Ακεί πέραν σο Δρακολίμν', ση Τρίχας το γεφύριν,
χίλιοι μαστόρ' εδούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Όλεν τ' ημέραν έχτιζαν, τη νύχταν εχαλάουτον.
Οι μάστοροι εχαίρουσαν, θε να πλεθύν' η ρόγα,
οι μαθητάδες έκλαιγαν, τσι κουβαλεί λιθάρια;
Κι ατός ο πρωτομάστορας νουνίζ' νύχταν κι ημέραν.
- Ντο δεις με, πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ';
-Αν δίγω σε τον κύρη μου, άλλο κύρην πα 'κ' έχω!
- Ντο δεις με, πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ';
-Αν δίγω σε τη μάνα μου, άλλο μάναν πα 'κ' έχω!
- Ντο δεις με, πρωτομάστορα και στέκει το γεφύρι σ';
-Αν δίγω σε τ' αδέλφια μου, αλλ’ αδέλφια πα 'κ' έχω!
- Ντο δεις με, πρωτομάστορα, σταλίζω το γεφύρι σ';
-Αν δίγω σε και τα πουλιά μ', άλλο πουλιά πα 'κ' έχω!
-Ντο δεις με, πρωτομάστορα, στερένω το γεφύρι σ';
-Αν δίγω σε την κάλη μου, καλύτερον ευρήκω!
Μενεί και λέει την κάλην ατ', άγλήγορα να έρται.
'Κόμαν τον Γιάννεν 'κ' ελουσεν και σο κουνίν 'κ' εθέκεν,
'κόμαν τα χτήνια 'κ' έλμεξεν, τα μουσκάρια 'κ' έδέκεν,
διπλομενεί την έρημον με τ' άοικον πουλόπον.
Σάββαν να πάει σο λουτρόν, την Κερεκήν σον γάμον
και την Δευτέραν τον πουρνόν αδά να ευρισκάται.
Σάββαν επήγεν σο λουτρόν, την Κερεκήν σον γάμον
και την Δευτέραν τον πουρνόν σο Δρακολίμν' ευρέθεν.
— Κάλη μ', ακεί σο Δρακολίμν' ερρούξεν το σκεπάρι μ',
αν βουτάς κι εσύ παίρ'τς άτο, είσαι τ' εμόν η κάλη.
Πέντε οργέας κατηβαίν' και με την τραγωδίαν,
κι άλλα πέντε ξάν κατηβαίν' με τη μοιρολογίαν.
— Κι άρ 'κί πονώ τα κάλλια μου κι άρ 'κί πονώ τη νέτε μ',
πονώ και κλαίω το πουλί μ', ντ' εφέκα κοιμισμένον.
Πως τρομάζνε τα γόνατα μ', να τρομάζ' το γεφύρι σ'
κι άμον ντο σείουν τα μαλλιά μ', να σείουν οι διαβάτοι
κι άμον ντο τρέχνε τα δάκρυα μ', να τρέχει το ποτάμι.
— Ευχέθ', κάλη μ', ευχέθ', κάλη μ', ευχέθ', μη καταράσαι,
αδέλφια έεις σην ξενιτειάν, έρχουνταν και διαβαίνε.
— Κι άμον ντο στέκν' τα γόνατα μ', να στέκ' και το γεφύρι
κι άμον ντο στέκνε τα μαλλιά μ', να στέκνε οι διαβάτοι
κι άμον ντο στέκνε τα δάκρυα μ', να στέκει το ποτάμι.
Τρί' αδέλφια έμνες εμείς κι οι τρεις καταραμένοι,
είνας έχτσεν την Άδεσαν κι άλλε το Δεβασίριν
κι εγώ η τρισκατάρατος της Τρίχας τό γεφύριν.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ρόγα = μισθός,
τσί = τις, ποιός,
νουνίζ' = σκέπτεται, συλλογίζεται (από τη λέξη «νους»),
σταλίζω = στηρίζω, στήνω κάτι όρθιο,
άοικον = όχι του οίκου, όχι ήμερο, άγριο,
οργέα = άνοιγμα δυο χεριών.
Της Τρίχας το γιοφύρι
Στη Δρακολίμνη πέρα
εκεί, στης Τρίχας το γεφύρι,
χίλιοι μαστόροι δούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ
γκρεμιζόταν.
Και τα μαστόρια χαίρονταν, θε ν' αυξηθεί ο μισθός τους
κι οι μαθητάδες κλαίγανε! Ποιος κουβαλάει πέτρες;
Μονάχα ο πρωτομάστορας όλο και συλλογιέται.
Τι δίνεις,
πρωτομάστορα, να στήσω το γιοφύρι;
Αν σου δώσω τον κύρη μου, δεν θάχω άλλο
κύρη.
Τι δίνεις,
πρωτομάστορα, να στήσω το γιοφύρι;
Αν σου δώσω τη μάνα μου, δεν θάχω πια μανούλα.
Τι τάζεις, πρωτομάστορα, για να σταθεί
το έρμο;
Τάζοντας
σου τ' αδέλφια μου, χωρίς
αδέλφια θάμαι.
Και τι μου δίνεις,
μάστορα, να σου το στερεώσω;
Αν δώσω τα παιδάκια
μου, δεν θάχω πια παιδάκια.
Τι δίνεις,
πρωτομάστορα, να σου το θεμελιώσω;
Αν την καλή
μου δώσω εγώ, καλύτερη θε νάβρω.
Της στέλνει μήνυμα και λέει, γοργά-γοργά για νάρθει.
Τον Γιάννη
της δεν έλουσε, στην
κούνια δεν τον πήγε,
τ' αγελάδια δεν άρμεξε, δεν βύζαξαν οι μόσχοι,
στέλνει μήνυμα δεύτερο με τ' αγριοπουλάκι.
Σάββατο ας πάει στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο
και τη Δευτέρα το πρωί στης Τρίχας το γιοφύρι.
Σάββατο πήγε στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο
και τη Δευτέρα το πρωί πήγε στη Δρακολίμνη.
Στη Δρακολίμνη μούπεσε,
καλή μου, το σκεπάρνι,
αντάξια γυναίκα
μου θάσαι, αν μου το φέρεις.
Πέντε οργιές στο βάραθρο
βουτάει τραγουδώντας
κι άλλες τόσες κατέβηκε πικρομοιρολογώντας.
Τα κάλλη και τη νιότη
μου διόλου δεν τα λυπάμαι,
πονώ, κλαίω το βρέφος
μου, πού τ' άφησα στην κούνια.
Όπως τρέμουν τα πόδια
μου, να τρέμει το γιοφύρι
κι όπως μου σειούνται τα μαλλιά, να σειούνται κι οι διαβάτες
και πως
τρέχουν τα δάκρυα μου, να τρέχει το ποτάμι.
Ευχήσου βρε γυναίκα μου, μην καταριέσαι, σκέψου,
αδέλφια έχεις στην
ξενιτειά, θαρθούν και θα διαβούνε.
— Το πώς
στέκουν τα πόδια μου,
έτσι και τούτο ας στέκει
κι όπως μου στέκουν τα μαλλιά, να σταθούν κι οι διαβάτες
κι όπως στέκουν τα δάκρυα μου, να σταθεί το ποτάμι.
Τρεις αδελφάδες είμαστε
κι οι τρεις καταραμένες,
η μια έχτισε την Άδεσα κι
άλλη το Διαβασίρι
κι εγώ ή τρισκατάρατη της Τρίχας το γιοφύρι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Είναι «Τη Τρίχας το γεφύρ'» από τα πιο θρυλικά ποντιακά τραγούδια. Η δομή και μελωδία του παρουσιάζουν αισθητές ιδιοτυπίες και πρωτοτυπίες. Στο βάθος του διαφαίνεται η ανθρώπινη αγωνία. Χορεύεται σε ρυθμό «διπάτ».
Παίζεται συνήθως με λύρα και τραγουδιέται με πάθος. Ο λαός αγαπά ιδιαίτερα το τραγούδι
τούτο και διατηρεί στη μνήμη του όλες τις λεπτομέρειες από το περιεχόμενο του.
Στο ποιητικό κείμενο κυριαρχεί ο συγκλονιστικός θρύλος: Για να στεριώσει το γιοφύρι, χρειάζεται μια ανθρωποθυσία. Και πρέπει να θυσιαστεί
ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Η γυναίκα του πρωτομάστορα. Πρέπει ο πρωτεργάτης, ο πρωταγωνιστής της ζωής , να θυσιάσει στο βωμό της κοινωνίας την εκλεκτή και αγαπημένη του
συντρόφισσα , τη γυναίκα του.
Είναι εμφανές το τραγικό
στοιχείο.
Το τραγούδι αντανακλά έννοιες
που χάνονται στα βάθη των ελληνικών αιώνων.
Δεσπόζουν στο κείμενο του
προχριστιανικά στοιχεία . Το φαινόμενο των ανθρωποθυσιών είναι
γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Θυσιάζονται πρόσωπα και μάλιστα αγαπημένα, για να εξασφαλιστεί η συμπαράσταση των θεών, προκειμένου να πετύχουν οι άνθρωποι σε μια εθνική η κοινωνική τους προσπάθεια.
Θυσιάζει ο Αγαμέμνονας την θυγατέρα
του Ιφιγένεια στο βωμό της θεάς Αρτέμιδος , για να φυσήξει «ούριος
άνεμος», ώστε να ξεκινήσουν τα καράβια για την Τροία.
Δεν γίνονται όμως ανθρωποθυσίες μόνο για εθνικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Πραγματοποιούνται και όταν ορισμένα άτομα θέλουν να φανερώσουν την απόλυτη πίστη τους προς το Θεό. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ιεφθάε, ενός των επτά κριτών του Ισραήλ, ο οποίος θυσιάζει
αυθόρμητα την θυγατέρα
του, για να ευχαριστήσει το Θεό, επιστρέφοντας νικητής, επικεφαλής Ισραηλιτών, εναντίον Αμμωνιτών.
Το τραγικό έθιμο των ανθρωποθυσιών δεν μπορεί να το εξηγήσει
κανείς ούτε από τυχαία περιστατικά ούτε και με την ίδια τη λογική. Θαρρείς και ο άνθρωπος στέκει με αίσθημα
ευθύνης απέναντι στο Θεό και επιδιώκει να τον εξιλεώσει
θυσιάζοντας αγαπημένα πρόσωπα. Μοιάζει ακόμη ο άνθρωπος με τραγικό πρόσωπο, που ζητάει τη λύτρωση με τη θυσία.
Το στοιχείο του «εξιλασμού» τονίζει ο Βολταίρος. Στον Όμηρο βρίσκουμε την αρχή, ότι ο άνθρωπος με τις εκδουλεύσεις του προς το Θεό αποκτά δικαίωμα ανταπόδοσης και
ότι οι Θεοί αισθάνονται
υποχρεωμένοι προς τούς ανθρώπους, οι οποίοι προσφέρουν στο βωμό τους τραγικές
θυσίες.
Οι ανθρωποθυσίες στην αρχαία Ελλάδα παρουσιάζουν το αποφασιστικό στοιχείο της «εθελοθυσίας». Ο Θεός δεν τις επιτάσσει. Απλώς, τις
δέχεται σαν αυθόρμητες και ελεύθερες πράξεις των ανθρώπων. Αν ο άνθρωπος θυσιάσει
προς το Θεό, θα έχει
τη συμπαράστασή Του. Αν όχι, δεν θα την έχει.
Με τον χριστιανισμό, οι ανθρωποθυσίες με θρησκευτικό περιεχόμενο
καταργούνται . Η θυσία του Θεανθρώπου Σωτήρος Χριστού θέτει
τέρμα στο τραγικό έθιμο. Η θυσία Του αποκαθιστά τελεσίδικα τη σχέση ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους, οι οποίοι
σώζονται, αρκεί να πιστέψουν
στο Θεό.
Παρ' όλα αυτά, οι ανθρωποθυσίες
συνεχίζονται και στους μετά
Χριστό αιώνες, ακόμη και στον
χριστιανικό χώρο, καθώς προκύπτει από τα αυστηρά
μέτρα, που παίρνει η Εκκλησία ενάντια στους κτίστες, που εξακολουθούν την τραγική αυτή
συνήθεια.
Στον υπ.' αριθ. 59 Κώδικα (Μονή Βλατάδων Θεσσαλονίκης) του 16ου αιώνα,
στοιχείο Τ.Λ. σελ. 140,
θεσπίζονται τα εξής: «Οι οικοδόμοι , ήγουν οι κτίσται , αν βάλωσιν άνθρωπον στοιχείον εις οικοδομήν και αποθάνη, ως φονείς κανονίζονται, ει δε ουκ αποθάνη, χρόνους β' (δύο) μη κοινωνήσουν και μετανοίας τ' (300), ει δε τις
ποιήσει αυτά αντίστροφα και αποθάνη ο κτίστης , αμαρτίαν ουκ έχει λάκκον γαρ ον ώρυξεν και ενέπεσεν εις
αυτόν».
Θεωρεί ή Εκκλησία ως
έγκλημα την ανθρωποθυσία και παροτρύνει έμμεσα τούς ανθρώπους σε
αυτοδικία κατά των οικοδόμων,
πού ετοιμάζονται για να στοιχειώσουν άνθρωπο στα θεμέλια
οποιουδήποτε κτίσματος. Καλεί τούς ανθρώπους να εναντιωθούν
στο τραγικό έθιμο και, στην
ανάγκη, να θάψουν ζωντανούς
αυτούς τούς κτίστες αντιστρέφοντας τούς όρους, χωρίς να έχουν καμιά προς τούτο αμαρτία.
Ιδιαίτερα συγκλονιστικές είναι οι ανθρωποθυσίες στο
Μεξικό. Η πιο φοβερή ανθρωποθυσία πραγματοποιείται
εκεί το 1484 με 70.000
θύματα από νεαρά και όμορφα
παλληκάρια μάλιστα, με το επιχείρημα των ιερέων του τόπου ότι «οι Θεοί πεινούνε!». Το τραγικό
έθιμο καταργείται στο Μεξικό το 1522 με την επικράτηση
εκεί του χριστιανισμού.
Σήμερα, στον χριστιανικό χώρο
τουλάχιστο, δεν υπάρχει πια.
Σε άλλες όμως χώρες, όπως στις Ινδίες, π.χ., παρατηρείται το φαινόμενο. Πριν από μερικά
χρόνια θυσιάζει εκεί ένας πατέρας την κόρη
του, για να ευχαριστήσει το Θεό αποδεικνύοντας την προς Αυτόν πίστη του. Πάντως, ή εφαρμογή του εθίμου στη
διαδρομή των αιώνων αποτελεί
γεγονός, καθώς αποδεικνύεται από την ανασκαφή
θεμελίων διαφόρων κτισμάτων, όπου βρέθηκαν κρανία και άλλα οστά ανθρώπων.
Υπόλειμμα του τραγικού εθίμου αποτελεί
σήμερα ή σφαγή πετεινού στα θεμέλια κτίσματος πριν από την ανέγερση του.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο γιοφύρι της
Τρίχας. Ο μύθος έχει βαθύτερες ηθικοκοινωνικοψυχολογικές προεκτάσεις,
οι οποίες ισχύουν και σήμερα. Συμβολίζουν την έννοια και το περιεχόμενο των μεγάλων κοινωνικών έργων, πού
απαιτούν υπέρτατες θυσίες. Τα μεγάλα
έργα καλούν τούς ευγενείς αγωνιστές, να επιτελέσουν το υψηλό τους καθήκον με αυταπάρνηση για χάρη της κοινωνίας.
Η θυσία από τον πρωτομάστορα ενός προσφιλούς του
προσώπου στα θεμέλια του κτίσματος δεν είναι
μόνο αποτέλεσμα ψυχολογικής ανάγκης, πού την επιτάσσει η λαϊκή
δοξασία, σύμφωνα με την οποία, με την εντοίχιση
της ζωντανής ύπαρξης, το κτίσμα
αποκτά ψυχή, πνεύμα, δύναμη πελώρια, για να γίνει το κτίσμα αθάνατο.
Ο πρωτομάστορας, και να ακόμη δεν πιστεύει στη λαϊκή δοξασία,
οφείλει να μην της
αντιταχτεί, για να μη συγκρουστεί με τούς πολλούς, πού πιστεύουν σ'
αυτήν και τούς έχει απόλυτη
ανάγκη. Ό πρωτομάστορας, σαν πρώτος
υπεύθυνος, είναι υποχρεωμένος να υποκύψει
στη μοίρα του.
Με βάση τα προεκτεθέντα
στοιχεία και τις σχετικές παρατηρήσεις,
μπορούμε να σημαδέψουμε
ορισμένα κρίσιμα στοιχεία, πού βγαίνουν από το περιεχόμενο του τραγουδιού, για να οδηγηθούμε
σε ορισμένα συμπεράσματα για την αξιολόγηση του. Μπορούμε ακόμη να πλησιάσουμε στη λύση του προβλήματος
αναφορικά με την αρχική πατρίδα του τραγουδιού.
Το τραγούδι δεν είναι
μόνο γνωστό στο χώρο της Μικράς Ασίας και του
Πόντου, αλλά και σε
ολόκληρο το βαλκανικό χώρο.
Βασικές παραλλαγές του συναντούμε στην Ήπειρο «της "Άρτας το γιοφύρι», στην Κύπρο, στα Άδανα Μ.
'Ασίας και σε άλλες περιοχές
της 'Ελλάδος. Έχουμε και βουλγάρικες και σέρβικες παραλλαγές.
Αν το τραγούδι
έχει μια «αρχική» πατρίδα ή δημιουργήθηκε με τρόπο
ανεξάρτητο σε διάφορες περιοχές, είναι ένα γενικό και σχεδόν άλυτο πρόβλημα της επιστήμης τής λαογραφίας.
Υπάρχει ή θεωρία της «μονογενέσεως» και η αντίθετη, της «πολυγενέσεως»,
αναφορικά με τον τρόπο γενέσεως κάθε δημοτικού
τραγουδιού. Οι οπαδοί τής
πρώτης θεωρίας υποστηρίζουν ότι κάθε δημοτικό τραγούδι γεννιέται σ' ένα
τόπο και από εκεί το διαδίδουν και σε άλλες περιοχές οι διάφοροι
πλανόδιοι λαϊκοί μουσικοί, προσαρμόζοντάς το στις συνθήκες, ακόμη και στα γλωσσικά ιδιώματα κάθε τόπου. Σύμφωνα με την άλλη
θεωρία, τής «πολυγενέσεως», ο ίδιος θρύλος μπορεί να γίνει τραγούδι ταυτόχρονα σε διάφορες
περιοχές, όπου ή ζωή παρουσιάζει όμοια προβλήματα και ανάγκες. Η θεωρία τής «μονογενέσεως» φαίνεται πιο
πειστική και πιο αληθινή από το παράδειγμα του υπ' όψη τραγουδιού, καθώς θα δούμε από το σύνολο των στοιχείων, πού θα εξεταστούν.
Με τον τίτλο
«Τρίχας γεφύρ'» συναντούμε το τραγούδι
σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος. Όμως, σε καμιά παραλλαγή δεν έχουμε την πληρότητα τής ποντιακής παραλλαγής. Με άλλους τίτλους, υπάρχουν παραλλαγές σε
διάφορα διαμερίσματα τής χώρας.
Ξέρουμε από την ελληνική μυθολογία το «τρίχινο γεφύρι» του Άδη με τούς
τρεις ποταμούς «Αχέρων, Κωκυτός και Πυριφλεγέθων».
Τρία ποτάμια με τρία γεφύρια ή
ένα γεφύρι με τρεις
καμάρες. Οι ψυχές, για να πάνε
στον Άδη, πρέπει να περάσουν από το τρίχινο γεφύρι, που τρέμει και σαλεύει, με αποτέλεσμα πολλές ψυχές να πέφτουν κάτω στο βάραθρο, μέσα σε ελώδη νερά και να χαθούν.
Ό σχετικός μύθος, πολύ αργότερα,
μπαίνει στην παράδοση μουσουλμανικών λαών. Ό τίτλος λοιπόν τής ποντιακής
παραλλαγής «τρίχας γεφύρ'» αποτελεί άμεσο σύνδεσμο με την αρχαία ελληνική παράδοση. Η παραλλαγή των Αδάνων δεν παρουσιάζει από την άποψη αυτή κανένα ενδιαφέρον, ούτε και καμιά άλλη παραλλαγή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το «γιοφύρι
της Άρτας». Σύμφωνα με τις
σχετικές παραδόσεις, το γιοφύρι
τούτο χτίζεται την εποχή, που η Άρτα είναι πρωτεύουσα του
Δεσποτάτου της 'Ηπείρου. Άλλοι υποστηρίζουν ότι χτίστηκε το 1602 ή 1606.
Υπάρχουν και σλαβικές παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού. Η σέρβικη
παραλλαγή, π.χ., η οποία όμως ανάγεται στον 14ο μ.Χ. αιώνα. Υπάρχουν σλαβικές
παραλλαγές, που παρουσιάζουν βασικά
χαρακτηριστικά αυτού του
θρύλου, χωρίς όμως να αναφέρονται
σε ποτάμια και γεφύρια. Αφορούν
άλλα κτίσματα.
Ο Ν. Πολίτης δέχεται την ελληνικότητα του τραγουδιού και το τοποθετεί
στον ελλαδικό χώρο. Την άποψή
του μερικοί ξένοι την επικροτούν και άλλοι όχι. Ο Ιταλός Giuseppe Cocchiara, μετά από έλεγχο
όλων των απόψεων,
συμμερίζεται την άποψη Ν. Πολίτη, για τον οποίο όμως ο Κ. Ρωμαίος σωστά παρατηρεί,
ότι δεν είχε υπόψη του όλες
τις παραλλαγές. Ο Ούγγρος μελετητής Lajos Vargyas καθορίζει ευθέως ως αρχική πατρίδα του τραγουδιού την περιοχή του Καυκάσου.
Στον Πόντο, το γιοφύρι της τρίχας τοποθετείται, κατά την επικρατέστερη άποψη (το διεκδικούν και άλλες περιοχές του Πόντου), στα
αριστερά του δημόσιου δρόμου Τραπεζούντας-Ερζερούμ και σε απόσταση 18 περίπου χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα, στη θέση Μιχιρτζή-Γεσίρογλου.
Πυξίτης ποταμός (απο την Παναγία Σουμελά) |
Το γιοφύρι ενώνει τις δυο όχθες του
ποταμού Πυξίτη. Το τοπίο γενικά παρουσιάζει πολλή άγρια
όψη. Το γιοφύρι έχει μήκος
περίπου 30 μέτρα και πλάτος
σχεδόν ένα μέτρο. Έχει μόνο μια καμάρα. Είναι κατασκευασμένο με το σύστημα των «τοξοειδών δια σφηνών γεφυρών», πού ανάγεται στον 6ο
π.χ. αιώνα.
Ό διαβάτης περνά το γιοφύρι με πολύ τεταμένη την προσοχή και πάντοτε πεζός, ουδέποτε καβάλα σε
ζώο. Στο γιοφύρι τής Άρτας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτό έχει τρεις καμάρες και είναι μακρύτερο και πλατύτερο. Είναι κοντά στην
πόλη και περνούν από πάνω,
χωρίς κανένα κίνδυνο, ακόμη και τροχοφόρα.
Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν, ότι το γιοφύρι τής Άρτας χτίστηκε μεταγενέστερα.
Από την ψυχική στάση και συμπεριφορά του ποντίου πρωτομάστορα,
σε σύγκριση με την αντίστοιχη συμπεριφορά των άλλων πρωτομαστόρων, βγαίνουν
ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα. Σε μια κυπριακή παραλλαγή, πού μοιάζει
αρκετά με την ποντιακή, ό πρωτομάστορας εμφανίζεται
σχεδόν χωρίς ευθύνη. Ο κύπριος λαϊκός ποιητής φαντάζεται, ότι η απόφαση να θυσιαστεί η γυναίκα του πρωτομάστορα
έρχεται από τους ουρανούς.
Ήρτεν βουλή
που τον Θεόν, τζαί που
τους αρχαντζέλους
μεν βάλη που το γένος του, γιοφύριν' εν κρατίζει,
μεν βάλης την μανίτσαν σου, μανίτσαν' έν ευρίσκεις,
μεν βάλης τον τζυρούλη σου, τζυρούλην' έν ευρίσκεις,
μεν βάλης την άρφούλαν σου, άρφούλαν' έν ευρήσκεις,
μεν βάλης τον άρφούλην σου, άρφούλην' έν ευρήσκεις,
μεν βάλης την καλίτσαν σου, καλύτερην ευρήσκεις.
Τέτοια «βουλή» στην ποντιακή
παραλλαγή δεν υπάρχει. Ο πόντιος πρωτομάστορας κάνει ο ίδιος διάλογο με το δαιμονικό πνεύμα. Αντικρίζεται μαζί
του.
Ντο δεις με, πρωτομάστορα, και στένω το γεφύρι σ';
Και αρχίζουν οι απαντήσεις του πρωτομάστορα στις επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις του δαίμονα. Ούτε τον κύρη του μπορεί να δώσει, ούτε τη μάνα του, ούτε τ' αδέλφια του. Πρώτ' απ' όλα, δεν είναι πρόσωπα, που τα εξουσιάζει.
Και αρχίζουν οι απαντήσεις του πρωτομάστορα στις επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις του δαίμονα. Ούτε τον κύρη του μπορεί να δώσει, ούτε τη μάνα του, ούτε τ' αδέλφια του. Πρώτ' απ' όλα, δεν είναι πρόσωπα, που τα εξουσιάζει.
Αναφορικά με την προσωπική
έκφραση του Πόντιου πρωτομάστορα «καλύτερον εύρήκω», οι παρατηρήσεις μας διατυπώνονται
παρακάτω.
Στα Άδανα ο πρωτομάστορας θέλει να θυσιαστεί ο ίδιος, για να γλυτώσει η γυναίκα του.
Κι εγώ για την Καλάνα μου την κεφαλήν μου βάνω.
Δεν γίνεται όμως. Εκείνη πρέπει να θυσιαστεί. Και στην ηπειρώτικη παραλλαγή το ίδιο.
Δεν γίνεται όμως. Εκείνη πρέπει να θυσιαστεί. Και στην ηπειρώτικη παραλλαγή το ίδιο.
Και μη στοιχειώσετ' ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα τήν όμορφη γυναίκα.
παρά του πρωτομάστορα τήν όμορφη γυναίκα.
Σε μια σλάβικη παραλλαγή
υπάρχουν τρία μαστόρια που συμφωνούν να θυσιάσουν την γυναίκα εκείνου, που θα φέρει πρώτη το μεσημεριανό φαγητό. Οι δυο όμως παραβιάζουν τους όρους
της συμφωνίας και ειδοποιούν
κρυφά τις γυναίκες τους, να αργήσουν να φέρουν το φαγητό το μεσημέρι, οπότε
θυσιάζουν τη γυναίκα του ανυποψίαστου και εξαπατηθέντος τρίτου
μάστορα, η οποία φέρνει το φαγητό
στην κανονική ώρα.
Ο Ηπειρώτης πρωτομάστορας, μόλις
ακούει το τραγικό μήνυμα, «του
θανάτου πέφτει». Ο πόντιος πρωτομάστορας στοχάζεται.
Κι ατός ο
πρωτομάστορας νουνίζ' νύχταν κι ημέραν.
Και στο μήνυμά του προς τη γυναίκα του, δεν της λέει να ντυθεί «αργά» και να φέρει «αργά» το γιόμα κλπ., όπως κάνει ο Ηπειρώτης πρωτομάστορας από βαθύ συναισθηματισμό. Ο πόντιος πρωτομάστορας βιάζεται. Ειδοποιεί τη γυναίκα του με τρόπο αυστηρό. Να πάει στο λουτρό, στο γάμο και «την Δευτέραν τόν πουρνόν άδά νά εύρησκάται».
Στη γυναίκα του ηπειρώτη πρωτομάστορα τα μικρά μαστόρια ανακοινώνουν το γεγονός και μάλιστα δεν της λένε την αλήθεια.
Το δαχτυλίδι τόπεσε μέσ' στη μεσιά καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει,
το δαχτυλίδι να βρει;
Σαν χαθεί η βέρα των παντρεμένων, που είναι γουρσουζιά μεγάλη κατά μια λαϊκή δοξασία, σπάζει ο συζυγικός δεσμός. Σειέται η οικογένεια από τα θεμέλια. Γι' αυτό ακριβώς η ηπειρώτισσα πέφτει αμέσως μέσα στα φουρτουνιασμένα νερά του ποταμού, για να την εντοιχίσουν αμέσως ο πρωτομάστορας άντρας της μαζί με τα άλλα μαστόρια.
Και στο μήνυμά του προς τη γυναίκα του, δεν της λέει να ντυθεί «αργά» και να φέρει «αργά» το γιόμα κλπ., όπως κάνει ο Ηπειρώτης πρωτομάστορας από βαθύ συναισθηματισμό. Ο πόντιος πρωτομάστορας βιάζεται. Ειδοποιεί τη γυναίκα του με τρόπο αυστηρό. Να πάει στο λουτρό, στο γάμο και «την Δευτέραν τόν πουρνόν άδά νά εύρησκάται».
Στη γυναίκα του ηπειρώτη πρωτομάστορα τα μικρά μαστόρια ανακοινώνουν το γεγονός και μάλιστα δεν της λένε την αλήθεια.
Το δαχτυλίδι τόπεσε μέσ' στη μεσιά καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει,
το δαχτυλίδι να βρει;
Σαν χαθεί η βέρα των παντρεμένων, που είναι γουρσουζιά μεγάλη κατά μια λαϊκή δοξασία, σπάζει ο συζυγικός δεσμός. Σειέται η οικογένεια από τα θεμέλια. Γι' αυτό ακριβώς η ηπειρώτισσα πέφτει αμέσως μέσα στα φουρτουνιασμένα νερά του ποταμού, για να την εντοιχίσουν αμέσως ο πρωτομάστορας άντρας της μαζί με τα άλλα μαστόρια.
Ο πόντιος πρωτομάστορας ούτε ευθύνες
μεταθέτει, ούτε την αλήθεια
κρύβει. Εξηγεί στη γυναίκα του με ειλικρίνεια το γεγονός και την κατατοπίζει
απόλυτα.
Καλή μ' άκεί σό Δρακολίμν' έρρούξεν τό σκεπάρι μ',
αν βουτάς κι εσύ παίρ'τς άτο, είσαι τ' έμόν η κάλη.
Εδώ, το θύμα
ξέρει όλη την αλήθεια και για ποιο σκοπό θα θυσιαστεί. Διαλέγει η γυναίκα του πρωτομάστορα με δική
της θέληση και ελεύθερα τον δρόμο της θυσίας, όπως η Ιφιγένεια,
που τελικά κατατοπίζεται πάνω στην αλήθεια.
Κρίσιμο είναι το στοιχείο, ότι η ποντιοπούλα πέφτει στο βάραθρο τραγουδώντας. Ότι συμβαίνει με τον χορό του Ζαλόγγου..
Πέντε οργέας κατηβαίν' και με την τραγωδίαν.
Ενώ σε άλλες παραλλαγές, όταν η γυναίκα καταριέται στο χαροπάλεμά της, της υπενθυμίζουν ότι έχει «αδελφό κλπ.» στην ξενιτειά και θάρθει να διαβεί, στην ποντιακή παραλλαγή χρησιμοποιείται ο πληθυντικός αριθμός «έεις αδέλφια σην ξενιτείαν κλπ.». Σε όλες τις περιπτώσεις οι κατάρες μεταβάλλονται σε ευχές.
Ενώ σε άλλες παραλλαγές, όταν η γυναίκα καταριέται στο χαροπάλεμά της, της υπενθυμίζουν ότι έχει «αδελφό κλπ.» στην ξενιτειά και θάρθει να διαβεί, στην ποντιακή παραλλαγή χρησιμοποιείται ο πληθυντικός αριθμός «έεις αδέλφια σην ξενιτείαν κλπ.». Σε όλες τις περιπτώσεις οι κατάρες μεταβάλλονται σε ευχές.
Ο θρήνος της θυσιαζόμενης γυναίκας, που κλαίει και οδύρεται για το βρέφος
της, που το άφησε στην κούνια
κλπ., είναι καρπός του μητρικού φίλτρου.
Ως προς την κατάληξη
του τραγουδιού, στις βασικές ελληνικές παραλλαγές είναι η ίδια. Τρεις αδελφάδες κλπ., η μια έχτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Ευφράτη κλπ. Στην ποντιακή παραλλαγή αναφέρονται
περιοχές του Πόντου, "Άδεσα, Δεβασίριν,
Τρίχας
γεφύρι".
Ο αρχαιοπρεπέστερος χαρακτήρας
τής ποντιακής παραλλαγής φαίνεται και από ένα ήμίστιχο, ήτοι το «... καλύτερον ευρήκω». Είναι η απάντηση του Πόντιου
πρωτομάστορα προς το δαιμόνιο.
Θυμίζει το περιστατικό,
που αναφέρει ο 'Ηρόδοτος για την Ινταφρένη, η οποία προτίμησε να θυσιάσει τον άντρα και τό παιδί της για χάρη του αδελφού της, με το επιχείρημα
προς τον Δαρείο, ότι είναι
νέα και μπορεί να ξαναπαντρευτεί και να τεκνοποιήσει. Όμως, αδελφό δεν μπορεί να κάνει ποτέ, αφού δεν έχει
πια γονείς.
Ο πόντιος πρωτομάστορας φαίνεται σκληρός,
ωμός και χωρίς συναισθήματα. Εμφανίζεται ως γνήσιος εκπρόσωπος του ανδροκρατικού συστήματος. Δείχνει ότι
περιφρονεί τη γυναίκα
του, την ίδια τη ζωή της. Όμως, πιο προσεκτική
παρατήρηση πάνω στο κρίσιμο ημίστιχιο οδηγεί σε άλλο στοχασμό. Ο ίδιος προηγουμένως, με τρόπο έμμεσο, χαρακτηρίζει τη γυναίκα του ως άξια συνεργάτιδά του. Δεν την εξαπατά. Την αφήνει να σκεφτεί και να αποφασίσει ελεύθερα.
Δέχεται την φοβερή
πρόκληση της σκοτεινής δύναμης και απαντά σ' αυτήν με τον ίδιο τρόπο. Θέλει να πικάρει το δαιμόνιο, την ίδια τη μοίρα του. Αν πάρεις —λέει στο δαιμόνιο— την καλή μου γυναίκα, μη νομίζεις, πως θα λιποψυχήσω. Θα βρω και καλύτερη, πρόθυμη και για μεγαλύτερες
θυσίες ακόμη. Είναι απάντηση σχηματική, που αποβλέπει στο να κατατρομάξει το σατανικό πνεύμα. Ανεβάζει τον αγωνιστή σε δυσθεώρατα ύψη.
Κατά την κρίσιμη
ώρα, γίνεται ο πόντιος πρωτομάστορας λιοντάρι και τινάζει της ψυχής του τα φτερά. Η επωδός του τραγουδιού «έλα Δάφνε μ' πόταμε, Δάφνε μ' καί μυριγμένε» είναι διθύραμβος του
πλήθους. Απευθύνεται προς τον Πυξίτη ποταμό, που ο λαός τον ονομάζει «Δαφνοπόταμο», τον θέλει ποταμό με δάφνες. Τον καλεί να στεφανώσει
μ' αυτές τον πρωτομάστορα.
Ο ίδιος ακούει τα σαλπίσματα τούτα. Οι στιγμές είναι δραματικές. Όμως, τον πόνο του δεν τον φανερώνει. Αναλογίζεται τις ευθύνες του και αποφασίζει.
Προχωρεί από το ψυχικό
δράμα στην θριαμβευτική πορεία
ήρεμα. Συγκλονιστική είναι η εικόνα, που δίνει ο Σίλερ για την πορεία
της ανθρώπινης ψυχής σε παρόμοιες
στιγμές, με τον στοχασμό «Το κράμα της δύναμης και της αδυναμίας, της δειλίας και του ηρωισμού, είναι η αληθινή και θελκτική εικόνα της ανθρώπινης φύσης. Η μετάβαση από τη μια
ψυχική διάθεση στην αντίθετη γίνεται ήρεμα, δικαιολογούμενη ικανοποιητικά».
Του ποντίου πρωτομάστορα τα συναισθήματα καταπνίγονται. Τα δάκρυά του δεν κατρακυλούν
πάνω στα μάγουλά του. Πηγαίνουν απ' ευθείας
στην καρδιά του. Χάνει την αγαπημένη
του γυναίκα στήνοντας το μεγάλο και ωραίο έργο. Γίνεται πρόσωπο τραγικό,
που παραμένει στη ζωή, χωρίς ουσιαστικά να ζει
πια, μα και χωρίς να πεθαίνει.
Η γενναία ποντιοπούλα έχει βαθιά συναίσθηση του χρέους της και πλήρη συνείδηση της υψηλής αποστολής
της. Επαληθεύει τον παλαιό
θρύλο, ότι είναι σύμβολο γονιμότητας. Συμμερίζεται απόλυτα την αγωνία του ανδρός της και στοχάζεται το νόημα της τέχνης του ως κοινωνικού λειτουργήματος.
Γιατί, ακούγοντας πως
έπεσε στο βάραθρο «το σκεπάρν' άτ», σκέπτεται ότι
τούτο συμβολίζει την πτώση
της τέχνης, της αρχιτεκτονικής του
πρωτομάστορα άνδρα της να στήνει γιοφύρια. Ντροπιάζεται η τέχνη τούτη και γι'
αυτό την ανασύρει μέσα από τα φουρτουνιασμένα νερά και την τοποθετεί σε θέση περιωπής.
Ανταποκρίνεται στο σάλπισμα
της κοινωνίας και θυσιάζεται στο βωμό της. Οι στοχασμοί και τα ψυχικά
της συναισθήματα ταυτίζονται με εκείνα του ανδρός της.
Από την όλη
ψυχική στάση και συμπεριφορά
του ποντίου πρωτομάστορα, τον τρόπο με τον οποίο
πορεύεται η γυναίκα του προς το θάνατο, για να περάσει
στην αθανασία, από όλα τα προεκτεθέντα
σχετικά και συναφή στοιχεία,
αποδεικνύεται ότι η ποντιακή παραλλαγή είναι η αρχαιότερη.
Δεν εμφανίζονται σ'
αυτήν άμεσα ή έμμεσα στοιχεία, που να δείχνουν
επιδράσεις σοβαρές του χριστιανικού πνεύματος,
όπως συμβαίνει με τις άλλες
παραλλαγές, οι οποίες απέχουν σημαντικά από την ουσία
του πυρήνα του μύθου.
Έτσι λοιπόν, η ποντιακή παραλλαγή κι αν ανήκει
στην κατηγορία «παραλογές», δεν μπορεί να τοποθετηθεί
στα πλαίσια του ακριτικού κύκλου. Είναι αρχαιότερη και φαίνεται να έχει
αρχική πατρίδα τον Πόντο, απ' όπου διαδίδεται παντού.
Στάθη Αθανασιάδη
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
"Τα τραγούδια του Ποντιακού Λαού"
Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου