Η κοινωνία του Πόντου και της Τραπεζούντας στις αρχές του 20ού αιώνα

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Η αυγή του 20ού αιώνα βρίσκει τον ελληνισμό του Πόντου κάτω από τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις. Η οικονομική ανάπτυξη, η οποία αρχίζει ουσιαστικά από τα μέσα του 19ου αιώνα με την υπογραφή του Χάττ-ι-Χουμαγιούν, είναι εκρηκτική και τώρα τεράστιοι όγκοι προϊόντων μετακινούνται από και προς τις δύο κύριες πύλες εισόδου και εξόδου των προϊόντων του Πόντου, δηλαδή τα λιμάνια της Τραπεζούντας και Αμισού, και κυρίως της πρώτης, ενώ ο αμαξιτός δρόμος Τραπεζούντας - Ερζερούμ -Περσίας σφύζει από κίνηση, με πλήθος καραβανιών να μεταφέρουν τα προϊόντα της Ανατολής προς τη Δύση και το αντίστροφο, από και προς την ασιατική ενδοχώρα.
 Η οικονομική αυτή ανάπτυξη συμβαδίζει, όπως είναι φυσικό, με μια τεράστιας έκτασης πολιτιστική ανάπτυξη. Ένας πραγματικός μορφωτικός οργασμός παρατηρείται σε όλη την έκταση του Πόντου, με την ίδρυση νέων συλλόγων - σωματείων ή την οργανωτική ανασυγκρότηση παλαιοτέρων, που κύρια κατεύθυνσή τους είναι η στήριξη των σχολείων, η ίδρυση νέων και γενικά η αναδιοργάνωση των δυνάμεων του ελληνισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή την εποχή σχεδόν κάθε χωριό και οικισμός του Πόντου έχει το σχολείο του, που οικοδομείται κατά κανόνα δίπλα στην εκκλησία, γεγονός που και από μόνο του προσδιορίζει βασικά στοιχεία της ιδεολογίας του ποντιακού ελληνισμού.
 Η οικονομική και πολιτιστική αυτή ανάπτυξη απαιτεί την ύπαρξη στοιχειωδώς τουλάχιστον καταρτισμένου προσωπικού για να στελεχώσει τις υπό ραγδαία άνοδο - εμπορικές κυρίως - ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και τη διεύρυνση των περιθωρίων ανάπτυξης των πολιτιστικών και ιδεολογικών στοιχείων των ελληνικών κοινοτήτων της περιοχής. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν να παίξουν - κατά τρόπο μάλιστα απολύτως επιτυχή - οι πολλές και αξιόλογες σχολικές μονάδες της περιοχής, με προεξάρχον το  Φροντιστήριο Τραπεζούντας, το οποίο αποτελεί πρότυπο και σε πολλές περιπτώσεις καθοδηγητή για τις ποντιακές κοινότητες. 
Οι πολύ μεγαλύτερες, όμως, ανάγκες εκπαίδευσης - οι οποίες τροφοδοτούνται από τις νέες λαμπρές προοπτικές της Τραπεζούντας και του Πόντου - σε σχέση με τα εκπαιδευτικά δεδομένα, επιβάλλουν τον επανασχεδιασμό του εκπαιδευτικού πλαισίου. Ειδικά για την Τραπεζούντα, η υποδομή του Φροντιστηρίου αδυνατεί να απορροφήσει τη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για εκπαίδευση.  Σχεδιάζεται η οικοδόμηση στη θάλασσα, δίπλα και δυτικά του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου, ενός νέου, μεγάλου τετραώροφου κτιρίου, του οποίου η θεμελίωση πραγματοποιείται το 1899 και τα εγκαίνια λειτουργίας το Σεπτέμβριο του 1902. 
Το κόστος κατασκευής του κτιρίου αυτού καλύπτεται εξ ολοκλήρου σχεδόν από τις εισφορές των Ποντίων Ελλήνων της Τραπεζούντας, της ευρύτερης περιοχής του Πόντου, αλλά και του εξωτερικού, κατά τρόπο μάλιστα εκπληκτικό: ο καθένας συνεισφέρει σύμφωνα με τις οικονομικές του δυνατότητες . Παράλληλα, σε κάθε πόλη, χωριό και οικισμό του Πόντου παρατηρείται ένας απίστευτος οργασμός οικοδόμησης νέων σχολείων. Η βιβλιογραφία αλλά και οι μαρτυρίες της εποχής βρίθουν αναφορών σχετικών με τις έντονες προσπάθειες των Ελλήνων του Πόντου για συνεχή ανάπτυξη των σχολείων τους, μέχρι τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. 
Οι προσπάθειες αυτές στηρίζονται αποφασιστικά από πλούσιους Πόντιους ομογενείς του εξωτερικού αλλά και από μια σειρά φιλεκπαιδευτικών συλλόγων που, με μέλη επιφανή στελέχη των ελληνικών κοινοτήτων, ιδρύονται τόσο στην Τραπεζούντα, όσο και στην Κωνσταντινούπολη - όπου υπάρχει αξιόλογη ποντιακή κοινότητα -, αλλά και στις υπόλοιπες πόλεις και κωμοπόλεις του Πόντου.
  
Κωνσταντινούπολη
Μεταναστεύσεις
 Οι νέες οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες που αναπτύσσονται αναδιαμορφώνουν ταχύτατα και τον κοινωνικό χάρτη της περιοχής. Οι νέες σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης δημιουργούν νέα κέντρα προσέλκυσης των ελληνικών πληθυσμών, η παρατεταμένη και εντεινόμενη πορεία εκφυλισμού του οσμανικού κράτους πολλαπλασιάζει τις ευκαιρίες για τους Έλληνες, ενώ παράλληλα καταγράφεται μια αλλαγή των καταναλωτικών και κοινωνικών προτύπων των Ελλήνων, κυρίως στις απομονωμένες ορεινές κοινότητες, με τη μέχρι τώρα παραγωγή ελάχιστων και απαραίτητων για τη συντήρηση της οικογένειας αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. 
Οι λόγοι ανάπτυξης των ορεινών και απομονωμένων αυτών χωριών και οικισμών αίρονται, με άμεση συνέπεια τη διαμόρφωση - από τα τέλη ακόμη του 19ου αιώνα - ενός ρεύματος μετανάστευσης προς την Τραπεζούντα κυρίως, αλλά και προς τις υπόλοιπες παράλιες πόλεις και κωμοπόλεις, καθώς και τις σχετικά κοντινές περιοχές του εξωτερικού και κατά βάσιν της νότιας Ρωσίας. Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση των ελληνικών πληθυσμών να μεταναστεύσουν παίζει η απομόνωσή τους σε μακρινές περιοχές και εκτός των ραγδαία αναπτυσσόμενων κέντρων, η οποία με μαθηματική ακρίβεια περιθωριοποιεί τους πληθυσμούς αυτούς, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικά δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούν κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του έτους.
Από την ήδη παρακμάζουσα περιοχή της Χαλδίας - για την οποία έχει γίνει σχετική αναφορά σε προηγούμενο κεφάλαιο - η διαρροή πληθυσμού, κυρίως προς τη γειτονική και ομόδοξη Ρωσία, συνεχίζεται και εντείνεται. Από τους υπόλοιπους οικισμούς και χωριά της ενδοχώρας σημαντικές πληθυσμιακές μάζες μετακινούνται τώρα από τις ορεινές και απρόσιτες περιοχές κυρίως προς τα παράλια, όπου οι καιρικές συνθήκες είναι ηπιότερες, αλλά και οι οικονομικές ευκαιρίες περισσότερες. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι μεταναστεύσεις αυτές είναι τόσο μεγάλες, που μπορεί να γίνει λόγος για νέο αποικισμό1
Σε κάθε περίπτωση η Κωνσταντινούπολη, παρά τη μεγάλη απόσταση, προσελκύει επίσης σημαντικό αριθμό Ποντίων, επιβεβαιώνοντας το αξίωμα της κοινωνικής καταξίωσης και μόνο με το γεγονός της μετάβασης και εγκατάστασης εκεί, που αντανακλάται στη γνωστή ευχή που συνοδεύει κάθε νεογέννητο στις περιφέρειες του οθωμανικού κράτους «...και στην Πόλη σιμιτζής και στο Γαλατά σουτζής». 
Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι, εκτός από αυτούς που οριστικά μετακινούνται στις νέες αυτές περιοχές, μεγάλος όγκος μεταναστών μετακινείται εποχιακά και αφορά μόνο τους άνδρες: κατά το τέλος του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου και μετά τη συγκομιδή της σοδειάς, μετακινούνται προς τα αστικά κέντρα, και κυρίως την Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη και Ρωσία, για να συμπληρώσουν το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα.
 Η συνεχής, όμως, παραμονή τους εκεί, σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να κρατήσει και για χρόνια. Ο ρόλος των γυναικών γίνεται περισσότερο αποφασιστικός, δεδομένου ότι πλέον στα χωριά, εκτός από τις κλασικές ασχολίες του σπιτιού, αναλαμβάνουν τώρα και όλες τις εξωτερικές - που μέχρι πριν ασκούσαν οι άνδρες - οι οποίες είναι ιδιαίτερα επίπονες (κτηνοτροφικές εργασίες, κοπή και συλλογή ζωοτροφών κ.λπ.). 
Η επιστροφή των ξενιτεμένων στις ιδιαίτερες πατρίδες συνιστά σημαντικό γεγονός στη ζωή των μικρών περιφερειακών ποντιακών κοινοτήτων, που συνοδεύονται από εκδηλώσεις χαράς, στις οποίες παίρνουν μέρος όλοι οι κάτοικοι.
 Όπως έχει λεχθεί, οι Έλληνες κυριαρχούν ως τραπεζίτες, αντιπρόσωποι ξένων ασφαλιστικών οίκων, έμποροι και επαγγελματοβιοτέχνες όχι μόνο στην  αγορά των μεγάλων πόλεων αλλά και των κωμοπόλεων. Σημαντικό στοιχείο των αγορών αυτών - και κυρίως της Τραπεζούντας και Αμισού, που είναι οι μεγαλύτερες πύλες εισόδου και εξόδου των προϊόντων του Πόντου -αποτελούν οι μικροί παραγωγοί των χωριών της ενδοχώρας, οι οποίοι με δικά τους μέσα μεταφέρουν ένα μέρος των προϊόντων τους (κυρίως αγροτικά και γαλακτοκομικά - γιαούρτι, γάλα, βούτυρο, πατάτες, φασόλια κ.λπ.) στις αγορές των πόλεων για να τα πουλήσουν, βελτιώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τα πενιχρά τους εισοδήματα.
Άγιος Γρηγόριος 

 Όψεις της κοινωνικής ζωής στην Τραπεζούντα
 Οι Έλληνες δίνουν τον τόνο στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην Τραπεζούντα. Εδώ, στην αυγή του νέου αιώνα, το κλίμα ευφορίας είναι διάχυτο παντού. Οι εξαιρετικά θετικές προοπτικές της πόλης αντικατοπτρίζονται στους εντυπωσιακούς ρυθμούς δημογραφικής ανάπτυξης, που την καθιστούν μια από τις πιο πολυάνθρωπες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, όπου ο ελληνικός κατέχει κυρίαρχη θέση από οικονομικο-κοινωνική άποψη.
 Αυτό φανερώνεται με μια ματιά στην πόλη, όπου μεταξύ των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων κυριαρχούν τόσο με το μέγεθος, όσο και - κυρίως - με την αισθητική τους εκείνα που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα.
 Στη νότια παραθαλάσσια πλευρά δεσπόζει ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου έχοντας δίπλα του το εντυπωσιακό νεοκλασικό τετραώροφο κτίριο του Φροντιστηρίου, που προκαλεί δέος με το ύψος και τον όγκο του κυριαρχώντας αισθητικά σε όλη την παράλια περιοχή της πόλης.
 Η μεγάλη ποσότητα πλούτου που συσσωρεύεται από τους Έλληνες αστούς αντανακλάται στο μέγεθος και την πολυτέλεια που αναδίδουν οι κατοικίες τους μέσα στην πόλη αλλά και προπάντων στις πολυτελείς τους επαύλεις ψηλά στο λόφο του Σοούκ - Σου, που εντυπωσιάζουν ακόμη και σήμερα. Ιδιαίτερη αίσθηση δημιουργούν και τα κτίρια των εμπορικών και τραπεζικών ελληνικών καταστημάτων στο κέντρο της πόλης, πολλά από τα οποία μάλιστα και σήμερα ακόμη εξακολουθούν να παίζουν τον ίδιο ρόλο.
 Αυτή την εποχή η πρωτεύουσα του Πόντου είναι μια πόλη που σφύζει από ζωή και κίνηση. Στους 50.470 κατοίκους της αντιστοιχούν 15.780 Έλληνες, 30.000           Μουσουλμάνοι, 4.290 Αρμένιοι, 230 Πέρσες και 170 Φραγκολεβαντίνο. Αυτοί οι τελευταίοι αποτελούν τη μικρή κοινωνική ομάδα των Καθολικών που διαμένουν στην κεντρική συνοικία της Αγίας Μαρίνας, νότια της πλατείας προς τη θάλασσα, που για το λόγο αυτό αποκαλείται «Φράγκικα». Η παρουσία τους αντανακλά τις έντονες προσπάθειες διείσδυσης των δυτικών χωρών και στον Πόντο καθ' όλη την περίοδο, μέσω της εκκλησίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο όμως παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή την καθολική προπαγάνδα και ζητά συνεχώς από τους κατά τόπους Μητροπολίτες να προχωρούν σε κάθε αναγκαία πρωτοβουλία που θα ακυρώνει στην πράξη αυτές τις προσπάθειες. Τα πενιχρά, όμως, αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών δείχνουν ότι οι μηχανισμοί ιδεολογικής αντίστασης που είχε αναπτύξει ο ελληνισμός του Πόντου ήταν ιδιαίτερα ισχυροί.
 Η κεντρική εμπορική οδός της πόλης είναι γεμάτη εμπορικά καταστήματα, στα οποία, μεταξύ των Ελλήνων που κυριαρχούν αριθμητικά, δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι Κρωμναίοι, καταγόμενοι από ομάδα χωριών της ενδοχώρας βόρεια της Αργυρούπολης και σε υψόμετρο περί τα 2.000 μέτρα, που αποκαλούνται και «Εβραίοι της Τραπεζούντας». Στην αγορά μπορεί να βρει κανείς οτιδήποτε επιθυμεί. Ξεχωρίζουν τα ελληνικά τραπεζικά καταστήματα, τα ελληνικά φαρμακεία, το βιβλιοπωλείο του Ευκλείδη Γεωργιάδη, το φωτογραφείο των αδελφών Κακούλη που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα άριστα φωτογραφεία της Αθήνας, το τυπογραφείο των αδελφών Σεράση (που λειτουργεί από το 1888 και εκδίδει την εφημερίδα «Φάρος της Ανατολής»), τα κουντουράδικα (υποδηματοποιεία), η αγορά κρεμμυδιών (sogan pazar), τα κουγιουμζήδικα (χρυσοχοεία) και γενικά ένα πολύχρωμο αισιόδοξο πλήθος ανθρώπων που παράγει, καταναλώνει, κινείται.
 Οι άνθρωποι της αγοράς είναι και οι μόνοι που γνωρίζουν καλά την τουρκική γλώσσα για να διευθετούν εύκολα τις τυχόν διαφορές τους με το δημόσιο. Στη ζωντανή αυτή αγορά περιφέρονται διάφοροι μικροεπαγγελματίες του δρόμου, που αποτελούν θέαμα σύνηθες στις πόλεις της Ανατολής, προσφέροντας τα πιο απίθανα και ετερόκλητα προϊόντα και υπηρεσίες: νερό, τσιγάρα, γλυκά, μεταφορά προϊόντων ως αχθοφόροι, βελόνες, κουλούρια κ.λπ.. Πρόκειται για παρουσίες που χρωματίζουν έντονα το κέντρο της πόλης, ευρισκόμενες στις παρυφές της οικονομικής της ζωής και λειτουργώντας συμπληρωματικά της.
 Στη μεγάλη κεντρική πλατεία, όπου κατά κανόνα καταλήγουν και από όπου ξεκινούν οι βασικοί δρόμοι της πόλης, τα διάφορα εστιατόρια, ταβέρνες και καφενεία συνήθως είναι γεμάτα, όπως και το κατάστημα του μοναδικού Πέρση κατασκευαστή και πωλητή χαλβά στο τελείωμα του μεγάλου εμπορικού δρόμου, δίπλα στην πλατεία.   
Τα σπίτια στο κέντρο της πόλης, που ανήκουν κατεξοχήν στους Έλληνες, προσδιορίζουν κατά τρόπο μάλιστα αρκετά διαυγή την κοινωνική προέλευση των ιδιοκτητών τους. Τα λίγα μεγάλα τριώροφα - συνήθως νεοκλασικά και με πλούσια εξωτερική και εσωτερική διακόσμηση - ανήκουν στους πλούσιους αστούς τραπεζίτες και εμπόρους. Νέα κτίρια ξεπηδούν παντού και γενικά παρατηρείται ένας οργασμός ανοικοδόμησης, που υπενθυμίζει κατά τρόπο έντονο τα νέα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα που διαμορφώνονται στο πλαίσιο των νέων οικονομικών ευκαιριών. 
Σε κεντρικό σχετικά μέρος ξεχωρίζει και το μόνο ουσιαστικά ενδιαφέρον μεγάλο τουρκικό τριώροφο, και μάλιστα σε μεγάλο ποσοστό, ξύλινο σπίτι, που ανήκει στην πλούσια οικογένεια των εμπόρων αδελφών Νεμλή Ζαδέ. Τα υπόλοιπα σπίτια είναι κυρίως μονώροφα και διώροφα. 
Όλα σχεδόν είναι κεραμοσκεπή, με λιθόκτιστη αυλή, η οποία περικλείεται από εξωτερικό ψηλό αυλόγυρο μέσα στον οποίο βλέπουν και τα παράθυρα, με βαριά ξύλινη εξώπορτα. Η βασική κατεύθυνση των περισσοτέρων σπιτιών είναι από βορρά προς νότο, έχουν δηλαδή την πλάτη τους στη θάλασσα, προφανώς για να αντιμετωπίσουν τον υγρό και δριμύ χειμώνα με τους παγερούς ανέμους που έρχονται ως εδώ από τις βόρειες παγωμένες ρωσικές στέπες.
Το παρχάρι (Οροπέδιο) Dilaver Yala

  Η μετάβαση στα παρχάρια, βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων του Πόντου
 Το υγρό κλίμα των παραλίων περιοχών του Πόντου, που σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται πνιγηρό, αναγκάζει τους κατοίκους των περιοχών αυτών να μετακινούνται κατά το καλοκαίρι στα παρχάρια, δηλαδή τα οροπέδια που βρίσκονται στα υψίπεδα των βουνών της ενδοχώρας. Είναι περιοχές με ξηρό και υγιεινό κλίμα και κρύα νερά, σε ομαλές περιοχές των εσωτερικών βουνών, σε υψόμετρο πάνω από τα 2.000 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
 Πρόκειτα για μια συνήθεια των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής από τους αρχαίους ακόμη χρόνους, που έχει γίνει συστατικό στοιχείο της ζωής τους. Κατά τις ημέρες της αναχώρησης επικρατεί ένα πανηγυρικό κλίμα χαράς και αδημονίας, το οποίο τονίζεται και ενισχύεται από τις προετοιμασίες των οικογενειών, που συνιστούν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Η παραμονή στα παρχάρια διαρκεί συνήθως όλο το καλοκαίρι, ενώ για τους κατοίκους των ορεινών χωριών, που όλα έχουν το δικό τους παρχάρι πάνω από το χωριό προς την κορυφή του βουνού, η παραμονή διαρκεί 1-2 μήνες περισσότερο, γιατί συνδυάζεται με την αξιοποίηση των τόπων αυτών ως σημαντικών βοσκότοπων για τα ζώα που συντηρούν, τα οποία φροντίζουν ειδικά προς τούτο μισθωμένοι βοσκοί, οι «παρχαρέτ’». 
Παρχάρια υπάρχουν πολλά σε όλο το μήκος του ανατολικού και κεντρικού Πόντου και βρίσκονται στη δεύτερη κατά σειρά κλιματική ζώνη του Πόντου, τη ζώνη των οροπεδίων. Σημαντικότερα, όμως, όλων θεωρούνται τρία, που βρίσκονται στην περιοχή της Τραπεζούντας προς τα νότια: της Σάντας, της Κρώμνης και της Ίμερας124. Το πλήθος των παραδοσιακών τραγουδιών του Πόντου που αναφέρονται στα παρχάρια αλλά και η νοσταλγία για αυτά των Ποντίων της πρώτης γενιάς που ζουν ακόμη αποδεικνύουν αυτομάτως το γεγονός ότι η μετακίνηση στα παρχάρια αποτελεί μια από τις βασικές όψεις της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων του Πόντου.

 Οι πανηγύρεις - Η Παναγία Σουμελά
 Τόπος συνάντησης των απανταχού ευρισκομένων Ελλήνων του Πόντου είναι η Μονή της Παναγίας Σουμελά κατά την εορτή της Παναγίας στις 15 Αυγούστου. Πραγματικά, παρά το γεγονός ότι και οι υπόλοιπες ιστορικές μονές του Πόντου δέχονται μεγάλα πλήθη επισκεπτών, η περίπτωση της Παναγίας Σουμελά είναι εντυπωσιακή.
 Έλληνες Πόντιοι από κάθε πόλη και χωριό προσέρχονται κατά χιλιάδες, ακόμη και από το εξωτερικό φροντίζουν ο ερχομός στη γενέθλια γη να συμπέσει με το χρόνο της γιορτής της Παναγίας. Η πραγματικά μοναδική κοσμοσυρροή από κάθε γωνιά της ποντιακής γης, των έξω των ορίων του ιστορικού Πόντου κοινοτήτων των μεταλλείων αλλά και των αποδήμων Ποντίων, δημιουργούν μια πανηγυρική ατμόσφαιρα στον ευρύτερο χώρο της μονής χωρίς προηγούμενο, γεμάτη πλήθος χρωμάτων, φωνές, χορούς, τραγούδια.
 Οι επισκέπτες του χώρου της μονής εισερχόμενοι αφήνουν, στο μικρό χώρο που βρίσκεται δεξιά, τον οπλισμό τους - όσοι διαθέτουν και, κυρίως, οι προερχόμενοι από τις περιοχές της Σάντας και της Κρώμνης - και εισέρχονται στη μονή με κατάνυξη. Η τεράστια αξία που έχει η Μονή της Παναγίας Σουμελά για τον ελληνικό ποντιακό πληθυσμό προκύπτει και από το γεγονός ότι είναι το μοναδικό σχεδόν μέρος του Πόντου που έχουν επισκεφθεί σε διάφορες ιστορικές περιόδους όλοι οι ξένοι περιηγητές που έφτασαν στην περιοχή, όπως προκύπτει από τις σχετικές τους περιγραφές, γεγονός που δείχνει την ενδιαφέρουσα μακρά ιστορική πορεία της μονής αλλά και το μεγάλο ενδιαφέρον που έχει για τους Έλληνες.
 Ανιχνεύοντας κανείς την ιστορία της μονής, διαπιστώνει ότι η πορεία της μέσα στο χρόνο συνδέεται με μια σειρά από θρύλους και παραδόσεις, οι οποίες, κυρίως για το λόγο αυτό, την έχουν μυθοποιήσει στη συνείδησή τους και την έχουν ταυτίσει με την ίδια την παρουσία τους στην περιοχή του Πόντου.
Παναγία Σουμελά
 Λίγο μικρότερη είναι η εμβέλεια που έχουν οι πανηγύρεις των άλλων μονών του Πόντου, όπως του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και Αγίου Ιωάννου Βαζελώνα, των δύο ιστορικών μονών του Πόντου, που βρίσκονται κοντά στη Σουμελά και μάλιστα στην ίδια περιοχή, υπαγόμενες και οι τρεις στην εκκλησιαστική επαρχία Ροδοπόλεως. 
Ανάλογη είναι η εμβέλεια της πανήγυρης της Μονής Παναγίας Γουμερά, που βρίσκεται νότια, περί τα 100 χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα, λίγο ανατολικά της Αργυρούπολης. Στην τελευταία ειδικά περίπτωση το πλήθος που συρρέει, με την ευκαιρία της εορτής της Παναγίας, από όλα τα χωριά της περιοχής αλλά και πολύ μακρύτερα, είναι επίσης μέγα και αποτελείται από χριστιανούς αλλά και Τούρκους. Οι εκδηλώσεις συνοδεύονται από ολονυχτίες, διασκέδαση, ακόμη και από ομαδικούς πυροβολισμούς, όπου εκδηλώνεται η ζωντάνια και το σφρίγος του ελληνισμού κατά τη μεγάλη βραδιά της πανήγυρης.
 Μικρότερης εμβέλειας συγκεντρώσεις, με την έννοια ότι έχουν τοπικό κυρίως ενδιαφέρον, είναι τα πανηγύρια που πραγματοποιούνται στα χωριά και τις κωμοπόλεις. Πρόκειται για σημαντικό κοινωνικό γεγονός, στο οποίο, όπως και στην περίπτωση του γάμου, έχουμε μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων. Σ’ αυτή, όμως, την περίπτωση έχουμε πολύ μεγαλύτερη, γιατί συγκεντρώνονται οι κάτοικοι ολόκληρων περιοχών ή ομάδων χωριών για να συνεορτάσουν την επέτειο της εορτής κάποιου αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένη κάποια εκκλησία ή εξωκλήσι. 
Συνήθως, οι χώροι των πανηγυριών βρίσκονται έξω από το χωριό σε κάποιο όμορφο εξοχικό μέρος με ψηλά δένδρα και κρύα νερά, αλλά όχι σπάνια και μέσα στο χωριό, στον περίβολο του ναού. Οι Πόντιοι, αναζητώντας ευκαιρίες για όσο το δυνατόν περισσότερες κοινωνικές εκδηλώσεις και διασκέδαση, πραγματοποιούν συνήθως περισσότερα πανηγύρια του ενός σε κάθε χωριό και το γεγονός αυτό προσδίδει αυξημένο ενδιαφέρον σ’ αυτά. 
Μεγάλη σημασία έχει η καλή οργάνωση του πανηγυριού, η οποία είναι καθήκον της κοινότητας, που αναθέτει στα στελέχη της και στους αρχηγούς των οικογενειών, αλλά και σε κάποιους κατοίκους αυτή τη δουλειά. Πρώτη δε και κύρια μέριμνα αποτελεί η εξασφάλιση του φαγητού για όλους τους πανηγυριστές, η οποία επιτυγχάνεται με την υλική προσφορά αλλά και την προσωπική εργασία όλων των κατοίκων κατά τις οικονομικές τους δυνάμεις. Στόχος να μείνουν όλοι ικανοποιημένοι και ιδιαίτερα οι ξένοι επισκέπτες. 
Με την ευκαιρία του πανηγυριού αρκετοί κάτοικοι προσφέρουν στην κοινότητα ζώα (μοσχάρια ή αρνιά), τα οποία κατά τη διάρκεια του πανηγυριού δημοπραττούνται και τα έσοδα διατίθενται από την κοινότητα για το σχολείο ή για οικονομική στήριξη των φτωχότερων οικογενειών. Το δεδομένο αυτό καθιστά σαφές ένα υψηλό αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά και στήριξης των ιδεολογικών τους μηχανισμών. Κάποιες από τις προσφορές αυτές δίνονται ως έπαθλα στους νικητές των αγώνων πάλης, που επίσης πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του πανηγυριού.
 Η μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων είναι η βασική προϋπόθεση μετατροπής του πανηγυριού και σε μια μικρή εμποροπανήγυρη με την παρουσία μιας σειράς μικρεμπόρων. Μάλιστα, η αγορά ενθυμίων από τους πανηγυριστές είναι μια συνήθεια ευρύτατα διαδεδομένη. Φυσικά, κυρίαρχο στοιχείο σε όλη τη διάρκεια του πανηγυριού είναι ο χορός, η διασκέδαση και το τραγούδι, με τη συμμετοχή όλων των πανηγυριστών.


ΑΝΤΩΝΗ Υ. ΠΑΥΛΙΔΗ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
 «ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24
"ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ (1900-1914) και η ιδεολογική κυριαρχία των Ελλήνων στον Πόντο"


1. ΤΣΑΝΤΕΚΙΔΗΣ Κοσμάς: «Παροικίαι Σανταίων», ΠΕ, τχ. 89-90, 1957, σελ. 4.271-4.272.

Εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στους λόγους των μεγάλων σε όγκο μεταναστεύσεων των κατοίκων της Σάντας με την ομάδα επτά (7) χωριών, που βρίσκονται σε υψόμετρο περίπου 1.800 μέτρων στην ενδοχώρα, με τις δύσκολες καιρικές συνθήκες και τους λιγοστούς πόρους εκτός από την καλλιέργεια μικρών ποσοτήτων λαχανικών και σιτηρών και την κτηνοτροφία. Έτσι, οι κάτοικοι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν και μάλιστα σε τέτοια έκταση, ώστε να δημιουργήσουν ολόκληρες παροικίες, κυρίως στην Τραπεζούντα και ανατολικά της, στα χωριά Κύμινα, Κόχαλη, Μέσωνα, Βώνο, Λύκαινα, Βάρβαρα και στα χωριά των Σουρμένων Χαλανίκ, Πύργη, Καταβόλ. Οι μεταναστεύσεις αυτές επεκτείνονται και προς τη Ρωσία, στις περιοχές: Βατούμ (χωριά Αχλάσι, Τσιάκβα, Άτσκοβα, Τβήρικα), Τυφλίδας (Σέκιτλι, Ιβάνοβα, Χαραπά, Φτελέν, Βιζιρόφ), Τσάλκας, Σοχούμ (Μιχαηλόβσκα, Ανδρέεβσκα - Ζουρνατσάντων, Αλεξανδρόβσκα), Καρς κ.λπ.


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah