ασθένεια. Από κει και πά­νω άνθρωπος κι (=δεν) πέθανεν, ένα περίεργο πράμα... Μόνο τη νε­ολαία θέριζε...».
Στην Κωνσταντινούπολη που λες που μας έβγαλε ο θείος μου, πλήρωσε έναν αστυνομικό να με φέρει στην πόλη. Και με έβαλε σε ένα σιδεράδικο να μάθω τέχνη. Ήταν χαμηλά το μαγαζί μας. Κι από πάνω ήταν ζαχαροπλαστείο, που το είχε μάλιστα ένας Παλιολλαδίτης και τροφοδοτούσε όλην την Κωνσταντινούπολη. Προχώρησα αρκετά στη δουλειά μου. Ήμουν 11 χρονών και βαρούσα βαριό (βαριοπούλα) και μου 'λεγε ο μάστορης μου ο Σπύρος -ήταν Σέρβος υπήκο­ος, Μιχαήλοβιτς τον έλεγαν- «βάρα ρε σκατολαζέ!» και μου κόβονταν η αναπνοή μου από την κούραση.
 Δεν μπορούσα, μικρός ήμουνα. Και το βαριό ήταν αρκετά βαρύ. Εγώ στην Κωνσταντινούπολη έμαθα ελληνι­κά. Κωνσταντινουπολίτικα μιλάω... Εκεί μιλάνε ελληνικά. Να χαίρεσαι να ακούς την ομιλίαν τους...Πόσα είδα, πόσα πέρασα...».
«Τον πρώτο καιρό δυσκολευτή­καμε αρκετά, μέχρι να συνέλθουμε. Στην αρχή μας δώσανε ένα γαϊδουράκι κι ένα βόδι. Εγώ κι η μάνα μου ήμασταν. Ένα γαϊδουράκι μισοψόφιο κι ένα βόδι άχρηστο κι εκείνο. Στην αρχή υποφέραμε πολύ. Με­τά αφού μεγάλωσα εγώ, δούλεψα σκληρά κι απόκτησα οικογένεια και μεγάλωσα τα παιδιά, φουκαράς εγώ. Με οχτώ δεκάρες την οκά τις πατάτες πουλούσαμε».
Πρώτη εστία τους προσέφεραν τα «παλιόσπιτα» των Τούρκων: «Φευγάτοι ήταν οι Τούρκοι, δεν α­νταμώσαμε. Τα σκυλιά τους μόνο βρήκαμε στο Σόροβιτς (Αμύνταιο)... Εγώ με τη μάνα μου, αργά ήρθαμε εδώ. Κάναμε ένα χρόνο να έρθου­με. Από την Κωνσταντινούπολη ήρ­θαμε στην Καλαμαριά κι από κει με το τρένο μέχρι το Σόροβιτς. Με ένα αυτοκίνητο με αλυσίδα γυρνούσαν τα τροχούλια. Τέλος πάντων, καθί­σαμε κάνα δυο βραδιές στην Κοζά­νη και μετά ήρθαμε εδώ. Ήταν της μάνας μου η αδερφή, είχανε έρθει νωρίτερα».
Το αρχικό όνομα του χωριού ή­τανε Τόρταλη, δηλαδή Τέσσερις Αλήδες, στοιχείο που καθόρισε το νέο του ελληνικό όνομα: Τετράλο­φος. «Χωράφια δουλέψαμε στην αρχή, κάτι που μας δώσανε και με­τά έγινε διανομή. Ο καθένας πήρε όσα στρέμματα δικαιούτανε και δούλευε τα δικά του χωράφια με­τά. Εγώ είχα τον πρώτο κλήρο, 36 στρέμματα. Μετά ήταν και 45, ήταν και 54, ήταν και 18 στρέμματα, για τις χήρες που δεν είχανε παιδιά».
Στη ζωή του κυρίου Κώστα υ­πάρχει μόνο ένα βάρος: δεν μπό­ρεσε να εκπληρώσει την επιθυμί­α του να επισκεφθεί τον τόπο που γεννήθηκε. «Άρε Πατρίδα, δεν αξιώθηκα να έρθω μια φορά...». Η συζήτηση γι' αυτήν είναι ευχάρι­στη, αν και προκαλεί πάντα συγκί­νηση. Μια συγκίνηση γνήσια και πολύ μεταδοτική... ·

Συνέντευξη στον Ιάσονα Χανδρινό
Τετράλοφος Κοζάνης
17 Ιούλη '2010

Πηγη: Περιοδικό "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ"


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah