Από την εισαγωγή
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα μέσα σε αυτήν την ιστορία. Σαν
κάποιος να τοποθέτησε άναρχα διάφορα σημεία επάνω στον χάρτη μου, προκειμένου
να κατευθυνθώ προς τα εδώ. Σαν ν’ άφησε αριστοτεχνικά τα σημάδια του, τους
κατάλληλους ανθρώπους σε φαινομενικά λάθος στιγμές, σ’ ένα timing άριστα
συντονισμένο στη συχνότητα της εκπομπής του συναισθήματος μου.
Ανέκαθεν με γοητεύουν πράγματα που δεν έχεις τη
δυνατότητα να συναντήσεις οπουδήποτε. Συνδέσεις που δεν μπορεί να υποστηρίξει ο
καθένας, ιστορίες άλλων που -χωρίς να το φανταστείς- καταλήγουν να γίνουν δικές
σου, ιστορίες που έχουν λόγο να ειπωθούν γιατί μεταφέρουν κάτι που δεν έπρεπε
να χαθεί. Έννοιες που, για να είσαι σε θέση να τις κατανοείς, πρέπει να
βουτήξεις ολόκληρος μέσα τους.
Ανέκαθεν έψαχνα έναν καλό λόγο - έναν επαρκή λόγο. Κι
αν αυτήν τη στιγμή κρατάς τις λέξεις μου στα χέρια σου κι έχεις τα μάτια σου
επάνω τους, είναι γιατί τον βρήκα. Τον βρήκα κι έγραψα γι’ αυτόν. Κι ένα
κομμάτι της ψυχής μου το άφησα εδώ. Κι όποιος τ’ αντέχει, ας το σηκώσει κι ας
το πάρει μαζί του. Ας το ταξιδέψει, ας το αγαπήσει, ας μιλήσει και σε άλλους γι
’ αυτό.
Θα σας αφηγηθώ μια ιστορία. Από, προς και για τον
Πόντο. Την έγραψα γιατί πίστεψα πως έτσι θ’ αλλάξω κάτι, πως δεν θα ξεχαστεί
απλά- πως θα κρατήσουμε κάτι που πρέπει να μείνει ζωντανό.
Δεν γνωρίζω πού πηγαίνει κάποιος, όταν χάνει τον εαυτό
του. Ξέρω μόνο πως για να τον βρει ξανά, πρέπει να επιστρέφει εκεί όπου έχει
αφήσει τα κομμάτια του. Την αλήθεια την κατακτάμε σε επίπεδα. Κι εγώ την
αλήθεια -όποια κι αν είναι, όπως κι αν εκφράζεται- την αναζητώ πάντοτε.
Η αλήθεια δεν μας προσφέρεται εύκολα και συχνά μας την
κρύβουν καλά, εμφυτεύοντάς μας πεποιθήσεις που μας κάνουν να νιώθουμε πως δεν
μας αφορά αυτή η αλήθεια. Κι όταν μπερδεύεις το τι σε αφορά, καταλήγεις χαμένος
κάπου στις λάθος μεταφράσεις σου -χαμένος και ημιμαθής. Οι ρίζες μας, οι
καταγραφές, οι μνήμες που δεν ξεβάφουν στην πάροδο του χρόνου φέρουν μέρος της
πραγματικής μας ταυτότητας. Καταστρέφουν το πλαστό μας διαβατήριο και μας
πηγαίνουν εκεί όπου κανένα σύνορο δεν μπορεί να μας κρατήσει μακριά an’ τον
τόπο και τους ανθρώπους στους οποίους ανήκουμε.
Αναζητάμε πάντοτε -σχεδόν εμμονικά- το λίγο μετά απ’
το τώρα, το αύριο, το μέλλον και αγνοούμε αυτό που συνέβαινε λίγο πριν ή πολύ
πριν από εμάς. Αγνοούμε αυτό που εξηγεί το σήμερα, αυτό που μας φέρνει εδώ έτσι
και όχι κάπως αλλιώς λίγο πιο πέρα. Έχοντας, Λοιπόν, παραβλέψει τόσα σημαντικά
πράγματα, πώς θα μπορούσαμε ποτέ να καταφέρουμε να βρούμε ποιοι είμαστε;
Δεν ξέρω πού πηγαίνει κάποιος όταν φεύγει απ’
τον εαυτό του. Ξέρω μόνο πού βρίσκεται μόλις αρχίζει να τον πλησιάζει και
πάλι. Με τον καιρό συνειδητοποιώ πως ο χρόνος που δίνουμε στις λεπτομέρειές μας
είναι ο μοναδικός που διαθέτει την ικανότητα να μας αλλάζει. Βιαζόμαστε,
χανόμαστε, ξεχνιόμαστε... Μέσα σε αυτό που (αποκαλεί ο καθένας μας
«καθημερινότητα» αφηνόμαστε και δεν φθάνουμε ποτέ στα σημαντικά μας.
Οι λέξεις μας, οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για ν’
αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε. Από πού προέρχονται, πώς έφθασαν στο στόμα μας;
Αυτά τα ανώτερα στα οποία πιστεύουμε πως έγιναν αναπόσπαστες κινήσεις του
σώματός μας, γιατί κάνουμε τον σταυρό μας; Και οι γονείς μας, από πού ήρθαν κι
αυτοί; Ποια είναι η διαδρομή τους, και μήπως μέρος του γενετικού τους υλικού,
που είναι και δικό μας, επηρεάζεται από αυτήν τη διαδρομή;
Ή μήπως δεν έχουν και πολλή σημασία όλα αυτά; Ή μήπως
μας είναι αρκετή μια επιγραμματική επεξήγηση που θυμίζει παραμυθάκι, την οποία
και μάθαμε να την αναπαράγουμε χωρίς να μας απασχολεί το βάθος τού «είναι» μας,
της προγονικής μας γραμμής, της πολιτισμικής μας ταυτότητας, του λόγου για τον
οποίον ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο.
Και επιμένω: δεν ξέρω πώς έμπλεξα σε αυτήν την
ιστορία· ξέρω μόνο πως με άλλαξε. Κάποιοι από εμάς μεγαλώνουμε σε περιβάλλοντα
όπου τα βασικά μας είναι δεδομένα - κάποιοι άλλοι όμως όχι. Το νερό, το ρεύμα,
ένα πιάτο φαγητό, μία σκεπή για να στεγάσουμε την οικογένειά μας, τους
ανθρώπους μας στη θέση τους χωρίς να μας τους πειράξει κανένας...
Μεγαλώνουμε σε περιβάλλοντα όπου ότι μας προσφέρεται
-ότι κι αν είναι αυτό- το θεωρούμε αυτονόητο. Κι έτσι, αυτό το αυτονόητο
ορίζει την πραγματικότητα που θεωρούμε δεδομένη. Οτιδήποτε έξω από αυτήν,
οτιδήποτε διαφορετικό, μας ξενίζει, μας κάνει να φοβόμαστε. Κι αν αυτό που
φοβόμαστε τελικά είναι να μη συνειδητοποιήσουμε πως πιστέψαμε σε αυτήν τη
δεδομένη αλήθεια μόνο, γιατί δεν γνωρίζαμε κάποια άλλη; Κι αν αυτό που τρέμουμε
περισσότερο απ’όλα είναι απλώς η πλασματική ασφάλεια που θα χάσουμε
αποχωριζόμενοι την παλιά εικόνα του εαυτού μας;
Τίποτα δεν είναι δεδομένο, όταν σε αυτό έχει εμπλακεί
ο ανθρώπινος παράγοντας. Αυτό που τώρα ισχύει, σε λίγο μπορεί ν’ αλλάξει, να
μεταβληθεί, ν’ αναιρεθεί. Κι έτσι, όλοι αυτοί οι κανόνες, τα επιβαλλόμενα κάθε
φορά πρότυπα, ο τρόπος που «πρέπει να είσαι» για να γίνεσαι αποδεκτός, είναι
μονάχα παγιωμένοι αβάσιμοι ισχυρισμοί προγενεστέρων μας.
Για να είσαι αυτό που «πρέπει να είσαι», πρέπει να
ξέρεις ποιος είσαι. Και για να μάθεις ποιος είσαι, πρέπει να ψάξεις, να
διερευνήσεις.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεκίνησαν οι δυο τους. Έτσι
δέθηκαν μαζί, έτσι συνδέθηκαν μια για πάντα: αναζητώντας μια ιστορία που τους
περίμενε στον Πόντο, λατρεύοντας τα ίδια πράγματα, έχοντας τις ίδιες ανησυχίες,
ταυτιζόμενοι ο ένας με τον πόνο, την απόγνωση, τις τρυφερές αναμνήσεις και τα
βιώματα του άλλου.
Τους ανθρώπους μας δεν τους προγραμματίζουμε. Έρχονται
μια μέρα -ή μια νύχτα- από εκεί όπου δεν το περιμένουμε. Μπορούν να μας συμβούν
ξαφνικά ή ν’ αργήσουν. Σε κάθε περίπτωση δεν τους ελέγχουμε. Έρχονται για να
μας φέρουν κάτι, για να μας πάνε κάπου, για να μας οδηγήσουν εκεί όπου μόνοι
μας δεν θα φθάναμε.
Συνήθως είναι δύσκολος ο δρόμος που μας ανοίγουν, αφού
προϋποθέτει αλλαγές και ολόκληρες διαπραγματεύσεις μέχρι και με τα πιο βαθιά
μας «πιστεύω». Ωστόσο, είναι αναπόφευκτος αυτός ο δρόμος και ποτέ δεν έρχεται
τυχαία για ν’αλλάξει πορεία στην κατεύθυνσή μας.
Είχα την αίσθηση ότι ήταν πολλά αυτά που δεν μπορούν
εύκολα να εξηγηθούν στη δική τους ιστορία. Όμως, ίσως και να έκανα λάθος - όπως
συνήθως λάθος κάνουμε όλοι, όταν βιαζόμαστε να εξάγουμε συμπεράσματα.
Συνδέονταν- αυτοί οι δύο συνδέονταν. Αυτό συνέβαινε
μεταξύ τους. Μ’ έναν άρρηκτο δεσμό που μοιάζει μ’ εκείνον του αίματος, που δεν
σπάει. Είναι ο τρόπος με τον οποίον ξεκίνησαν όλα. Το φως που λες και κάποιος
άναψε ξαφνικά στις ζωές τους κι αντίκρισαν ο ένας τον άλλον.
Εκείνη προσπαθούσε να καταλάβει ποιος είναι, από πού
έρχεται, γιατί εκεί όπου πηγαίνει μοιάζει να είναι και ο δικός της προορισμός.
Και απ’ την άλλη εκείνος, μπερδεμένος μέσα στο βλέμμα της που νόμιζε πως
γνώριζε από πάντα, δεν είχε ιδέα τι του συνέβαινε.
Η ιστορία τους ξεκινάει σαν να συνεχίζει από κάπου.
Σαν να μην είναι η αρχή αυτή που βιώνουν, αλλά η συνέχεια μια σχέσης χρόνων που
για κάποιον λόγο είχε μπει σε παύση και κανένας τους δεν θυμόταν ότι είχε
προϋπάρξει. Σαν το ταξίδι αυτό να μην ήταν το πρώτο τους, αλλά η αφετηρία για
την επανέναρξή του.
Υπήρχε ένα άγνωστο δέσιμο ανάμεσά τους, που πήγαζε από
βαθύτερα αίτια. Τα σώματα δεν έχουν το προνόμιο να ξεχνούν. Δεν διαθέτει αυτήν
την άνεση η μνήμη τους. Και τα δικά τους γνωρίζονταν απ’ την πρώτη κιόλας
λάμψη. Δεν συστήθηκαν ποτέ απ’ την αρχή, ούτε τα χέρια ούτε τα χείλη ούτε το
δέρμα τους.
Γνωρίζονταν, λοιπόν, καλά με μια αγάπη... «απ’ τα
παλιά» -ενδεχομένως να έλεγε κάποιος- που τους έδενε περισσότερο στο
σήμερα. Ίσως κάπως έτσι τελικά να ορίζεται και ο έρωτας με την πρώτη ματιά.
Αναφέρεται στην πρώτη ματιά σε αυτόν τον κόσμο, αλλά έρχεται από έναν άλλον-
που μάλλον προηγήθηκε, που διαμόρφωσε τους δύο προτού καν γεννηθούν, που τους
συνέδεσε με μια ένωση πολύ μεγαλύτερη από αυτήν του έρωτα.
Από το οπισθόφυλλο
Στη διαδρομή προς την αναζήτηση των ιστορικών της
καταβολών, μια παρέα ξεκινάει καταμεσής του Αυγούστου ένα οδοιπορικό προς τις
ποντιακές ρίζες των προγόνων της.
Σ’ ένα ταξίδι τοποθετημένο χρονικά στο σήμερα, που
όμως φέρει αρώματα, γεύσεις και αναμνήσεις απ’ το πιο αγαπημένο παρελθόν των
ηρώων, έρχονται οι δύο πρωταγωνιστές μας να συνδεθούν με μια αγάπη πέρα από
κάθε προσδοκία.
Μια πορεία γεμάτη εκπλήξεις, συγκινήσεις, ανατροπές,
εμβόλιμες αναδρομές στο παρελθόν και αληθινές μαρτυρίες που εξιστορούνται από
ανθρώπους που τις έζησαν οι ίδιοι, έρχονται ν’ αγκαλιάσουν μια βαθύτερη
σύνδεση, ένα πάντρεμα, έναν μεγάλο έρωτα από, προς και για τον Πόντο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου