Ανδρική ενδυμασία (Εξωτερικά ενδύματα)

Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Ζουπούνα (η). Από φανέλα ή μάνουσα ή και πασμά. Άφηνε ανοιχτό το στήθος από το λαιμό ως τον ομφαλό όπου και είχε κουμπιά. Είχε τσέπη στο δεξιό μέρος, είχε και μανίκια  σχιστά στις άκρες.
Οικογένεια στη Σαντά

 Ισλούχ (το). Κοντό φόρεμα με φόδρα και μανίκια, λίγο σχιστά άκρα που κουμπώνονταν μ’ ένα κουμπί.  Έφθανε ως τη μέση, είχε σχήμα όμοιο με της μπλούζας, κατασκευαζόταν από λινό, πασμά ή μεταξωτό.
Το Ισσλούχ το χειμώνα ήταν βομπακλήν δηλ. με λεπτό στρώμα βαμβάκι ανάμεσα στο εξωτερικό ύφασμα και τη φόδρα.

 Σιαλβάρ (το). Ήταν η σημερινή βράκα έφθανε ως τα γόνατα, ήταν από εγχώριο σιάλι ή τσόχα για τους γέρους χωρίς φόδρα. Είχε μεγάλο πλάτος στην περιφέρεια, σχημάτιζε πολλές δίπλες κάθετες μπροστά και πίσω και δυο βρακοπόδια (πατσιάχα) κοντά.
Είχε και αυτό ζουζάκ όπως το σώβρακον και βρακοζών διέφερε από τη βράκα στο ότι δεν σχημάτιζε ουρά.  Είχε 2 τσέπες. Σαλβάρια φορούσαν οι ηλικιωμένοι και οι ιερείς.

 Καραβάνα (η). Οι νέοι αντί σιαλβάρ φορούσαν καραβάναν.  Κατασκευαζόταν από βαμβακερό βαθύ μπλε χρώμα (γιάρτα). Διέφερε από  το σιαλβάρ γιατί είχε κοντύτερες δίπλες, ήταν στενότερο, και τα πατσιάχα έφταναν ως τα σφυρά.(σ.σ. κάτω μέρος του ποδιού, αστράγαλος)

 Τσόχα (η). Κοντό πανωφόρι από ντόπιο μάλλινο ή σιαγιάκ (τσόχα) έφθανε ως τη μέση. Το φορούσαν εκείνοι πού  φορούσαν ζίπκα.  Δεξιά και αριστερά είχε τσέπες και γύρω σειρήτι, δεν είχε κουμπιά.

 Ποτούρ. Είδος πλατιού πανταλονιού από τη μέση ως τον αστράγαλο. Πολύ πλατύ επάνω, στένευε λίγο λίγο. Γινόταν από βαμβακερό ύφασμα μαύρο ή βαθύ γαλάζιο, με φόδρα από άσπρο πανί  και βαμβάκι ανάμεσα στο εξωτερικό ύφασμα και στη φόδρα ,γινόταν και από εγχώριο μάλλινο. Κι αυτό δενόταν στη μέση με βρακοζών . Ήταν  προορισμένο κυρίως για το χειμώνα.
Δεύτερη σειρά,τρίτος από αριστερά ο καπετάν Ευκλείδης.

Ζίβρα. Η ζίβρα, λεγομένη τελευταία και ζίπκα, είχε το σχήμα της καραβάνας. Το πισινό μέρος της ήταν πιο πλατύ, γι αυτό και σχημάτιζε περισσότερες δίπλες. Είχε και τσέπες, άλλα χωρίς εσωτερικά. Γινόταν από  μάλλινο μαύρο εγχώριο ή ευρωπαϊκό. Είχε και ζουζάκ και βρακοζών. Όταν το ύφασμα ήταν εγχώριο και συνεπώς χοντρό, δεν γύριζαν την επάνω άκρη για να κάμουν το ζουζάκ, άλλα έραβαν από μέσα ύφασμα λεπτό.
Στη ραφή της εξωτερικής πλευράς κατά μήκος του ποδιού, γύρω στις τσέπες, και γύρω από τα άκρα των πατζακιών έραβαν πολλές σειρές γαϊτάνια (σειρήτια) μάλλινα ή μεταξωτά.

 Γούνα. Ήταν φόρεμα πολυτελείας των γέρων. Ήταν μακρύ  παλτό που αντί φόδρας είχε γούνα από αλεπού, κάποτε αρκούδα, και τις πιο πολλές φορές  από αρνί. Το εξωτερικό ύφασμα ήταν τσόχα μαύρη ή μπλε.  Μόνο τα μανίκια της ήσαν χωρίς φόδρα. Στα δυο πλάγια είχε σχισμές κάθετες για τσέπες. Δεν είχε μπροστά κουμπιά.

 Ζωνάρ (το). Ζωνάρι 3—4 μέτρων περσικό με διάφορα χρώματα( ατζιάμ σιάλι) ή εγχώριο ή ταραπολόζ μεταξωτό με πυκνές ρίγες χρωματιστές οριζόντιες και κάθετες και με κρόσσια στις άκρες. Το έδεναν επάνω στο ζουζάκ της ζίβρας. Χρησίμευε και για να κρατά διάφορα μικρά  πράγματα: χρηματοσακκούλα, ταμπακέρα ή καπνοσακούλα.

 Γαΐσ (το).  Στενή δερμάτινη ζώνη επάνω στην καραβάναν ή ζίβραν, ποτούρ και σσιαλβάρ.

 Σουλαχλούχ  (το). Φαρδιά δερμάτινη ζώνη με δίπλες που την φορούσαν οι ζίπκαληδες και  χρησίμευε για να κρατά το γαβλούχ (δερμάτινο σακίδιο για την τσακμακόπετρα, ίσκαν) και την γιαγτάν (δοχείο για το λίπος των όπλων), την ματαράν (δοχείο για το μπαρούτι), την ταπάντζαν (είδος πιστόλας), την σαλτουρμάν  (κοντό μαχαίρι) ή κάμαν δίστομη και μερικοί και το γαρόχουλαχ (μεγάλο γυριστό μαχαίρι με θήκη).

 Τοζλούχα (τα). Περικνημίδες πλεκτές από άσπρο μαλλί. Τα φορούσαν όσοι είχαν σιαλβάρ, διότι αυτό έφθανε ως τα γόνατα. Δένονταν από το γόνατο με κορδόνι.

 Μαντήλ (το). Μαντήλι λινό ή βαμβακερό, χρησίμευε κυρίως να σκουπίζουν τον ιδρώτα ή να βάλουν μέσα φρούτα ή άλλα μικροπράγματα ή να τυλίγουν το λαιμό στο κρύο.
Σανταίοι Αντάρτες

 Ορτάρια (τα). Πλεκτές κάλτσες μάλλινες. Άσπρες για τους γέρους, μαύρες για τους νέους και πλουμιστές για τους Τούρκους. Τα μακριά ονομάζονταν  μακρυκάλαμα  γιατί ο λαιμός τους έμοιαζε με καλάμι και τα κοντά κοντοκάλαμα.
Το κάτω μέρος (πέλμα) πλάκα, το πισινό κότς και το μπροστινό  μυτίν. Ο κόμβος (πόντος) λεγόταν σίνα. Το καλάμι σε μερικά ορτάρια τελείωνε σε δοντάκια (κουκούτσια). Ορτάρια έπλεκαν και από τιφτίκ (μαλλί μερινών προβάτων) και από αίας (αγκυρανής Αιγός) για τα βρέφη και τα  νήπια. Όταν τρυπούσε το μυτίν ή το κότς, έκοβαν, ίσιαζαν το μέρος αυτό και το ξαναέπλεκαν (εσλάσευαν άτο).Τα έπλεκαν οι γυναίκες με 5 βελόνες, τσιπία.

 Χερόρτια (τα). Χειρόκτια μάλλινα  άσπρα ή μαύρα για το κρύο και το θέρισμα της τσουκνίδας. Είχαν ή 5 δάχτυλα ή 2, το ένα για το -μεγάλο δάχτυλο και το άλλο για τα υπόλοιπα. Το χερόρτ είχε στο καλάμι του κορδόνι από το ίδιο νήμα, με το οποίο δενόταν στον καρπό.



Στάθης  Αθανασιάδης (Γεροστάθης)
Εκπαιδευτικός
Λαογράφος Σαντάς


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah