Ξένος σα ξένα ερρώστεσεν χρόνον
και πέντ’ ημέρας
κι αρρωστικά ψαλάφανεν ντo ’κ’
είν’, ντo ’
κ’ ευρισκούνταν.
Θέλ' αγρελαφί τυρίν κι άγρεν προγάτας γάλαν.
Θέλ’ άσ’ οσπίτν άτ’ άνθρωπον κι ασήν αυλήν άτ χώμαν
κι ασό πεγάδ’,
ντο έχτισεν,
έναν χουλιάρ’ νερόπον
κι ασό χωράφ’,
ντο έσπειρεν, έναν φελίν ψωμόπον.
Θέλει και τρεις ’κοδέσπενες σουμά σην γειτονίαν.
Είνας να
φέρ’ τ’ ανάραντζον κι άλλε τον κυδωνιάτεν
κι η τρίτη, η καλύτερη ροδόσταμαν σο χέρι.
-Σκού,
ξένε, φα τ’ ανάραντζον, πία τον κυδωνιάτεν
και λούστ’ με το ροδόσταμαν,
να φέρτ’ς εσύ την ύα σ’.
-’Κι θέλω εγώ τ’ ανάραντζον,
ούτε τον κυδωνιάτεν,
’κι λούσκουμαι ροδόσταμαν,
να φέρω εγώ την ύα μ’.
Θέλω ασοί δύος φίλεμαν κι ασήν μικρήν αγκάλιαν.
★ ★★
αρρωστικά =
σπάνια φαγώσιμα, που ζητάει ο άρρωστος ή που του προσφέρουν,
ανάραντζον =
νεράντζι,
κυδωνιάτεν = κυδωνοχυμό,
ροδόσταμαν =
ευώδες υγρό από ρόδα.
Ξένος στα ξένα αρρώστησε
Ξένος στα ξένα αρρώστησε χρόνο
και πέντε μέρες
και ζήταγε φαγώσιμα, ’κείνα
που δεν υπάρχουν.
Ποθεί αγριοελαφιού τυρί
κι αγριοπροβάτας γάλα.
Θέλει απ’ το σπίτι του άνθρωπο κι
απ’ την αυλή του χώμα
κι απ’ τη βρυσούλα, που έχτισε,
μια κουταλιά νεράκι
κι απ’ το χωράφι, πού
έσπειρε, νάχει ψωμί μια φέτα.
Θέλει και τρεις ’κοδέσποινες από
την γειτονιά του.
Νεράντζι να του φέρει ή μια κι
άλλη χυμό κυδώνι
κι η τρίτη, η καλύτερη, ροδόσταμα
στο χέρι.
-Να ξένε, το νεράντζι σου κι ο κυδωνοχυμός σου,
λούσου με το ροδόσταμα, να
φέρεις την υγειά σου.
-Δεν πίνω κυδωνοχυμό,
δεν τρώγω το νεράντζι
κι ας λείψει το ροδόσταμα,
που θα γιατρέψει εμένα.
Φίλημα θέλω απ’ τις δυο κι απ’ τη
μικρή αγκάλη.
Το περιεχόμενο αυτού του τραγουδιού
παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον. Εννοούμε το πρώτο μέρος του ποιήματος,
ήτοι εκείνο, που περιλαμβάνεται στους πρώτους έξι στίχους. Κατά τη γνώμη μας,
το νόημα των υπόλοιπων οκτώ στίχων κινείται σε άλλη βάση και είναι μάλλον
ανεξάρτητο από εκείνο του πρώτου μέρους. Πιστεύουμε ότι το δεύτερο μέρος του
ποιητικού κειμένου είναι προσθήκη κατοπινή. Αυτή εκφράζει απλώς την ιδιαίτερη
ψυχολογική κατάσταση του ξενιτεμένου, που νοσταλγεί τον έρωτα κοπέλας από τη
γειτονιά του.
Στεκόμαστε λοιπόν στους πρώτους έξι στίχους. Η πληγωμένη ψυχή
του ξενιτεμένου, που είναι άρρωστη από βαθιά νοσταλγία για την πατρίδα, ποθεί, στην αρχή,
πράγματα παράξενα. «Αγρελαφί τυρίν κι αγρεπροβάτας γάλαν».
Ο παράξενος τούτος πόθος υποδηλώνει έμμεσα το
ψυχικό δράμα του ξενιτεμένου, που δεν μπορεί να θεραπευτεί με τη βοήθεια συνηθισμένων πραγμάτων
κλπ. Είναι ποιητική εικόνα, που προσδιορίζει την ιδιαίτερη και
παράξενη ψυχολογική του κατάσταση.
Αλλά, η ψυχική νοσταλγία του ξενιτεμένου καταλήγει σε ρεαλιστική
ψυχολογική βάση. Νοσταλγεί τέσσερα πράγματα: ’Άνθρωπο από το σπίτι του. Χώμα από την αυλή του. Νερό από τη βρύση, που ο ίδιος
έχτισε και μια φέτα ψωμί από το χωράφι, πού έσπειρε.
Οι τέσσερις αυτοί πόθοι του
ξενιτεμένου-του ανθρώπου, που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα- δίνουν το πραγματικό περιεχόμενο της ψυχικής του
συγκίνησης. Αποδεικνύουν τον ψυχικό του δεσμό με την γενέτειρα γη. Είναι δεσμός
φυσικός και ακατάλυτος.
Νοσταλγεί «άσ’ όσπίτ’ν άτ άνθρωπον». Τούτο αποδεικνύει τους
άρρηκτους ηθικοκοινωνικούς δεσμούς του με το έμψυχο στοιχείο της γενέτειρας.
Φανερώνει ακόμη την πίστη του στο οικογενειακό ιδεώδες. Επιβεβαιώνει την
αφοσίωσή του στις παραδόσεις.
Οι σπιτικοί άνθρωποι, η πατρώα γη, η βρύση του τόπου και το
ευλογημένο ψωμί του χωριού είναι σύμβολα. Είναι ψυχολογικά ερείσματα, που
κρατούν δεμένο τον ξενιτεμένο με τον τόπο του. Αποτελούν αόρατες ηθικές
δυνάμεις, που επηρεάζουν τη σκέψη ιδίως του ξενιτεμένου. Κρατούν σε διαρκή
συγκίνηση την ψυχή του. Είναι δυνάμεις ακατάβλητες, που εμψυχώνουν και
καθοδηγούν τους μαχητές αλλά και εκείνους, που μοχθούν στα ξένα.
Έρχονται σαν σαλπίσματα από το παρελθόν και γίνονται
μηνύματα για το παρόν και το μέλλον.
Στάθης Ευσταθιάδης
Δικηγόρος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου