Ξενοφών |
Εδώ οι Μύριοι μένουν έξω απ' την πόλη επί σαρανταπέντε μέρες. Κατά τη διάρκειά τους, πρώτα πρώτα θυσιάζουν στους θεούς, έπειτα, οι στρατιώτες κάθε φυλής χωριστά, κάνουν ιερές τελετές και γυμνικούς αγώνες.
Τα αναγκαία για τη διατροφή τους τα έπαιρναν όλοι με τη βία από τους Παφλαγόνες, αλλά και από τα χωριά των Κοτυωριτών, γιατί οι τελευταίοι δεν τους πρόσφεραν τρόφιμα για να αγοράσουν ούτε δέχονταν στα σπίτια τους τούς αρρώστους.
Στο μεταξύ έρχονται από τη Σινώπη πρέσβεις και κάνουν διαμαρτυρίες προς τους Μύριους. Ένας μάλιστα, ονόματι Εκατώνυμος, λέει:
«Άντρες στρατιώτες, μας έστειλε η πόλη των Σινωπέων (για δύο λόγους): απ' τη μια για να σας επαινέσουμε, γιατί σαν Έλληνες νικάτε τους βαρβάρους, κι απ' την άλλη να σας συγχαρούμε, διότι, αφού υπομείνατε πολλές και φοβερές ταλαιπωρίες, όπως μάθαμε, φτάσατε σώοι εδώ πέρα.
Έχουμε όμως την απαίτηση, επειδή είμαστε κι εμείς Έλληνες, να απολαύσουμε μερικές ευεργεσίες από σας, που είσαστε Έλληνες, και να μην παθαίνουμε κανένα κακό. Γιατί κι εμείς ποτέ κανένα κακό δε σας κάναμε.
Οι Κωτυωρίτες, ωστόσο, τούτοι εδώ, είναι πράγματι δικοί μας άποικοι, και τη χώρα τούτη εμείς την παραδώσαμε σ' αυτούς, αφού την αφαιρέσαμε από τους βάρβαρους. Γι' αυτό πληρώνουν ορισμένο φόρο σε μας, όπως και οι Κερασούντιοι και οι Τραπεζούντιοι.
Επομένως, ότι κακό κάνετε σ' αυτούς, η πόλη των Σινωπέων το θεωρεί σαν να γίνεται σε βάρος της. Τελευταία μαθαίνουμε ότι μερικοί από σας, με τη βία, μπήκαν στην πόλη των Κοτυώρων, στρώθηκαν στα σπίτια των κατοίκων της και παίρνουν από τα περίχωρα ό,τι χρειάζεται, με τη βία, και όχι με το καλό.
Αυτά, λοιπόν, δεν τα εγκρίνουμε. Και αν εξακολουθήσετε να τα πράττετε, θα βρεθούμε στην ανάγκη να κάνουμε συμμάχους τον Κορύλα και τους Παφλαγόνες και όποιον άλλο θελήσουμε».4
Σ' αυτά ο Ξενοφών, για λογαριασμό των στρατιωτών απάντησε: «Εμείς, άνδρες Σινωπείς, είμαστε ευχαριστημένοι που σώσαμε τη ζωή μας και τα όπλα μας. Γιατί δεν ήταν δυνατόν, ταυτόχρονα, και τα λάφυρα να μεταφέρουμε και να πολεμάμε τους εχθρούς. Τώρα όμως, επιτέλους, ήρθαμε οε ελληνικές πόλεις. Στην Τραπεζούντα, επειδή μας πρόσφεραν τρόφιμα για αγορά, αγοράζαμε και λύναμε το πρόβλημα της διατροφής μας.
Και επιπλέον, σε αντάλλαγμα των περιποιήσεων με τις οποίες μας τιμούσαν και των δώρων τα οποία έδιναν στο στρατό μας, τους περιποιούμασταν κι εμείς. Έτσι, αν κανείς από τους βάρβαρους ήταν φίλος τους, δεν τον βλάπταμε, ενώ τους εχθρούς τους, εναντίον των οποίων αυτοί μας οδηγούσαν, εμείς τους κακοποιούσαμε.
Ρωτήστε, λοιπόν, τους ίδιους να σας πουν πώς τους φερθήκαμε, γιατί είναι εδώ μερικοί Τραπεζούντιοι που τους έστειλε η πόλη τους για οδηγούς μας, σε ένδειξη φιλίας. Σε οποιοδήποτε όμως μέρος συνέβαινε να μη μας προσφέρουν τρόφιμα για αγορά, είτε αυτό ήταν ελληνικό είτε βαρβαρικό, όχι από αλαζονεία, αλλά από ανάγκη, αρπάζαμε από αυτό εκείνα που χρειαζόμασταν.
Έτσι και τους Καρδούχους και τους Ταόχους και τους Χαλδαίους (Χάλυβες), αν και δεν ήταν υπήκοοι του βασιλιά (επομένως δεν ήταν εχθροί) και μολονότι ήταν πολύ επικίνδυνοι, τους κάναμε εχθρούς μας.
Κι αυτό, μόνο και μόνο γιατί βρεθήκαμε στην ανάγκη να πάρουμε τρόφιμα απ' αυτούς με τη βία, επειδή δε μας επέτρεπαν να τα προμηθευτούμε με αγορά. Τους Μάκρωνες όμως, αν και ήταν βάρβαροι, επειδή μας πρόσφεραν, όσα τρόφιμα μπορούσαν για αγορά, αυτούς και φίλους τους θεωρούσαμε και τίποτε δεν πήραμε από τα χέρια τους με τη βία.
Όσο για τους Κοτυωρίτες, που λέτε πως είναι υπήκοοι σας, αν πήραμε με τη βία κάτι απ' αυτούς, αίτιοι γι αυτό είναι οι ίδιοι, γιατί δε μας φέρθηκαν σαν φίλοι. Απεναντίας, έκλεισαν τις πύλες και δε μας δέχονταν ούτε μέσα στην πόλη ούτε
έστελναν έξω τρόφιμα για αγορά...
Όσο γι' αυτό που λέτε, ότι μερικοί από μας μπήκαν με τη βία στα σπίτια για να μείνουν, σας πληροφορούμε ότι εμείς είχαμε την αξίωση να δεχτείτε τους αρρώστους μας στα σπίτια σας...».
Μετά από τους λόγους αυτούς, ένας από τους Σινωπείς είπε στους Μύριους ότι δεν ήρθαν για πόλεμο, αλλά για να τους βεβαιώσουν ότι είναι φίλοι τους. Και, πρόσθεσε: «Αν έρθετε στην πόλη της Σινώπης, θα σας δεχτούμε με δώρα φιλοξενίας.
Τώρα, εξάλλου, θα διατάξουμε τους Κοτυωρίτες να σας δώσουν ό,τι μπορούν, γιατί βλέπουμε ότι είναι αλήθεια όσα λέτε». Έπειτα απ' αυτά και οι Κοτυωρίτες άρχισαν να στέλνουν δώρα στους Έλληνες και οι στρατηγοί των Ελλήνων φιλοξενούσαν τους πρέσβεις των Σινωπέων κουβεντιάζοντας φιλικότατα μαζί τους για πολλά και διάφορα, ιδιαίτερα μάλιστα για την υπόλοιπη πορεία τους προς την πατρίδα.5
Την άλλη μέρα οι Μύριοι συσκέπτονται με τους Σινωπείς πρέσβεις για την παραπέρα διαδρομή τους. Οι δεύτεροι τους συμβουλεύουν να πάρουν το δρόμο της θάλασσας.
Ο Ξενοφών συμφωνεί με την ιδέα, αλλά τους ζητάει πλοία, για να μπορέσει να επιβιβαστεί μέσα σ' αυτά και ο τελευταίος στρατιώτης του. Οι Σινωπείς προτείνουν να σταλούν μαζί τους απεσταλμένοι στρατιώτες για να ζητήσουν από τη Σινώπη τα ανάλογα πλοία.
Οι αντιπρόσωποι φεύγουν και ο Ξενοφών, για μια στιγμή, βλέποντας το πλήθος των Ελλήνων οπλιτών κοντά του, τους πελταστές, τους τοξότες, τους σφενδονιστές και τους ιππείς, κυριεύεται από μια τρελή ιδέα: ότι ο Πόντος ποτέ δεν είδε τόσο πολύ ελληνικό στρατό (και μάλιστα) μαζεμένο τόσο εύκολα στο έδαφος του, και ότι θα του
έφερνε μεγάλη δόξα, αν ο ίδιος (ο Ξενοφών) φρόντιζε να αυξήσει τη δύναμη της Ελλάδας και το έδαφος της ιδρύοντας μια πόλη στην περιοχή. Πίστευε μάλιστα ότι η πόλη τούτη θα γινόταν μεγάλη, λογαριάζοντας τον αριθμό των στρατιωτών του που είχε και αυτούς που κατοικούσαν στον Πόντο.
Εκμυστηρεύτηκε το σχέδιο του στο μάντη Σιλανό, την ώρα που έκανε θυσία. Ο μάντης όμως, που ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα, επειδή είχε μαζί του τρεις χιλιάδες δαρεικούς, δώρο από τον Κύρο πριν σκοτωθεί, το διέδωσε στους στρατιώτες.
Οι στρατιώτες πάλι χωρίστηκαν στα δύο. Άλλοι ήθελαν να μείνουν μόνιμα στον Πόντο, κι άλλοι προτιμούσαν να φύγουν για την πατρίδα. Το γεγονός μαθεύτηκε γρήγορα και στη Σινώπη και στην Ηράκλεια, από όπου στάλθηκαν χρήματα για να αποτραπεί η εγκατάσταση των Μυρίων στον τόπο.
Έτσι, με δολώματα για καλό μισθό στους στρατιώτες και άλλες υποσχέσεις, μετέτρεψαν τις διαθέσεις των αντρών που ήθελαν να μείνουν στον Πόντο. Τελικά, και ο Ξενοφών παραιτήθηκε από το σχέδιο του. Στο μεταξύ, οι Σινωπείς, μαζί με τους Ηρακλειώτες, βιάστηκαν να στείλουν πλοία για την αναχώρηση των Μυρίων. Οι τελευταίοι μπήκαν σ' αυτά από τα Κοτύωρα και πήγαν στη Σινώπη. Οι Σινωπείς τους πρόσφεραν ως δώρα φιλοξενίας 3.000 μεδίμνους κρίθινο αλεύρι (150.000 λίτρα) και 1.500 αμφορείς γεμάτους με κρασί.
Οι στρατιώτες έμειναν εκεί πέντε μέρες. Την έκτη μέρα ξαναμπήκαν στα πλοία και πήγαν στην Ηράκλεια, «πόλιν Ελληνίδα, Μεγαρέων άποικον», όπως χαρακτηρίζει κι αυτήν ο Ξενοφών.
Και εδώ οι Ηρακλειώτες έστειλαν στους Μύριους δώρα φιλοξενίας: 3.000 μεδίμνους κρίθινο αλεύρι, 2.000 αμφορείς γεμάτους με κρασί, 20 βόδια και 100 πρόβατα. Τέλος, στην Ηράκλεια, το μισθοφορικό στράτευμα των Μυρίων χωρίστηκε σε τρία κομμάτια και το καθένα τράβηξε το δρόμο του: οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, 4.000 άνδρες, πήραν πλοία από τους Ηρακλειώτες και απέπλευσαν πρώτοι, για να επιτεθούν εναντίον των Βυθινών και να πάρουν όσο γίνεται περισσότερα λάφυρα.
Γι' αυτό αποβιβάστηκαν στο λιμάνι Κάλπη της Θράκης. Ο Χειρίσοφος με 1.400 οπλίτες και 700 Θράκες πελταστές, διέσχισε την ενδοχώρα των Ηρακλειωτών και έφτασε (κι αυτός) στη Θράκη. Ο Ξενοφών με 1.700 οπλίτες, 30 πελταστές και σαράντα ιππείς, μπήκε στα πλοία, αποβιβάστηκε στα μεταξύ της Θράκης και της Ηράκλειας παράλια και κατόπιν πορεύτηκε στο εσωτερικό της χώρας.
Έτσι, οι Μύριοι έφυγαν από τον Πόντο, αφήνοντας πίσω τους τις ελληνικές πόλεις, των οποίων γνώρισαν τον περίγυρο, την ακμή, τα κοινά ήθη και έθιμα και την πίστη στους ίδιους θεούς.
Είδαν μιαν άλλη Ελλάδα εκεί στην Ανατολή, που τη ζήλεψε ο Ξενοφών και ήθελε να χτίσει ακόμα μια ποντιακή ελληνική πόλη- κράτος, πιο μεγάλη κι από τις υπάρχουσες. Η νοσταλγία όμως και η κόπωση των ταλαιπωρημένων στρατιωτών του από την οδύσσεια της Καθόδου, αλλά και άλλοι δευτερεύοντες λόγοι, ματαίωσαν τα φιλόδοξα σχέδια του αρχηγού των Μυρίων, στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα.
4. Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Ε', ε', 7-12.
5. Ξενοφών, Κύρον Ανάβασις, Ε', ε', 13-25.
Χρήστος Σαμουηλίδης
"Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού"
Εκδοσεις Α.Α. Λιβάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου