Προϋποθέσεις
διαμόρφωσης των εθνικών ομάδων
Η χιλιόχρονη πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: στο γραφειοκρατικό μηχανισμό, την εκκλησία και το
στρατό. Η γραφειοκρατία και ο στρατός συγκροτούνται από μισθοφόρους, των οποίων
το κόστος καλύπτεται από τη βαριά φορολογία. Κατά τους τελευταίους αιώνες της
Αυτοκρατορίας, όταν αυτή συρρικνώνεται εδαφικά, έχουμε αύξηση της φορολογίας, για να καλυφθούν οι οικονομικές
ανάγκες.
Ως προς τις κύριες αιρέσεις ο Γρηγοριανισμός είναι
η καταφυγή των Αρμενίων απέναντι στον πλήρη εξελληνισμό τους αλλά και στην
οικονομική και πολιτική τους εκμετάλλευση από την κεντρική βυζαντινή
γραφειοκρατία, ο Νεστοριανισμός για τους χριστιανούς Κούρδους με την ιδιότυπη
οργάνωση των πατριών-ποιμένων, ενώ παραπλήσιοι είναι οι λόγοι της αιρετικής
στάσης των Ασυρίων και των Κοπτών.
Από το 10ο αιώνα έχουμε την εισβολή διαφόρων
τουρκικών φύλων και την οριστική τους εγκατάσταση στα πρώην εδάφη της
Αυτοκρατορίας στη Μ. Ασία μετά τις μάχες στο Ματζικέρτ (1071) και το
Μυριοκέφαλο (1176). Η μείωση των χριστιανικών πληθυσμών που παρατηρείται
αυτή την περίοδο, οφείλεται κατά πρώτο λόγο στα θύματα που συνεπάγονται οι
συνεχείς πόλεμοι, αλλά και κυρίως στις γενικευμένες σφαγές - επακόλουθο της
καθιέρωσης μεταξύ των τουρκικών φύλων της ιδεολογίας του Γαζή, η οποία απαιτεί
το θάνατο των εχθρών της πίστης. Άλλος παράγοντας είναι οι φοβερές επιδημίες
και ιδιαίτερα η πανώλη και ο λοιμός. Ακόμη, ο εξανδραποδισμός των χριστιανών με
τη μεταφορά τους ως σκλάβων στην Περσία και αλλού, καθώς και οι επιγαμίες
μεταξύ Τούρκων και χριστιανών, που στοχεύουν στην αύξηση των μουσουλμάνων και
την παράλληλη μείωση των χριστιανών. Πολύ μεγαλύτερο ρόλο, όμως,
παίζει ο θρησκευτικός προσηλυτισμός. Οι μεγάλης έκτασης εξισλαμισμοί αυτής της
περιόδου είναι βίαιοι αλλά και εθελούσιοι και αφορούν κυρίως τους ανατολικούς
λαούς, στους οποίους υπάρχουν οι προϋποθέσεις γι’ αυτό, όπως ήδη περιγράφτηκε,
τους δούλους κ.λπ.
Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση των
ισλαμικών αιρέσεων, που αποτελούν παρεκκλίσεις από την ισλαμική ορθοδοξία,
δηλαδή το Σουνιτισμό. Εδώ έχουμε καταρχάς, κατά τα τέλη του 13ου και τις αρχές
του 14ου αιώνα, την εισβολή στο μικρασιατικό χώρο των Δερβίσηδων, που εκφράζουν
έναν εσωτερισμό και ανήκουν σαφέστατα στην περίπτωση των αιρέσεων σχισμάτων
(mezhep και tarikat). Η αντίθεση, όμως, αυτή αντικατοπτρίζει ευρύτερα πολιτιστικά
και κοινωνικά δεδομένα.
Οι διάφοροι πνευματικοί ταγοί baba (πατέρες), dede (γέροντες), που περιέρχονται σχεδόν γυμνοί και ρακένδυτοι την ύπαιθρο κάτω από διάφορα ονόματα (απτάληδες, καλεντέρηδες, χαϊντάρηδες κ.λπ.), προέρχονται από τα σπλάχνα της ποιμενικής κοινωνίας των τουρκμενικών φύλων. Μια από τις σημαντικότερες αιρέσεις, των Μπεκτασήδων, που ίδρυσε ο Χατζή Μπεκτάς Βελή (Haci bekta§ Veli), αναπτύχθηκε πάνω σε τέτοιες κοινωνικές βάσεις. Για το λόγο αυτό οι Μπεκτασήδες της υπαίθρου είναι οι λεγόμενοι Αλεβήδες, αιρετικοί όσο και οι Σιίτες.
Στην περιοχή του Πόντου οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι
συναντούν ένα σημαντικό σε αριθμό σύνολο τοπικών λαών, τους οποίους, όπως
περιγράψαμε, αφομοιώνουν πολιτιστικά διαμέσου των αιώνων. Στα ανατολικά και
στην περιοχή της Χαλδίας αλλά και δυτικά μέχρι την περιοχή της Οινόης κατοικούν
οι εξής λαοί: Οι Χάλυβες ή Χάλδοι ή Χαλδαίοι, γι’ αυτό και η χώρα τους
ονομάστηκε Χαλδία.
Σε γενικές γραμμές, κατά τους βυζαντινούς χρόνους
στον Πόντο συναντάμε τους περισσότερους λαούς και φυλές που είδαμε στις
ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας, με τις αιρέσεις να παίζουν καθοριστικό
ρόλο και στην περιοχή του Πόντου, όπως ήδη προαναφέραμε.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση, βασικό εργαλείο
αναδιαμόρφωσης της ταυτότητας των εθνικών ομάδων στον Πόντο αποτελούν οι
εξισλαμισμοί, στους οποίους οι Έλληνες του Πόντου δείχνουν μεγαλύτερη
ανθεκτικότητα από τις υπόλοιπες περιοχές. Τα στοιχεία που διαθέτουμε για την
περίοδο αυτή δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά, γιατί οι σημαντικές
διαφοροποιήσεις μεταξύ των μουσουλμάνων και μουσουλμανοφανών αιρετικών, στους
οποίους βρίσκεται και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, δεν αναφέρονται, γιατί οι
μουσουλμάνοι φέρονται ως ενιαίοι. Φαίνονται μόνο οι Έλληνες, οι Αρμένιοι
(χριστιανοί και καθολικοί) και ολιγομελείς ομάδες λατίνων καθολικών.
Από τους αρχαίους ακόμη χρόνους η περιοχή της Μ.
Ασίας θεωρείται κοιτίδα πολιτισμών και εξελίσσεται σε μαγνήτη προσέλκυσης
διαφόρων λαών εξαιτίας κυρίως των πόρων που διαθέτει και της στρατηγικής της
θέσης.
Μια απόπειρα εθνογραφικής καταγραφής της Μ. Ασίας κατά την πρώτη
προχριστιανική χιλιετία περιλαμβάνει πλήθος λαών που μιλούν άσχετες μεταξύ τους
γλώσσες: Έλληνες, Ουράρτιοι, Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί, Καππαδόκες, Ίσαυροι,
Αρμένιοι, Εβραίοι, Κάρες, Κούρδοι κ.ά. Απομεινάρια των γλωσσών των λαών αυτών
σώζονται και σήμερα σε βαθμό που μπορούν να δώσουν τη δυνατότητα γλωσσολογικής
ταξινόμησης.
Από όλους τους προχριστιανικούς πολιτισμούς της Μ. Ασίας ο
ελληνικός αποδεικνύεται πιο δυναμικός. Μετά τον πρώτο, και κυρίως το δεύτερο
ελληνικό αποικισμό, όλα τα μικρασιατικά παράλια μέχρι τον Εύξεινο Πόντο
γεμίζουν με ελληνικές αποικίες, οι οποίες σταδιακά εξελληνίζουν και τη
μικρασιατική ενδοχώρα, γεγονός καθοριστικό για το μαζικό εξελληνισμό των
βυζαντινών χρόνων.
Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο ο εξελληνισμός στηρίζεται λιγότερο
στον αριθμό των αποίκων και περισσότερο στην οικονομική και πολιτιστική υπεροχή
τους. Η επίδραση των Ελλήνων κατά την περσική περίοδο είναι ισχυρότερη κυρίως
στα παράλια, γιατί η περσική κυριαρχία ασκείται κατά βάσιν στο εσωτερικό
μικρασιατικό οροπέδιο. Οι ρυθμοί εξελληνισμού γίνονται αργοί κατά την κλασική
περίοδο, ενώ μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την εδραίωση των
Επιγόνων ο εξελληνισμός επιταχύνεται με την ίδρυση ελληνικών πόλεων. Η επιθυμία
δε για κοινωνική ανέλιξη αποτελεί ισχυρό κίνητρο για τους περισσότερο
φιλόδοξους ντόπιους κατοίκους να γνωρίσουν και να ομιλούν την ελληνική γλώσσα.
Η διαδικασία του εξελληνισμού ταυτίζεται συχνά με την αστικοποίηση, η οποία
συνεχίζεται και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο κι έτσι η Ρώμη συνεχίζει την παράδοση
του εξελληνισμού στη μικρασιατική χερσόνησο. Υπενθυμίζουμε ότι στην ευρύτερη
περιοχή του Πόντου την περίοδο αυτή έχουμε το Βασίλειο των Μιθριδατών, όπου ο
εξελληνισμός έρχεται με την καθιέρωση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας και του
δωδεκάθεου του Ολύμπου ως θρησκείας.
Η επιβίωση κάποιων αρχαίων γλωσσών της
Ανατολίας μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα ερμηνεύει τους αργούς ρυθμούς εξελληνισμού στο εσωτερικό της
Μ. Ασίας. Μελέτες των γλωσσών αυτών - όπου δεν περιλαμβάνονται η αρμενική,
γεωργιανή και κουρδική γλώσσα, που επιβιώνουν και αργότερα - αποδεικνύουν ότι
οι γλώσσες αυτές δίνουν μια μάχη ήδη χαμένη. Την περίοδο αυτή στις
ανατολικές περιοχές της Μ. Ασίας ομιλούμενες γλώσσες είναι η αρμενική, συριακή,
κουρδική, γεωργιανή, αραβική και, πιθανόν η λαζική.
Καθόλη τη βυζαντινή
περίοδο δεν έχουμε μεγάλες μεταναστεύσεις και εγκαταστάσεις λαών στη Μ. Ασία,
που θα μπορούσαν να προκαλέσουν γλωσσολογικές και άλλες πολιτιστικές αλλαγές,
κυρίως λόγω της ύπαρξης του σχετικά σταθερού κράτους των Σασσανιδών στα ανατολικά,
που εμποδίζει την είσοδο λαών από τα ανατολικά και κυρίως από την κεντρική
Ασία. Αυτό, όμως, που είναι ενδιαφέρον είναι η εσκεμμένη πολιτική μετοικήσεων
πληθυσμών μέσα στα όρια της Αυτοκρατορίας.
Έτσι, Γότθοι εγκαθίστανται τον 4ο
αιώνα στη Φρυγία, Μαρδαΐτες στην Αττάλεια, Αρμένιοι σε διάφορες περιόδους σε
διαφορετικές περιοχές, όπως στην Κολώνεια και Νεοκαισάρεια του Πόντου, όπου από
τον 7ο αιώνα ήδη κατοικούν Αρμένιοι, ενώ πολλές μετοικεσίες Αρμενίων γίνονται
μέχρι το 10ο αιώνα στις ευρωπαϊκές επαρχίες. Τον 7ο και 8ο αιώνα Σλάβοι
στρατιώτες που υπηρετούν στο βυζαντινό στρατό τοποθετούνται στα βορειοδυτικά
σύνορα, Πέρσες στρατιώτες που έχουν αυτομολήσει στο Βυζάντιο τοποθετούνται στις
ανατολικές επαρχίες κ.λπ.
Οι Εβραίοι αποτελούν μια ομάδα που παίζει σημαντικό
ρόλο στο εμπόριο της Μ. Ασίας, που κατά τη ρωμαϊκή εποχή βρίσκονται
εγκατεστημένοι σε περισσότερες από 60 πόλεις, ενώ από τον 7ο μέχρι τον 11ο
αιώνα τους συναντάμε: στην Καππαδοκία (7ο αιώνα), Νεοκαισάρεια (8ο αι.), Αμόριο
(9ο αι.), Νίκαια (10ο αι.), Άβυδο και Έφεσο (11ο αι.) κ.λπ.
Στις αρχές του 13ου
αιώνα υπάρχουν εβραϊκές κοινότητες σε πέντε πόλεις της Ανατολίας: Γάγγρα,
Στρόβιλο, Σελεύκεια, Χώνες και Τραπεζούντα. Πηγές του 11ου αιώνα αναφέρουν
εκπληκτική ποικιλία φυλετικών στρατιωτικών ομάδων σε διάφορες περιοχές της
Αυτοκρατορίας: Ρώσοι, Άγγλοι, Νορμανδοί, Γερμανοί, Βούλγαροι, Σαρακηνοί,
Γεωργιανοί, Αρμένιοι, Αλβανοί, Σκανδιναβοί κ.λπ.
Η πλειοψηφία των μη ελληνικών
πληθυσμών κατοικεί στις ανατολικές περιοχές της Μ. Ασίας. Με την επέκταση εκεί,
το 10ο και 11ο αιώνα, ενσωματώνονται στην αυτοκρατορία περιοχές με λαούς που
δεν είναι ελληνόφωνοι και διαφωνούν με τη σύνοδο της Χαλκηδόνας.
Κούρδοι
βρίσκονται στην Άμιδα (αργότερα Ντιαρμπακίρ), στην περιοχή της λίμνης Βαν και
αλλού. Στις νοτιοανατολικές περιοχές του Ευξείνου βρίσκονται Λαζοί και
Γεωργιανοί. Σημαντικότεροι λαοί αυτών των περιοχών κατά τον 11ο αιώνα είναι οι
Σύροι, που είναι οι κυριότεροι έμποροι της περιοχής καθώς και φημισμένοι
γιατροί αλλά και μεταφραστές ελληνικών κειμένων, και οι Αρμένιοι, που με
απόφαση του βυζαντινού κράτους και καθώς αυτό έχει επεκταθεί ανατολικά,
εγκαθίστανται σε διάφορες περιοχές (Χαλδία, Λάμπακα, Σεβάστεια, Καππαδοκία,
Μελιτηνή, Άνι κ.λπ.).
Οι λαοί της αυτοκρατορίας αντιδρούν έντονα σ’ αυτά τα μέτρα και η
αντίδρασή τους εκφράζεται με τις αιρέσεις, που, αν και εμφανίζονται από τους
πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, έντονη ανάπτυξή τους έχουμε μετά το 10ο αιώνα.
Οι αιρέσεις εκφράζουν το γενικότερο κλίμα αντίστασης αλλά και τις πολιτιστικές
ιδιαιτερότητες των λαών της περιοχής, η εμφάνισή τους δηλαδή στο μικρασιατικό
χώρο είναι αποτέλεσμα κυρίως πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.
Δεν είναι τυχαίο ότι κέντρο των σημαντικότερων αιρέσεων γίνεται η Αντιόχεια,
έδρα του Μονοφυσιτισμού και του Νεστοριανισμού, σημαντικό οικονομικό κέντρο της
αυτοκρατορίας, που όμως πιέζεται από το εμπορικό μονοπώλιο της Κωνσταντινούπολης,
η οποία έχει πάρει από την Αντιόχεια το εμπόριο μετάξης και μπαχαρικών, που
μέχρι τότε αποτελούσε τη βάση του πλούτου της.
Ο Αρειανισμός έχει φυλετικά και οικονομικά
κίνητρα και αναπτύσσεται σε αντιπαράθεση με την επίσημη θρησκευτική και
πολιτική ορθοδοξία της αυτοκρατορίας. Μεγάλο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον έχει το
γεγονός ότι οι περιοχές αυτές των αιρέσεων ακόμη και σήμερα τηρούν μια αιρετική
στάση σε σχέση με το θρησκευτικό δόγμα της κυρίαρχης πολιτικής-οικονομικής
ομάδας: οι Κούρδοι της ανατολικής Τουρκίας είναι Σιίτες (ενώ οι Τούρκοι είναι
Σουνίτες) και οι Κούρδοι του Ιράν είναι Σουνίτες (ενώ οι Ιρανοί είναι Σιίτες).
Το καθεστώς αυτό έχει και πολιτικές προεκτάσεις, αφού οι αντίθετοι με την
Τουρκία Κούρδοι είναι Σιίτες, ενώ η Άγκυρα συνεργάζεται με τους Σουνίτες
Κούρδους της περιοχής του Ιράκ. Η πιο αξιόλογη από τις υπόλοιπες αιρέσεις
είναι των Παυλικανών, στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου, που πρωτοεμφανίζεται
από τον 6ο ακόμη αιώνα.
Συγκεκριμένα κίνητρα εξισλαμισμού αποτελούν η αποφυγή της
φορολογίας των μη μουσουλμάνων, γεγονός που οδηγεί μεγάλες πληθυσμιακές
χριστιανικές ομάδες να προσχωρήσουν στο Ισλάμ, καθώς και ιδεολογικά στοιχεία
του Ισλάμ, σύμφωνα με τα οποία όποιος προσηλυτίζει ένα άτομο στο Ισλάμ αποκτά
εισιτήριο για τον Παράδεισο. Το στοιχείο αυτό οδηγεί πολλούς Μουσουλμάνους να
απελευθερώσουν χριστιανούς δούλους τους, εφόσον οι τελευταίοι αποδεχτούν τη
θρησκεία τους. Οι εξισλαμισμοί αυτοί, όπως γίνεται φανερό, δεν έχουν το
χαρακτήρα των βίαιων και μαζικών εξισλαμισμών μετά την Άλωση και κυρίως κατά το
17ο και 18ο αιώνα, στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί σε άλλο κεφάλαιο.
Οι διάφοροι πνευματικοί ταγοί baba (πατέρες), dede (γέροντες), που περιέρχονται σχεδόν γυμνοί και ρακένδυτοι την ύπαιθρο κάτω από διάφορα ονόματα (απτάληδες, καλεντέρηδες, χαϊντάρηδες κ.λπ.), προέρχονται από τα σπλάχνα της ποιμενικής κοινωνίας των τουρκμενικών φύλων. Μια από τις σημαντικότερες αιρέσεις, των Μπεκτασήδων, που ίδρυσε ο Χατζή Μπεκτάς Βελή (Haci bekta§ Veli), αναπτύχθηκε πάνω σε τέτοιες κοινωνικές βάσεις. Για το λόγο αυτό οι Μπεκτασήδες της υπαίθρου είναι οι λεγόμενοι Αλεβήδες, αιρετικοί όσο και οι Σιίτες.
Τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη της αίρεσης, η οποία
διαδίδεται πολύ πιο εύκολα σε ομάδες εξισλαμισμένων, όπως μεταξύ των
εξισλαμισμένων της δυτικής Θράκης, αλλά και σε οργανωμένες στρατιωτικές ομάδες
εξισλαμισμένων, όπως οι Γενίτσαροι. Στις περιπτώσεις αυτές ο Μπεκτασηδισμός
λειτουργεί ως υποκατάστατο εναντίον του ορθόδοξου ισλαμικού δόγματος,
προσλαμβάνοντας και ενσωματώνοντας στοιχεία του ορθόδοξου χριστιανικού
δόγματος. Έτσι, διατηρείται και στο Μπεκτασηδισμό το δόγμα της Αγίας Τριάδας,
που σύγκειται από το Θεό, το Μωάμεθ και τον Αλή (Χαλίφη που αγιοποιήθηκε από
τους Σιίτες), το δόγμα των δώδεκα Ιμάμηδων είναι αντίστοιχο των Δώδεκα
Αποστόλων κ.λπ.
Η προσεκτική παρατήρηση του ζητήματος αυτού δείχνει την
επιβίωση πανάρχαιων δοξασιών, από τις οποίες ελάχιστες έχουν σχέση με την
κεντρική Ασία. Ο Μπεκτασηδισμός ειδικά διαπνέεται από ένα έντονα διονυσιακό
πνεύμα και έχει σαφείς υλιστικές βάσεις, σε αντίθεση με το Μεβλεβηδισμό. που
έχει απολλώνια χροιά. Από το αν τα τάγματα ανήκουν στην ισλαμική ορθοδοξία ή
στις αιρέσεις προκύπτει και ο ταξικός τους χαρακτήρας και η πολιτική τους
κατεύθυνση. Αυτό, βέβαια, σε σχέση με τη στάση τους απέναντι στη θεσπισμένη
πολιτική εξουσία και τις κυρίαρχες δυνάμεις που εκφράζουν.
Έτσι, ο Σουνιτισμός
ως θρησκευτικό - πολιτικό δόγμα του κράτους πρέπει θεωρηθεί «δεξιά», ενώ ο Σιιτισμός, που αντιτίθεται
προς αυτόν, «αριστερά». Το σχήμα αυτό είναι αντίστροφο σε Σιιτικά κράτη, όπως
το Ιράν. Τόσο ο Μεβλεβηδισμός όσο και ο Μπεκτασηδισμός συνεργούν στον
εξισλαμισμό των μικρασιατικών εθνοτήτων, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούν ως
ασφαλιστική δικλείδα απέναντι στις συνέπειές του. Κατά τον ίδιο τρόπο εκφράζουν
τις κοινωνικές δυνάμεις στο μέτρο που τις κινητοποιούν, διαμορφώνοντάς τες συχνά
σε κινήματα.
Η παράθεση αυτή των γεγονότων και της διαδικασίας
διαμόρφωσης των εθνικών ομάδων έχει μεγαλύτερη αξία να αναφέρεται σε ολόκληρο
το μικρασιατικό χώρο και όχι μόνο στον Πόντο, επειδή οι εξελίξεις αφορούν στον
ίδιο σχεδόν βαθμό, με κάποιες εξαιρέσεις, όλη τη Μ. Ασία και κυρίως την
ανατολική, όπου ανήκει γεωγραφικά και ο Πόντος. Έτσι, αποκτούμε μια
σφαιρικότερη θεώρηση των συνθηκών που διαμόρφωσαν τις διάφορες εθνότητες που
μας ενδιαφέρουν.
Οι Μοσσύνοικοι, που βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ
Κερασούντας και Τρίπολης και διαθέτουν τα γνωστά ξύλινα σπίτια τους, τους
Μοσσύνους. Οι Δρίλες, νότια της Τραπεζούντας, στην ίδια ορεινή περιοχή με τους
Μάκρωνες ή Μακροκέφαλους. Μεγάλο χώρο, επίσης, καταλαμβάνουν οι Σάννοι ή
Τζάνοι, των οποίων η χώρα ονομάζεται Τζανική και περιλαμβάνει μια μεγάλη έκταση
από την περιοχή λίγο ανατολικά της Τραπεζούντας μέχρι τον Άλυ ποταμό, δυτικά,
ενώ ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα η διοίκηση της περιοχής Αμισού
ονομάζεται Τζανική (Canik mute§afirligi).
Οι Σκυθηνοί διαμένουν νοτιότερα των
Μακρώνων, οι Κερκίτες νοτιοανατολικά και οι Ταόχοι ανατολικά από αυτούς, προς
τη χώρα των Καρδούχων (Κούρδων), στην περιοχή που αργότερα ορίζεται μεταξύ
Αργυρούπολης και Ερζερούμ. Στην περιοχή μεταξύ Τραπεζούντας και Γεωργίας
κατοικούν οι Λαζοί ή Κόλχοι και η χώρα τους είναι η Λαζική ή Κολχίδα, ενώ ακόμη
και στις αρχές του 20ού αιώνα η περιοχή τους ονομάζεται Λαζιστάν (Lazistan
mutesafirligi).
Δεν έχουν καμιά φυλετική σχέση με τους Έλληνες, αλλά δεν είναι
ούτε και ιθαγενείς πληθυσμοί. Πρόκειται για μια φυλή που, κατά τον Ηρόδοτο και
το Διόδωρο το Σικελιώτη, αναπτύχθηκε από τα υπολείμματα της στρατιάς του
Αιγύπτιου Φαραώ Σέσωστρη που είχε προελάσει μέχρι τον Πόντο και εγκαταστάθηκε
στην προαναφερθείσα περιοχή. Άλλοι ερευνητές τοποθετούν την περιοχή
προέλευσης των Λαζών στον Καύκασο. Ανατολικότερα των Λαζών κατοικούν οι
Αβασγοί και νότια των Λαζών, δηλαδή προς το εσωτερικό των ορέων τους, οι Μόσχοι
ή Μέσχοι. Στην περιοχή του δυτικού Πόντου ζουν οι Τιβαρηνοί ή Τιβαρινοί ή
Τιβρανοί, και δυτικότερα οι Παφλαγόνες (δυτικά του Άλυ ποταμού). Αναφέρονται
επίσης και οι Λευκοσύροι, στο εσωτερικό του κυρίως Πόντου προς τα νότια, άποικοι των Ασσυρίων, που έλαβαν το όνομά τους για
το διαφορετικό σε σχέση με τους Ασσύριους χρώμα τους και οι οποίοι, κατοικώντας
αρχικά στην περιοχή της Καππαδοκίας, επεκτάθηκαν μέχρι τον Πόντο μεταξύ των
ποταμών Άλυ και Ίρι. Κατά τους χρόνους δε της έλευσης των Μυρίων παρουσιάζονται
ενωμένοι με τους Παφλαγόνες και κυβερνώνται από έναν Παφλαγόνα βασιλέα, ο
οποίος έχει τη δυνατότητα να παρατάξει στρατό μέχρι 120.000 ανδρών.
Οι περισσότεροι από τους λαούς αυτούς εξακολουθούν να μένουν στην περιοχή και
έρχεται σε επαφή μαζί τους ο Ξενοφώντας κατά την Κάθοδο των Μυρίων, όπου και
τους περιγράφει μαζί με τις περιπέτειες και τις συγκρούσεις που έχει μαζί τους
μέχρι να αναχωρήσει από την περιοχή του Πόντου προς την Ελλάδα.
Συγκεκριμένα οι
Μύριοι , στην πορεία τους από τα Κούναξα προς τον Εύξεινο Πόντο, συναντούν
πρώτα τους Καρδούχους, στη συνέχεια τους Ταόχους, Χάλυβες, Σκυθηνούς Μάκρωνες,
Κόλχους με τους οποίους πολεμούν σκληρά και τελικά τους νικούν. Στη συνέχεια
και αφού μένουν μερικές ημέρες στην Τραπεζούντα, πολεμούν με τους Δρίλες και
στη συνέχεια προωθούνται προς τα δυτικά, όπου μαχόμενοι εναντίον των Μοσυνοίκων
φτάνουν στη χώρα των Χαλύβων και στη συνέχεια στα Κοτύωρα, στη χώρα των
Τιβαρηνών, ενώ τα τρόφιμά τους τα παίρνουν από τους Παφλαγόνες. Από τα Κοτύωρα
μετακινούνται με πλοία προς τη Σινώπη, από τη Σινώπη προς την Ηράκλεια και στη
συνέχεια ακόμη δυτικότερα, με κατεύθυνση την Ελλάδα.
ΑΝΤΩΝΗ Υ. ΠΑΥΛΙΔΗ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
«ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24
«ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24
"ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ (1900-1914) και η ιδεολογική κυριαρχία των Ελλήνων στον Πόντο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου