Nοσταλγούμε τον χρόνο που ζήσαμε σ' ένα τόπο.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

«Δεν νοσταλγούμε έναν τόπο αλλά τον χρόνο που ζήσα­με εκεί», συμπεραίνει ο Ισπανός συγγραφέας Ενρίκε δε Ερίθ στο μυθιστόρημα του με τίτλο «Ψέμα», κάνοντας χρήση της σχετικής ρήσης του Γερμανού φιλόσοφου Αρθούρου Σοπεν­χάουερ, ο οποίος έγραψε, συγκεκριμένα:.
«Πιστεύουμε ότι νοσταλγούμε έναν μακρινό τόπο, ενώ στην πραγματικότητα νοσταλγούμε μόνον τον χρόνο που ζήσαμε εκεί, τότε που ήμαστε πιο νέοι και πιο φρέσκοι. Έτσι, λοιπόν, μας ξεγελάει ο χρόνος, φορώντας τη μάσκα του χώρου. Αν ταξιδέψουμε ως εκεί, θα συνειδητοποιήσουμε την πλάνη μας» («Επιλογή από το έργο του Σοπενχάουερ», εκδόσεις «Στιγμή» 1996, μετάφραση Ν. Σκουτερόπουλος -Κλ. Μπέτσεν)..
Οι Πόντιοι, που είναι ένα κομμάτι του ελληνισμού από τα πιο επιρρεπή στην ανάκληση και αναπόληση, αναφέρονται πάντοτε στις αλησμόνητες πατρίδες, χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν άμεσα αυτήν, ακριβώς, την αλήθεια, ότι, δηλαδή, οι τόποι εκείνοι, χωρίς τους ανθρώπους τους και χω­ρίς την ιστορία εκείνων, θα ήταν απλά θάλασσες και ποτάμια, χωριά και πόλεις, χωράφια και παρχάρια, βουνά και πεδιάδες ή λιβάδια, σπίτια όμορφα και άλλα όχι άξια λόγου κ. τ. λ.
Σε όλα αυτά δίνει ιδιαίτερη υπόσταση η ανθρώπινη παρουσία, η οποία, ακριβώς, έρχεται άμεσα στη σκέψη με την ανάκληση και την αναπόληση, δηλαδή με τη συγκεκριμένη ιστορία των ανθρώπων του τόπου αυ­τού.
Ισχανάντων Σαντάς
Όταν ο Σανταίος - είτε έζησε εκεί είτε βίωσε τη Σαντά και τους ανθρώπους της μέσα από τις διηγήσεις μεγαλύτερων - θυμάται μια συγκεκριμένη τοποθε­σία της Σαντάς, τη συνδέει πάντα με τους ανθρώπους, πρώτα τους πολύ κοντινούς συγγενείς και μετά με τους συμπατριώ­τες, που έδωσαν υπόσταση στην τοποθεσία, εργαζόμενοι σε αυτήν ή διασκεδάζοντας ή αγωνιζόμενοι κατά των Τούρκων, που έφταναν μέχρι τα κατσάβραχα της Σαντάς.
Το σπίτι του στα Πλάτανα, που το επισκέφθηκε ο Παπουλίδης ύστερα από πενήντα χρόνια, έμεινε, τελικά, στη μνήμη του από το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι, πλέον, κάτοικοι του δεν έβγαλαν ούτε το καρφί στον τοίχο, όπου οι χριστιανοί ένοικοι του κρεμούσαν κανένα ρούχο.
 Έμεινε, δηλαδή, στη μνήμη του ένα γεγονός συνδεδεμένο άμεσα με τους ανθρώπους και σημαδεμένο από αυτούς, στα παλαι­ότερα χρόνια και τα νεότερα.
Και το γεγονός αυτό είναι η ζωή των ανθρώπων, είναι ιστορία, και αποτελεί, ακόμη, μια αφορμή για να ανακληθούν αναμνήσεις, πάντοτε άμεσα συνδεδεμένες με τους ανθρώπους, που έζησαν κάποτε εκεί και με τους οποίους συμβιώσαμε ή από τους οποίους ακούσαμε τις αναμνήσεις τους. 
Αξίζει να αντιγραφούν στο σημείο αυτό μερικές, ακόμη, σκέψεις του Ισπανού συγγραφέα, που αναφέρουμε στην αρχή, σχετικά με την επιστροφή στον τόπο που γεννήθηκε κάποιος ή που ταξίδεψε κάποτε.
«Δεν υπάρχουν ταξίδια επιστροφής», λέει. «Το μέρος στο οποίο επιστρέφεις, έχει στιγματιστεί από την απουσία σου. Δεν είσαι εσύ αυτός που έφυγε. Πάνε πολλά χρόνια που το ξέρω. Το έμαθα σε κάθε ταξίδι, και παρ' όλα αυτά, συνέχισα να χρησιμοποιώ το ρήμα επιστρέφω με όλη την ελαφρότητα του κόσμου. Το έκλινα: όταν επιστρέψω, αύριο επιστρέφω, τώρα που επέστρεψα ... Αυτή τη φορά δεν μπορώ να μου επιστρέψω, πηγαίνω.
Πηγαίνω στο μέρος όπου με θεωρούν νεκρό, στη συνάντηση με εκείνους που μπορεί να πάρουν τον ερχομό μου, είτε σαν ανάμνηση είτε σαν εμφάνιση ενός φαντάσματος. Ακόμη δεν ξέρω» (Εκδόσεις «Πάπυρος», με­τάφραση Βάσω Συνοδινού).

Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah