«Τ’ ομάτιμ παιζ, κατ’ κακόν θα έρται με»
(το μάτι μου παίζει, κάτι κακό θα μου έρθει).
«Τρώει με το χέριμ, παράδας θα παίρω»
(με τρώει το χέρι μου, λεφτά θα πάρω).
Αν τον έτρωγε το δεξί χέρι, θα έπαιρνε χρήματα, αν το αριστερό θα έδινε.
«Τρώει με η κοτύλαμ, ξυλέας θα τρώω»
(με τρώει ο σβέρκος μου, ξυλιές θα φάω).
«Τρώει με η ράχαιμ, ξυλέας θα τρώω»
(με τρώει η ράχη μου, ξύλο θα φάω).
«Τ’ ωτίμ βουήζ, κατ' θ' ακούω»
(το αυτί μου βουίζει κάτι θ' ακούσω).
Όταν κάποιος φταρνιζόταν (φτίρσιμον), αν μεν ήταν νέα, την θυμόταν ο καλός της, αν νέος, η καλή του.
Όταν σε μια ομάδα νέων επί πολλή ώρα γελούσαν τρανταχτά, οι νέες έκαναν το σταυρό τους από φόβο μήπως το πολύ γέλιο καταλήξει σε κλάμα. Και όντως τέτοια γέλια κατέληγαν ή σε ξυλοδαρμό κάποιου από την ομάδα, ή σε θλιβερή είδηση.
Όταν στο τζάκι τα καιγόμενα ξύλα έβγαζαν μπουμπουνητό, σήμαινε ότι κάποιοι μιλάνε για την οικογένειά τους.
Όταν τα καιγόμενα ξύλα έβγαζαν σπινθήρες, σήμαινε ότι ο καιρός θα καλυτερέψει.
Όταν στα νύχια των χεριών των μικρών της οικογένειας, παρουσιάζονταν άσπρα σημάδια, αυτό σήμαινε ότι τα πρόβατα και οι αγελάδες θα γεννούσαν πολλά μικρά, όσα και τα άσπρα σημάδια.
Κάθε πέσιμο αστεριού σήμαινε το θάνατο κάποιου ανθρώπου. Η κατεύθυνση που έπεφτε το αστέρι, φανέρωνε και το μέρος, που θα γινόταν ο θάνατος.
Απαγόρευαν αυστηρά στα μικρά παιδιά να μετράνε τ’ αστέρια, γιατί πίστευαν ότι, όσα αστέρια μετρούσε ο μικρός, τόσες κούτσες θα φυτρώνανε στα χέρια του. Όσες φορές παρά τις συστάσεις των γονιών οι μικροί μετρούσαν τ' αστέρια και παρουσιάζονταν στα χέρια τους κούτσες, η θεραπεία γινόταν ως εξής:
Καλούσαν έναν, ο οποίος ήταν ο πρωτότοκος (πρωτικάρ) γιος ή θυγατέρα άλλης οικογένειας. Αυτός έπαιρνε μεταξωτή κλωστή και μετρούσε ένα αστέρι και μια κούτσα και έκανε κόμπο στην μεταξωτή κλωστή μέχρι που τέλειωναν όλες οι κούτσες.
Έπρεπε να προσέχει στο μέτρημα να μην παραλείψει καμιά. Ύστερα η κομποδεμένη εκείνη μεταξωτή κλωστή θαβόταν κρυφά, σε μέρος υγρό (τσοράχ). Όταν έλιωνε η κλωστή εκείνη, εξαφανίζονταν και οι κούτσες από τα χέρια του μικρού ή της μικρής. Παράξενο αλλά βέβαιο. Και αυτό ασφαλώς οφειλόταν στην πίστη των πασχόντων.
Τα κούτσας( μυρμηγκιά) θεραπεύονται και με άλλο τρόπο, όπως ξέρω εγώ (Τσοπουρίδης Θωμάς): Πιάνουμε ένα βάτραχο και τον τρίβουμε πολλές φορές επάνω στις κούτσες, μετά από λίγο οι κούτσες θα εξαφανιστούν.
Μετά τη δύση του ήλιου δεν δινόταν ποτέ στη γειτόνισσα γιαουρτομαγιά (κόλλισμαν). Όσες φορές από την οικογένεια κάποιου έστελναν σε άλλον μετά τη δύση του ήλιου γιαούρτι (ξύγαλαν), μέσα στο δοχείο ή πιάτο τοποθετούσαν από το τζάκι μικρό κομμάτι κάρβουνου για να αποφύγουν τα μάγια ή κάθε άλλο κακό στα πρόβατα ή τις αγελάδες, από το γάλα των οποίων έγινε το γιαούρτι.
Μετά τη δύση του ήλιου επίσης σε καμιά περίπτωση δεν δινόταν προζύμι.
Όταν σ' ένα σπίτι υπήρχε λεχώνα, απαγορευόταν αυστηρά η είσοδος σ' αυτήν μετά τη δύση του ήλιου επί σαράντα μέρες μέχρι δηλαδή να σαραντίσει η λεχώνα όχι μόνο στους ξένους, αλλά και στους δικούς της, οι οποίοι όφειλαν να γυρίσουν νωρίς στο σπίτι τους.
Όταν πολλές ώρες λαλούσε ο πετεινός, ήταν κακός οιωνός και η απάντηση στη φωνή του ήταν «το κιφάλισ' κόψιμον θελ». Επίσης όταν οι κότες ψειρίζονταν ή πλένονταν μέσα στη στάχτη ή το χώμα, σήμαινε μεταβολή του καιρού προς το καλύτερο ή το χειρότερο.
Κότα (κοσάρα) φωνάζοντας σαν πετεινός την έσφαζαν αμέσως, γιατί κάτι τέτοιο το θεωρούσαν ως κακό οιωνό, όχι μόνον για τον ιδιοκτήτη, αλλά και για ολόκληρο το χωριό.
Το ούρλιασμα του σκύλου θεωρούνταν κακός οιωνός και για τον ιδιοκτήτη και για ολόκληρο το χωριό.
Όσες φορές στο σπίτι κάποιου ακουγόταν η άγρια φωνή της κουκουβάγιας, πίστευαν ακράδαντα ότι κάποιος από το σπίτι αυτό θα πεθάνει.
Ενώ το σκυλί θεωρείται ζώο πιστό, η γάτα (κάτα) δεν θεωρείται πιστή, για την οποία έλεγαν ότι όταν θύμωνε, έλεγε: «αχ, πότε θ' αποθάν ο νοικοκύρτσιμ να τρώγω το προζύμν ατ».
Αν στο δρόμο έξω από το χωριό βαδίζοντας άνθρωπος προσπερνούσε το δρόμο λαγός, θεωρούνταν καλός οιωνός. Αν περνούσε αλεπού θεωρούνταν γρουσουζιά, αν αρκούδα, πολύ γρουσουζιά. Αν περνούσε λύκος, μεγάλη ζημιά, αν σκύλος, μεγάλο κέρδος.
Αν κάποιος έβρισκε ρούχο φιδιού θεωρούνταν μεγάλο εύρημα, γιατί αυτό θεράπευε κάθε αρρώστια. Εκτός από άλλες χρήσεις αν καιγόταν με το καπνό πίστευαν, ότι θεράπευε τον άρρωστο.
Όταν κάποια μητέρα κατόπιν επίσκεψης γνωστής της ή και αγνώστου, έβλεπε ότι το μωρό στην αγκαλιά της συνέχεια έκλαιγε και δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα του, αμέσως έπαιρνε αλάτι, το οποίο αγιάστηκε κατά τα Δώδεκα Ευαγγέλια ή, αν έλλειπε τέτοιο, απλό αλάτι το οποίο γυρνούσε πάνω από το κεφάλι του μωρού προφέροντας ακατάληπτες λέξεις, ύστερα μέρος από το αλάτι έριχνε στη φωτιά λέγοντας «άμον το σπαν τ' άλας, να σπαν τ’ομάτν ατς» (όπως σκάει το αλάτι, να σκάσει και το μάτι της), μέρος έριχνε στο νερό λέγοντας «άμον ντο λύεται τ' άλας, να λύεται και να φευ το κακόν ασό παιδίμ» (όπως λιώνει τ’ αλάτι, να λιώσει και να φύγει το κακό από το παιδί μου).
Όταν το μωρό κοιμόταν στην κούνια του και η επισκέπτρια ήθελε να το δει, άνοιγε με τρόπο το κάλυμμα της κούνιας και αφού το έβλεπε που κοιμόταν, πριν το σκεπάσει, το έφτυνε τρεις φορές και έλεγε «φτου, φτου, φτου, κακόν ομμάτ να μη παιρ», είτε ήταν πράγματι ωραίο και στρουμπουλό, είτε όχι.
Όταν νεαρή μητέρα μετά τον τοκετό και αυτή και το μωρό ήταν καλά στην υγεία τους, λέγοντας αυτό η ίδια έφτυνε τρεις φορές στο στήθος της και κτυπούσε με το μεσαίο δάχτυλό της είτε ξύλο είτε πέτρα και έλεγε «κωφόν τη δεβόλ τ' ωτίν» ή «ο λόγος ιμσόν ξύλον». Στην περίπτωση αυτή εκτός από το μάτιασμα από άλλους, η μητέρα φοβόταν να μην ματιάσει η ίδια τον εαυτό της και το μωρό. Για να προφυλάξει το μωρό από το μάτιασμα εκτός από τον τίμιο σταυρό, που κρεμούσε στο λαιμό του μωρού, στην ίδια αλυσίδα πρόσθετε χάντρα με μάτι (ματοζίνιχον, ρουτζάκ = κοχύλι, σκορδοκέφαλον, χαμαΐλ και άλλα).
Όταν το παιδί γινόταν τρία ή τέσσερα χρονών και δεν μιλούσε, η μητέρα το πήγαινε τα ξημερώματα στην εκκλησία και ο παπάς πριν ανοίξει την πόρτα του ιερού ναού, έβαζε το κλειδί στο στόμα του παιδιού προφέροντας τις λέξεις «ανοίγω το στόμα μου» και «εισελεύσομαι εις τον οίκον σου» και «το στόμα μου λαλήσει σοφίαν» κτλ. Αυτό γινόταν τρεις μέρες συνέχεια και έπειτα το μικρό άρχιζε να μιλάει, όπως πίστευαν.
Όταν κάποιος επισκεπτόταν μια οικογένεια και έμενε πολλές μέρες, τότε μια τέτοια επίσκεψη την χαρακτήριζαν ως αρμενική. «Αρμένκον επίσκεψην εποίκα (έκανα)» έλεγε και ο ίδιος ο επισκέπτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου