Συμβατικό
σημείο εκκίνησης της παρούσας επισκόπησης αποτελούν οι ύστεροι χρόνοι του 7ου
αι. π.Χ. κατά την εποχή αυτή η πολιτική κατάσταση στη Μικρά Ασία μπορεί να
συνοψιστεί ως εξής: η επιθετικότητα των Κιμμερίων, που κατά τη διάρκεια του
αιώνα είχε πλήξει αρκετές περιοχές, όπως την Κιλικία, την Παφλαγονία, τη
Φρυγία, έως και την καρδιά της Λυδίας, έχει αναχαιτιστεί από τους Λυδούς.
Στο θρόνο του Λυδικού Βασιλείου βρίσκεται ο
Αλυάττης (περ. 610-560 π.Χ.), ένας ικανός ηγεμόνας που αντιμετώπισε μάλλον με
επιτυχία τους Μήδους, υπέταξε τους Κάρες και κατέλαβε ορισμένες ιωνικές πόλεις.
Ωστόσο, ενώ η λυδική ισχύς εκτείνεται μέχρι τον ποταμό Αλυ, η ελληνική παρουσία
στα μικρασιατικά παράλια παραμένει έντονη.
Στο πλαίσιο του δεύτερου ελληνικού αποικισμού
έχουν ιδρυθεί μια σειρά από νέες αποικίες, όπως για παράδειγμα η Άβυδος (αρχές
7ου αι. π.Χ.), η Κύζικος (679 π.Χ.) και η Σινώπη (δ' τέταρτο 7ου αι. π.Χ.) από
τους Μιλησίους, η Καλχηδών (περ. 675 π.Χ.) από τα Μέγαρα, η Λάμψακος (654-3)
από τη Φώκαια, το Σίγειον (ύστερος 7ος αι. π.Χ.) από τους Αθηναίους, οι Σόλοι
της Κιλικίας (7ος αι. π.Χ.) από τη Λίνδο κ.ά.
Ακόμη, σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι είχε η Μίλητος μαζί με άλλες μικρασιατικές πόλεις στην ίδρυση της Ναυκράτιδος στην Αίγυπτο ως εμπορείου αρχικά (τέλη 7ου αι. π.Χ.) και κατόπιν ως πόλεως.
Ακόμη, σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι είχε η Μίλητος μαζί με άλλες μικρασιατικές πόλεις στην ίδρυση της Ναυκράτιδος στην Αίγυπτο ως εμπορείου αρχικά (τέλη 7ου αι. π.Χ.) και κατόπιν ως πόλεως.
Οι ισορροπίες στην περιοχή αλλάζουν ριζικά όταν ο
Κύρος Β' ο Μέγας (559-530) θα νικήσει τον Κροίσο, τον τελευταίο Λυδό βασιλέα
(περ. 560-547)· το λυδικό κράτος και το σύνολο του μικρασιατικού Ελληνισμού
ενσωματώνονται στη νέα ανερχόμενη δύναμη, την Περσική Αυτοκρατορία.
Η τραπεζόσχημη προεξοχή της ασιατικής ηπείρου, που
αργότερα ονομάστηκε Μικρά Ασία, συνιστά ένα ιδιαίτερα σύνθετο γεωφυσικό
ανάγλυφο. Βουνά όπως ο Ολγασσυς και οι Ποντιακές Άλπεις κατά μήκος των ακτών
του Ευξείνου και η οροσειρά του Ταύρου παράλληλα με τη μεσογειακή ακτή
αποκόπτουν εν πολλοίς τα βόρεια και τα νότια παράλια από τα κεντρικά υψίπεδα-
αρκετές λίμνες σχηματίζονται στα ενδότερα λεκανοπέδια, ενώ κάποιες εντοπίζονται
και προς τα (ΒΔ κυρίως) παράλια.
Ιδιαίτερα εύφορες περιοχές υπάρχουν στην πλευρά
της Προποντίδος και στις τέσσερις μεγάλες κοιλάδες αλλουβιακών αποθέσεων που
σχηματίζουν οι ποταμοί Κάικος, Ερμος, Κάυστρος και Μαίανδρος, οι οποίοι
απορρέουν στις ακτές του Αιγαίου.
Οι κύριες χερσαίες αρτηρίες κατά κανόνα ακολουθούν
αντιστρόφως τους μεγάλους ποταμούς προς τη μικρασιατική ενδοχώρα και περαιτέρω
προς τη Μεσοποταμία- μια εναλλακτική διαδρομή κατά μήκος των νοτίων παραλίων
κατευθύνεται προς την Κιλικία και τον ρου του Ευφράτη.
Η γειτνίαση με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου τα
καθιστά ουσιαστικά μέρος του μικρασιατικού γίγνεσθαι, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα
την επικοινωνία των Μικρασιατών Ελλήνων με τον ελλαδικό χώρο-θαλάσσιες αρτηρίες
που απλώνονται ως παράκτιες κυρίως αλλά και ως διαπόντιες οδοί καθιστούν πυκνές
τις επαφές με τα δυτικά, βόρεια και ανατολικά παράλια του Ευξείνου, καθώς
επίσης και με τις συρο-παλαιστινιακές ακτές, την Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή.
Βάσει των διαθέσιμων δεδομένων, κατά την
αρχαιότητα από τα εδάφη της Μικράς Ασίας εν γένει προερχόταν ένας ποικίλος
πλούτος προϊόντων. Τον πρώτο λόγο, όπως είναι αναμενόμενο, έχει η λεγάμενη
«μεσογειακή τριάδα»: αμπέλια, ελιές, σιτηρά.
Αμαστρις- Αmasra |
Περισσότερο ή λιγότερο γνωστά οινοπαραγωγικά κέντρα ήταν μεταξύ
άλλων η Κνίδος και η Έφεσος, η Σάμος, η Χίος και η Λέσβος, η Τήμνος στην
Αιολίδα, η Λάμψακος και το Οφρύνιον στην Τρωάδα, η Άμαστρις στην Παφλαγονία, η
Ηράκλεια και η Τραπεζούς στις ποντικές ακτές, η Νάγιδος, οι Σόλοι και η Μαλλός
στην Κιλικία.
Η παραγωγή ελαίου ευδοκιμούσε κυρίως στις αιγαιακές περιοχές,
κατεξοχήν στην Αιολίδα και στην Ιωνία. Άξιο αναφοράς είναι ένα μεγάλο
συγκρότημα ελαιοτριβείου αρχαϊκών χρόνων που βρέθηκε στις ανασκαφές των
Κλαζομενών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ιστορία που διηγείται ο Αριστοτέλης (Πολιτικά,
1.1259α) για τον Θαλή τον Μιλήσιο (περ. 624-546 π.Χ.), ο οποίος απέδειξε ότι
ένας φιλόσοφος δεν είναι δύσκολο να πλουτίσει.
Πιο συγκεκριμένα, προέβλεψε εγκαίρως μια καλή σοδειά ελαιών και
ενοίκιασε με χαμηλό μίσθωμα όλα τα ελαιοτριβεία στη Μίλητο και στη Χίο- όταν η
ζήτηση αυξήθηκε λόγω της μεγάλης παραγωγής, έχοντας εξασφαλίσει το μονοπώλιο
(μονοπωλίαν), αποκόμισε μεγάλα κέρδη.
Το εμπόριο ελαίου ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρο, ωστόσο κατά τον
Θεόφραστο από την Ερεσό (Περί φυτών αιτιών, 1.18.1-2), από φυτολογικής απόψεως,
το καλύτερο έδαφος θα έπρεπε να προτιμάται για το σιτάρι- σύμφωνα με τη σύσταση
αυτή, η καλλιέργεια ελαιοδένδρων θα έπρεπε να γίνεται σε έδαφος δεύτερης
ποιότητας, καθώς ενείχε μάλλον υψηλότερο κίνδυνο για το αποτέλεσμα και
απαιτούσε μεγαλύτερο εργατικό μόχθο.
Λόγω των κλιματικών συνθηκών εκτεταμένα εδάφη της Μικράς Ασίας
ήταν κατά βάση ακατάλληλα για καλλιέργεια δημητριακών, υπήρχαν όμως τμήματα
πρόσφορα για παραγωγή σιτηρών σε περιοχές όπως για παράδειγμα η Ιωνία, η
Αιολίς, η Τρωάς και η Βιθυνία.
Επιπλέον, το διαμετακομιστικό εμπόριο μέσω της Μαύρης Θάλασσας και
οι ευχερείς επαφές με τη Σκυθία και την Ταυρική εξασφάλιζαν περαιτέρω πρόσβαση
σε πλούσιους σιτοβολώνες. Αρκετές περιοχές πρόσφεραν επίσης ξυλεία καλής
ποιότητας (π.χ. ελάτη)· γνωστές ήταν ορεινές και ημιορεινές θέσεις στην
Κιλικία, την Τραχεία, τη Λυκία, την Καρία, την Τρωάδα (Ίδη), τη Μυσία
(Όλυμπος), τη Βιθυνία και τις ακτές του Πόντου (π.χ. κοντά στην Κύτωριν, στη
Σινώπη και την Αμισό) κ.ά.
Στη μικρασιατική γη υπήρχε σημαντικός ορυκτός πλούτος που οδήγησε
από πολύ νωρίς στη δημιουργία λατομείων και μεταλλείων. Φημισμένα ήταν, για
παράδειγμα, το λευκό μάρμαρο της Προκοννήσου στην Προποντίδα, το μάρμαρο που
προερχόταν από τις παρυφές της περιοχής του κόλπου του Λάτμου που σήμερα
καταλαμβάνει η λίμνη Bafa ή το φρυγικό μάρμαρο, χρώματος πορφυρού (που
προερχόταν σε υστερότερες περιόδους κυρίως από τα λατομεία του Δοκιμείου).
Ενίοτε τα λατομεία αποτελούσαν δημόσια περιουσία ή τα εκμεταλλευόταν το
ιερατείο, όπως π.χ. στην Έφεσο όπου η διαχείριση τους ανήκε στο περιλάλητο ιερό
της Αρτέμιδος.
Όσον αφορά στην εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων, υπάρχουν διάφορες
απόψεις σχετικά με το πότε σημειώνεται η έναρξη της εκμετάλλευσης τους.
Φαίνεται ότι κατά τον 7ο αι. π.Χ. το αργότερο αρχίζουν να εξορύσσονται τα
χρυσοφόρα κοιτάσματα του Τμώλου- σημείο αναφοράς αποτελούν τα πολύτιμα ψήγματα
που κατέβαζε ο ποταμός Πακτωλός, όπως μνημονεύει ο Ηρόδοτος (5.101), ο οποίος
μάλιστα αποκαλεί λευκόν χρυσόν (1.50) αυτό το μετάλλευμα της χώρας των Λυδών,
δηλ. το φυσικό κράμα χρυσού-αργύρου που συνήθως ονομάζεται ήλεκτρον.
Εξόρυξη χρυσού γινόταν και στη ΒΔ Μικρά Ασία και
πιο συγκεκριμένα κοντά στα Αστυρα της Τρωάδος, δεν είναι όμως
βέβαιο εάν αυτό συνέβαινε κατά την υπό εξέταση περίοδο (μεταγενέστερη
μαρτυρία Στράβωνος, 13.1.23 και 14.5.28)· ανάλογη μνεία γίνεται και για τα
μέταλλα (ορυχεία) που υπήρχαν στο όρος Σίπυλος. Η ύπαρξη μεταλλείων αργύρου
έχει διαπιστωθεί στην οροσειρά του Ταύρου - στον όγκο του Bolkardag ή Bolkar Daglari -
ήδη από την αρχαϊκή περίοδο, καθώς και στο όρος Ίδη κατά τους
κλασικούς χρόνους, ενώ πιθανολογείται επίσης για την περιοχή του Πόντου.
Στην περιοχή αυτή εικάζεται και η λειτουργία χαλκωρυχείων
μετάλλευση χαλκού ανιχνεύεται ακόμη στα περίχωρα του Αδραμυττίου στην Αιολίδα.
Ενδεικτικά κατά περίπτωση μπορούν να αναφερθούν και ορισμένα άλλα
μέταλλα: από το Bolkardag προερχόταν επίσης κασσίτερος, μόλυβδος παραγόταν επί
μακρόν στο Aktepe κοντά στο Eskisehir (Φρυγία) και σε μικρότερες ποσότητες
πιθανότατα στην περιοχή του Μυούντος, ενώ περιορισμένη παραγωγή σιδήρου γινόταν
στο όρος Λάτμος.
Στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας οι κτηνοτροφικές δραστηριότητες
ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες, με κύρια ενασχόληση την εκτροφή βοοειδών και
αμνοεριφίων. Πολύ πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη ότι κατά τους αρχαϊκούς χρόνους
η βόσκηση προβάτων ήταν λιγότερο σπουδαία για τα παραγόμενα προϊόντα (μαλλί,
κρέας, γάλα) και περισσότερο σημαντική, συνδυαζόμενη με αγρανάπαυση, για τον
εμπλουτισμό της καλλιεργήσιμης γης. Πάντως η Καππαδοκία και η Κιλικία
φημίζονταν για τα άλογά τους, ενώ τα μάλλινα από την Καππαδοκία, τη Φρυγία και
ιδίως από τη Μίλητο (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 12.57) έχαιραν μεγάλης εκτίμησης.
Ενίοτε η αλιεία αποτελούσε βασική πηγή προσπορισμού κέρδους, με
χαρακτηριστικό παράδειγμα την Κύζικο στην Προποντίδα, στα νομίσματα της οποίας
ο θύννος (τόνος) εμφανίζεται ως «σήμα κατατεθέν»· η πόλη βρισκόταν σε κομβικό
σημείο του ταξιδιού που έκαναν αγέλες τόνων από τη Μαύρη Θάλασσα προς τη
Μεσόγειο. Για πόλεις όπως η Σινώπη ο Εύξεινος αποτελούσε εξαιρετική πηγή
κέρδους, καθώς από εκεί προέρχονταν μεγάλες ποσότητες ψαριών, τα οποία
αποξηραμένα ή παστά προωθούνταν στις αγορές της Μικράς Ασίας ή του ελλαδικού
χώρου.
Επιπροσθέτως, οι μικρασιατικές αγορές αποτελούσαν ταυτόχρονα σημαντικούς πόλους και διακινητές για πολλά ακόμη προϊόντα και τέχνεργα (λινάρι, μέλι, φρούτα, καρποί, πολύτιμοι λίθοι, εργαλεία, υποδήματα, κοσμήματα κ.ά.), καθώς επίσης και για το ευρέως διαδεδομένο εμπόριο δούλων.
Επιπροσθέτως, οι μικρασιατικές αγορές αποτελούσαν ταυτόχρονα σημαντικούς πόλους και διακινητές για πολλά ακόμη προϊόντα και τέχνεργα (λινάρι, μέλι, φρούτα, καρποί, πολύτιμοι λίθοι, εργαλεία, υποδήματα, κοσμήματα κ.ά.), καθώς επίσης και για το ευρέως διαδεδομένο εμπόριο δούλων.
Γνωστά κέντρα κεραμικής ήταν μεταξύ άλλων οι Κλαζομεναί, η Εφεσος
και η Χίος, αλλά μάλλον πιο αναγνωρίσιμη κατά την αρχαϊκή περίοδο υπήρξε η
παραγωγή της Μιλήτου. Τα μιλησιακά αγγεία του Ρυθμού των Αιγάγρων (Wild Goat
Style) κατά το διάστημα περ. 650-550 π.Χ., χωρίς μάλλον να παράγονται ιδιαίτερα
μαζικά, γνώρισαν αρκετές απομιμήσεις (Καρία, Χίος, Σάρδεις, Ιστρος κ.ά.) καθώς
και εκτεταμένη διασπορά - έχουν κυκλοφορήσει κατά κόρον στον Εύξεινο Πόντο, στη
Σάμο, στη Ρόδο, στη Δήλο, στην Ταύχειρα της Λιβύης, στη Ναύκρατιν, στο εμπορείο
al Mina της Συρίας, αλλά και στην Τρωάδα, την Αιολίδα, την Κύπρο, ενώ λίγα
δείγματα κεραμικής αυτού του τύπου έχουν εντοπιστεί ακόμη και στη δυτική
Μεσόγειο.
Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι στη Μίλητο γύρω στις αρχές του 6ου αι.
π.Χ. υπερισχύει η Πλουτίς, δηλ. η πολιτική παράταξη (εταιρεία) των
ευκατάστατων, των οποίων ο πλούτος είχε συνδεθεί προφανώς με το θαλάσσιο
εμπόριο, όπως προκύπτει έμμεσα και από το προσωνύμιο Αειναύται που έλαβαν
(Πλούταρχος, Αίτια Ελληνικά, 32). Σε μια διήγηση του Ηροδότου (6.86)
παρουσιάζεται ένας Μιλήσιος μάλλον λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αι. να
προσεγγίζει τον Σπαρτιάτη Γλαύκο του Επικύδεος και να προβαίνει σε μια
εντυπωσιακή ενέργεια- λόγω της επικινδυνότητας της περιρρέουσας κατάστασης στην
Ιωνία την εποχή αυτή ο Μιλήσιος αποφάσισε να ρευστοποιήσει τη μισή περιουσία
του (τα ημίσεα πάσης της ουσίης εξαργυρώσαντα) και να δώσει τα χρήματα προς
φύλαξη στον Γλαύκο.
Αφήνοντας κατά μέρος την ηθικοπλαστική κατάληξη της ιστορίας,
είναι μάλλον αξιοπρόσεκτο ότι ο μιλησιακός πλούτος είναι μετατρέψιμος σε
νόμισμα και εύκολα μεταφερόμενος σε ένα διπλά ασφαλές περιβάλλον: όχι μόνον στο
πελοποννησιακό έδαφος, αλλά και στην προκερματική κοινωνία της Λακεδαίμονος.
Επιπροσθέτως, ορισμένα τεκμήρια του υλικού πολιτισμού συνιστούν
έμμεσες μαρτυρίες για τμήματα των κοινωνιών των μικρασιατικών άστεων που
ευημερούσαν.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του χάλκινου σταθμού σε σχήμα
αστραγάλου που ανακαλύφθηκε στα Σούσα και είχε αφιερωθεί στον Απόλλωνα από τον
Αριστόλοχο και τον Θράσωνα, μάλλον πολίτες της Μιλήτου. Το βαρύσταθμο
αντικείμενο (περ. 93 κιλά) υπογράφει και ο τεχνίτης που το χύτευσε, ίσως
κάποιος Τ[ε]ισικλής(;) του Κυδιμένεος-περιήλθε σε περσικά χέρια πιθανώς ως λεία
από τον ναό του Διδυμαίου Απόλλωνος το 494 π.Χ. (πρβλ. τη μαρτυρία του
Ηροδότου, 6.19).
Βάσει της επιγραφής το ανάθημα χρονολογείται γύρω στα 550-525
π.Χ., ή και νωρίτερα, και μαζί με ένα δεύτερο «αστράγαλο» αποτελούσε απόδοση
προς το ιερό της δεκάτης από τη σοδειά (ή ίσως από μια ποσότητα σίτου που ήταν
προϊόν πειρατικής λείας)- καθώς οι «αστράγαλοι» χρησιμοποιούνταν και για
μαντεία, το ανατεθειμένο ζεύγος θα ήταν μια ταιριαστή προσφορά στον θεό των
Διδύμων. Επιπλέον, ως προς τη χρηστική λειτουργία του, που καθίσταται προφανής
και από τις λαβές, μια πιθανή εξήγηση θα μπορούσε να είναι το βάρος του
σωζόμενου «αστραγάλου» να αντιστοιχούσε σε κάποια μεγάλη αξία και επομένως να
αποτελούσε αντιζύγιο.
Ενίοτε ο αναφερόμενος πλούτος και η τάση για ηδονιστική πολυτέλεια
(αβροσύνη και
τρυφή), είτε για μεμονωμένα πρόσωπα, είτε για κάποιες ιωνικές
πόλεις, προκαλούν θαυμασμό. Στις Κελαινές της Φρυγίας αναφέρεται ότι κατά τον
ύστερο 6ο - πρώιμο 5ο αι. ζούσε ένας Λυδός, ο Πύθιος του Ατυος, που λεγόταν ότι
ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος μετά τον Πέρση βασιλέα (Ηρόδοτος, 7.27-29).
Δαρείος Α' |
Μάλιστα αφού είχε προσφέρει πολύτιμα δώρα στον Δαρείο Α',
φιλοξένησε αργότερα τον Ξέρξη και το στρατό του όταν πέρασε από εκεί στην αρχή
της εκστρατείας του εναντίον της Ελλάδος. Με την ευκαιρία αυτή ο Πύθιος δήλωσε
ότι κατείχε 2.000 τάλαντα αργύρου και 3.993.000 (!) χρυσούς δαρεικούς που
έσπευσε να θέσει στη διάθεση του Βασιλέως, ο οποίος όμως δέχτηκε μόνον τη
φιλοξενία του.
Ενδεικτική είναι και η πληροφορία του Θεοπόμπου (4ος αι.π.Χ.),που διασώθηκε μέσω της πολύ μεταγενέστερης μνείας του Αθήναιου (Δειπνοσοφισταί, 12.31' πρβλ. επίσης Ξενοφάνης, fr. 3.1-6), ότι μια κάποια χρονική στιγμή στην Κολοφώνα χίλιοι άνδρες περιφέρονταν φορώντας πορφυρά ενδύματα (αλουργείς στολάς)· μάλιστα λέγεται ότι η πανάκριβη πορφύρα αγοραζόταν τότε δίνοντας το βάρος της σε άργυρο.
Ενδεικτική είναι και η πληροφορία του Θεοπόμπου (4ος αι.π.Χ.),που διασώθηκε μέσω της πολύ μεταγενέστερης μνείας του Αθήναιου (Δειπνοσοφισταί, 12.31' πρβλ. επίσης Ξενοφάνης, fr. 3.1-6), ότι μια κάποια χρονική στιγμή στην Κολοφώνα χίλιοι άνδρες περιφέρονταν φορώντας πορφυρά ενδύματα (αλουργείς στολάς)· μάλιστα λέγεται ότι η πανάκριβη πορφύρα αγοραζόταν τότε δίνοντας το βάρος της σε άργυρο.
αρχαιολόγος - νομισματολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου