Εθνικές
ομάδες στον Πόντο σήμερα
Ήδη αναλύσαμε τις ιστορικές συνθήκες και τις
προϋποθέσεις διαμόρφωσης των εθνικών ομάδων του Πόντου, περιγράφοντάς τες
αναλυτικά και παραθέτοντας σχετικούς στατιστικούς πίνακες, που μας βοηθούν να
έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των συνοίκων των Ελλήνων του Πόντου λαών της
περιοχής κατά τις αρχές του 20ού αιώνα.
Θα άξιζε να ασχοληθούμε με την κατάσταση
που επικρατεί σήμερα στην περιοχή, γεγονός που θα μας βοηθούσε να
επιβεβαιώσουμε κάποια από τα δεδομένα που παραθέσαμε, ή ακόμη και το σύνολό
τους. Για το λόγο αυτό αξιοποιούμε το βιβλίο «Εθνικές ομάδες στην Τουρκία», που
γράφτηκε στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και εκδόθηκε
μεταφρασμένο στην Τουρκία το 1992.
Είναι προφανές ότι ασχολείται με ένα θέμα
που μέχρι τώρα αποτελούσε ταμπού για την κυρίαρχη ιδεολογία στη σύγχρονη
τουρκική κοινωνία. Η έκδοση και μόνο του βιβλίου αυτού δείχνει ότι κάτι αρχίζει
να αλλάζει στο εσωτερικό της. Πάντως, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει, η
πλούσια σε λαούς και πολιτισμούς περιοχή του Πόντου στις αρχές του αιώνα
εξακολουθεί και σήμερα να χαρακτηρίζεται από αυτό το δεδομένο.
Παραθέτουμε
σχετικό πίνακα που επιβεβαιώνει με τρόπο πανηγυρικό του λόγου το αληθές:
ΕΘΝΙΚΕΣ
ΟΜΑΔΕΣ
|
Πως
αυτοαπο
καλούνται
|
Περιοχή
του
Πόντου
|
Γλώσσα
|
Θρησκεία
|
Τούρκοι
Σουνίτες
|
Τούρκοι
|
Παντού
|
Τουρκική
|
Σουνίτες
|
Τούρκοι
Αλεβί
|
Nalci Siran
Tahtaci
|
Τοκάτη
Αμάσεια
|
Τουρκική
ανατολική
διάλεκτος
|
Σιϊτες
|
Τουρκένοι
Σουνίτες
|
Asiret
Avsar
|
Τραπεζούντα
Vakfikedir
|
Τουρκική
ανατολική
διάλεκτος
|
Σουνίτες
|
Τουρκμένοι
Αλεβί
|
Turkmen
Alevi
Kizil bas
|
Τοκάτη
Κοτύωρα
|
Τουρκική
ανατολική
διάλεκτος
|
Σιίτες
Αλεβί
|
Αμπντάλοι
Αλεβί
|
Teber, Tencili
Faknilar
|
Τοκάτη,
Σινώπη,
Τσόρουμ
|
Τουρκική
ανατολική
διάλεκτος
|
Αλεβί
|
Αζέροι
Σιίτες
|
Azerbaycanli
Karabagli
|
Καρς
Αμάσεια
|
Αζέρικη
Τουρκική
|
Σιίτες
|
Αζέροι
Καραπαπάκ
|
Karapapah
Terekeme
|
Κυρίως Καρς,
Τοκάτη
|
Καραπαπάκικα
(Αζέρικη
διάλεκτος)
|
Σιίτες
& Σουνίτες
|
Τάταροι
|
Ak Nogay
Kara Nogay
|
Τοκάτη
Αμάσεια
|
Διάλεκτος
Μέσης Ασίας
|
Σουνίτες
Hanefi
|
Μπάλκάριοι
Karacaylar
|
Bolkar,Malkar,
Karacayli
|
Τοκάτη,
Έρμπαα
|
Διάλεκτοι
Balkar-Karacay
|
Σουνίτες
Hanefi
|
Kumuklar
|
Gazi Kumuk
|
1703άτομα
Σε 39
νομούς
|
Τατάρικη
διάλεκτος
|
Σουνίτες
|
Κούρδοι
Σουνίτες
|
Kortler
Kumann
|
Βιλαέτι Σεβάστειας
Τοκάτη
|
Kumanna
Κουρδική
διάλεκτος
|
Σουνίτες
|
Κούρδοι
Αλεβί
|
Kortler
Alevi
|
Αμισό,
Τοκάτη,
Horum
|
Kumanna
Κουρδική
διάλεκτος
|
Αλεβί
|
Αρμένιοι
|
Haik
|
Σινώπη,
Αμάσεια
|
Διάλεκτος
μείγμα
Αρμενοτουρκικής
|
1.Γρηγοριανοί
2.Καθολικοί
3.Προτεστάντες
|
Αλβανοί
|
Σκιπτάρε
|
Αμισό,
Τοκάτη,
Αμάσεια
|
Αλβανική
Τουρκική
|
Σουνίτες
|
Το βιβλίο αυτό, παρά τα κενά που περιέχει, είναι
φανερό ότι προσπαθεί να κάνει μια υπέρβαση της καθημερινής τουρκικής
πραγματικότητας. Βεβαίως, τα στοιχεία του είναι ελλιπή, καθώς δεν υπάρχουν
ακριβείς αριθμοί των ομάδων που περιγράφονται κατά περιοχές, παρά μόνο στο
σύνολο της Τουρκίας και αυτό όχι πάντα. Με την παράθεση αυτών των στοιχείων
προτιθέμεθα να κάνουμε μια συνοπτική και όχι αναλυτική παρουσίαση των σημερινών
εθνικών ομάδων του Πόντου και των χαρακτηριστικών τους.
Οφείλουμε δε να
προειδοποιήσουμε ότι τα στοιχεία που παρατίθενται σε κάποιες περιπτώσεις
αλληλοαναιρούνται, όπως π.χ. στην περίπτωση των Λαζών, τους οποίους υπολογίζει
μόνο ως προς τον αριθμό των ομιλούντων τη λαζική ως μητρική γλώσσα, με την
απογραφή του 1965, σε 26.007, και σε 59.101 τους ομιλούντες τη λαζική ως
δεύτερη γλώσσα, δηλαδή, κατά τα φαινόμενα, το σύνολο Λαζών κατά το 1965 είναι
85.108. Παράλληλα, όμως, παρατίθεται η άποψη του W. Feurstein, που στο έργο του
«Κoltor Hayati» («Πολιτιστική ζωή»), το 1983, τους υπολογίζει συνολικά σε
250.000.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ο αριθμός των
48.096 αντιστοιχεί στους ελληνόφωνους κατοίκους της Πόλης (πρόκειται για τους
παραμείναντες και μη απελαθέντες). Αυτοί είτε αφαιρεθούν από τους 82.144 που
έχουν την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα είτε - προπάντων - από τους 73.725 που
εμφανίζονται ως «Χριστιανοί Ορθόδοξοι» κατά την απογραφή του 1965, σε καμία
περίπτωση δεν φτάνουν τους 4.535 της περιοχής Τραπεζούντας και τους ελάχιστους
εμφανιζόμενους σε διάφορες περιοχές (898 στη Σμύρνη, 734 στην Άγκυρα κ.λπ.). Προφανώς, υπάρχει ένα μεγάλο άνοιγμα, έστω και στο
πλαίσιο αυτών των περιορισμένης ισχύος αριθμητικών δεδομένων. Η ύπαρξη των
πολυάριθμων πληθυσμών του Πόντου που ακόμη και σήμερα κατά χιλιάδες και παρά
τις απαγορεύσεις εξακολουθούν να μιλούν την ελληνική ποντιακή διάλεκτο, να
διατηρούν τα παλαιά ονόματα των χωριών τους, στα οποία αντικατοπτρίζεται η
τοπική ιστορική πραγματικότητα, και γενικά να διατηρούν πρότερες συλλογικές
αναπαραστάσεις, όπως, άλλωστε, φαίνεται και σε πρόσφατα εκδοθέντα βιβλία,
ανατρέπει αυτομάτως την πραγματικότητα αυτών των αριθμών και μας πείθει ότι ο
αριθμός των σημερινών κατοίκων του Πόντου που έχουν ελληνικές πολιτιστικές
αναφορές είναι κατά πολύ μεγαλύτερος αυτού που με οποιαδήποτε μορφή
παρουσιάζεται στο βιβλίο στο οποίο αναφερόμαστε.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οι γεωγραφικές, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές
συνθήκες που επικράτησαν στην περιοχή του Πόντου έχουν παίξει σημαντικό ρόλο
στη διαμόρφωση της κοινωνίας του Πόντου και της Τραπεζούντας των αρχών του 20ού
αιώνα.
Επόμενος παράγοντας
είναι η περίοδος του Βασιλείου των Μιθριδατών, του μεγαλύτερου κρατικού
μορφώματος της εποχής σε όλη τη Μικρά Ασία, το οποίο κυριαρχεί πολιτικά και
ιδεολογικά με την καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας και θρησκείας στην ευρύτερη
περιοχή του Πόντου. Ακολουθεί η Αυτοκρατορία των Κομνηνών, του σημαντικότερου
μεσαιωνικού ελληνικού πολιτειακού μορφώματος μετά την πτώση του Βυζαντίου στους
Σταυροφόρους και, κατά συνέπεια, του κύριου ελληνικού φορέα παραγωγής
ιδεολογικών μηχανισμών.
Αυτή την εποχή καλλιεργείται ένα από τα κύρια
ιδεολογικά στοιχεία, η ελληνική γλώσσα, που αναπτύσσεται κατά τις τοπικές
συνθήκες και διαμορφώνεται στην ποντιακή διάλεκτο. Η ίδρυση της Αυτοκρατορίας,
που με πρωτεύουσα και συνεπώς πολιτικό και ιδεολογικό της κέντρο την
Τραπεζούντα διατηρείται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (δυόμισι περίπου
αιώνες), έχει τεράστια σημασία για τον ελληνισμό, γιατί διαμόρφωσε τις
προϋποθέσεις για σθεναρότερη - σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές της Μικράς
Ασίας - αντίσταση του τοπικού (ποντιακού) ελληνισμού λίγο αργότερα απέναντι
στους εξισλαμισμούς και γενικά την τουρκοποίηση.
Πραγματικά, παρά τη βιαιότητα
των εξισλαμισμών αμέσως μετά την άλωση της Τραπεζούντας από τον οσμανικό στρατό
(1461) και κυρίως κατά το 17ο και 18ο αιώνα, μεγάλες πληθυσμιακές μάζες Ελλήνων
Ποντίων εξισλαμισμένων παρουσιάζονται ως μουσουλμάνοι, διατηρούν όμως λάθρα την
αληθινή τους ταυτότητα ως Κρυπτοχριστιανοί, αναπτύσσοντας ολόκληρους κώδικες
επικοινωνίας μεταξύ τους. Είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός των Κρυπτοχριστιανών,
ώστε στις σημαντικότερες πληθυσμιακά περιοχές της ποντιακής ενδοχώρας αυτοί
είναι σχεδόν διπλάσιοι των (φανερών) Μουσουλμάνων, ενώ ισχυρή είναι η άποψη ότι
στις περιοχές αυτές δεν υπάρχει ούτε ένας κάτοικος τουρκικής καταγωγής.
Αυτά τα
δεδομένα έχουν μεγάλη σημασία κατά τη περίοδο των μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα
και κυρίως μετά την υπογραφή του Χάττ-ι-Χουμαγιούν (1856), που χορηγεί κάποιες
θρησκευτικές ελευθερίες στους υπηκόους της Αυτοκρατορίας. Αυτό οδηγεί τους
Κρυπτοχριστιανούς στη διεκδίκηση της πρότερης ταυτότητας, πράγμα που σε πολλές
περιπτώσεις επιτυγχάνουν, όχι όμως χωρίς δυσκολίες. Η επαναπροσχώρησή τους στις
χριστιανικές κοινότητες ερμηνεύει, πλην των άλλων, και την πληθυσμιακή έκρηξη
του ποντιακού ελληνισμού κατά την περίοδο αυτή και, συνεπώς, τη μεγάλη αύξηση
στους μαθητικούς πληθυσμούς της περιοχής.
Ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς
αφήνει πρωτοβουλίες αναγνώρισής τους ως χριστιανών για
αργότερα, οπότε οι συνθήκες θα είναι καλύτερες, όμως οι εξελίξεις στις αρχές
του 20ού αιώνα είναι ραγδαίες και η συνθήκη ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών
πληθυσμών, που υπογράφεται στη Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου του 1923, προβλέπει
την ανταλλαγή όχι με βάση την εθνικότητα, αλλά το θρήσκευμα, κι έτσι τους
αναγκάζει να παραμείνουν στον Πόντο. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ένας
σημαντικός αριθμός Κρυπτοχριστιανών εξακολουθεί να κατοικεί και σήμερα στον
Πόντο, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη όπου βρέθηκε ως μετανάστης κατά τις
επόμενες δεκαετίες, αφήνοντας μια εκκρεμότητα που προκύπτει από την ιστορία της
περιοχής.
Ερείπια Φροντιστηρίου Αργυρούπολης |
Στις
αρχές, όμως, του 19ου αιώνα οι μέχρι τότε συνθήκες ανατρέπονται και οικονομικοί
και πολιτικοί λόγοι (παρακμή ή καταστροφή κάποιων μεταλλείων, πτώση της αξίας
των μετάλλων, Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-30), οδηγούν σε μια αντιστροφή της
μέχρι τότε πορείας. Οι Έλληνες εγκαταλείπουν τη Χαλδία μετακινούμενοι σε άλλες
περιοχές, πολλές από τις οποίες - όπως ο δυτικός Πόντος - έχουν από καιρό
απωλέσει τα ελληνικά τους ιδεολογικά στοιχεία.
Τροφοδοτούν τις νέες περιοχές με
νέο αίμα, μεταφέρουν τα ιδεολογικά τους στοιχεία εξελληνίζοντάς τες εκ νέου,
περιθωριοποιώντας παράλληλα τους παλαιούς κατοίκους, οι οποίοι στη συνέχεια
αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, με τη σειρά τους, σε άλλες περιοχές. Πρόκειται
ουσιαστικά για ένα νέο ελληνικό αποικισμό, που προσδίδει ζωντάνια και σφρίγος
στον ποντιακό ελληνισμό και δημιουργεί προϋποθέσεις για τη μετέπειτα ραγδαία
του οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη.
Φροντιστήριο Τραπεζούντας |
Οι αλλαγές που συντελούνται αναδιαμορφώνουν τον κοινωνικό χάρτη της περιοχής και
επιφέρουν μια έντονη κοινωνική κινητικότητα, με τους Έλληνες να βρίσκονται
μεταξύ των ανερχομένων κοινωνικών στρωμάτων. Το νέο κτίριο του Φροντιστηρίου
Τραπεζούντας, που οικοδομείται με την έλευση του 20ού αιώνα δίπλα στο
μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου, που κυριαρχεί στην παραθαλάσσια περιοχή
της πόλης, καθώς και μια σειρά από νέα κτίρια που οικοδομούνται συνεχώς τόσο
μέσα στην πόλη όσο και στο προάστειο του Soguk Su (Κρυονέρι), στα νοτιοδυτικά
καταπράσινα υψώματά της, και κυριαρχούν με τον όγκο και την αισθητική τους,
αντανακλούν αυτήν ακριβώς την κινητικότητα που επιφέρουν οι νέες οικονομικές
εξελίξεις.
Πέρα από την Τραπεζούντα, στην ενδοχώρα, μια έντονη κινητικότητα χαρακτηρίζει όλο τον ποντιακό χώρο, όπου οι λόγοι ίδρυσης και ανάπτυξης των απομονωμένων ορεινών οικισμών αίρονται και οι κάτοικοί τους τώρα μετακινούνται μαζικά στις πόλεις και τα παράλια, όπου αναπτύσσονται οι νέες δραστηριότητες και υπάρχουν πολλές ευκαιρίες απασχόλησης. Αυτό το κλίμα κινητικότητας, ανάπτυξης και γενικά οι θετικές προοπτικές του Πόντου αντανακλώνται στη μεγάλη ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της εκπαίδευσης. Το παράδειγμα της κοινότητας Τραπεζούντας, με την οικοδόμηση του νέου μεγαλειώδους κτιρίου του Φροντιστηρίου, ακολουθούν και οι άλλες κοινότητες, με την ίδρυση και ανάπτυξη των σχολικών τους μηχανισμών σε τέτοιο βαθμό, ώστε μέχρι την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου να μην υπάρχει ελληνική κοινότητα χωρίς το σχολείο της, που κατά κανόνα οικοδομείται δίπλα στην εκκλησία, γεγονός που και από μόνο του τονίζει τα κύρια ιδεολογικά στοιχεία που αναπαράγονται μέσα από τους σχολικούς μηχανισμούς των Ελλήνων του Πόντου.
Πέρα από την Τραπεζούντα, στην ενδοχώρα, μια έντονη κινητικότητα χαρακτηρίζει όλο τον ποντιακό χώρο, όπου οι λόγοι ίδρυσης και ανάπτυξης των απομονωμένων ορεινών οικισμών αίρονται και οι κάτοικοί τους τώρα μετακινούνται μαζικά στις πόλεις και τα παράλια, όπου αναπτύσσονται οι νέες δραστηριότητες και υπάρχουν πολλές ευκαιρίες απασχόλησης. Αυτό το κλίμα κινητικότητας, ανάπτυξης και γενικά οι θετικές προοπτικές του Πόντου αντανακλώνται στη μεγάλη ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της εκπαίδευσης. Το παράδειγμα της κοινότητας Τραπεζούντας, με την οικοδόμηση του νέου μεγαλειώδους κτιρίου του Φροντιστηρίου, ακολουθούν και οι άλλες κοινότητες, με την ίδρυση και ανάπτυξη των σχολικών τους μηχανισμών σε τέτοιο βαθμό, ώστε μέχρι την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου να μην υπάρχει ελληνική κοινότητα χωρίς το σχολείο της, που κατά κανόνα οικοδομείται δίπλα στην εκκλησία, γεγονός που και από μόνο του τονίζει τα κύρια ιδεολογικά στοιχεία που αναπαράγονται μέσα από τους σχολικούς μηχανισμούς των Ελλήνων του Πόντου.
Οι κοινωνικοί θεσμοί των Ελλήνων του Πόντου έπαιξαν
τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξή τους κατά την εξεταζόμενη περίοδο και στην ίδια την
επιβίωσή τους σε δύσκολες ιστορικές περιόδους.
Σπουδαιότερος κοινωνικός θεσμός και κύτταρο της κοινωνικής τους οργάνωσης είναι η οικογένεια. Κυρίαρχος τύπος της οικογενειακής τους οργάνωσης είναι η εκτεταμένη και μάλιστα πατριαρχική οικογένεια, η οποία αποτελείται από τον αρχηγό της οικογένειας, τους παντρεμένους γιους και τα παιδιά τους. Ο αριθμός των μελών είναι μεγάλος, ενώ στην ίδια οικογένεια συνυπάρχουν άτομα μέχρι και τεσσάρων γενεών.
Αναμφισβήτητος αρχηγός και απόλυτος κυρίαρχος είναι ο γεροντότερος άνδρας, ο πατριάρχης της οικογένειας, απέναντι στον οποίο ο σεβασμός όλων είναι απεριόριστος. Στην οικογένεια γενικά υπάρχει μια πλήρης ιεράρχηση και κατανομή ρόλων, αν και τα όρια αυτών των τελευταίων συχνά συγχέονται, ειδικά στους ορεινούς οικισμούς, λόγω της φύσης των δύσκολων, κτηνοτροφικών κυρίως, εργασιών που οφείλει να επιτελέσει η οικογένεια. Ο τύπος αυτός οικογενειακής οργάνωσης επιβλήθηκε από τις ίδιες τις ανάγκες της ζωής. Οι εξαιρετικά δύσκολες γεωγραφικές και καιρικές συνθήκες, σε συνδυασμό με την ανάγκη ύπαρξης πολλών ανδρών για τη διεκπεραίωση των ιδιαίτερα δύσκολων εξωτερικών εργασιών, οδηγεί σ' αυτή τη μορφή οικογενειακής οργάνωσης.
Αφετέρου η συσπείρωση και συμβίωση τόσων γενεών και τόσων προσώπων κάτω από την ίδια στέγη επιβλήθηκε από την ανάγκη της ίδιας της επιβίωσης του οσμανοκρατούμενου ποντιακού ελληνισμού. Η συμβίωση, όμως, αυτή απαιτεί σκληρή πειθαρχία και σαφείς κανόνες με διακριτούς ρόλους για κάθε μέλος της οικογένειας. Στις συνθήκες αυτές, όπου ο ποντιακός ελληνισμός γνωρίζει οριακές σε πολλές περιπτώσεις καταστάσεις, είναι φυσικό η γνώση και η πείρα των γεροντότερων να καθοριστικό ρόλο στην επιβίωσή του.
Όταν στην οικογένεια εισέρχεται μια νέα γυναίκα με το γάμο της με ένα από τα άρρενα τέκνα, η θέση της είναι πολύ δύσκολη και κατατάσσεται στην τελευταία θέση της πυραμίδας της ιεραρχίας στην οικογένεια, μέχρις ότου η οικογένεια αποκτήσει νέα νύφη. Αυτό ερμηνεύεται από το γεγονός ότι αυτή θα φέρει στην οικογένεια τη νέα ζωή, που θα πρέπει να ανατραφεί σύμφωνα με τα αυστηρά παραδοσιακά ήθη, για να συνεχίσει να αναπαράγεται ο ποντιακός ελληνισμός τόσο φυσικά όσο και ιδεολογικά. Η μητέρα θεωρείται η βάση αυτής της αναπαραγωγής. Όμως, παρ’ όλα αυτά, η σκληρή ζωή και της γυναίκας χρωματίζεται με πινελιές χαράς και χαλάρωσης μέσω των κοινωνικών εκδηλώσεων (γάμοι, πανηγύρια κ.λπ.), όπου πρωτοστατεί στη διασκέδαση, γεγονός που δεν ισχύει σε άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. στις Τούρκισσες γυναίκες, των οποίων η ιδιαίτερα αρνητική, μέχρι περιθωριακή, θέση μέσα στην οικογένεια καθορίζεται από το ίδιο το αυταρχικό και συντηρητικό ισλαμικό θεσμικό πλαίσιο.
Ποντιακή οικογένεια |
Σπουδαιότερος κοινωνικός θεσμός και κύτταρο της κοινωνικής τους οργάνωσης είναι η οικογένεια. Κυρίαρχος τύπος της οικογενειακής τους οργάνωσης είναι η εκτεταμένη και μάλιστα πατριαρχική οικογένεια, η οποία αποτελείται από τον αρχηγό της οικογένειας, τους παντρεμένους γιους και τα παιδιά τους. Ο αριθμός των μελών είναι μεγάλος, ενώ στην ίδια οικογένεια συνυπάρχουν άτομα μέχρι και τεσσάρων γενεών.
Αναμφισβήτητος αρχηγός και απόλυτος κυρίαρχος είναι ο γεροντότερος άνδρας, ο πατριάρχης της οικογένειας, απέναντι στον οποίο ο σεβασμός όλων είναι απεριόριστος. Στην οικογένεια γενικά υπάρχει μια πλήρης ιεράρχηση και κατανομή ρόλων, αν και τα όρια αυτών των τελευταίων συχνά συγχέονται, ειδικά στους ορεινούς οικισμούς, λόγω της φύσης των δύσκολων, κτηνοτροφικών κυρίως, εργασιών που οφείλει να επιτελέσει η οικογένεια. Ο τύπος αυτός οικογενειακής οργάνωσης επιβλήθηκε από τις ίδιες τις ανάγκες της ζωής. Οι εξαιρετικά δύσκολες γεωγραφικές και καιρικές συνθήκες, σε συνδυασμό με την ανάγκη ύπαρξης πολλών ανδρών για τη διεκπεραίωση των ιδιαίτερα δύσκολων εξωτερικών εργασιών, οδηγεί σ' αυτή τη μορφή οικογενειακής οργάνωσης.
Αφετέρου η συσπείρωση και συμβίωση τόσων γενεών και τόσων προσώπων κάτω από την ίδια στέγη επιβλήθηκε από την ανάγκη της ίδιας της επιβίωσης του οσμανοκρατούμενου ποντιακού ελληνισμού. Η συμβίωση, όμως, αυτή απαιτεί σκληρή πειθαρχία και σαφείς κανόνες με διακριτούς ρόλους για κάθε μέλος της οικογένειας. Στις συνθήκες αυτές, όπου ο ποντιακός ελληνισμός γνωρίζει οριακές σε πολλές περιπτώσεις καταστάσεις, είναι φυσικό η γνώση και η πείρα των γεροντότερων να καθοριστικό ρόλο στην επιβίωσή του.
Όταν στην οικογένεια εισέρχεται μια νέα γυναίκα με το γάμο της με ένα από τα άρρενα τέκνα, η θέση της είναι πολύ δύσκολη και κατατάσσεται στην τελευταία θέση της πυραμίδας της ιεραρχίας στην οικογένεια, μέχρις ότου η οικογένεια αποκτήσει νέα νύφη. Αυτό ερμηνεύεται από το γεγονός ότι αυτή θα φέρει στην οικογένεια τη νέα ζωή, που θα πρέπει να ανατραφεί σύμφωνα με τα αυστηρά παραδοσιακά ήθη, για να συνεχίσει να αναπαράγεται ο ποντιακός ελληνισμός τόσο φυσικά όσο και ιδεολογικά. Η μητέρα θεωρείται η βάση αυτής της αναπαραγωγής. Όμως, παρ’ όλα αυτά, η σκληρή ζωή και της γυναίκας χρωματίζεται με πινελιές χαράς και χαλάρωσης μέσω των κοινωνικών εκδηλώσεων (γάμοι, πανηγύρια κ.λπ.), όπου πρωτοστατεί στη διασκέδαση, γεγονός που δεν ισχύει σε άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. στις Τούρκισσες γυναίκες, των οποίων η ιδιαίτερα αρνητική, μέχρι περιθωριακή, θέση μέσα στην οικογένεια καθορίζεται από το ίδιο το αυταρχικό και συντηρητικό ισλαμικό θεσμικό πλαίσιο.
Οι Έλληνες του Πόντου έζησαν από τα πανάρχαια χρόνια
και για αιώνες μέσα σε ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, δεδομένου ότι η
ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας ανέκαθεν υπήρξε σταυροδρόμι συνάντησης και
χώρος συμβίωσης πολλών εθνοτήτων. Οι σύνοικοι αυτοί λαοί που συμβιώνουν δίπλα
στους Έλληνες του Πόντου προέρχονται από τους αρχαίους και νεότερους λαούς που εμφανίζονται
στην περιοχή στις διάφορες ιστορικές περιόδους. Δεν πρέπει, άλλωστε, να
λησμονείται ότι στην περιοχή κυριάρχησαν πολλά και διαφορετικά κράτη και
προπάντων οι δύο πιο πρόσφατες πολυεθνικές αυτοκρατορίες με συνολική ιστορία
περίπου δεκαπέντε αιώνων (στους οποίους πρέπει να προστεθούν οι δυόμισι αιώνες
της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας): η Βυζαντινή και η Οσμανική.
Καθοριστικό ρόλο κατά τους νεότερους χρόνους στη διαμόρφωση των εθνοτήτων μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας παίζει η έλευση των Οσμανών και η προσπάθεια τουρκοποίησης μέσω των μαζικών εξισλαμισμών. Το γεγονός αυτό προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες, παρότι ανήκουν στο μουσουλμανικό δόγμα, διατηρούν πολλά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, που ανάγονται στο πρότερο όχι μόνο χριστιανικό, αλλά ακόμη και στο πολύ παλαιότερο αρχαίο ελληνικό παρελθόν.
Πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, από τα συνολικά περίπου 2.000.000 των κατοίκων του Πόντου, 700.000 (ποσοστό 35%) είναι Έλληνες, 147.000 Αρμένιοι και 1.040.000 Μουσουλμάνοι, από τους οποίους 420.000 είναι Τουρκογενείς, ενώ από τους υπολοίπους, 620.000 περίπου, που δεν είναι τουρκικής καταγωγής κάποιοι ανήκουν σε ιθαγενείς εθνότητες (Κούρδοι, Λαζοί κ.λπ.), ενώ οι περισσότεροι προέχονται από εξισλαμισμένους πρώην χριστιανούς και ανήκουν κατά κανόνα σε μουσουλμανικές αιρέσεις (Κιρκάσιοι, Ερυθίνοι, Σάννοι ή Τζάνοι κ.λπ.).
Ειδικά η περίπτωση των τελευταίων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς τρέφουν φιλικά αισθήματα απέναντι στους Έλληνες και επιβεβαιώνεται έτσι, κατά έμμεσο τρόπο, η προέλευσή τους. Αυτή η πολιτιστική πολυχρωμία χαρακτηρίζει και σήμερα την περιοχή του Πόντου, όπου βλέπουμε να επιβιώνουν και σήμερα οι περισσότερες από τις εθνικές ομάδες που εμφανίζονται κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, παρά την ιδιαίτερα σκληρή πολιτική αφομοίωσης που επέβαλαν οι κεμαλικές κυβερνήσεις κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν την έξοδο των Ελλήνων από τις εστίες τους. Σήμερα, τα διαθέσιμα στοιχεία μας πείθουν ότι ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την πολιτιστική πολυχρωμία παρουσιάζουν οι περιοχές της ποντιακής ενδοχώρας και κυρίως της Τοκάτης, όπου μεταξύ των σημερινών κατοίκων διατηρούνται πολιτιστικά στοιχεία εξαιρετικού ενδιαφέροντος, που παραπέμπουν όχι μόνο στους πρότερους χριστιανικούς αιώνες, αλλά ακόμη και στην ελληνική αρχαιότητα, καθιστώντας αυτομάτως την περιοχή ως ένα σημαντικό κοινωνιολογικό πεδίο προς μελέτη και έρευνα.
Καθοριστικό ρόλο κατά τους νεότερους χρόνους στη διαμόρφωση των εθνοτήτων μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας παίζει η έλευση των Οσμανών και η προσπάθεια τουρκοποίησης μέσω των μαζικών εξισλαμισμών. Το γεγονός αυτό προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες, παρότι ανήκουν στο μουσουλμανικό δόγμα, διατηρούν πολλά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, που ανάγονται στο πρότερο όχι μόνο χριστιανικό, αλλά ακόμη και στο πολύ παλαιότερο αρχαίο ελληνικό παρελθόν.
Πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, από τα συνολικά περίπου 2.000.000 των κατοίκων του Πόντου, 700.000 (ποσοστό 35%) είναι Έλληνες, 147.000 Αρμένιοι και 1.040.000 Μουσουλμάνοι, από τους οποίους 420.000 είναι Τουρκογενείς, ενώ από τους υπολοίπους, 620.000 περίπου, που δεν είναι τουρκικής καταγωγής κάποιοι ανήκουν σε ιθαγενείς εθνότητες (Κούρδοι, Λαζοί κ.λπ.), ενώ οι περισσότεροι προέχονται από εξισλαμισμένους πρώην χριστιανούς και ανήκουν κατά κανόνα σε μουσουλμανικές αιρέσεις (Κιρκάσιοι, Ερυθίνοι, Σάννοι ή Τζάνοι κ.λπ.).
Ειδικά η περίπτωση των τελευταίων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς τρέφουν φιλικά αισθήματα απέναντι στους Έλληνες και επιβεβαιώνεται έτσι, κατά έμμεσο τρόπο, η προέλευσή τους. Αυτή η πολιτιστική πολυχρωμία χαρακτηρίζει και σήμερα την περιοχή του Πόντου, όπου βλέπουμε να επιβιώνουν και σήμερα οι περισσότερες από τις εθνικές ομάδες που εμφανίζονται κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, παρά την ιδιαίτερα σκληρή πολιτική αφομοίωσης που επέβαλαν οι κεμαλικές κυβερνήσεις κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν την έξοδο των Ελλήνων από τις εστίες τους. Σήμερα, τα διαθέσιμα στοιχεία μας πείθουν ότι ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την πολιτιστική πολυχρωμία παρουσιάζουν οι περιοχές της ποντιακής ενδοχώρας και κυρίως της Τοκάτης, όπου μεταξύ των σημερινών κατοίκων διατηρούνται πολιτιστικά στοιχεία εξαιρετικού ενδιαφέροντος, που παραπέμπουν όχι μόνο στους πρότερους χριστιανικούς αιώνες, αλλά ακόμη και στην ελληνική αρχαιότητα, καθιστώντας αυτομάτως την περιοχή ως ένα σημαντικό κοινωνιολογικό πεδίο προς μελέτη και έρευνα.
ΑΝΤΩΝΗ Υ. ΠΑΥΛΙΔΗ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
«ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24
«ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24
"ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ (1900-1914) και η ιδεολογική κυριαρχία των Ελλήνων στον Πόντο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου