Τσιαρούχια (τα). Πέδιλα από
ακατέργαστο πετσί βοδιού ή αγελάδας. Σκέπαζαν το
πέλμα και πολύ λίγο από το πάνω μέρος του ποδιού. Έκοβαν από
το πετσί δύο κομμάτια ορθογώνια, των οποίων αφαιρούσαν τις τρίχες με κοφτερό
μαχαίρι ή τζάμι.
Θεόδωρος Κουρτίδης. Ανηψιός του Καπετάν Ευκλείδη |
Τα έβαζαν μέσα σε νερό για να μαλακώσουν, τα έβγαζαν
και τα στέγνωναν. Έκοβαν λίγο τις δυο γωνιές της στενής πλευράς, την οποία
δίπλωναν και την έραβαν με δυνατή κλωστή από κάνναβη και τις περισσότερες
φορές με λουρί από δέρμα, αφού βέβαια πρώτα άνοιγαν τρύπες στο μέρος αυτό.
Η δουλειά αυτή να κόβουν τις γωνίες, να ανοίγουν
τρύπες και να ράβουν το μέρος αυτό λεγόταν μυτιάζω τα τσσαρούχια, γιατί το
μέρος αυτό του τσαρουχιού λεγόταν μυτίν και ήταν προορισμένο να σκεπάζει τα
δάχτυλα.
Κατόπιν στρογγύλευαν και τις γωνίες της άλλης
πλευράς. Το μέρος αυτό λεγόταν κότσ, διότι θα σκέπαζε το κότς δηλαδή τη φτέρνα.
Άνοιγαν γύρω γύρω τρύπες (κόψεις) που τις ονόμαζαν κοπίδια, από τα οποία
περνούσαν σπάγκο από μαλλί της τελευταίας ποιότητας (πούρτ) το τσσιαρχόσκοινα,
πού κατέληγαν στο πισινό μέρος του ποδιού όπου διασταυρώνονταν, τυλίγονταν και
δένονταν στο επάνω από τους αστραγάλους μέρος της κνήμης.
Όταν φθείρονταν και τρυπούσαν τα τσσιαρούχια, άνοιγαν
γύρω από το φθαρμένο μέρος κοπίδια, από τα οποία, περνούσαν σταυρωτά στενά
δερμάτινα λουριά και σκέπαζαν την τρύπα. Η δουλειά αυτή λεγόταν λωρίαγμαν και
το ρήμα λωριάζω.
Όσοι ξενιτεύονταν φορούσαν χασιλλία τσιαρούχχια δηλ.
καλύτερα κατεργασμένα με στύψη και γι’ αυτό πιο μαλακά.
Τσαγγία (τα). Υποδήματα
δερμάτινα μακριά που έφταναν ως το γόνατο κόκκινα ή μαύρα για τους άνδρες,
κοντά και κόκκινα για τις γυναίκες.
Τσιάπουλας (τα).
Υποδήματα χωρίς τακούνι που φορούσαν οι
νέοι από γαλλικό δέρμα κάτω και αδιάβροχο απάνω με μύτη σουβλερή και
λίγο γυριστή προς τα επάνω.
Λαγξία (τα). Ελαφρά υποδήματα από
λεπτό δέρμα καμήλας. Τα φορούσαν με καλόσσια (γαλότσες).
Ποστάλια (τα). Υποδήματα
χαμηλά από δέρμα κατεργασμένο και με τακούνι χαμηλό.
Γεμενία (τα). Χαμηλά χωρίς
τακούνι από δέρμα εγχώριοι κατεργασμένο μαύρο. Κατασκευάζονταν έτσι ώστε να
φοριούνται και στα δύο πόδια.
Κουντούρας (τα).
Υποδήματα με τακούνι, το επάνω ήταν από μαύρο ευρωπαϊκό αδιάβροχο,
πού σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος του επάνω μέρους του ποδιού ή κοντά,
όπως τα σκαρπίνια, ή έφταναν ως την κνήμη και
τα δύο είχαν όπως τα σκαρπίνια κορδόνια τα μακριά
σκέπαζαν όλο το πόδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου