Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ. 1906- 1922 Μέρος 1ο

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το ελληνική κράτος δέχθηκε κατά καιρούς πρόσφυγες ύστερα από την αποτυχία αλυτρωτικών κινημάτων, που ξέσπασαν στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο και την Κρήτη. Οι περισσότεροι από αυτούς, με την αποκατάσταση της ηρεμίας, επέστρεψαν στις πατρίδες τους. Τον 20ό αιώνα οι πρώτοι Έλληνες οι οποίοι πέρασαν μαζικά τα σύνορα ήταν κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμυλίας, το 1906, ύστερα από διώξεις που υπέστησαν, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της Ελλάδας και, της Βουλγαρίας για επικράτησή τους στη Μακεδονία (Μακεδονικός Αγώνας). 
Τον ίδιο χρόνο, λόγω της έντασης μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας (Κουτσοβλαχικό  ζήτημα), απελάθηκαν Έλληνες από τη Ρουμανία. Μικρές ομάδες προσφύγων πέρασαν επίσης τα ελληνικά σύνορα από το 1904 έως το 1912, εξαιτίας της εμπλοκής τους στο Μακεδονικό Αγώνα.
Η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού μετά την επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων, η πρόοδος του ελληνικού στοιχείου στο εμπόριο και τη βιομηχανία και η σταδιακή αποδυνάμωση της θέσης των μουσουλμάνων της Κρήτης μετά το 1908 προκάλεσαν την εχθρική αντιμετώπιση των χριστιανών που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 
Μεθοδεύτηκε αποκλεισμός των Ελλήνων εμπόρων και των ελληνικών προϊόντων σε όλη την οθωμανική επικράτεια το 1910 και το 1911 ενώ, παράλληλα, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση στρατευμάτων στην ελληνο-τουρκική μεθόριο. Η ένταση υποχώρησε με τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο, που ξέσπασε το Σεπτέμβριο του 1911. Οι επιχειρήσεις των Ιταλών για την κατάληψη των Δωδεκανήσων το Μάιο του 1912 προκάλεσαν κύμα προσφύγων από τα νησιά αυτά προς την Ελλάδα.
 
Διανομή συσσιτίου σε πρόσφυγες της Αθήνας (περιοχή Γαργαρέττα)
Πρόσφυγες μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων έφθασαν στην Ελλάδα Έλληνες από τη Βουλγαρία, από τη δυτική Θράκη και το τμήμα της ανατολικής Μακεδονίας, περιοχές που είχαν κατακυρωθεί στη Βουλγαρία, από τις περιφέρειες Μοναστηριού, Γευγελής και Δοϊράνης, οι οποίες είχαν παραχωρηθεί στη Σερβία, καθώς και από τη Μικρά Ασία και το τμήμα της Θράκης που είχε παραμείνει στην οθωμανική κυριαρχία. 
Την ίδια περίοδο κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη περίπου 30.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, οι οποίοι στεγάσθηκαν πρόχειρα γύρω από τα τζαμιά της πόλης και δέχθηκαν περίθαλψη από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου αυτοί στάλθηκαν στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Πρόσφυγες πριν και κατά τη διάρκεια του Α ' Παγκοσμίου Πολέμου
Ο ολοένα αυξανόμενος τουρκικός εθνικισμός, ιδιαίτερα μετά τις ήττες της Τουρκίας στον ιταλο-τουρκικό πόλεμο (1911-12) και τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913) και τις συνακόλουθες απώλειες εδαφών στη Βαλκανική και τη βόρειο Αφρική, αντιμετώπιζε εχθρικά τις μειονότητες που διαβιούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως τους 'Ελληνες και τους Αρμένιους. Ταυτόχρονα, η εκκρεμότητα ως προς την κατακύρωση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα επιδείνωνε την κατάσταση.
Στα τέλη του 1913 και τις αρχές του 1914 σημαντικός αριθμός μουσουλμάνων της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία. Το φαινόμενο αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας, όπως ήταν το Κιλκίς, οι Σέρρες και η Δράμα.
 Οι λόγοι που ώθησαν τους μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν τη Μακεδονία ήταν αφενός η τουρκική προπαγάνδα για προώθηση μουσουλμανικών πληθυσμών προς τη Θράκη και τη Μικρά Ασία προκειμένου να ενδυναμωθεί το μουσουλμανικό στοιχείο αυτών των περιοχών και αφετέρου η ανασφάλεια και ο φόβος που διακατείχε τους μουσουλμάνους μετά τις πολεμικές αναμετρήσεις του 1912-1913. Σε ορισμένους άλλωστε οικισμούς της Μακεδονίας σημειώθηκαν επεισόδια εις βάρος μουσουλμάνων, κυρίως από πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν ήδη φθάσει στην Ελλάδα.
Η αναχώρηση μουσουλμάνων από την Ελλάδα έδωσε το πρόσχημα στην τουρκική κυβέρνηση -σε συνδυασμό με την επικείμενη είσοδο της Τουρκίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο - να προχωρήσει σε διωγμούς των Ελλήνων πρώτα στην ανατολική Θράκη και στη συνέχεια στη δυτική Μικρά Ασία.
 Θεωρήθηκε σκόπιμο να εκκενωθεί από τον ελληνικό πληθυσμό η περιοχή απέναντι από τα επίμαχα νησιά του Β.Α. Αιγαίου για στρατιωτικούς λόγους. Η όλη επιχείρηση σχεδιάσθηκε και εκτελέσθηκε με την καθοδήγηση των Γερμανών, συμμάχων των Τούρκων. Προηγήθηκε ανθελληνική εκστρατεία του τουρκικού Τύπου και ποικίλη καταπίεση των Ελλήνων, προκειμένου να εξαναγκασθούν σε εκούσια μετανάστευση: εμπόδια στις εμπορικές δραστηριότητές τους, έκτακτες φορολογίες και επιτάξεις ειδών για τις ανάγκες του πολέμου. Σε πολλές περιπτώσεις δεν έλειψαν λεηλασίες και δολοφονίες εις βάρος Ελλήνων. 
Πολλοί κατέφυγαν στην Ελλάδα ενώ, συγχρόνως, πληθυσμοί ολόκληρων χωριών ή ευρύτερων περιοχών εκτοπίστηκαν από τα παράλια προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Στις οικίες που εγκατέλειψαν οι Έλληνες, οι τουρκικές αρχές εγκατέστησαν μουσουλμάνους που προέρχονταν από την Αλβανία, τη Σερβία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές περίπου 130.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τότε τις εστίες τους στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας.
 Η Σμύρνη δεν εκκενώθηκε από τους κατοίκους της, πολλοί όμως Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στα τέλη Μαΐου (1914) κήρυξε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διωγμό, αναστέλλοντας τη λειτουργία των εκκλησιών και των σχολείων, ενώ η Ελλάδα αντέδρασε με ρηματικές διακοινώσεις προς την τουρκική κυβέρνηση. Οι δύο χώρες προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις για το ενδεχόμενο εθελούσιας ανταλλαγής Ελλήνων ορθοδόξων της Τουρκίας και μουσουλμάνων της Ελλάδας και συστάθηκε τον Ιούνιο του 1914 μία μεικτή Επιτροπή η οποία θα ρύθμιζε τα σχετικά με την ανταλλαγή. 
Η επιτροπή αυτή, με έδρα αρχικά τη Σμύρνη και στη συνέχεια την Κωνσταντινούπολη, πραγματοποίησε λίγες συνεδρίες μέχρι το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οπόταν διαλύθηκε, καθώς η Τουρκία είχε ήδη εισέλθει στον πόλεμο. Τα δύο μέρη δεν κατέληξαν σε συμφωνία στα ζητήματα που τέθηκαν, όπως ήταν οι προϋποθέσεις και ο χαρακτήρας της ανταλλαγής (οριστικός ή μη), η εκτίμηση των εκατέρωθεν περιουσιών κ.ά.
Η θέσπιση της στρατιωτικής θητείας όλων των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 20-45 ετών λίγο πριν την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο επιδείνωσε τη θέση των χριστιανών. Η αδυναμία για πολλούς χριστιανούς - λόγω του μεγάλου ποσού που έπρεπε να καταβληθεί - εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας και η κατάργηση αργότερα και αυτής της δυνατότητας εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας οδήγησε σε χιλιάδες λιποταξίες ενώ «φυγόστρατοι» που συνελήφθησαν, εκτελέσθηκαν. 
Αμελέ Ταμπουρού

Οι άνδρες άνω των 45 ετών επάνδρωσαν τα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), έργο των οποίων ήταν η αναγκαστική εργασία σε λατομεία - ορυχεία, η κατασκευή δρόμων και αγροτικές ασχολίες σε διάφορες περιοχές στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, όπου, εκτός από τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, αντιμετώπιζαν συχνά και την εχθρική συμπεριφορά των ντόπιων πληθυσμών. Πολλοί από αυτούς που συμμετείχαν στα τάγματα εργασίας πέθαναν από κακουχίες, πείνα και αρρώστιες.
Η ένταση του διωγμού διατηρήθηκε αμείωτη από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1914.
Μετά την εκστρατεία των Συμμάχων στα Δαρδανέλια το Φεβρουάριο του 1915, παράλληλα με τις διώξεις κατά των Αρμενίων, πραγματοποιήθηκαν εκτοπίσεις χριστιανών από τις ακτές του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, οι οποίες προκάλεσαν νέα θύματα, κατά κύριο λόγο από τις εξαιρετικά άσχημες συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη μεταφορά τους. Οι εκτοπίσεις ξεκίνησαν από την περιοχή του Μαρμαρά, επεκτάθηκαν στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και συνεχίστηκαν στον Πόντο. Οι διώξεις του ελληνικού στοιχείου διήρκεσαν με διακυμάνσεις μέχρι το τέλος του πολέμου, το 1918.
Μετά το 1918 στην Ελλάδα εξακολουθούσαν να καταφεύγουν πρόσφυγες. Επρόκειτο για Έλληνες από την περιοχή του Αϊδινίου, με την καταστροφή της πόλης το 1919, από τη Νικομήδεια και άλλες περιοχές της Μικράς  Ασίας κοντά στις οποίες εκτυλίχθηκαν στρατιωτικές επιχειρήσεις και, τέλος, πρόσφυγες από τον Πόντο. 
Το ίδιο έπραξαν το 1919 κάτοικοι περιοχών της Μικράς Ασίας οι οποίες βρέθηκαν υπό ιταλική κατοχή. Την ίδια περίοδο αρκετοί Έλληνες εγκατέλειψαν την Κωνσταντι-νούπολη και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Νέα κύματα προσφύγων δημιούργησε από το 1920   και εξής η ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος.
 
Πρόσφυγες από τη Ρωσία στις Σπέτσες, περιμένουν τη διανομή ψωμιού
Οι διώξεις στον Πόντο
 Οι συστηματικές διώξεις του ποντιακού ελληνισμού ξεκίνησαν το 1915 με κύριο μέσο τις εκτοπίσεις, οι οποίες είχαν ιδιαίτερα πολλά θύματα. Αντίδραση στις τουρκικές αυτές ενέργειες σημειώθηκε αρχικά στο δυτικό τμήμα και στη συνέχεια, μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, στο ανατολικό τμήμα του Πόντου. Είναι η μόνη περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην οποία οι Έλληνες πρόβαλαν αντίσταση στις τουρκικές μεθοδεύσεις. Ιδιαίτερα στην περιοχή της Σαντάς η αντίσταση κράτησε πολλούς μήνες. 
Μετά την ανακωχή του Μούδρου, που σήμανε την έξοδο της Τουρκίας από τον πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1918,   η κατάσταση βελτιώθηκε, για να επιδεινωθεί και πάλι μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό, το Μάιο του 1919.
 Στην περιφέρεια της Τραπεζούντας η θέση των Ελλήνων υπήρξε καλύτερη λόγω της πολιτικής συνεργασίας με τις τουρκικές αρχές που υιοθέτησε ο μητροπολίτης Χρύσανθος. Κατόρθωσε να εξαιρεθούν από τη στρατολογία οι δάσκαλοι και οι ιερωμένοι, να τύχουν καλύτερων συνθηκών οι επιστρατευμένοι στα τάγματα εργασίας και ματαίωσε την εκκένωση χωριών της εκκλησιαστικής του περιφέρειας. Ο Χρύσανθος εφάρμοσε την ίδια πολιτική και κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής (1916-1918) προστατεύοντας τους Τούρκους από τους Αρμένιους στρατιώτες του ρωσικού στρατού, οι οποίοι θα επιδίωκαν να εκδικηθούν για τις σφαγές των ομοεθνών τους το 1915. Μετά την ανακατάληψη της Τραπεζούντας από τον τουρκικό στρατό συνεχίστηκε η αρμονική συμβίωση των δύο θρησκευτικών στοιχείων, την ίδια περίοδο που σε άλλες περιοχές σημειώνονταν καθημερινά βιαιοπραγίες.

Νίκος Ανδριώτης



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah