…Κι ήρθε ο Αβραάμ αγκάλιασε την κόρη του κι άρχισε να λέει με δυνατή φωνή:
- Τσόφα γιαβρί μ', Τσόφα πουλί μ', Τσόφα τριμελεμέντσα, Τσόφα αναπνοή τη μάνας-ις κι αυγή τ' εφτωχικού μ'. Τσόφα νεράιδα τη ταϊφάς, δέβα πουλί μ' σο καλόν
και σο καλόν την ώραν και τέρεν μ' εντροπιάσ' 'μας.
Τον άντρα σ' ν' αγαπάς και να τιμάς, να ακούσ' α'τόν. Σα πεθερκά σ' να Ίνεσαι το παιδίν α'τουν. Όνταν την ανάγκη σ' θα έχ'νε, εμπροστά τουν να ευρίεσαι.
Όνταν ριγούν να χουλιέντσα τς, και όνταν ζεστιάσκουνταν να Ίνεσαι άνεμος και να σαριλαέφσα ‘τς.
Θυγατέρα, τα καλά σ' να ακούγομε πάντα, να μη εντροπιάου μες.
Δείξον πουλί μ' σην ταϊφάν τη Αβραάμ τη Πολιτίδη πως ο Ισαάκ Αϊδινίδης κ' εν εφτωχός αφού εχ' την Τσόφα θυγατέραν.
(Τσόφα γιαβρί μου, Τσόφα πουλί μου, Τσόφα χαϊδεμένη μου, Τσόφα αναπνοή της μάνας σου κι αυγή του φτωχικού μου. Τσόφα νεράιδα της οικογένειας, πήγαινε παιδί μου στο καλό και στην καλή την ώρα και κοίταξε να μην μας ντροπιάσεις.
Τον άντρα σου να τον αγαπάς, να τον τιμάς, να τον ακούς. Γίνε στα πεθερικά σου το παιδί τους. Όταν θα έχουν την ανάγκη σου, μπροστά τους να βρίσκεσαι.
Να τους ζεσταίνεις όταν κρυώνουν, κι όταν ζεσταίνονται να γίνεσαι άνεμος και να τους δροσίζεις.
Κόρη, τα καλά σου να ακούμε πάντα, να μη ντροπιαστούμε.
Δείξε, παιδί μου, στην οικογένεια του Αβραάμ Πολιτίδη πως ο Ισαάκ Αϊδινίδης δεν είναι φτωχός, αφού έχει εσένα κόρη).
Πήρε μετά μια μικρή γαβάθα ξύλινη, χοντροπελεκημένη, την πρόσφερε στην νύφη, και της είπε:
- Τσόφα, εγώ από πάππον προς πάππον εφτωχός είμαι. Οικογενειακά κειμήλια κ’ έχω να χαρίζω 'σε. Αβούτο το πινάκ' έχω, τη κυρού μ' έτον. Χαρίζ’ ατό σ’ εσέν με την ευχή μ', πάντα γομάτον να εν’ για τ’ εσέν, για την ταϊφά σ’ και υστερνά από καιρούς, ας έχν' ατό και τα παιδία σ’. Ευχήν τρανόν εφτάγω να εν’ πάντα γομάτον.
Ο Θεός να ευλογεί τ' οσπίτ'ις. Αρτούμενα και πληθούμενα τα αγαθά και το πινάκ' πολλά πολλά φοράς να κρατείς ατό γομάτον σα χέρια σ’.
Έπαρ'το. Και κάποτε γιομάτο έπαρ' το και δέβα και σ’ εφτωχούς. Σο ξύλον τη πινακί Τσόφα εν’ η δύναμη τη κυρού μ', τη πάππος-ις και απές σο πινάκ’, Τσόφα γιαβρί μ', τη μάνας-ις και τα’ εμόν εν η ψη.
(Τσόφα, εγώ από πάππον προς πάππον είμαι φτωχός. Οικογενειακά κειμήλια δεν έχω να σου χαρίσω. Αυτή τη γαβάθα (πιάτο) έχω που ήταν του πατέρα μου. Σου τη χαρίζω με την ευχή να είναι πάντα γεμάτη για σένα και την οικογένειά σου κι υστέρα από καιρό ας την έχουν και τα παιδιά σου. Μεγάλη ευχή κάνω, να είναι πάντα γεμάτη.
Ο Θεός να ευλογεί το σπίτι σου. Αρτούμενα και πληθούμενα τα αγαθά και την γαβάθα πολλές πολλές φορές να την κρατάς στα χέρια σου γεμάτη.
Πάρε την. Και κάποτε γεμάτη πάρτην και πήγαινέ την στους φτωχούς. Στο ξΰλο της γαβάθας, Τσόφα, είναι η δύναμη του πατέρα μου, του πάππου σου, και μέσα στο πιάτο, Τσόφα, παιδί μου, είναι η ψυχή τής μητέρας σου και η δική μου ψυχή.)
Ακούστηκε λύρα. «Ο γαμπρός! ο γαμπρός!» φώναξαν τα παιδιά. Τα αδέλφια της νύφης έδεσαν με σχοινιά την πόρτα της αυλής, όπως συνήθιζαν στη Σάντα να κάνουν σ' όλους τους γάμους. Θα τα έλυναν μόνο όταν έπαιρναν μπαχτσίσι.
Τα παιδιά ζήτησαν μια χρυσή λίρα. Έτσι ήθελε το έθιμο. Ο κουμπάρος έδωσε μερικά καπίκια κι ο γαμπρός έδωσε τη λίρα. Τα αδέλφια της Τσόφας χάρηκαν πάρα πολύ, γιατί ποτέ τους δεν είχανε δει χρυσή λίρα. Έτρεξαν να τη δείξουν στον πατέρα τους και ξέχασαν να λύσουν τα σχοινιά και ν' ανοίξουν την πόρτα. Η συνοδεία του γαμπρού το διασκέδασε κι άρχισε να τραγουδά πως η νύφη σ' αυτό το σπίτι πολύ ακριβή φαίνεται πως είναι.
Ο κόσμος τραγουδούσε «σήμερα στεφανώνεται ο αϊτός την περιστέρα». Όταν όμως ο γαμπρός πήγε και στάθηκε κοντά στη νύφη, ο κόσμος καλοτύχισε τη νύφη, μα λυπήθηκε τον γαμπρό.
Η γαμήλια συνοδεία του γαμπρού και της νύφης, με τους ήχους της λύρας, έφτασε στην εκκλησία του Αγίου Χριστοφόρου Πιστοφάντων. Εφτά παπάδες και εφτά ψάλτες τούς περίμεναν, μαζί τους και δύο καλόγεροι από την Παναγία Σουμελά. Όλοι μαζί θα τελούσαν το Ιερό Μυστήριο του Γάμου….
- Θεέ μου, ακούστηκε βαριά η φωνή του Αβραάμ. Σ' ευχαριστώ που με αξίωσες να χτίσω το σπίτι της νύφης μου και της εγγονής μου πάνω σε ελληνικά χώματα. Εύχομαι μέσα από την ψυχή μου αυτό το ελληνικό σπίτι να στεγάζει για πολλά πολλά χρόνια τη νύφη μου Τσόφα και την εγγονή μου Μελπομένη.
Ό,τι μου απόμεινε, Θεέ μου, ό,τι μου απόμεινε. Να τις προφυλάει από βροχή και από αγέρα, από ζέστη κι από κρύο, από κακουχίες κι από συμφορές, από πολέμους και άλλες προσφυγιές. Η ευλογία Σου να είναι επάνω του.
Φέρε και δώσε λίγη χαρά στη νέα Εστία μας, Θεέ μου, δώσε απογόνους στην εγγονή μου και η αυλή είθε να γεμίσει παιδιά. Κάνε, Θεέ μου, η οικογένεια να τρώει δικό της ψωμί και πάντα να κοιμάται σε δικό της κρεβάτι.
Πλήθυνε, Θεέ μου, τ' αγαθά του τόπου για να έχουν κι οι δικοί μου άνθρωποι.
Η γιαγιά Τσόφα είναι ένα πρόσωπο υπαρκτό, αληθινό. Είναι η γιαγιά Σοφία Αϊδινίδου - Πολιτίδου (1890-1965), κόρη τον Ισαάκ Αϊδινίδη και νύφη τον Αβραάμ Πολιτίδη, από τη Σάντα του Πόντου.
Ήρθε στην Ελλάδα το 1922, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Έζησε και βίωσε όλα τα τραγικά γεγονότα της Μεγάλης Συμφοράς και έφθασε στην Ελλάδα -στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Καλαμαριάς- με την ψυχή στο στόμα, όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι πρόσφυγες από τις αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού της Ανατολής.
Η ορεινή περιοχή της Σάντας ήταν ο τόπος καταγωγής της. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε και εκεί πέρασε την παιδική της ηλικία στο φτωχικό σπίτι του πατέρα της.
Πριν καλά καλά μεγαλώσει, σε ηλικία 14 ετών (!) παντρεύτηκε -ή πιο σωστά την παντρέψανε- με τον Παντελή, το γιο τον πλούσιου Αβραάμ Πολιτίδη.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος τη βρήκε καλονοικοκυρά στη Σάντα με τις δύο θυγατέρες της, την Ελένη και την Μελπομένη. Η φυγή όμως των ρωσικών στρατευμάτων από την κατεχόμενη Τραπεζούντα, λίγο πριν από το τέλος του, το 1917, την έβαλε -όπως και όλους τους Έλληνες τον Πόντου- στην τροχιά των δεινών της μεγάλης συμφοράς που ακολούθησε.
Η σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους το 1915 και τα γεγονότα της γενοκτονίας των Ελλήνων τον Πόντου, που αμέσως μετά άρχισαν, την έβαλαν σε ανήσυχες σκέψεις όταν η οικογένεια της ένιωθε ακόμη «ασφαλής...» στην ορεινή Σάντα.
Η Σάντα ήταν το Σούλι του Πόντου και σε όλη τη μακραίωνη τουρκική κατοχή, από το 1461 και μέχρι την καταστροφή της το 1921, Τούρκος δεν την πάτησε. Ήταν και ένιωθε ελεύθερη πάνω στις απρόσιτες Ποντιακές Άλπεις.
Ζούσε απροσκύνητη και περήφανη χάρη στην ανδρεία των παλικαριών της και τη σωστή εσωτερική της οργάνωση, με τις Εφτά Ενορίες της, τους Δημογέροντες, τους Προεστούς και τους Καπετάνιους Οπλαρχηγούς της.
Ήταν η σωστική κιβωτός του κάθε καταδιωγμένου και κατατρεγμένου Έλληνα χριστιανού στον Πόντο. Ήταν ο τόπος που κατόρθωνε, σχεδόν πάντοτε, χάρη στην αυτοοργάνωση και τη γενναιότητα των κατοίκων της, να ξεπερνά διπλωματικά και δυναμικά όλες τις αντίξοες καταστάσεις που κατά καιρούς παρουσιάζονταν από τους Τούρκους.
Όμως αυτή τη φορά και όχι μόνο στον Πόντο, αλλά σ’ ολόκληρη «την καθ' ημάς Ανατολή», τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου, αντί για ειρήνη και ησυχία, έφερε στην περιοχή της Ανατολής νέες φοβερές συγκρούσεις και έδωσε την σκυτάλη της βίας στους Νεότουρκους.
Η διαλυμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία άλλαζε το σκηνικό των επιρροών και η βουλιμία των Ισχυρών της Γης έθετε σε κίνδυνο τους μικρούς λαούς. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήθελαν να επιβάλουν τη Νέα Τάξη με κάθε τρόπο και τα μεγάλα συμφέροντά τους σε νέους και πιο αποφασιστικούς ρόλους ανακατανομής και εκμετάλλευσης των μικρών λαών!
Οι μικροί λαοί έπρεπε να υποταχθούν, να πειθαρχήσουν, να συρρικνωθούν και στην ανάγκη να ξεριζωθούν, να αφανιστούν από τον ιστορικό τους χώρο, για να μη σταθούν εμπόδιο στα οικονομικά συμφέροντα των Μεγάλων της Γης. (Μέχρι σήμερα, 1996, δύο ιστορικοί λαοί της περιοχής, οι Κούρδοι και οι Παλαιστίνιοι, δεν έχουν δική τους Πατρίδα!!)
Η περιοχή της Σάντας, με τις εφτά Κώμες-Ενορίες της, δεν ήταν δυνατόν να εξαιρεθεί Έπρεπε να καταστραφεί, να αφανιστεί!
Τα παλικάρια της, οι ξακουστοί Αντάρτες της Σάντας, οι ονομαστοί Αντάρτες του Ανατολικού Πόντου, έδωσαν με ηρωισμό και αυτοθυσία τον αγώνα τους για να την προστατέψουν, να τη σώσουν...
Όμως η Σάντα δεν άντεξε. Καταστράφηκε από τον τουρκικό στρατό το Σεπτέμβριο τον 1921, όπως ακριβώς καταστράφηκε και το ηρωικό Σούλι, έναν αιώνα πριν, στο Μεγάλο Ξεσηκωμό του Γένους το 1821.
Η Τσόφα έζησε αυτά τα γεγονότα- ήταν μάρτυρας και θύμα. Βίωσε τα σκληρά χρόνια της καταστροφής, τον ξεριζωμού. Αντάμωσε πολλές φορές το θάνατο, που της πήρε αγαπημένα πρόσωπα. Σύρθηκε σε ανείπωτες περιπέτειες και με αυτοθυσία πάλεψε σκληρά, υπεράνθρωπα, όχι τόσο για να επιζήσει η ίδια, αλλά για να προστατέψει και να κρατήσει στη ζωή προσφιλή της πρόσωπα.
Ποτάμι έτρεξε το δάκρυ από τα μάτια της και ατελείωτο ήταν το μοιρολόγι στα χείλη της! Έκανε πέτρα την καρδιά της και άντεξε. Πάλεψε και νίκησε. Στάθηκε όρθια, στέριωσε, ρίζωσε.
Ρίζωσε... Πόσο μπορεί να ριζώσει ένα δέντρο έξω και μακριά από το βιότοπο του, μακριά από το δικό τον γενέθλιο τόπο; Πόσο μπορεί να αντέξει; Πόσο μπορεί να προσαρμοστεί, αν προσαρμοστεί ποτέ; Η προσαρμογή είναι δύσκολη, σχεδόν ακατόρθωτη τις περισσότερες φορές.
Ο τόπος όπου γεννιέσαι δεν ξεχνιέται ποτέ, τον κουβαλάς μέσα σου. Δεν ξεχνιέται ό,τι πρωτόδες, ό,τι πρωτάκουσες. Δεν ξεχνιέται το πατρικό σπίτι, η γειτονιά, το σχολείο, η εκκλησία, ο δρόμος και η αλάνα όπου πρωτόπαιξες.
Δεν ξεχνιούνται οι πρώτες συγκινήσεις, οι πρώτες εντυπώσεις. Όλα αυτά ζουν και υπάρχουν μέσα σου, τα κουβαλάς. Και η Τσόφα τα κουβαλούσε. Βαρύ ήταν το φορτίο της μνήμης της. Κουβαλούσε το δυσβάσταχτο πόνο της στέρησης της αγαπημένης της πατρίδας, της Σάντας, τα ήθη και τα έθιμα της, την ιστορία της. Τα κουβαλούσε όλα και όλα ήταν μια μεγάλη αγιάτρευτη πληγή στα κατάβαθα της ψυχής της, μέχρι την ώρα και τη στιγμή που έκλεισε τα μάτια της για πάντα.
Η ιστορία της είναι αληθινή, αληθινά και τα γεγονότα που έγραψε γι’ αυτήν η εγγονή της Όλγα. Υπαρκτά και όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται. Τα όσα μας γράφει από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν, στο βιωμένο παρελθόν της Τσόφας. Είναι ένα ταξίδι θυμίαμα στη μνήμη της.
Θυμίαμα και για όλες τις γυναίκες του Πόντου, (της γυναίκας μάνας, αδελφής, θείας και γιαγιάς), που μέσα στη δίνη της μεγάλης καταστροφής κράτησαν και σήκωσαν το Σταυρό του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, της ανταλλαγής, της εγκατάστασης, της προσαρμογής...
Η Όλγα Νυμφοπούλου, γιαγιά και η ίδια σήμερα, άκουσε και έμαθε πολλά, πάρα πολλά από τη γιαγιά Τσόφα. Η φωνή της ηχεί ακόμη στα αυτιά της και τα λόγια της, λόγια αγάπης και πόνου, γεμάτα από πολύπειρη γνώση και ανθρωπιά, ζεσταίνουν και τώρα την ψυχή της.
Με τρόπο απλό και αισθαντικό τα θυμάται και τα γράφει. Τα γράφει χωρίς κανένα βοήθημα, χωρίς καμιά ιστορική ή λαογραφική πηγή. Δεν χρησιμοποιεί γραπτά κείμενα. Οι γραμματικές της γνώσεις, λόγω του πολέμου, σταμάτησαν στις πρώτες γυμνασιακές τάξεις του Κολεγίου Ανατόλια.
Γράφει με μοναδικό βοηθό τη μνήμη. Γράφει για γεγονότα και καταστάσεις από την κοινωνική και θρησκευτική ζωή της Σάντας και παραστατικά εξιστορεί, με ευαισθησία και συγκίνηση, την εποχή και τη ζωή της γιαγιάς της.
Γράφει γιαυτά που η μνήμη και η καρδιά της συγκράτησαν όταν η βασανισμένη και πονεμένη γιαγιά Τσόφα της έλεγε, σαν παραμύθι, αληθινές ιστορίες από την αλησμόνητη Σάντα. Ιστορίες και διηγήσεις, που καθημερινά σχεδόν, ανηφόριζαν τη σκέψη και τη φαντασία της μικρής Όλγας στην ορεινή Σάντα. Την άκουγε με θαυμασμό και πόνο, χωρίς να κουράζεται και νοερά ανέβαινε μαζί της, κρατώντας την από το χέρι, στον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, στον τόπο που ποτέ δεν ξέχασε.
Η γιαγιά Τσόφα πέθανε στην Τριανταφυλλιά Σερρών. Έκλεισε τα μάτια της με τον πόνο και τη νοσταλγία των Αλησμόνητων Πατρίδων.
Έτσι πέθαναν και όλοι οι πρόσφυγες γονείς μας που ήρθαν, ως ανταλλάξιμοι και χωρίς τη θέλησή τους, από τον Πόντο. Η Προσφυγιά και η Ανταλλαγή ήταν γιαυτούς ο μεγάλος πόνος, ο ανείπωτος καημός και η αγιάτρευτη πληγή. Πέθαναν με τη νοσταλγία και την πίκρα στα χείλη.
Θυμάμαι τα λόγια του πατέρα μου, λίγες μέρες πριν ξεψυχήσει. Μου μιλούσε πάντοτε για τον Πόντο, για την Τραπεζούντα, για τη Σάντα.
«Ας ήταν, παιδί μου, να δω για τελευταία φορά τη Σάντα, να αναπνεύσω τον καθαρό της αέρα, να ακούσω τους ήχους και τα κελαϊδήματα των πουλιών ση Κοιλαδί το ρακάν* και να πιω νερό, κρνον νερόν α ση Καλογραίας το πεγάδ'**...».
Λόγια γεμάτα από αγάπη και νόστο για το γενέθλιο τόπο του. Πέθανε νοσταλγός- το θάνατο δεν τον φοβήθηκε... Η αγάπη του για την Πατρίδα ήταν πιο δυνατή. Έτσι πέθαναν όλοι οι πρόσφυγες, νοσταλγοί και δυνατοί μπροστά στο θάνατο.
Η γομολάστιχα του χρόνου δεν θα μπορέσει ποτέ να τους σβήσει από τη μνήμη μας. Θα τους θυμόμαστε πάντοτε.
Το καντήλι της μνήμης θα καίει σαν την Άκαυτη Βάτο για να φωτίζει και να θυμίζει σε μας και στις επερχόμενες γενιές το Ιερό Χρέος που έχουμε να τους θυμόμαστε.
Να θυμόμαστε το γενέθλιο τόπο τους, τον Τόπο μας.
Να θυμόμαστε τις Αλησμόνητες Πατρίδες, τις Πατρίδες μας.
Η γιαγιά Τσόφα και μαζί μ' αυτήν όλοι οι πρόσφυγες γονείς μας που πέθαναν εδώ στην Ελλάδα και όπου αλλού, αλλά και όλοι οι πρόγονοι μας που είναι θαμμένοι στο γενέθλιο τόπο τους, στον Πόντο, θα ζουν και θα υπάρχουν μέσα μας, θα ζουν και θα υπάρχουν στις ψυχές και στις καρδιές των απογόνων μας, στις μνήμες και στις καρδιές όλων των Ελλήνων. Η Κασταλία Πηγή δε θα στερέψει.
Δε θα στερέψει το Φως της Ιστορίας τριών χιλιάδων χρόνων του Ελληνισμού της Ανατολής, γιατί είναι Φως Ζωής, Μνήμης και Ελπίδας.
Δε θα στερέψει το Λάλον Ύδωρ, γιατί η αγάπη για την Πατρίδα είναι πιο δυνατή και από το θάνατο.
Παντελής Θ. Σοφιανός
Τέως Πρόεδρος του Συλλόγου των Σανταίων Θεσσαλονίκης
«Η Επτάκωμος Σάντα»
* Τοποθεσία έξω από την Σάντα.
** Βρύση στην ενορία Ισχανάντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου