Πρόσφυγες από τη Ρωσία
Υπολογίζεται ότι 100.000 περίπου Έλληνες του Πόντου κατέφυγαν στη γειτονική Ρωσία, αφού, ακόμη και μετά την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, η θέση τους δεν βελτιώθηκε, καθώς βρίσκονταν μακριά από περιοχές υπό ελληνική διοίκηση. Οι πρόσφυγες αυτοί προστέθηκαν σε άλλους Έλληνες του Πόντου, που είχαν ήδη καταφύγει σε ρωσικά εδάφη κατά τη διάρκεια των ρωσοτουρκικών πολέμων του 19ου αιώνα.
Στα τέλη του 1917 η θέση των Ελλήνων της Ρωσίας έγινε δυσχερής λόγω της αναταραχής που προκάλεσε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Πολλοί κατευθύνθηκαν προς τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. εκεί όπου κατέφυγαν και νέοι πρόσφυγες από τον Πόντο ακολουθώντας το ρωσικό στρατό, ο οποίος μετά τη συνθηκολόγηση της Ρωσίας αποχωρούσε από τις τουρκικές επαρχίες που είχε καταλάβει. Το καλοκαίρι του 1919, ύστερα από την έκκληση για βοήθεια που απηύθυναν στο ελληνικό κράτος οι Έλληνες της νότιας Ρωσίας, έφθασε στο Βατούμ αποστολή του Υπουργείου Περιθάλψεως.
Η αποστολή χωρίστηκε σε δύο τμήματα: ένα με κέντρο το Αικατερινοντάρ, που είχε υπό την ευθύνη του τη νότια Ρωσία και το βόρειο Καύκασο, και ένα με κέντρο την Τιφλίδα, που είχε στη δικαιοδοσία του τη Γεωργία, την Αρμενία και τον Πόντο. Η ελληνική αποστολή προχώρησε σε συγκέντρωση στατιστικών πληροφοριών για τον ελληνικό πληθυσμό της Ρωσίας, ο οποίος, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, ανερχόταν σε 543.700 κατοίκους.
Στη συνέχεια μερίμνησε για την περίθαλψη των απόρων και τη μεταφορά 53.000 περίπου Ελλήνων με ατμόπλοια από το Βατούμ στη Θεσσαλονίκη, επιχείρηση που κράτησε από το Μάιο του 1920 μέχρι το Φεβρουάριο του 1921.
Εκτός από τους 'Ελληνες που ήλθαν από τη Ρωσία, στην Ελλάδα έφθασαν και 30.000 περίπου Ρώσοι, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων αποτελούσε τμήμα της στρατιάς του Βράγγελ, η οποία είχε παραμείνει στην Καλλίπολη. Για την περίθαλψή τους φρόντισαν το Υπουργείο Περιθάλψεως, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός και η γαλλική κυβέρνηση.
Το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» στο λιμάνι της Σμύρνης μεταφέρει πρόσφυγες. Μέχρι το 1921 είχαν επανεγκατασταθεί στη Σμύρνη 144.000 από τους 180.000 περίπου εκτοπισμένους των χρόνων 1914-1918. |
Πρόσφυγες από άλλες περιοχές
Μετά την ανακήρυξη της Αλβανίας ως ανεξάρτητου κράτους και την εκκένωση του νότιου τμήματος της χώρας από τον ελληνικό στρατό το 1914, Έλληνες κάτοικοι της περιοχής αυτής αναχώρησαν για το ελληνικό κράτος.
Το 1916 ήλθαν στην Ελλάδα πρόσφυγες από την ανατολική Μακεδονία, την οποία είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, το 1918, επέστρεψαν στις εστίες τους και η «Υπηρεσία Ανοικοδομήσεως Ανατολικής Μακεδονίας» μερίμνησε για την επανεγκατάστασή τους. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Νεϊγύ, που υπογράφηκε το Νοέμβριο του 1919, η δυτική Θράκη παραχωρείτο από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα. Στη Συνθήκη ήταν συνημμένο το «Σύμφωνο περί αμοιβαίας μεταναστεύσεως μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας», με βάση το οποίο αναχώρησαν από την Ελλάδα περίπου 50.000 Βούλγαροι και από τη Βουλγαρία περίπου 30.000 Έλληνες (άλλοι 20.000 Έλληνες είχαν μεταναστεύσει προς την Ελλάδα πριν από το 1919).
Το 1919 έφθασαν Έλληνες από περιοχές της Ρουμανίας οι οποίες αποτέλεσαν πεδία μαχών.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1910 περίπου 32.000 Δωδεκανήσιοι κατέφυγαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, τη Σάμο, τη Σύρο και την Κρήτη. Στην πλειονότητά τους προέρχονταν από την Κάλυμνο και τη Σύμη ενώ ένας σημαντικός αριθμός προερχόταν από τη Ρόδο, τη Λέρο, την Κω και την Κάρπαθο.
Η άφιξη στην Ελλάδα
Οι πρόσφυγες οι οποίοι συνολικά έφθασαν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες ενώ αρκετοί χριστιανοί του Πόντου κατέφυγαν και στη Ρωσία. Μέχρι το 1920 είχαν καταφύγει στην Ελλάδα 800.000 περίπου πρόσφυγες. Ορισμένοι έφθασαν με δικά τους μέσα ενώ άλλοι μεταφέρθηκαν με τη φροντίδα του ελληνικού κράτους. Από το 1917 η άφιξη των προσφύγων γινόταν με πιο συστηματικό τρόπο.
Το Υπουργείο Περιθάλψεως διέθεσε για τη μεταφορά τους, ανάλογα με την περίπτωση, εισιτήρια πλοίων ή αμαξοστοιχιών, άμαξες και ζώα. Στα μέρη αποβίβασης, τους περίμεναν οι εντεταλμένοι υπάλληλοι και ιατρικό προσωπικό, προκειμένου να ληφθούν τα αναγκαία υγειονομικά μέτρα. Στη συνέχεια, τους οδηγούσαν στα καταλύματα που είχαν οριστεί και τους χορηγούσαν συσσίτιο.
Το Υπουργείο Περιθάλψεως διέθεσε για τη μεταφορά τους, ανάλογα με την περίπτωση, εισιτήρια πλοίων ή αμαξοστοιχιών, άμαξες και ζώα. Στα μέρη αποβίβασης, τους περίμεναν οι εντεταλμένοι υπάλληλοι και ιατρικό προσωπικό, προκειμένου να ληφθούν τα αναγκαία υγειονομικά μέτρα. Στη συνέχεια, τους οδηγούσαν στα καταλύματα που είχαν οριστεί και τους χορηγούσαν συσσίτιο.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των προσφύγων συγκεντρώθηκε στην Αθήνα και τον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος) ενώ λιγότεροι εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη (Ηράκλειο, Χανιά), το Βόλο, την Πάτρα και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων παρέμεινε στην Ελλάδα προσωρινά πριν μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Γαλλία.
Η μέριμνα για τους πρόσφυγες: Οι φορείς
Κύριο ρόλο στην περίθαλψη των προσφύγων μέχρι τον Οκτώβριο του 1916 διαδραμάτισε η ιδιωτική πρωτοβουλία. Το Υπουργείο Εσωτερικών συγκρότησε επιτροπές, που είχαν ως έργο τη διανομή τροφίμων, ιματισμού και χρηματικής βοήθειας. Οι δαπάνες καλύπτονταν με εράνους, δωρεές και μικρή κρατική επιχορήγηση.
Η προσπάθεια αυτή έλαβε μία πιο οργανωμένη μορφή με την ίδρυση στη Θεσσαλονίκη, τον Ιούνιο του 1914, της «Κεντρικής Επιτροπής προς περίθαλψιν και εγκατάστασιν των εν Μακεδονία εποίκων ομογενών», η οποία αποτελείτο από επτά μέλη και είχε ως σκοπό την άμεση περίθαλψη και εγκατάσταση των προσφύγων σε εγκαταλειμμένα τουρκικά και βουλγαρικά χωριά της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας.
Αυτή αντικατέστησε το προϋπάρχον «Τμήμα Προσφύγων», το οποίο λειτουργούσε υποτυπωδώς στο πλαίσιο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας. Ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων που βρίσκονταν στη Μακεδονία και η διασπορά τους σε πολλές περιοχές οδήγησαν την «Κεντρική Επιτροπή» να συστήσει υποεπιτροπές σε διάφορες πόλεις της Μακεδονίας και να προβεί σε αποκέντρωση των δραστηριοτήτων της σε διαφορετικές υπηρεσίες στη Θεσσαλονίκη: της Γεωργικής Εγκαταστάσεως, του Λογιστηρίου, της Στατιστικής, του Γεωμετρικού, για την καταμέτρηση των κτημάτων που θα διανέμονταν, του Μηχανικού για την ανοικοδόμηση οικιών και της Ιατρικής Περιθάλψεως. Στις υπηρεσίες αυτές αποσπάσθηκαν υπάλληλοι των Υπουργείων Οικονομικών και Εσωτερικών.
Αυτή αντικατέστησε το προϋπάρχον «Τμήμα Προσφύγων», το οποίο λειτουργούσε υποτυπωδώς στο πλαίσιο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας. Ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων που βρίσκονταν στη Μακεδονία και η διασπορά τους σε πολλές περιοχές οδήγησαν την «Κεντρική Επιτροπή» να συστήσει υποεπιτροπές σε διάφορες πόλεις της Μακεδονίας και να προβεί σε αποκέντρωση των δραστηριοτήτων της σε διαφορετικές υπηρεσίες στη Θεσσαλονίκη: της Γεωργικής Εγκαταστάσεως, του Λογιστηρίου, της Στατιστικής, του Γεωμετρικού, για την καταμέτρηση των κτημάτων που θα διανέμονταν, του Μηχανικού για την ανοικοδόμηση οικιών και της Ιατρικής Περιθάλψεως. Στις υπηρεσίες αυτές αποσπάσθηκαν υπάλληλοι των Υπουργείων Οικονομικών και Εσωτερικών.
Το Υπουργείο των Οικονομικών αποκατέστησε σε μουσουλμανικά κτήματα της Θεσσαλίας πρόσφυγες από την Αγχίαλο. Και σε αυτή την πρώτη περίοδο, παρά το μεγάλο αριθμό αυτών που είχαν καταφύγει στο ελληνικό κράτος, υπήρξε μέριμνα όχι μόνο για την ικανοποίηση των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών αλλά και για την αποκατάστασή τους σε ασχολίες, κατά κύριο λόγο αγροτικές.
Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, από τον Οκτώβριο του 1916 έως τον Ιούλιο του 1917,η κυβέρνηση Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αντιμετώπισε το ζήτημα των προσφύγων συστηματικότερα, ιδρύοντας την «Ανωτάτην Διεύθυνσιν Περιθάλψεως», η οποία αποτελούσε ιδιαίτερη κρατική υπηρεσία. Έργο της αποτελούσε η περίθαλψη των προσφύγων και των στρατευμένων καθώς και η εποπτεία των αγαθοεργών και ευαγών ιδρυμάτων. Ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη φθισιατρείο, γηροκομείο και βρεφοκομείο προσφύγων ενώ οργάνωσε καθημερινά συσσίτια στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας.
Με την επικράτηση του Βενιζέλου ιδρύθηκε, τον Ιούλιο του 1917, το Υπουργείο Περιθάλψεως, το οποίο θα μεριμνούσε συστηματικά, εκτός από τους πρόσφυγες, και για τις οικογένειες των εφέδρων που βρίσκονταν στο μέτωπο, και τις οικογένειες των θυμάτων του πολέμου. Οι κατά τόπους υπηρεσίες του Υπουργείου τηρούσαν μητρώο όλων των προσφύγων, περιθαλπομένων ή μη.
Με νομοθετικό διάταγμα τον Απρίλιο του 1919 επεκτάθηκε η παρεχόμενη στους
πρόσφυγες περίθαλψη και σε άλλες κατηγορίες προσφύγων, όπως ήταν οι πρόσφυγες από τη Ρωσία, και γενικότερα σε άπορους και αναξιοπαθούντες «ανεξαρτήτως της προελεύσεως ή κατοικίας ή εθνικότητος αυτών». Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Περιθάλψεως, από το 1916 έως και το Ι920 περίπου 450.000 πρόσφυγες δέχθηκαν περίθαλψη.
Διατροφή και ιατρική περίθαλψη
Στην αρχή οι πρόσφυγες έπαιρναν για τη διατροφή τους ένα χρηματικό επίδομα. Καθώς όμως εξαιτίας του πολέμου υπήρχε σπάνις τροφίμων και η τιμή όσων διατίθεντο ήταν υπερβολικά υψηλή, οργανώθηκαν, σε περιοχές όπου είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός προσφύγων, καθημερινά συσσίτια από το κράτος ή το Πατριωτικό Ίδρυμα. Διανέμονταν επίσης ρουχισμός και κλινοσκεπάσματα, αφού οι περισσότεροι πρόσφυγες έχοντας εγκαταλείψει ξαφνικά τις εστίες τους και έχοντας φθάσει στην Ελλάδα έπειτα από αρκετές περιπέτειες, είχαν φέρει ελάχιστα πράγματα μαζί τους.
Οι ποικίλες ταλαιπωρίες τις οποίες αντιμετώπισαν κατά τη μετακίνησή τους προς την Ελλάδα και οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης στους προσωρινούς καταυλισμούς στους τόπους υποδοχής, ευνόησαν την εξάπλωση επιδημικών ασθενειών, όπως ο εξανθηματικός τύφος, η ελονοσία, η ευλογιά, η γρίπη κ.ά. Η θνησιμότητα μεταξύ των προσφύγων υπήρξε ιδιαίτερα αυξημένη κατά το πρώτο διάστημα της άφιξής τους στην Ελλάδα.
Για την ιατρική περίθαλψη των προσφύγων θεσπίστηκε ιδιαίτερη υγειονομική υπηρεσία. Διορίστηκαν γιατροί, (φαρμακοποιοί και μαίες, «κατά προτίμησιν εκ της τάξεως των προσφύγων», χορηγούνταν φάρμακα, κυρίως μέσω των ειδικών προσφυγικών φαρμακείων, τα οποία αποκαλούνταν και «λαϊκά», και προβλεπόταν νοσηλεία στα δημόσια νοσοκομεία ή σε άλλα, ειδικώς διαμορφωμένα για τους πρόσφυγες. Νοσοκομεία προσφύγων ιδρύθηκαν από το Υπουργείο Περιθάλψεως στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη, πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, τη Μυτιλήνη, τη Χίο και την Αίγινα.
Ιδιαίτερη μέριμνα υπήρξε για τις εγκύους και επιτόκους και χορηγούνταν έκτακτα επιδόματα για την προμήθεια γάλατος για τα βρέφη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου