Οι εξισλαμισμοί και το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού δεν ήταν οι σκληρότερες στιγμές στη μακραίωνη ιστορία του ποντιακού ελληνισμού.
Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού ο εθνικιστικός παροξυσμός -που σάρωσε όλα τα βαλκανικά κράτη- οδήγησε στη βαθμιαία ενοχοποίηση των μειονοτήτων και, εντέλει, στην εκδίωξη ή στον αφανισμό τους.
Στον οθωμανικό Πόντο η πολιτική των Νεότουρκων για τον πλήρη εκτουρκισμό του κράτους ήρθε αντιμέτωπη με την παρουσία του ελληνικού στοιχείου που για αιώνες ζούσε και δημιουργούσε στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Η μοίρα των Ελλήνων του Πόντου είχε προδιαγραφεί και επιταχύνθηκε από την ανάλγητη πολιτική ορισμένων Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, που, προκειμένου να προωθήσουν τα στρατηγικά, οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα στην Εγγύς Ανατολή, σιώπησαν ή και υπέθαλψαν ακόμη τις στυγνές νεοτουρκικές επιδιώξεις.
Η πολιτική εκδίωξης ή αφανισμού του ποντιακού ελληνισμού ξεκίνησε από τις αρχές του 20ού αιώνα και έφτασε στο αποκορύφωμα της την εποχή της μικρασιατικής περιπέτειας.
Καραβάνια εξαθλιωμένων Ελληνοπόντιων έφταναν κατά κύματα στην ηπειρωτική Ελλάδα ή κατέφευγαν στο έδαφος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, προκειμένου να γλιτώσουν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.
Άλλοι πάλι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί, καθώς εντάχθηκαν υποχρεωτικά στα αμελέ ταμπουρού, τα περίφημα τάγματα εργασίας, ξεκινώντας μια βασανιστική και ως επί το πλείστον επιθανάτια πορεία προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Τα ελληνικά αλλά και πλήθος από δημόσια και ιδιωτικά αρχεία ξένων χωρών ξεχειλίζουν από πληροφορίες για τις απηνείς διώξεις που εξαπέλυσαν οι Νεότουρκοι σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου αλλά και της δυτικής Μικράς Ασίας.
Σε αναφορά του Έλληνα επιτετραμμένου στην Κοινωνία των Εθνών Βασίλη Δενδραμή προς τον ίδιο το γενικό γραμματέα, στις 14 Νοεμβρίου 1924 γίνεται λόγος για τις διώξεις των Ελλήνων του Πόντου από τις κεμαλικές αρχές:
«Περιοχή Σαμψούντος-Μπάφρας. Σ’ αυτήν την περιοχή η εξόντωση περατώθηκε πιο συστηματικά και με μεγαλύτερη σκληρότητα. Ο ανδρικός πληθυσμός εκτοπίσθηκε με πέντε αποστολές, η πρώτη εκ των οποίων περιελάμβανε 2.000, η δεύτερη 1.901, η τρίτη επίσης 2.000 και η τέταρτη και η πέμπτη 500 και 520 από αυτούς τους δυστυχισμένους.
Καθώς αυτές οι αποστολές κατέβαιναν ένα λόφο, όχι μακριά από τη μικρή πόλη του Καβάκ, η οποία βρίσκεται σε απόσταση οχτώ ωρών από τη Σαμψούντα, η τουρκική συνοδεία ξαφνικά πυροβόλησε εναντίον τους, από την πρώτη αποστολή σκοτώθηκαν 330 και από την τρίτη 660 άνδρες.
Οι απώλειες των άλλων αποστολών είναι ακόμα άγνωστες. Οι επιζώντες, αποστερημένοι από οτιδήποτε κατείχαν, ακόμα και από τα ρούχα τους, εξορίστηκαν στη Μαλάτεια, στο Χαρπούτ, στο Μαμουρέτ-Ουλ-Αζίζ και στο Αλπιστάν, οι περισσότεροι σαν φαντάσματα παρά σαν ανθρώπινα όντα».
Η Αμερικανίδα Έθελ Τόμσον, η οποία εργαζόταν την ίδια περίοδο για την αμερικανική φιλανθρωπική οργάνωση Near East Relief, κατέθεσε τη δική της άποψη για τα γεγονότα: «Πήγα στην Ανατολία για να ασχοληθώ με τα ορφανά για λογαριασμό της Επιτροπής Βοήθειας της Εγγύς Ανατολής, χωρίς προκατάληψη αναφορικά με φυλή ή θρησκεία. Εγκατέλειψα την Ανατολία με συναίσθημα φρίκης, δεδομένου ότι το 1922 μπορούσαν να συμβαίνουν τέτοια γεγονότα σ’ οποιαδήποτε κυβέρνηση ή σ’ οποιονδήποτε λαό. Βοηθούσαμε τα τουρκικά ορφανοτροφεία και προμηθεύαμε με ρούχα και με τρόφιμα, όταν αυτό ήταν επιτρεπτό, τα αξιοθρήνητα καραβάνια των Ελλήνων, γυναικών και παιδιών, που πέθαιναν από την πείνα.
Περιπλανιόνταν στην Ανατολή, διασχίζοντας την πόλη του Χαρπούτ, και τα μάτια τους που γυάλιζαν έβγαιναν από τα κεφάλια τους, τα κόκαλα τρυπούσαν σχεδόν το δέρμα τους, με μωρά σκελετωμένα δεμένα στην πλάτη τους, σπρωγμένοι σαν κοπάδι χωρίς τροφή και ρούχα, μέχρι να πέσουν νεκροί.
Και οι Τούρκοι χωροφύλακες τους εξανάγκαζαν με χτυπήματα ραβδιών να περπατούν. Τα μάτια μου δεν μπορούν να ξεχάσουν αυτό που είδα κι ελπίζω πως το μυαλό μου θα ξεχάσει μια μέρα αυτό το ανοιχτό κοιμητήριο ολόγυρα από το Χαρπούτ, όπως το είδα πέρσι το χειμώνα.
Ορισμένοι ρωτούν αν αυτές οι αναφορές είναι αληθινές.Ύστερα από μια χρονιά τέτοιων εμπειριών, αυτή η ερώτηση με καταπλήσσει. Η εργασία μου στα ορφανοτροφεία με οδήγησε πολλές φορές στα περίχωρα και μπορώ να ορκιστώ ότι λέω την αλήθεια για όσα έβλεπα καθημερινά».
Τέτοιου είδους μαρτυρίες είναι ενδεικτικές της πολιτικής εθνοκάθαρσης του ποντιακού ελληνισμού που ακολούθησαν οι Νεότουρκοι, η οποία δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί γενοκτονική.
Η πολιτική αφανισμού των χριστιανών της Μικράς Ασίας υποχρέωσε πολλούς Πόντιους να αμυνθούν, οργανώνοντας αντάρτικο. Στους ορεινούς όγκους του Πόντου φυγόστρατοι του οθωμανικού στρατού αλλά και αγανακτισμένοι από τις βιαιοπραγίες Πόντιοι σχημάτισαν ένοπλες ανταρτικές ομάδες προκειμένου να προστατευτούν από τους κεμαλικούς και τους τσέτες.
Ο μητροπολίτης Αμισού Γερμανός Καραβαγγέλης υπολογίζει σε περίπου 20.000 τους Πόντιους αντάρτες. Μάλιστα, ο Αντών πασάς ήταν ο σημαντικότερος από τους αρχηγούς του ένοπλου αντιστασιακού κινήματος τη χρονική περίοδο 1916-1918.
Ωστόσο, παρά την ηρωική αντίσταση των Ποντίων, οι εξελίξεις στο μικρασιατικό μέτωπο σημάδεψαν τελικά και τη δική τους μοίρα, ανατρέποντας πλήρως τη φυσιογνωμία της περιοχής.
Η κατάρρευση της ελληνικής γραμμής αμύνης και η ήττα από τις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ οδήγησαν σε οριστική απαγκίστρωση των Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες της Μικρός Ασίας και του Πόντου.
Από τους δύο εκατομμύρια Έλληνες περίπου 1.280.000 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι είτε βρήκαν τραγικό θάνατο είτε κατευθύνθηκαν στην κομουνιστική Ρωσία, ενώ ένας άγνωστος αριθμός παρέμεινε στην περιοχή, ασπαζόμενος τη μουσουλμανική θρησκεία για να επιβιώσει. Τα τραγικά γεγονότα επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη της Λοζάνης, που υπογράφηκε το 1923 και επισημοποίησε το τέλος της ελληνικής παρουσίας στην Ανατολή.
Ένας κύκλος αδιάλειπτης ελληνικής παρουσίας στην περιοχή, που είχε αρχίσει με τη μυθική Αργοναυτική Εκστρατεία, είχε πλέον λάβει τέλος. Όπως έχει υποστηριχτεί, με την πάροδο του χρόνου «ο Πόντος, η “βαθιά Ελλάδα” των χρονικογράφων του Μεσαίωνα, αλλά και η υπόλοιπη Μικρά Ασία θα μετατραπούν -εκτός από “χαμένες πατρίδες” - σε εξιδανικευμένους τόπους αναφοράς στη μνήμη των προσφύγων, επιβιώνοντας μέσα από ονόματα δρόμων και μνημείων στα απειράριθμα προσφυγικά χωριά και πολιτείες του σύγχρονου ελληνικού κράτους».
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου έχει αναγνωριστεί από τη Βουλή των Ελλήνων με το Νόμο 2193/94 (ΦΕΚ 78/Α/1994) και η 19η Μαΐου έχει καθιερωθεί ως ημέρα μνήμης της. Αυτή την ημέρα πραγματοποιούνται σε όλη την ελληνική επικράτεια εκδηλώσεις, με πρωτοβουλία δημόσιων και ιδιωτικών φορέων.
Η Γενοκτονία των Ποντίων έχει αναγνωριστεί με διακηρύξεις-ψηφίσματα και από τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών των ΗΠΑ - Νιου Τζέρζι (2002), Νέας Υόρκης (2002), Πενσιλβάνια (2004), Νέας Υόρκης (2005), Φλόριντα (2005), Μασαχουσέτης.
Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης
Επίκουρος Καθηγητής
Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου