ΤΣΟΛ Κ' ΕΡΗΜΟΝ ΚΑΡΑΠΟΥΡΟΥΝ Μέρος Α'

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Ο τίτλος της εισήγησης μου είναι ένα δίστιχο μοιρολόγι, που έγινε τραγούδι διαχρονικό, θα έλεγα και παραδοσιακό, γιατί κατέχει ιδιαίτερη θέση σε κάθε αυθεντική ποντιακή μουσική εκδήλωση ή οικογενειακό παρακάθι. Η μνήμη είναι δύναμη και ο ελληνισμός του Πόντου θυμάται με αυτό το λακωνικό δίστιχο το δράμα των Ελλήνων του Καυκάσου.

εφημερίδα Μακεδονία 01.01.1921
Ποιοί είναι οι Έλληνες του Καυκάσου; Ο ελληνισμός του ιστορικού Πόντου, τα πέτρινα χρόνια της οθωμανοκρατίας, κάθε φορά που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα εθνικής επιβίωσης, επέλεγε το δρόμο της αναγκαστικής φυγής και σωτηρίας προς τις ομόθρησκες ρωσοκρατούμενες περιοχές.
Όταν στον ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1828-1829, τα ρωσικά στρατεύματα του Πασκέβιτς κατέλαβαν τον Ανατολικό Πόντο, όλοι οι υπόδουλοι Έλληνες υποδέχτηκαν με δάκρυα χαράς τους ομόθρησκους ελευθερωτές. Στην ελληνικότατη Αργυρούπολη: «οι χριστιανοί Έλληνες, προεξάρχοντος του αρχιερέως Σιλβέστρου, εξήλθον δαφνοστόλιστοι και μετά ψαλμωδιών και λιτανειών εδέχθησαν τον ορθόδοξον τούτον στρατόν. Αλλά μετ'ολίγον ειρήνης γενομένης ο μεν ρωσικός στρατός  απεχώρει, οι δε Έλληνες φοβούμενοι την εκδίκησιν, τινές αφέντες  είχον, ηκολούθησαν τους Ρώσους και μετώκησαν περί τα όρια της ρωσικής Αυτοκρατορίας...».1 
14.000 οικογένειες ακολούθησαν το ρωσικό στρατό και με εισήγηση του στρατηγού Πασκέβιτς η ρωσική κυβέρνηση τους εγκατέστησε στην άγονη περιοχή της Τσάλκας, όπου ίδρυσαν 27 ελληνικά χωριά. Μόνο το 1829, μας πληροφορεί ο Felix Fonton, ότι κατέφυγαν στην Τσάλκα της ρωσικής Γεωργίας 42.000 Ελληνοπόντιοι.2
Ο δρόμος των αναγκαστικών μετοικεσιών προς την ομόθρησκη Ρωσία ήταν πλέον ανοιχτός. Ο Κριμαϊκός πόλεμος, η αποκάλυψη των κρυπτοχριστιανών3 και η μετακίνηση των Κιρκασίων στα ανατολικά εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επιδείνωσαν τις σχέσεις των Ελλήνων με τους ντόπιους και τους νέους μουσουλμάνους πρόσφυγες, με αποτέλεσμα πολλοί να επιλέγουν τον εύκολο τρόπο επιβίωσης, που ήταν ο ξεριζωμός από τα πατρογονικά εδάφη. « Εν τη επαρχία Χαλδίας εκ της περιφερείας Χαιριάνων, ουκ ολίγος αριθμός Ελλήνων μετηνάστεσεν εις την Ρωσίαν ».4

Η μαζικότερη αναγκαστική μετοικεσία των Ελλήνων του Πόντου στη Γεωργία αλλά και σε άλλες περιοχές της Ρωσίας έγινε αμέσως μετά τον ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1876-1878. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από εγκατέλειψαν τον Πόντο την δεκαετία της περιόδου αυτής. Το κλίμα της φοβίας και της τρομοκρατίας που επικρατούσε στον Πόντο, όπως αναφέρεται σε έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, αιτιολογεί την καθολική απόφαση της εξόδου των υπόδουλων Ελλήνων:« Κατά το 1887,κυρίως, έτος εκ Τουρκίας: Τοκάτ,Σεβαστείας, Καράχισαρ, Ερζιγγιάν και λοιπών εσωτερικών επαρχιών της Μικράς Ασίας, φεύγοντες τους αμείλικτους διωγμούς των Τούρκων, καθαρώς ελληνικοί γεωργικοί ιδία πληθυσμοί μετηνάστευσαν καθ'ομάδας και εγκατεστάθησαν ως τοιούτοι εις τον Νότιον Καύκασον και ιδίως εις τας περιφερείας του Νομού Καρς, Αρδαχάν, Όλτης, Καγισμάν...»5
Με την προσάρτηση της περιφέρειας του Καρς στη ρωσική αυτοκρατορία και τη φυγή πολλών μουσουλμάνων από τα εδάφη αυτά στην οθωμανική αυτοκρατορία, το ανθρώπινο κενό της περιφέρειας αυτής αποκαταστάθηκε, με τις ευλογίες της ρωσικής κυβέρνησης, από τους Έλληνες πρόσφυγες. Μόνο στην περιοχή του Καρς, ιδρύθηκαν 75 αμιγή ελληνικά χωριά, στα οποία έμειναν μόνο 40 χρόνια. Δεν ήταν η γη της επαγγελίας η ακριτική αυτή περιοχή του Καυκάσου, που πέντε μήνες το χρόνο σκεπάζονταν από το χιόνι. Όμως πιστεύω ότι το βαρύ τίμημα της θρησκευτικής, ατομικής και εθνικής ελευθερίας τους έκανε να αγαπήσουν εκείνα τα μέρη και με περίσσια υπερηφάνεια να αυτοαποκαλούνται ανιστόρητα όμως Καυκάσιοι Έλληνες, ένας ανερμήνευτος διαχωρισμός, που δημιούργησε πολλές τριβές μεταξύ Καυκασίων και Ποντίων τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς στην Ελλάδα.6
Χαρσιώτης ποταμός
Τον Απρίλιο του 1916 ο ρωσικός στρατός, στα πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, καταλαμβάνει την Τραπεζούντα και μαζί με τους Έλληνες για δύο περίπου χρόνια συγκυβερνούν τον Ανατολικό Πόντο ως τον Χαρσιώτη ποταμό της επαρχίας Τρίπολης.
Η επικράτηση των μπολσεβίκων, το διάγγελμα του Λένιν ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος τελείωσε και ο ρωσικός στρατός οφείλει να επιστρέψει στα σπίτια του, προκάλεσε ψυχικό και σωματικό κλονισμό, αμηχανία και μελλοντική αβεβαιότητα στον ελληνικό ρωσοκρατούμενο πληθυσμό του Ανατολικού Πόντου, εξ αιτίας της γενοκτονίας που έχουν υποστεί οι Έλληνες του Δυτικού Πόντου.
 Στις 28 Ιουνίου 1918 από τη Βέρνη τηλεγραφικά δίδεται η πληροφορία ότι:«...οι Τούρκοι κατά την ανακατάληψιν της Τραπεζούντος εφόνευσαν μόνον την πρώτην ημέραν 200 προκρίτους Έλληνας. Οι Βασιβουζούκοι εξεδίωξαν εκ των χωρίων του βιλαετίου Τραπεζούντας όλους τους Έλληνας, καταλαβόντες τας οικίας των και κατασχόντες τας περιουσίας αυτών. Όλοι οι κάτοικοι από τα Σούρμενα έφυγον πανικόβλητοι επί τη προσεγγίσει των άγριων τούτων ορδών. Τα τρία τέταρτα του ελληνικού πληθυσμού της Τραπεζούντος κατέφυγον εις Ρωσίαν».7
Χωρίς δεύτερη σκέψη, εντελώς απροετοίμαστοι, εγκαταλείποντας στο έλεος του θεού κινητή και ακίνητη περιουσία, πήραν ξανά το δρόμο της σωτηρίας προς την εμφυλιοκρατούμενη πλέον Ρωσία, που αντιμετώπιζε παράλληλα, εκείνη τη χρονική περίοδο και άλλα σοβαρά προβλήματα, ιδιαίτερα στον Αντικαύκασο. Είναι η κρίσιμη χρονική περίοδος που οι εθνότητες, μετά από έντονες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, κατέφυγαν στην ίδρυση του Κυβερνείου του Αντικαυκάσου. Υπολογίζεται ότι συνολικά 90.000 Έλληνες και λίγοι Αρμένιοι του ιστορικού Πόντου ακολούθησαν τον αδιοίκητο και ληστρικό κατά την επιστροφή του ρωσικό στρατό.8
Η υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ στις 3 Μαρτίου του 1918 μεταξύ της μπολσεβικικής Ρωσίας και των Κεντρικών Δυνάμεων, που παραχωρούσε στη Γερμανία όλη την Ουκρανία και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τις επαρχίες του Καρς και του Αρνταχάν, διόγκωσε το ρεύμα των υποχρεωτικά μετακινούμενων Ελλήνων από τις παραχωρούμενες περιοχές, όταν τα νεοτουρκικά στρατεύματα είχαν εισβάλει στα χωριά του Καρς με αποτέλεσμα, όπως περιγράφει ο Ι. Καζταρίδης :   « ..σε κάθε χωριό σχηματίστηκαν ουρές από κάρα, πάνω στα οποία είχαν φορτωθεί τα πλέον απαραίτητα. Οι κάτοικοι άφηναν πίσω τους σπίτια, περιουσίες και αγρούς με καλλιέργειες ».9 
Περισσότεροι από 40.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τότε τα χωριά τους και φύγανε στο εσωτερικό της Γεωργίας με κατεύθυνση τις παραλίες, για να σωθούν. Οι υπόλοιποι αποκλείστηκαν στα χωριά τους, γιατί δεν πρόφτασαν ή δεν ήθελαν βιαστικά να τα εγκαταλείψουν με αποτέλεσμα να υποστούν, για όσο διάστημα ήταν εγκλωβισμένοι, τις συνέπειες της τουρκικής βαρβαρότητας. Αξιόπιστοι μάρτυρες περιγράφουν με λεπτομέρειες τα εγκλήματα που διέπράξαν συμμορίες απολυόμενων Τούρκων εφέδρων: «Ούτω συμμορίαι ατάκτων η επιστράτων σφάζουσι και ληστεύουσι του Ελληνικούς πληθυσμούς διαπράττουσαι μάλιστα φρικώδεις θηριωδίας. Εις τα χωρία της περιοχής Δεμιρ-Καπού, Σαρή-Καμίς, Καρά-Ουλγάν και Λαλόγλου απέκοψαν τας χείρας πάντων των ιερέων και των διδασκάλων, εξύρισαν τους πρώτους και κατόπιν τους απηγχόνισαν».10 
Στα αρχεία των Υπουργείων Εξωτερικών της Γεωργίας, Αρμενίας, Ρωσίας και Ελλάδας υπάρχουν άπειρα έγγραφα που περιγράφουν με λεπτομέρειες το μαρτυρολόγιο τους.
Οι πρόσφυγες μετά από πολλές περιπλανήσεις σε αφιλόξενες περιοχές της Γεωργίας και τις Αρμενίας, με πολλά τραγικά απρόοπτα, εξαντλημένοι από την πείνα, τις άσχημες καιρικές συνθήκες και τις αρρώστιες, κατέληξαν στα εμφυλιοκρατούμενα ακρογιάλια του Ευξείνου Πόντου, με την ελπίδα να βρουν μια θέση στο πρώτο ελληνικό πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα. Ο Ηρακλής Κιλλαχίδης, από το Σιντισκόμ της επαρχίας Αρνταχάν, θυμάται την δική του τραγική οδύσσεια και των συγχωριανών του: «Με μάτια βουρκωμένα και γεμάτα θλίψη αποχαιρετήσαμε τα πατρικά μας σπίτια, εκεί που γεννηθήκαμε και ζήσαμε τα ανέμελα νεανικά μας χρόνια, εκεί όπου δοκιμάσαμε τόσες χαρές και ευτυχισμένες μέρες όπου κάναμε τόσα όνειρα. Πήραμε το δρόμο για την πατρίδα μας, την Ελλάδα, που τόσο πολύ λαχταρούσαμε να δούμε. Αφήναμε πίσω μας τα αγαπημένα μας χωριά, που τόσο αγαπήσαμε, τις εκκλησίες μας, τα σχολεία μας και τους τάφους των προσφιλών προσώπων. Αφήναμε τα βουνά και τα δάση, τα λιβάδια και τα ποτάμια, που το καθένα μας θύμιζε την ανέμελη και τρελή παιδική μας ζωή.
Μέσα στην απέραντη θλίψη ξεπηδούσε και μας παρηγορούσε το γεγονός ότι θα βλέπαμε την πολυπόθητη πατρίδα μας.
Βατούμ

Όλοι οι δρόμοι πλέον οδηγούν προς το Βατούμ. Δρόμοι άγνωστοι, λασπώδεις, ανηφορικοί και κατηφορικοί, βροχές, κρύο, χιόνια, παγωνιά μέσα από δάση και χαράδρες. Άλλη λύση δεν υπάρχει, πρέπει να φύγουμε να γλυτώσουμε. Δεν υπέφεραν λιγότερα τα ζώα ».9
Μεγάλη ήταν προσωπικά η συμβολή του Νίκου Καζαντζάκη, ως Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Περιθάλψεως, το 1919, όταν στάλθηκε από την κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου ως διευθυντής της αποστολής   στον Καύκασο να περισώσει τους
δοκιμαζόμενους πρόσφυγες. Το επιβεβαιώνει ευχαριστήριο ψήφισμα του Συμβουλίου των Ποντίων Ελλήνων που στάλθηκε στις 22.09.1919 στον Υπουργό Εξωτερικών Ν. Πολίτη. « Θα ήτο μεγίστη παράλειψις καθήκοντος εκ μέρους του Συμβουλίου των Ποντίων, κύριε Υπουργέ, εαν τούτο δεν σας ηυχαρίστει θερμώς δια την έκτακτον αποστολήν, ην υπό την αρχηγίαν του κ. Ν. Καζαντζάκη επεστείλατε εις Καύκασον προς μελέτην του προσφυγικού και του εθνικού του Πόντου ζητήματος εν γένει..».10
Στην Υπερκαυκασία και παρά την επικράτηση σε άλλες περιοχές των μπολσεβίκων, τα αιτήματα των εθνοτήτων και η φιλοτουρκική πολιτική των μπολσεβίκων καθιστούσαν τη συστράτευση των ελληνικών πληθυσμών με την ομάδα των μενσεβίκων αναγκαία.11 « Ευρισκόμεθα εντός ζώνης επιχειρήσεων στερούμενοι άρτου και πάσης τροφής καταδικασμένοι εξ ασιτίας εις θάνατον. 5000 Έλληνες περιφερείας Σότσης ικετεύομεν υμάς όπως αποστείλητε αμέσως πλοία προς σωτηρίαν ημών. Κατάστασις απελπιστική. Αποθνήσκομεν. Σώσατέ μας ».12
Το πρόβλημα των εξαντλημένων και πεινασμένων άστεγων Ελλήνων χειροτέρεψε, εξ αιτίας της ανεξήγητης στους ίδιους πολύμηνης καθυστέρησης των ελληνικών πλοίων για την μεταφορά τους στην Ελλάδα και της επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών. Μόνο στο Βατούμ, μας πληροφορεί ο προϊστάμενος της υπηρεσίας Περιθάλψεως Κ. Κωνστανταράκης ότι « ...έχομεν μέσον όρον θανάτων 50 άτομα ημερησίως, αν δε ληφθώσι τα εν τω πρακτικώ υποδεικνυόμενα μέτρα ο αριθμός των θανάτων αφεύκτως θέλει διπλασιασθεί, δεδομένου ότι ήρχισαν ήδη εν Βατούμ οι συνήθεις ραγδαίες και μεγάλης διαρκείας βροχαί, μεταβάλλουσαι τας προχείρους κατασκηνώσεις των προσφύγων εις τέλματα. Και θα καταντήσωμεν ούτω να ίδωμεν αποθνήσκοντες εντός τριμήνου όλους σχεδόν τους εν Βατούμ πρόσφυγας».13
Νίκος  Καζαντζάκης
Η πολύμηνη καθυστέρηση των ελληνικών πλοίων, για πολιτικούς λόγους, που δε γνώριζε ο Ν. Καζαντζάκης, έγινε αιτία να χαθούν περισσότεροι από 30.000 πρόσφυγες. Το μέγεθος της τραγικής συμφοράς των άστεγων Ελλήνων παρουσιάζεται πολύ παραστατικά και στον τοπικό γεωργιανικό τύπο. Ο δημοσιογράφος Ηρακλής Διδιτλέ έγραφε στην εφημερίδα Βατούμις Πουρτζέλι : « Τα μάτια σβυσμένα το πρόσωπον σκελετώδες, το σώμα κυρτόν. Δεν γελούν, δεν κλαίουν, μόνο αποθνήσκουν. Νόθα τέκνα του Αδάμ. Εις τί επταίσατε;16 
Ο ίδιος δημοσιογράφος έγραφε επίσης μία εβδομάδα αργότερα:« Το φάσμα του θανάτου εκδιώκει τον ύπνον της νυκτός. Ενώπιον μας ανά τας οδούς του Βατούμ βλέπομεν ανθρώπους αδυνάτους, καταντήσαντας σκελετούς, με ερρυτιδωμένα πρόσωπα από τα μαρτύρια. Περί αυτών τα ακόλουθα διηγούνται: Αυτοί οι δυστυχείς συγχρόνως εγκατελείφθησαν και από τον θεόν και από τους ανθρώπους... Καθ'εκάστην ώραν μεταφέρονται εντός τριών σανίδων οι προ μηνών υγιέστατοι και εύρωστοι ούτοι αγρόται... Η δημαρχία της πόλεως μας την τραγωδίαν ταύτην των Ελλήνων προσφύγων βλέπει μετ' αδιαφορίας. Η ελληνική αποστολή δεν εκτελεί πρεπόντως το καθήκον της, η δε επίσημος Ελλάς ευρίσκεται πολύ μακράν δια να εμβαθύνη εις την ψυχολογικήν αυτών κατάστασιν».14
Την τραγική κατάσταση των εξαντλημένων οικονομικά, ηθικά και ψυχολογικά δεκάδων χιλιάδων προσφύγων αποτυπώνει πολύ παραστατικά και ένας άλλος γεωργιανός δημοσιογράφος, ο Παβ Λόβιτζ στην εφημερίδα «Ηχώ του Βατούμ», με τον τίτλο Εν τω νεκροταφείω: «Βαρύ και λυπηρόν είναι να γράψωμεν περί τούτου...Καθ'εκάστην πρωίαν το νεκροταφείον παρουσιάζει φοβερόν θέαμα. Εδώ και εκεί εις τα χόρτα είτε εις τους δρομίσκους πλησίον των τάφων
παρατηρούνται τεμάχια ανθρωπίνου κρέατος, κόκαλα και εντόσθια. Ταύτα είναι έργον πεινασμένων θωών, οίτινες ανασκάπτουσιν από την γην νεωστί ενταφιασμένους νεκρούς...Οι θάνατοι εις τα σκηνώματα τούτων διακυμαίνονται μεταξύ 10-30 κατά το ημερονύκτιον. 
Οι Έλληνες πρόσφυγες καταντήσαντες παντελώς πένητες προσπαθούσι να αποφύγωσι την υγειονομικήν επιθεώρησιν και αυτόν τον ιερέα ακόμη, ούτω θάπτωσι τους νεκρούς αυτών ησύχως κατά τας νύκτας βιαζόμενοι και φοβούμενοι να παρατηρήσωσι πέριξ των. Διότι εν βία οι δυστυχείς ούτοι δεν δύνανται να ανοίξωσι βαθείς τους τάφους και αναγκάζονται τους αγαπημένους νεκρούς των να θάπτωσι εις τάφους μη έχοντας βάθος πλέον του ημίσεως πήχεως. Και αμέσως μετά την αναχώρησιν αυτών εκ του νεκροταφείου πεινασμένοι θώες αρχίζουσι το έργον αυτών εξάγοντες εκ του αβαθούς τάφου τους νεκρούς, ους κατατεμαχίζοντες τελούσι τα όργια αυτών και ούτω δεν δίδουσι ησυχίαν εις τους δυστυχείς πρόσφυγας έστω και μετά θάνατον»15
Δεν ήταν όμως μόνο η πείνα και οι αρρώστιες που θέριζαν τους άτυχους πρόσφυγες. Στα πολλά προβλήματα που αντιμετώπιζαν ήρθαν το κρύο και οι βροχές, για να τους αποτελειώσουν:« Νομίζει κανείς ότι κατάρα θεού έχουν οι πρόσφυγες μας. Και το μεν θέρος και Φθινόπωρον απέθανον τόσαι χιλιάδες από ασιτίαν, ατροφίαν, ασθενείας και κακουχίας υπό τας βροχάς και τον ήλιον, νυν δε οι εξ Αρταχάν κατελθόντες κατεδικάσθησαν εις χειροτέραν κατάστασιν. Εκ της προς τον διοικητήν διαμαρτυρίας του κ. Αρχηγού της Αποστολής Περιθάλψεως καταφαίνεται ότι εν μιά νυκτί εκ του ψύχους επάγωσαν 30 παιδία και πολλά ζώα, τα οποία ευρισκόμενα υπό την χιόνα κια υπό τας βροχάς, τρεφόμενα δε ίσως ουχί ικανοποιητικώς καθ'εκάστην εκλείπουσι».19

Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας










[1]  Τριανταφυλλίδης P., Η εν Πόντω Ελληνική Φυλή ήτοι τα Ποντικά, Αθήνα (1866 ), σελ. 107.
[2] Ξανθοπούλου-Κυριακού Άρτεμη, Μεταναστεύσεις των Ελλήνων του Πόντου στη Ρωσία κατά το 19ο αιώνα, στο: Ο Ποντιακός Ελληνισμό της τέως Σοβιετικής Ένωσης, Θεσσαλονίκη ,(1991), έκδοση Παναγία Σουμελά, σελ. 10.
[3] Φωτιάδης Κ., Οι Εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου,
Θεσσαλονόκη ,(1987), σελ.392.
[4] Τριανταφυλλίδης Π.,ό.π. σελ. 107.
[5] Α.Υ.Ε.,Α/5/VI 25, Περίθαλψις των εν Ρωσία Ελλήνων και παλιννόστησις αυτών εις Ελλάδα και Πόντον.Νοβοροσίσκι (08.05.1919). Προς την Σεβαστήν Ελληνικήν Κυβερνησιν, εις Αθήνας. Ο πρόεδρος της Ενώσεως των Ελλήνων προσφύγων του Νοτίου Καυκάσου,κ. Κ. Αναστασιάδης.
[6] Σύγκρουση Καυκασίων και Ποντίων στη Βεργίνα Ημαθίας. Βλ. Εφημ. «Μακεδονία»,(25.04.1930).
[7]  Ανωνυμος, Σφαγαί Ελλήνων εν Τραπεζούντι, στην εφημ. Μακεδονία,. Θεσσαλονίκη, (30.06.1918).
[8]  Φωτιάδης Κ., Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, Θεσσαλονίκη, (2003), σελ.45.
[9]   Σεχίδου Κλεονίκη, Από την Κολχική στην Κολχική, Ανέκδοτο χειρόγραφο, Φλώρινα (2010), Αρχείο Κ. Φωτιάδη.
[10] Α.Υ.Ε,. 1919 Α/ 5/VI (25) Αρ. Πρωτ. 8906/19.07.1919.
[11] Α. Ρποθστάϊν , Από το Ποτέμκιν στο Στάλιγκραντ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Αθήνα (1954) ,σελ.74.
[12] Α.Υ.Ε.,1920, Α/5/νΐΙ(2), α.α.κ., Φωτιάδης Κ., ό.π. σελ.105.
[13] Α.Υ.Ε., Υ.Α.Κ.,1920/ Α/ 4δ Αρ. Πρωτ.,Βατούμ (23. 08 1920).
[14] Διδιτλέ Ηρ., εφημ. «Ελεύθερος Πόντος», Βατούμ (10.10.1920 ).
[15] Λόβιτζ Παβ, Εν τω νεκροταφείω, εφημ. « Ελεύθερος Πόντος »,Βατούμ (22.08.1920).
[16] « Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε. Επιτρέψατε να σημειώσω όσα και προφορικώς είπομεν περι ενδεχόμενης εις Μακεδονίαν μεταναστεύσεως και εγκαταστάσεως εκεί των εν ταις περιφερείαις Καρς και Τσάλκης του Καυκάσου από πεντήκοντα και πλέον ετών εγκατεστημένων Ελλήνων του Πόντου.
Ούτοι απολέσαντες κατά το πλείστον την γνωστήν εθνικήν συνείδησιν και εν πολλοίς και την γλώσσαν, έχοντες δε την ψυχήν συγκεκραμένην με τον σλαυισμόν και δη τον μπολσεβικισμόν,θα ήταν ίσως επικίνδυνοι εγκαθιστάμενοι εν Μακεδονία, όπου υπάρχουνικανοί Σλαύοι...»Α.Υ.Ε.,Υ. Α.Κ.,1920 Α/4δ, Λονδίνο (21.03.1920).
[17] Α.Υ.Ε., Υ.Α.Κ., 1920, Αρ. Πρωτ. 8233/666/Β'Θεσσαλονίκη (25.03.1920).
[18]  Α.Υ.Ε., Υ.Α.Κ., 1920 Α/5.νΐΙΙ 2 τηλ.2224 (25.03.1920)
[19]  Χειμαριός Κ., Ο Καζαντζάκης και οι Πόντιοι, στο περ. «Νέα Εστία>, Αθήνα(1979), σελ. 871.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah