Οί Μάϊσσες ή τά μάϊσσας(Σημασία των προλήψεων)

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Οι Μάϊσσες της Σαντάς και του Πόντου γενικά είναι οι νεράιδες της σημερινής Ελλάδας, και οι νύμφες, ναϊάδες, ορειάδες, δρυάδες και αμαδρυάδες των αρχαίων.
Οι Μάϊσσες είναι όντα πνευματικά που δεν γερνούν, είναι αθάνατες διατηρούν την ομορφιά της νεανικής ηλικίας τους είναι αόρατες, αλλά φαίνονται όσες φορές το θέλουν οι ίδιες σαν γυναίκες νεαρές, πολύ όμορφες ζωηρές και φιλοπαίγμονες.
Είναι ντυμένες στα άσπρα, έχουν μακριά μαλλιά, μικρά πόδια με τη φτέρνα μπροστά και τα δάχτυλα πίσω.
Γέφυρα σον Γιάμπολη
Κατοικούν και συχνάζουν παντού. Ο άνθρωπος συνήθως τις βλέπει κοντά ή μέσα σε σπηλιές, κουφάλες μεγάλων δέντρων, σε πυκνούς θάμνους και δέντρα, σε πηγές, ρεματιές, μύλους και γέφυρες.
Οι  Δρυάδες και Αμαδρυάδες γεννιούνται μέσα στα δέντρα, αποτελούν την ψυχή του δέντρου και πεθαίνουν μαζί μ' αυτό. Το αίμα τους τρέχει σταλαματιές όταν κόβεται το δέντρο, η φωνή τους ακούγεται, αλλ' αυτές δεν φαίνονται.
Οι Μάΐσσες έδιναν σε μερικούς το δώρο της προφητείας, της μαντικής,
αν όμως κάποιος βρισκόταν κοντά σε πηγή ή άλλο μέρος που σύχναζαν και τολμούσε να τις περιεργαστεί ή να τις δει γυμνές, έχανε τα λογικά  και γινόταν μαϊσσωμένος (μανιακός). .
 Κάποτε μπαίνουν τη νύχτα και στα χωριά και στέκονται κάτω από  την προεξοχή της στέγης των σπιτιών ,γι’ αυτό οι γυναίκες όταν τη νύχτα χύνουν έξω τα ακάθαρτα νερά, δεν τα πετούν εκεί, για να μην βρέξουν τις μάϊσσες.
Επειδή συχνάζουν σε ορισμένα μέρη, γι αυτό και έχουν δημιουργηθεί ορισμένα τοπωνύμια: Τη Μάϊσσας το λιθάρ έξω από την ενορία Πινατάντων, Πιστοφάντων και Ισχανάντων.
Και οι Μάϊσσες εργάζονται για να ζουν, προτιμούν δε την κτηνοτροφία: Ελάφια, ζαρκάδια και αγριοκάτσικα είναι τα ζώα τους. Σααπλήα είν' δηλ. τα ζώα αυτά έχουν τη νοικοκυρά τους, έλεγαν, ίσως για να μην τα πειράξει κανείς.
Όταν δε ο κυνηγός συναντά κανένα τέτοιο ζώο κάτω από τη σκιά δέντρου ή σπηλιάς, να τον κοιτάζει άφοβα και να μη φεύγει, πρέπει να μην το πειράξει, διότι εκείνη τη στιγμή το αρμέγει η νοικοκυρά του, η μάγισσα.
Αν δέ τυχόν το σκοτώσει, θ' ακούσει τη μάγισσα να τον καταραστεί:
 Άμον ντ' έσκότωσες το ζο ’μ, άέτς πα νά σκοτούσαι  κι' εσύ (ή να ξεραίνεσαι). Και η κατάρα αυτή ποτέ δέ μένει ανεκπλήρωτη.
Το πιο αγαπητό παιγνίδι τους  είναι  ο χορός, οι δε ανεμοστρόβιλοι είναι αποτέλεσμα των δαιμονικών χορών τους.
Υπάρχουν και άντρες Μάϊσσοι, που μόνο κατά τους γάμους φαίνονται. Άντρες και γυναίκες μάϊσσες είναι άτρωτοι.
Ο Μούτας και ο Γλίτσσιον ο Στάθιον γυρίζοντας από το Φτελέν μεθυσμένοι, αντάμωσαν ση Μερτσσιάν άνθεν στρατού γάμον. Μπροστά τους παρουσιάσθηκε ο Καχριμάνον, ο άντρας της μανιακής Κιαλιασσίνας. Όταν θέλησαν να πυροβολήσουν, τα πισστόφια τουν απέσ 'κ επαίραν (δεν άναψαν).
Τότε μεσολάβησεν η Κιαλιασσίνα πού είπε σον Καχριμάνον: Καχριμάνε, άτείν ας σ’ εμετέρτς είν' απιδέβ' άτς (εί­ναι δικοί μας, παράτησέ τους)  και ο Καχριμάνον έφυγε χωρίς να τους πειράξει.
Ο γάμος γίνεται με μεγάλη πομπή, αλλά μόνο κατά τη νύχτα και μάλιστα τη σκοτεινή. Μπροστά η λύρα και το τύμπανο που βγάζει δαιμονι­σμένους ήχους, ακολουθούν Μάϊσσες που χορεύουν και μαζί τους και η νύφη.
Όλοι βαστούν κεριά (Μάϊσσας κερία) έχουν και παπά αλλά με κέρατα! Αν την ώρα εκείνη περάσει από κοντά τους άνθρωπος, τον αρπάζουν και τον απάγουν, και αν μεν βρίσκονται στο σπίτι τους, ή τον αφήνουν να καθήσει και να τις κοιτάζει,, ή τον παίρνουν στο χορό τους.
Αν δε είναι  οργανο­παίκτης, τον βάζουν να παίζει το όργανο του, οι καλοί οργανοπαίκτες  στους χορούς αυτούς τελειοποίησαν την τέχνη τους.
Κάποτε απάγουν και ψάλτες για να ψάλλουν στη στέψη.
 Ύστερα από το χορό κάθονται στο τραπέζι, όπου το μοναδικό φαΐ τους είναι το χαβίτσ, γι’ αυτό και τα ρούχα τους είναι χαβιτσωμένα.
Μετά το φαΐ σβήνουν τα φώτα και ο άνθρωπος βρίσκεται στην τοποθεσία απ' όπου τον πήραν, αλλά εξαντλημένος όπως είναι  «ρουζ’ άμον ποστ σον ύπνον και σεράντα όχτώ ώρας κοιμάται».
Γιάμπολης (Σύγχρονη γέφυρα)
Όταν πρόκειται να κάμουν γάμο κλέβουν τα ρούχα, τα νυφικά από τα χωριά.
Και όταν  τελειώσει, τα επιστρέφουν και τα τοποθετούν στη θέση τους, όπως ήταν διπλωμένα.
Για να μην κλέψουν τα ρούχα οι Μάϊσσες, οι νιόπαντρες γυναίκες τα διπλώνουν σε σχήμα τριγωνικό. Το τριγωνικό σχήμα είναι αποτρόπαιο για τις μάγισσες, γι αυτό και τα εγκόλπια, φυλαχτήρια, χαϊμαλιά έχουν σχήμα τριγωνικό.
Όταν χρειάζονται κανένα πράγμα: μαχαίρι, ψαλίδι, σκούπα, μαγειρικό σκεύος ή ρούχα, μπαίνουν τη νύχτα στα χωριά και τα παίρνουν, άλλα πριν ξημερώσει τα επιστρέφουν και τα τοποθετούν στη θέση τους.
Γενικά οι Μάΐσσες είναι καλές- γι αυτό, ή κατ' ευφημισμό, τις ονό­μαζαν: που είν' απ' εμάς καλλίον . Μερικές όμως ήσαν κακές και ονομάζονταν  τσσιαζούδες ή περήδες. Έτσι ονομάζονται και σήμερα μερικές κακές γυναίκες, και χαϊδευτικά τα έξυπνα και χαριτωμένα κοριτσάκια ή οι νέες.
Οι κακές μάγισσες κατεβαίνουν από την καπνοδόχο τη νύχτα στα σπίτια, παίρνουν τα μικρά παιδιά από την κούνια, τα λούζουν και ύστερα  τα πνίγουν, λέγοντας: Το κρίμα 'σ ή μάνα σ να έχχ' άτο.
Για το λόγο αυτό  επί 40 μέρες μετά τον τοκετό δεν έσβηναν τη λάμπα ή τη φωτιά. Επειδή όμως από την πολλή προσοχή και περιποίηση τα παιδιά γίνονταν καχεκτικά και κακομαθημένα γι αυτό από αντίδραση έπλασαν και την παροιμία: Την  Μάϊσσαν π' εφοέθεν παιδί ν 'κ εστάθεν άτεν  δηλ. δεν πρέπει να φοβάσαι και  πολύ πολύ την Μάϊσσαν.
Οι Μάϊσσες κακοποιούν αόρατες:  Έναν ημέραν εκράτναν την Κιαλιασσίναν να μη πάει χάται. Διέξτε άτς, έχπασαν τα μαλλία μ, εκούζνεν. Οντάν τερούν έναν βούραν μαλλία εχπάγαν ας σο κιφάλν άτς και επέγναν σον ουρανόν κιάν.
Όταν ο άνθρωπος περνά από μέρη οπού συχνάζουν ή κατοικούν Μάϊσσες, ακούει τον ήχο των μουσικών οργάνων και τα ποδοκροτήματα των χορευτών. Βλέπει και τα κεριά τους.
Κάποτε και τον λιθοβολούν, χωρίς όμως να τον αγγίσουν οι πέτρες, διότι οι Μάϊσσες χαριεντίζονται μαζί του. Ο άνθρωπος μερικές φορές βλέπει την Μάϊσσαν σαν νύφη άμορφη και καλοντυμένη να περπατεί μπροστά από αυτόν  και γυρίζοντας να του χαμογελά. Αν κατορθώσει να την αγγίσει, τότε η Μάϊσσα χάνει τη μαγική της δύναμη, δεν μπορεί  να γίνει άφαντη ή να φύγει και γίνεται γυναίκα του, από το γάμο δέ αυτό γίνονται και παιδιά, όπως λέει και ό στίχος:
 Για Μάϊσσα μάνα εποίκε σε, για μαϊσσωμένον είσαι.
Οι κρυμμένοι θησαυροί είναι στην εξουσία της Μάϊσσας, που  τους υποδεικνύει στον αρεστό της. Ο άνθρωπος για να βγάλει το θησαυρό από τη γη, πρέπει πρώτα να θυσιάσει στο ορισμένο μέρος ένα ζώο, συνήθως πετεινό, και κατά προτίμηση μαύρο. Πρέπει να προσέχει κανείς να : μη πέσει στη δυσμένεια της Μάϊσσας, γιατί του στέλνει διάφορες αρρώστιες, παράλυση (γάγγρωμαν), επιληψία (σάρα), λιποθυμία, καρδιακά και άλλες φρενοπάθειες.
Όταν τις ανταμώσει κανείς, δεν πρέπει να τις μιλήσει, γιατί παίρνε τη λαλίαν άτ (αφασία) . Η φοβερότερη όμως τιμωρία είναι η μανία, οι μανια­κοί λέγονται μαϊσσωμέν, βλέπουν να τους καταδιώκουν απαίσιες Μάϊσσες, κάνουν κινήσεις σπασμωδικές, αφήνουν το σπίτι τους και γυρίζουν εδώ κι εκεί, ανεβαίνουν σε γκρεμούς  και χορεύουν σε μέρη, όπου δέν θα τολμούσε να πατήσει ανθρώπινο ποδάρι.
 Κάποτε τη στιγμή που χορεύουν συνέρχονται για μερικά δευτερόλεπτα  και τότε βγάζουν από το φόβο τους άγριες φωνές
 Ύστερα από περιπλανήσεις οι μαϊσσωμέν επανέρχονται στο σπίτι μόνοι, ή τους επαναφέρουν οι δικοί τους, για να ξαναρχίσουν σε λίγο πάλι τα ίδια.
Χαρσιώτης ποταμός
Όταν ο μαϊσσωμένος ή η μαϊσσωμέντζα καταληφθούν από μανία, τότε την γήν πηγήν εύτάγνε και εβγαίννε ας σό παραθύρ', ας σήν πόρταν, άς σό ρδανίν και τα κλειδωμένα ακόμα σπίτια τα ξεκλειδώνουν χωρίς ανοιγάρ και φεύγουν.
 Καί κουτσοί ακόμα γίνονται θερία, και κανείς κ’ επορεί νά στερένει άτς. Η Καλιασσίνα με τ' εκείνο το κοτσόν το ποδάρ σ' έναν νύχταν εκατήβεν σά Σούρμενα, έδέβεν έμπροστά άς σ' όσπίτ τή θυγατερός άτς, έκούξεν άτεν 'Ελένε, Έλένε  και έκλώστεν σοί Κοσλαράντων.
 Τη διάγνωση της μανίας την κάνουν οι ανοιχτήδες, χρησιμοποιώντας μαγικά βιβλία. Με τη βοήθειά τους βρίσκουν πότε, πού και από που εβλάβεν άνθρωπον. Οι ίδιοι οι ανοιχτήδες ή τζιντζήδες ή τιαρβέσσ (Τούρκοι ιερωμένοι) θεραπεύουν κιόλας τον άρρωστο με γητέματα, ξόρκια και άλλα δαιμονι­κά μέσα·
 Οι μαϊσσωμέν θεραπεύονται και με αγιασμούς, εξορκισμούς και λειτουργίες. Την αυγή της πρωτοχρονιάς οι γυναίκες προσφέρουν ως δώρο ξηρούς καρπούς ή μήλα, απίδια ή και ρόκας καλαμποκιού ψημένα στις Μά­γισσες της βρύσης αμίλητες κατά τη μετάβαση και την επιστροφή, για να τις καλοπιάσουν. Τα δώρα τα τοποθετούν στο πατχάν (ντουλάπα στον τοίχο) της βρύσης.
Όταν οι άνθρωποι έβλεπαν από μακριά τις  Μάϊσσες θύμιαζαν, έπιναν αγιασμό ή ράντιζαν μ' αυτόν το σπίτι τους. Οι μαύροι σκύλοι αισθάνονται την παρουσία τη Μάϊσσας και γαυγίζουν βλέποντας προς το μέρος όπου αυτή διευθύνεται.
Όταν θέλουν να προφυλαχθούν από τις Μάϊσσες, αποφεύγουν να περνούν τη νύχτα από μέρη, όπου υποτίθεται πως συχνάζουν αυτές, κρατούν φως (φανάρι, δαυλό), μιλούν με δυνατή φωνή, τραγουδούν, απαγγέλλουν το Πάτερ ημών ή καμιά άλλη προσευχή.
Για κείνους που τρομάζουν από τις Μάϊσσες, λέγουν: άς σοι  Μάϊσσες τσσιαρπινεύκεται.
Μερικά ξύλα πού σαπίζουν φωσφορίζουν το ίδιο και μερικά σαπρόφυτα.
Και στα νεκροταφεία οι σάρκες ή τα κόκαλα πού σαπίζουν αναδίδουν φως. Αυτά ονομάζονται Μάΐσσας κερία.



Στάθης Αθανασιάδης(Γεροστάθης)
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah