Γεννήθηκα στην Αμισό, όπως και τα αδέλφια μου. Ο πατέρας μου ήταν από το Καράπερτσιν και η μητέρα μου από το Κέρπιτσλι.
Η Σαμψούντα (Αμισός) στα 1953.Στο βάθος ο μικρός λόφος Καράσαμψον, όπου βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης |
Πριν το 1922 είχε τέτοια εξέλιξη η Αμισός, που η Τραπεζούντα και η Κερασούντα ήταν μέρη φτωχά μπροστά σ' αυτήν.
Στην Αμισό φτωχούς δεν είχε. Αν πέθαινε κανένας νοικοκύρης, υπήρχε μια επιτροπή που αναλάβαινε την οικογένεια του και τα παιδιά του, τους προμήθευε ότι χρειάζονταν.
Στην Αμισό, ο πατέρας μου είχε «καζίνο» και ιπποδρόμιο. Οι πρόξενοι έρχονταν με τα αμαξάκια τους. Είχαμε ολόκληρη περιοχή μόνο για τα εκλεκτά χορταρικά του «καζίνου».
Ύστερα πέθανε ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν ήταν ικανή να διευθύνει ούτε την επιχείρηση, ούτε τα κτήματα. Εμείς τα παιδιά ήμασταν πολύ μικρά, δεν μπορούσαμε να τη βοηθήσουμε.
Εγώ έπαιρνα τα ραπανάκια και τα πήγαινα στα Προξενεία και τα πουλούσα, τους δίναμε και το γάλα από τις αγελάδες μας.
Η μία πλευρά του κήπου μας ήταν στη θάλασσα. Έτσι από μικρός έπαιζα, κολυμπούσα και χαιρόμουνα το νερό. Με βοήθησε και το αθλητικό μου σώμα και έτσι έγινα γερός κολυμβητής.
Σαν έβλεπα τα καράβια αραγμένα, μ' έπιανε μια φοβερή νοσταλγία κι έλεγα: πού να πηγαίνουν άραγε; Έπεφτα στο κολύμπι κι έφτανα ως εκεί.
Από τα καράβια μας έριχναν δεκάρες και αγωνιζόμασταν με τ' άλλα παιδιά ποιος θα τις πάρει. Μπαίναμε μέσα στα καράβια, μας περιποιόντουσαν και το βράδυ, κολυμπώντας πάντα, φεύγαμε.
Γύρω στην Αμισό δεν είχαμε πολύ ψηλά βουνά. Από την πολιτεία, όταν πήγαινες στο χωριό, άρχιζες κι ανέβαινες στο ύψωμα, ούτε το καταλάβαινες πώς βρισκόσουν απότομα στο ύψος του βουνού.
Αν όμως τύχαινε να πέσεις σε καμιά ρεματιά αργούσες πάρα πολύ. Τα πλάγια των βουνών ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Το πιο ψηλό βουνό έκανες δυο ώρες να το ανεβείς.
Η περιφέρεια Αμισού έβγαζε απ' όλα τα δημητριακά. Τα καρποφόρα ήταν κατά χιλιάδες και έμεναν αδέσποτα. Δεν ήταν άγρια, ήταν για τη ζωή και τη χαρά όλων των ανθρώπων. Όταν έπεσε οργή Θεού και γίναμε αντάρτες, το καλοκαίρι ζούσαμε από τα καρποφόρα δέντρα. Υπήρχαν μηλιές, κερασιές, αχλαδιές, άγρια σταφύλια, καρύδια, φράουλα άγρια, όχι τόσο μεγάλα, όσο ένα φουντούκι και τρωγότανε.
Τα καρποφόρα δέντρα ήταν αυτοφυή. Υπήρχαν κάτι δέντρα μέσα στα δάση που κάνανε κάτι σταφύλια μικρά και μαύρα, που κρεμότανε τσαμπιά, τσαμπιά... Και όπως περνούσαμε πεινασμένοι, αντάρτες, τα μαδούσαμε και τα τρώγαμε. Δεν θυμάμαι πώς τα λέγανε.
Οι Αμισιανοί είχαν πολλές εκκλησιές και ξωκλήσια. Δεν θυμούμαι όμως πολλά πράγματα, να πω πάνω σ' αυτό το θέμα. Εκείνο που μου έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου, ήταν η φιλοξενία που μου έκαναν, όταν τύχαινε μικρό παιδί να πλανηθώ και να πέσω σε κανένα άγνωστο χωριό. Πόσο με περιποιούνταν!
Το καλοκαίρι πήγαινα πότε στο Καράπερτσιν και πότε στο Κέρπιτσλι. Δεν υπήρχαν δρόμοι, ήταν πετρομονοπάτια. Ανέβαινα στα δέντρα, έτρωγα φρούτα και χασομερούσα. Πολλές φορές νυχτωνόμουν και έμπαινα σ' ένα ξένο χωριό, χτυπούσα την πόρτα, δεν με ρωτούσαν τίποτε, ούτε ποιος είμαι, ούτε από πού ήμουν. Το είχανε καμάρι τους να φιλοξενήσουν έναν οδοιπόρο.
Η πρώτη τους δουλειά ήταν το βραδάκι, αν το σπιτικό είχε καμιά νύφη, να του πλύνουν τα πόδια. Άν δεν είχανε νύφη κι είχανε κορίτσι λεύτερο, θα του έπλενε αυτή τα πόδια. Αν δεν είχανε κορίτσι κι ήταν εκεί η γερόντισσα γυναίκα, θα έκανε εκείνη αυτή τη δουλειά.
Μετά από αυτό θα έπαιρνε το χέρι του, θα το φιλούσε τρεις φορές, θα το ακουμπούσε στο κούτελο της, για να αναπαραστήσει την φιλοξενία, όπως τότε που πήγε ο Ιησούς Χριστός και του έπλυναν τα πόδια του, για να του δείξουν την αφοσίωση και την αγάπη τους.
Αν είχαν καλό φαί, θα του σέρβιραν, αν δεν είχαν θα του ετοίμαζαν αυγά, γάλα, γιαούρτι κλπ.
Αμισός .Το "Τσινέκιο" Γυμνάσιο , δωρεά του πλούσιου κτηματία Τσινέκη. Εγκαινιάστηκε το 1912. |
Το κάθε σπίτι είχε ένα δωμάτιο για τον ξένο με τα καθαρότερα σεντόνια. Όσο και να έμενες στο ξένο σπίτι και μέρες και βδομάδες και μήνες, όχι μόνο δεν βαρυγκωμούσαν,
αλλά το είχαν και ευχαρίστηση, γιατί φιλοξενούσαν έναν ξένο.
Ας έρθουμε στο ζήτημα των κοριτσιών: Εκεί τα κορίτσια είχαν την προίκα τους. Η προίκα τους δε, ήταν δυο σεντόνια μεταξωτά, χώρια τα άλλα, τα βαρέα, τα εθνικά τους ρούχα. Είχαν ένα «τεπελίκι», που ήταν ένα στρογγυλό μικρό καπελάκι, που το έβαζαν στο κεφάλι και γύρω κρέμονταν, με αλυσιδίτσα, χρυσές λίρες. Το στόλισμα αυτό το έκαναν οι χρυσοχόοι.
Κάθε κορίτσι είχε πέντε μέχρι πενήντα πεντόλιρα κρεμασμένα στο λαιμό του. Αυτά δεν ήταν πια προίκα, γιατί ήταν προσβολή ο άντρας να ζητάει από την γυναίκα προίκα.
Ο άντρας όταν αγαπούσε μια γυναίκα, το είχε κρυφό, αλλά το καταλάβαιναν οι γονείς του.
Το κορίτσι ποτέ δεν μπορούσε να πει πως αγαπά. Οι γονείς του αγοριού έπαιρναν την απόφαση και πήγαιναν στους γονείς του και ζητούσαν επισήμως την χείρα του κοριτσιού τους. Αν ήταν σύμφωνοι και δέχονταν με ευχαρίστηση τα πράγματα, γίνονταν οι αρραβώνες και ο γάμος. Και αν, ένα στα χίλια, αγαπιόταν το ζευγάρι, αλλά δεν το δεχόταν ένας από τους γονείς, οι αγαπημένοι νέοι κλέβονταν και γίνονταν πάλι ο γάμος και οι χαρές.
Η χαρά ή ο γάμος το πιο πολύ θα βαστούσε μια βδομάδα. Σ' αυτόν προσκαλούνταν όχι μόνο οι συγγενείς και οι φίλοι, αλλά και οι ξένοι, που πήγαιναν και γλεντούσαν.
Έσφαζαν αγελάδες, αρνιά κ.ά. και έφτιαχναν ένα φαΐ που το λένε «κεσφέσι» και είναι από σιτάρι καθαρό και κρέας. Βράζει πολύ, μελώνει και γίνεται σαν μαστίχα. Βράζουν απ' αυτό καζάνια ολόκληρα, για να φάνε οι καλεσμένοι του γάμου. Τα κρασιά, τα φαγιά και «του πουλιού το γάλα» που λένε, είναι στο τραπέζι του γάμου. Τα όργανα τους είναι τα νταούλια κι οι ζουρνάδες.
Η συγκοινωνία στην περιφέρεια της Αμισού και γενικά σ' όλο τον Πόντο γίνονταν το πιο πολύ με τα πόδια, με άλογα με κάρα. Πολλοί είχανε πέντε-έξι άλογα και έπαιρναν τα
φορτία η για λογαριασμό τους η για λογαριασμό άλλων ταξιδιωτών. Είχανε γερά άλογα.
Ανατολικά της Αμισού το πρώτο χωριό ήταν το Τσιφλίκι. Ήταν χτισμένο απάνω σε ύψωμα. Μισή ώρα -εύκολος δρόμος- και μια ώρα ανηφόρα ήταν το χωριό Τσινέκι. Πήρε το όνομά του από τον προύχοντα του τόπου Τσινέκη. Αυτός είχε πάρει σπαθί από τον Σουλτάνο.
Το χωριό Ελέσκιοϊ ήταν πίσω από την Αμισό. γύρω εκεί υπήρχαν πεδιάδες εύφορες με δασώδη μέρη. Ήταν η γη της επαγγελίας, μια πεδιάδα από δω ως τη Θεσσαλονίκη. Εκεί γύρω υπήρχαν τριακόσια χωριά!
Το χωριό Γέλιτζε ήταν πολύ κοντά στην Αμισό, εκεί ήσαν οι χωροφύλακες.
Το μακρύτερο χωριό ήταν 16 ως 18 ώρες με τα πόδια. Περπατώντας νύχτα και μέρα, δέκα μέρες, συναντούσες όλο δάση και πεδιάδες. Τα δάση ήταν γεμάτα καστανιές, φιστικιές και διάφορα άλλα καρποφόρα δέντρα καθώς και δέντρα για ξυλεία.
Ζούσα σ' αυτή την αγαθότητα και την αρμονία όταν κηρύχθηκε ο Βαλκανικός Πόλεμος κι άρχισε έξαφνα να δημιουργείται μια διαφορετική κατάσταση μπροστά στα μάτια των Ελλήνων του Πόντου. Άρχισαν να στρατολογούν τους Χριστιανούς, και να τους δίνουν όπλα στα χέρια, και έπαιρναν τους γιατρούς και τον κάθε χρήσιμο Έλληνα, που μπορούσαν, να τον βάλουν στις δουλειές του στρατού.
Μέσα στο μυαλό μας δεν μπορούσε να χωρέσει ότι πήγαιναν στο στρατό για να χτυπήσουν τους ίδιους τους αδελφούς τους.
Πολλές φορές πήγε και παρακάλεσε ο δεσπότης μας, ο Γερμανός, αν ήταν δυνατόν να απαλλαχθούν οι Πόντιοι απ' αυτή τη βαριά υποχρέωση. Τον έβλεπα μέσα στην πολιτεία, σ' ένα αμάξι, με τέσσερα άλογα, σαν αφέντης θαρραλέος, που τραβούσε μέσα στο Διοικητήριο. Τον φανταζόμουνα να παρακαλεί, να ικετεύει να μην βάλουν σε τέτοια αβάσταχτη θέση τους Έλληνας του Πόντου.
Το αρρεναγωγείο Αμισού |
Όλα αυτά όμως τα παρακάλια δεν φέρανε κανένα αποτέλεσμα μπροστά σ εκείνο που ήθελε να κάνει το οθωμανικό κράτος. Και όσοι δεν στρατεύθηκαν, βρήκαν με άλλο τρόπο τον μπελά τους. Ζητούσανε από τους πιο πλούσιους παράδες και όποιος δεν έδινε,ή έφερνε την παραμικρή δυσκολία, τον εξόριζαν με τους πιο βασανιστικούς τρόπους.
Τους έριχναν στα μπουντρούμια, τους πήγαιναν μακρινές πεζοπορίες, αυτές δε οι μετακινήσεις είχανε μοναδικό σκοπό την εξόντωση του πληθυσμού. Φεύγανε χίλιοι και έφταναν εκατό.
Κάθε σπίτι στην πολιτεία και σε όλα τα χωριά, μπορούσε δεν μπορούσε, είχε δεν είχε, το υποχρέωναν να δώσει από δώδεκα ζευγάρια μάλλινες κάλτσες και δώδεκα μάλλινες φανέλες στρατιωτικές. Δεν έφταναν όλα αυτά, οι τσανταρμάδες πήγαιναν στα χωριά και μάζευαν τα άλογα, τις αγελάδες, τα κάρα τους και κάθε χρήσιμο πράγμα για τον πόλεμο. Αυτά όχι μόνον δεν τα πλήρωναν, αλλά τα έπαιρναν με το ζόρι και τους έδερναν, τους φυλάκιζαν αν θα έλεγαν το παραμικρό και πολλές φορές τους άφηναν στον τόπο!
Αυτό άρχισε να φέρνει μίσος και βαρυγκόμιση για τον Τούρκο. Έβλεπαν οι Χριστιανοί πως η ζωή δεν πήγαινε σαν πρώτα, όπως τόσα και τόσα χρόνια! Πως αυτή η τωρινή κατάσταση βαστούσε βδομάδες, μήνες, χρόνια και φαίνονταν ότι δεν επρόκειτο να τελειώσει. Τα όσα δε τραβούσαν οι Πόντιοι τα έγραφαν στα παιδιά τους ή στους άντρες τους, που πολεμούσαν στα διάφορα τούρκικα μέτωπα.
Μα κι αυτοί στρατιώτες δεν περνούσαν πιο καλά από τα σπίτια τους. Και πρώτα πρώτα, γιατί οι Έλληνες δεν μπορούσαν να πολεμήσουν τους Έλληνες και γιατί αγαπούσαν την γαλήνη και την ησυχία και δεν τους άρεσε ο πόλεμος.
Δεν ήταν φοβητσιάρηδες, ήταν παλληκάρια, από τη μια τους εμπόδιζε ο «σταυρός» και από την άλλη τους υπέβαλε τον πόλεμο ο Τούρκος. Δεν ήξεραν τι να κάνουν και πήραν την απόφαση, να περάσουν τις ατέλειωτες αποστάσεις με τα πόδια, να περπατάνε μήνες ολόκληρους για να φύγουν από τον τούρκικο στρατό και να πάνε στον ελληνικό.
Ο Πόντος, απάνω κάτω, στις γενικές γραμμές αυτό είχε κάνει.
Ο Πόντος, απάνω κάτω, στις γενικές γραμμές αυτό είχε κάνει.
"ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου